Το «τέρας» ζούσε στο σπίτι της



Νόμιζε ότι είχε βρει τον έρωτα στο πρόσωπο του νέου της αγαπημένου. Ωστόσο βρηκε μόνο τον άντρα που θα βίαζε και θα δολοφονούσε τις δύο της κόρες


Η Βαλεντίνα Σαπρουνόβα στις 15 Σεπτεμβρίου επέστρεψε τα ξημερώματα από την δουλειά της στο νοσοκομείο της πόλης Ρίμπινσκ στην επαρχία Γιαροσλάβ της Ρωσίας. Μπαίνοντας στο σπίτι αντίκρισε τις δύο ανήλικες κόρες της. Ήταν νεκρές και κατακρεουργημένες. Ήταν μόλις οχτώ και δεκατριών ετών.

Δύο μήνες πριν…

Στις αρχές Ιουλίου, η 40χρονη Σαπρουνόβα βρέθηκε στο Ρίμπινσκ ταξιδεύοντας 2.500 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι της στο Ομσκ της Σιβηρίας. Εκεί έμενε αυτός που πίστευε ότι θα ήταν ο έρωτας της ζωής της, ο 41χρονος Βαϊτάλι Μολχάνοφ. Τον είχε γνωρίσει τον Μάρτιο μέσα από μια ιστοσελίδα γνωριμιών και σύντομα άρχισαν να μιλάνε περισσότερο.

Τον Απρίλιο ο Μολχάνοφ σε μια ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έγραφε: «Αυτή είναι η κοπέλα, μου είναι πολύ δύσκολο που είμαστε σε διαφορετικές πόλεις, αλλά την αγαπάω και όλα τα άλλα μπορούμε να τα λύσουμε».

Τελικά, στις αρχές Ιουλίου η Σαπρουνόβα τον επισκέφτηκε και τρεις εβδομάδες αργότερα μετακόμισε κανονικά στο σπίτι του παίρνοντας μαζί της και τις δύο κόρες της, την 13χρονη Γιάρα και την 8χρονη Έλενα. Η ίδια βρήκε δουλειά στο τοπικό νοσοκομείο και οι τέσσερίς τους ζούσαν μαζί και ευτυχισμένοι.

15 Σεπτεμβρίου 2020

Η Σαπρούνοβα επέστρεψε τα ξημερώματα της Τρίτης στο σπίτι της καθώς την Δευτέρα δούλευε στην νυχτερινή βάρδια του νοσοκομείου. Νωρίτερα είχε μιλήσει στο τηλέφωνο με τον Μολχάνοφ για να μάθει τι κάνουν οι κόρες της. Αυτός της είχε πει ότι η μεγαλύτερη Γιάρα είχε επιστρέψει σπίτι και είχε πάει στο δωμάτιό της, ενώ η μικρότερη Έλενα έπαιζε στο τάμπλετ.

Φτάνοντας όμως στο σπίτι η 40χρονη βρήκε όλο το σπίτι γεμάτο αίματα και τις κόρες της κατακρεουργημένες και διαμελισμένες, ενώ στο σημείο βρίσκονταν ακόμα το μαχαίρι και το τσεκούρι που είχε χρησιμοποιηθεί. Σύμφωνα με τις αρχές και τα δύο κορίτσια είχαν βιαστεί αν και δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτό έγινε πριν ή μετά τον φόνο τους.

Ο Μολχάνοφ δεν ήταν πουθενά. Βίντεο από κάμερες κλειστού κυκλώματος τον είχαν καταγράψει να φεύγει από το σπίτι του με ένα άσπρο ποδήλατο λίγο μετά την ώρα που θεωρείται ότι έγιναν οι φόνοι. Σύμφωνα με πληροφορίες είχε βγάλει από τον τραπεζικό του λογαριασμό ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Μέχρι σήμερα κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται.

Οι αρχές αναζητώντας στην βάση της αστυνομίας το όνομα του Μολχάνοφ και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι είχε εξαφανιστεί δεν άργησαν να τον θεωρήσουν ως τον βασικό ύποπτο για το διπλό σοκαριστικό έγκλημα.

Το παρελθόν του Μολχάνοφ

Στις αρχές Μαΐου, ο Μολχάνοφ είχε αποκαλύψει στην νέα του αγαπημένη ότι στο παρελθόν είχε εκτίσει ποινή φυλάκισης. Όπως της είχε πει είχε σκοτώσει κάποιον, ωστόσο ήταν μόνο ένα ατύχημα και γι’ αυτό είχε ήδη αποφυλακιστεί. Η αλήθεια όμως ήταν πολύ διαφορετική.

Ο Μολχάνοφ τον Ιούλιο του 2010 είχε καταδικαστεί από ένα δικαστήριο στο Γεκατερίνμπουργκ για φόνο, βιασμό και τον διαμελισμό του πτώματος. Αν και δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί στα μέσα ενημέρωσης ποιο ήταν το θύμα- ορισμένες αναφορές κάνουν λόγο για ένα παιδί που έπεσε πάλι θύμα του- σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου ο Μολχάνοφ έπρεπε να εκτίσει την ποινή του στα Ουράλια καθώς βρέθηκε ένοχος για τα παρακάτω εγκλήματα: «φόνο», «παράνομη καταπάτηση της ελευθερίας του ατόμου με χρήση όπλων ή αντικειμένων που χρησιμοποιήθηκαν ως όπλα», «προετοιμασία για έγκλημα», «βιασμό σε συνδυασμό με απειλές ή πρόκληση σοβαρής σωματικής βλάβης, ο οποίος διενεργήθηκε με ιδιαίτερη βαναυσότητα κατά του θύματος» και τέλος «διαμελισμός πτώματος».

Ο Μολχάνοφ από το 2017 ως το 2019 υπέβαλε πολλά αιτήματα αποφυλάκισης, τα οποία όμως απορρίπτονταν. Τελικά, τον Φεβρουάριο του 2019 η προσπάθειά του είχε αποτέλεσμα και αποφυλακίστηκε με τον ίδιο να μεταβαίνει στο Ρίμπινσκ, όπου έπιασε δουλειά σε μια μεγάλη εταιρεία καλωδίων.

Εκεί συναντήθηκε τελικά με την Βαλεντίνα Σαπρουνόβα τον Ιούλιο, από την οποία φρόντισε με μεγάλη προσοχή να κρύψει το ακριβές παρελθόν του. Η ίδια είπε στους αστυνομικούς ότι όλο αυτό το διάστημα που έμενε με τον Μολχάνοφ, αυτός της φερόταν πολύ καλά τόσο της ίδιας όσο και των κοριτσιών, τα οποία τα «κακομάθαινε». Όπως είπε οι δυο τους έκαναν σχέδια για μια κοινή ζωή. Στο σχολείο των παιδιών, οι συμμαθητές τους ανεφεραν ότι τα κορίτσια αναφέροντας στον Μολχάνοφ ως «πατριό», ενώ φαίνονταν ευτυχισμένα.

Αν και κανείς δεν  ξέρει τα ακριβή αίτια που πυροδότησαν αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα, οι αρχές εκτιμούν ότι ο Μολχάνοφ εξαγριώθηκε από τις πολλές πολύωρες βάρδιες της Σαπρουνόβα στο νοσοκομείο και ζήλευε καθώς ένιωθε ότι παραμελεί τον ίδιο, ο οποίος έπρεπε να φροντίζει τα παιδιά.

«Αυτή η γυναίκα ήρθε στο Ρίμπινσκ για να βρει τη ευτυχία. Λυπάμαι γι’ αυτήν και τα κορίτσια. Είναι ένα τέρας», ανέφερε μια γειτόνισσα του ζευγαριού λέγοντας ότι κανείς στην γειτονιά δεν ήξερε το παρελθόν του Μολχάνοφ.

Ο ίδιος ανέφερε στη σελίδα του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι ήταν παλιότερα βοηθός δικηγόρου και βοηθούσε φυλακισμένους.

Το ανθρωποκυνηγητό

Μέχρι στιγμής δεν έχει βρεθεί κανένα ίχνος του Μολχάνοφ γεννώντας ερωτηματικά για το κατά πόσο προγραμματισμένο και οργανωμένο ήταν το έγκλημά του, ώστε να μπορέσει να διαφύγει επιτυχώς. Τελευταία του εικόνα είναι αυτή που φεύγει με το λευκό του ποδήλατο από το σπίτι του εγκλήματος.

Οι ρωσικές αρχές έχουν δηλώσει ότι οι πιο έμπειροι ντεντέκτιβ έχουν αναλάβει την υπόθεση, ενώ έχει εκδοθεί πανεθνικό ένταλμα σύλληψης και οι όλες οι αρχές της Ρωσίας είναι επί ποδός. Μάλιστα, ο κυβερνήτης του Γιαροσλάβ, Ντιμίτρι Μιρόνοφ, έκανε γνωστό ότι θα δώσουν 500.000 ρούβλια σε όποιον βοηθήσει να εντοπιστεί ο Μολχάνοφ.

Ο πατέρας των παιδιών και πρώην σύζυγος της Σαπρουνόβα είναι σύμφωνα με τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης ο αστυνομικός Βαλεντίν Σαπρούνοφ. Ο πατέρας ήταν μάλιστα επικεφαλής ενός προσωρινού κέντρου κράτησης, ενώ στη συνέχεια ανέλαβε το τμήμα έρευνας εγκλημάτων στο Κραζνοζερσκόγιε της επαρχίας Νοβοσιμπίρσκ. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι είτε εργάζεται ακόμα στο Υπουργείο Εσωτερικών ή έχει συνταξιοδοτηθεί.