Κωνσταντίνος Κουκίδης: Μύθος ή πραγματικότητα;


Η ιστόρα του εύζωνα που αυτοκτόνησε πέφτοντας από την Ακρόπολη όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα. Τι λένε οι ιστορικοί, τα στοιχεία κι οι μαρτυρίες 

Κάτω από την Ακρόπολη, κοντά στην περιοχή «Αναφιώτικα», έχει τοποθετηθεί μια μικρή αφιερωματική στήλη. Είναι ένα μνημείο για τον Κωνσταντίνο Κουκίδη το οποίο έστησε εκεί ο Δήμος Αθηναίων το 2000, επί δημαρχίας Δημήτρη Αβραμόπουλου. Εδώ και δεκαετίες η ιστορία του Κουκίδη μνημονεύεται ως μια συγκλονιστική πράξη αυτοθυσίας και αντίστασης. Από την άλλη έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης για ιστορικούς και ερευνητές. Υπήρξε τελικά ο εύζωνας Κουκίδης, έπεσε από την Ακρόπολη με την ελληνική σημαία, τι λένε τα στοιχεία και οι μαρτυρίες;

Η ιστορία

Σύμφωνα με τις αφηγήσεις ο Κωνσταντίνος Κουκίδης ήταν ένας δεκαεπτάχρονος Έλληνας Εύζωνας που είχε καθήκοντα σκοπιάς στην Ακρόπολη των Αθηνών την 27η Απριλίου 1941, την ημέρα που τα γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στην Αθήνα. Κατά μια άλλη εκδοχή ήταν μέλος της Ε.Ο.Ν. (οργάνωση νέων που ιδρύθηκε από το καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά το 1936 και διαλύθηκε τον Απρίλιο του 1941) και εκτελούσε χρέη φρουρού στην Ακρόπολη.

Όταν ένα γερμανικό απόσπασμα με επικεφαλής τον λοχαγό Γιάκομπι (Peter Jacoby) και τον υπολοχαγό Έλσνιτς (Georg Elsnits), ανέβηκαν στην Ακρόπολη για να αναρτήσουν την γερμανική σημαία, ζήτησαν από τον Κουκίδη να υποστείλει την ελληνική. Σ’ αυτό το σημείο, σύμφωνα με μια εκδοχή, ο Κουκίδης βουβός και βουρκωμένος κατέβασε την ελληνική σημαία, τύλιξε το κορμί του μ’ αυτή και πήδηξε από την Ακρόπολη. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Κουκίδης αρνήθηκε να την υποστείλει και το χρέος αυτό ανέλαβε ένας Γερμανός στρατιώτης, ο οποίος αφού υπέστειλε την ελληνική σημαία, την δίπλωσε και την παρέδωσε στον Κουκίδη που στην συνέχεια πήδηξε μαζί μ’ αυτήν απ’ την Ακρόπολη.

Αυτό που γνωρίζουμε σίγουρα είναι πως με την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα στις 27 Απριλίου, οι προφυλακές του στρατού ύψωσαν τη γερμανική σημαία στην Ακρόπολη, στις 8.45 το πρωί, όπως έσπευσαν να γνωστοποιήσουν με τηλεγράφημα στον Χίτλερ ο ίλαρχος Γιακόμπι και ο υπολοχαγός Έλσνιτς. Λίγο αργότερα υψώθηκε σε άλλον ιστό η ελληνική σημαία, πλάι στη γερμανική. Από τις πηγές της εποχής δεν φαίνεται σαφώς αν προηγήθηκε υποστολή της ελληνικής σημαίας ή αν δεν είχε γίνει έπαρσή της εκείνο το πρωινό, πάντως το βέβαιο είναι ότι λίγη ώρα αργότερα και οι δυο σημαίες κυμάτιζαν η μία πλάι στην άλλη.

Οι αναφορές

Η ιστορία για τον φρουρό της Ακρόπολης που αυτοκτόνησε κυκλοφόρησε ως φήμη μετά την παράδοση της πόλης στους Γερμανούς. Έτσι την καταγράφει στο ημερολόγιό του ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος, αλλά και ο Βρετανός πράκτορας (και μετέπειτα επιφανής ιστορικός) Νίκολας Χάμοντ. Αμφότεροι δεν αναφέρουν το όνομα του φρουρού. «Ο Έλλην φρουρός τής Ελληνικής σημαίας επί τής Ακροπόλεως, μή θελήσας νά παραστή μάρτυς τού θλιβερού θεάματος τής αναρτήσεως τής εχθρικής σημαίας, ώρμησεν εκ τής Ακροπόλεως κρημνισθείς καί εφονεύθη. Εκάθησα στό γραφείον μου περίλυπος μέχρι θανάτου καί δακρύων…» γράφει χαρακτηριστικά ο αρχιεπίσκοπος ενώ ο Χάμοντ αναφέρει: «Την 27ην Απριλίου 1941, λίγο προτού χαράξει, όλα ήσαν κλειστά. Τότε έμαθα ότι οι Γερμανοί διέταξαν τον φρουρό τής Ακροπόλεως να κατεβάσει το ελληνικό σύμβολο. Πράγματι, εκείνος την υπέστειλε. Τυλίχθηκε με αυτήν και αυτοκτόνησε, πέφτοντας από τον βράχο».

Η εφημερίδα Daily Mail δημοσίευσε στις 9 Ιουνίου 1941, σε δημοσίευμα με τίτλο «A Greek carries his flag to the death» (Ένας Έλληνας φέρει την σημαία του έως τον θάνατο) γράφει: «Ο Κώστας Κουκίδης, Έλληνας στρατιώτης ο οποίος φρουρούσε το εθνικό σύμβολο των Ελλήνων πάνω στην Ακρόπολη, τυλιγμένος με την Γαλανόλευκη, εφόρμησε στο κενό και αυτοκτόνησε (27/4/1941)». Είναι η πρώτη αναφορά του συγκεκριμένου ονόματος.

Αναφορά στο θέμα κάνει και ο Μενέλαος Λουντέμης στο διήγημά του «Τα άλογα του Κουπύλ», που γράφτηκε τον Οκτώβριο του 1944: «Την κατέβασε, τυλίχθηκε μέσα κι έπεσε χωρίς ηρωισμούς απ’ το βράχο» γράφει. Τέλος το λεύκωμα του ΚΚΕ με τίτλο  «Έπεσαν για τη ζωή» τονίζει: «Τη στιγμή που άλλοι έδιναν γη και ύδωρ στους χιτλερικούς, ο Έλληνας στρατιώτης, πιστός στα πατριωτικά ιδανικά, προτίμησε να αυτοκτονήσει τυλιγμένος με τη γαλανόλευκη, πέφτοντας από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, παρά ν’ ανεβάσει στον ιστό τη σβάστικα».

Οι έρευνες

Για την υπόθεση του Κουκίδη έχουν γίνει πολλές έρευνες οι οποίες δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Το δεδομένο είναι ότι στα στρατιωτικά αρχεία δεν βρέθηκε κανένα στοιχείο για στρατιώτη ή εύζωνα με αυτό το όνομα. Ο συγγραφέας Ιωάννης Γιαννόπουλος στο βιβλίο του «Μυστική Ακρόπολη» υποστηρίζει πως το όνομα του Κουκίδη δεν υπήρχε στα στρατιωτικά αρχεία γιατί βρισκόταν στην Ακρόπολη με την ιδιότητα του μέλους της Ε.Ο.Ν. «Είναι μόλις 17 χρονών και μέλος της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (ΕΟΝ). Μόλις χθες (σ.σ: 26 Απριλίου 1941), η τοπική επιτροπή της Νεολαίας του Θησείου απεφάσισε όπως τα νεαρά της μέλη εκτελούν τα καθήκοντα του φρουρού της σημαίας μέχρις ότου το κατοχικό κράτος θα απεφάσιζε -με την συνεργασία των κατοχικών δυνάμεων- το τι θα έμελλε να γίνει» τονίζει.

Στο ίδιο βιβλίο παρατίθεται μαρτυρία του Κυριάκου Γιαννακόπουλου που τότε ήταν 11 ετών και πουλούσε τσιγάρα στην Πλάκα. Συγκεκριμένα υποστηρίζει «Την ώρα ακριβώς που έπεφτε το παιδί με την σημαία τυλιγμένο και κτυπούσε στους βράχους. Έκανα να τρέξω προς τα εκεί και δεν μπορούσα. Ναι προσπάθησα, να πάω και εγώ εκεί… Το παιδί… τρέξανε, χάλασε ο κόσμος, έγινε σεισμός εκείνη την ώρα που είδαν το παιδί, όλος ο κόσμος αναστατώθηκε. Πού να πάω εγώ παιδάκι τότε, να χωθώ, εκεί μέσα στην στοά της Ακροπόλεως, να μαζέψω… να προσφέρω τι; Απλώς πήρα τα πράγματά μου και έφυγα. Σκοτώθηκε εκείνη την ώρα. Κτύπησε στους βράχους και εκτινάχθηκε. Το θυμάμαι, το βλέπω σαν να το βλέπω τώρα. Αυτό το πράγμα δεν πρόκειται να φύγει ποτέ από τα μάτια μου, μόνο όταν πεθάνω!». Μαρτυρία υπάρχει και από τον Στάθη Αρβανίτη ο οποίος τονίζει: «Ήμουνα τότε επτά χρονών. Μέναμε ακριβώς κάτω απ’ την Ακρόπολη. Εκείνη την ημέρα στις 27 Απριλίου -μια ημέρα ηλιόλουστη με καθαρότατο ουρανό- ο πατέρας μου είχε απαγορέψει και στον αδελφό μου και στην μητέρα μου να βγούνε απ’ το σπίτι. Εγώ ήμουνα στην ταράτσα και έπαιζα με το αυτοκινητάκι μου. Ξαφνικά βλέπω ένα σώμα, μάλλον πρέπει να ‘τανε τσολιάς, να πέφτει από την Ακρόπολη και να χτυπιέται στους βράχους. Κατέβηκα κάτω και το ανέφερα στον πατέρα μου, ο οποίος μέσα στην σύγχυση την στιγμή που έμπαιναν οι Γερμανοί, κάπως δεν με πίστεψε. Μετά 15 ημέρες έρχεται και μου λέει: “Μικρέ είχες δίκιο. Το είπε το BBC.”».

Σύμφωνα με την ιστορική έρευνα τού αντιστασιακού ερευνητή Κώστα Γ. Κωστοπούλου: «Ο Ήρωας Στρατιώτης, χτυπώντας πάνω στα βράχια, στην διαδρομή τής πτώσεώς του στον γκρεμό από τον βράχο τής Ακροπόλεως, όταν τελικά κατρακυλώντας, έπεσε στην οδό Θρασύλλου στην Πλάκα, είχε πολτοποιηθεί και η στολή του ήταν καταξεσκισμένη. Όταν τον περιμάζεψαν δύο-τρεις κάτοικοι τής Πλάκας, δεν βρήκαν τίποτε επάνω του εκτός από ένα τσαλακωμένο ταχυδρομικό δελτάριο στο οποίο έγραφε πολύ κακογραμμένα το όνομα τού παραλήπτη: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΥΚΙΔΗΣ. Αυτά τα στοιχεία είχαν καταθέσει δύο γέροντες (επιζώντες ακόμη) σχετικά με το ανωτέρω περιστατικό».

Μια προσωπική έρευνα του αντιστασιακού Χαράλαμπου Ρούπα, η οποία δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα της Αιγιαλείας» (12 Μαΐου 2006):

«Εγώ και οι φίλοι μου, περίεργοι και αργόσχολοι συνταξιούχοι, αρχίσαμε να ψάχνουμε στην Πλάκα μέσα στα παραδοσιακά ταβερνάκια και καφενεία, μήπως βρούμε κάποιο γεροντάκι που να μάς έλεγε κάτι το σχετικό. Όλοι γνώριζαν το περιστατικό, αλλά μάς έλεγαν, “άκουσα… μού είπαν…”, δηλαδή αυτά πού γνωρίζαμε κι εμείς. Τελικά, ψάχνοντας καί κάνοντας με υπομονή την έρευνά μας, βρήκαμε μία γριούλα που μάς είπε: “Πηγαίνετε κάτω στού Μακρυγιάννη (μάς είπε περίπου την διεύθυνση), κι εκεί ζει ένας πρώην τσαγκάρης. Αυτός είναι ο γιος τού παγοπώλη ο οποίος μέ τό καροτσάκι του πήρε τον νεκρό στρατιώτη, και τον επήγε στο Α’ Νεκροταφείο καί τόν έθαψε”.

Τελικά, συναντήσαμε τον γερο-τσαγκάρη. Δυσκολευθήκαμε όμως να τού δώσουμε να καταλάβει το τι θέλαμε να μας πει, διότι ούτε άκουγε, κι ούτε έβλεπε καλά. Στο τέλος, συγκινημένος, μάς είπε: “Εκείνη την ημέρα είχαμε κλεισθεί στα σπίτια μας, όπως κι όλη η Αθήνα. Εγώ τότε ήμουν 16 χρονών. Ακούσαμε στον δρόμο μία γριά που στρίγκλιζε. Πεταχθήκαμε τότε στον δρόμο δύο-τρεις, για να δούμε το τι συμβαίνει, και τότε είδαμε το τραγικό αυτό θέαμα: Ένα χιλιοστραπατσαρισμένο πτώμα ντυμένο στο χακί και μία σημαία γύρω του ματωμένη. Χαρτιά, πορτοφόλι κλπ. δεν βρέθηκαν επάνω του, εκτός από ένα δελτάριο που έγραφε το όνομά του. Τό δελτάριο το κράτησε ένας φίλος τού πατέρα μου. Επειδή ο πατέρας μου κι εγώ μοιράζαμε κολώνες πάγου στα σπίτια, είχαμε ένα καρότσι. Το έβαλαν το παλληκάρι μέσα μαζί με την σημαία, το σκέπασαν με μία κουβέρτα και το πήγαν μαζί με τον φίλο του στο Α΄ Νεκροταφείο και το έθαψαν.

Εκεί βρήκαν έναν παπά και του είπαν τι είχε συμβεί. Αυτός τούς πήγε σε έναν ανοικτό τάφο, τύλιξαν το παλληκάρι με ό,τι είχε μείνει από την σημαία, είπε και δύο-τρία λόγια ο παπάς και το παράχωσαν. Εκείνο όμως που πρέπει να σας τονίσω, αυτό το τραγικό περιστατικό από στόμα σέ στόμα το είχε μάθει όλη η Αθήνα. Ο πατέρας μου φοβήθηκε και δεν με πήρε μαζί του. Εάν πήγαινα κι εγώ, τότε θα σας υπέδειχνα που ακριβώς είναι παραχωμένο το παλληκάρι. Τον πατέρα μου, τον έχασα τον Ιανουάριο τού 1942 στην μεγάλη πείνα.”».

Αυτοί που τον γνώρισαν

Ο αντιστασιακός Σπύρος Μήλας είναι ο άνθρωπος που υποστηρίζει ότι γνώριζε προσωπικά τον Κουκίδη. Μίλησε στο περιοδικό Ελλοπία τον Μάιο του 1998 και τον περιγράφει, ως έναν 20χρονο νέο, μάλλον κοντό κι αδύνατο, ακομμάτιστο, οικοδόμο στο επάγγελμα και κάτοικο Περάματος ή Κερατσινίου. Τόνισε ότι έμαθε για τον τραγικό του θάνατο, 2-3 ημέρες μετά το συμβάν. Λίγα χρόνια όμως αργότερα, ο 84χρονος -τότε- Μήλας σε τηλεοπτική εκπομπή (Τηλετώρα 21.4.2000), αντιφάσκει, καθώς ισχυρίστηκε πως είδε με τα μάτια του την πτώση του Κουκίδη. Στην εκπομπή «Αληθινά Σενάρια» της ΕΡΤ η εκπαιδευτικός Πόπη Πασπαλιάρη υποστήριξε ότι γνώριζε την οικογένεια του Κουκίδη. «Η οικογένεια του ήρθε από τον Πόντο και τους έβγαλε το πλοίο στο Κατάκολο και μετά τους πήγαν στην Γαστούνη. Ήταν ο Αναστάσης, η Φωτεινή και ο δύο ετών τότε Κωνσταντίνος. Η Φωτεινή τον φώναζε Κωνσταντά. Ο Αναστάσης πήγαινε στη Κυπαρισσία να μαζέψει ελιές και στη δεύτερη διαδρομή πέθανε. Δεν είχαν να φάνε. Η Φωτεινή πήρε το θάρρος και χτύπησε την πόρτα των Σπηλιώπουλων που είχαν βιομηχανία εξαγωγής γλυκόρριζου. Η κόρη της οικογένειας Σπηλιώπουλου, Μαρία μετακόμισε στην Αθήνα και πήρε μαζί της ως υπηρέτρια τη Φωτεινή και τον μικρό Κωνσταντίνο. Δεν είχαν χαρτιά. Η Μαρία έστειλε τον Κωνσταντινο σε ιδιωτικό σχολείο. Ήταν ένα πανέμορφο και πανέξυπνο παιδάκι που τελείωσε το Δημοτικό και το Γυμνάσιο με άριστα. Μετά τον πήγε στην Πάλμερ, την πρώτη σχολή λογιστών και την τελείωσε. Όταν η Φωτεινή έμαθε τον θάνατο του Κωνσταντίνου έχασε τα λογικά της και από την Αθήνα πήγε στον Πειραιά να τον βρει, τον έψαχνε. Την ημέρα του μεγάλου βομβαρδισμού την πήρε από κάτω και την έκανε κιμά» υποστήριξε και τόνισε πως επειδή ο Κουκίδης δεν είχε μεγάλη οικογένεια δεν έγινε μεγάλος θόρυβος για το θέμα. Αν όσα λέει η Πόπη Πασπαλιάρη ισχύουν τότε ο Κουκίδης ήταν σίγουρα πάνω από 17 ετών την ημέρα του θανάτου του.

Η αμφισβήτηση

Η βασική αμφισβήτηση σχετικά με την ύπαρξη του Κώστα Κουκίδη προέρχεται από την έρευνα του συγγραφέα Νίκου Σαραντάκου στη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού. Ο Σαραντάκος δεν εντόπισε πουθενά στις λίστες του ΔΙΣ/ΓΕΣ το όνομα του Κώστα Κουκίδη στους στρατεύσιμους της εποχής, ενώ ο τότε Διευθυντής του ΔΙΣ/ΓΕΣ Αντιστράτηγος Ιωάννης Κακουδάκης, σε συνέντευξή του στο περιοδικό Πόλεμος και Ιστορία ανέφερε: "Το θέμα αυτό παραμένει, δυστυχώς μέχρι σήμερα ως ένα εφτασφράγιστο μυστικό, ως ένας μύθος ή θρύλος, θα έλεγα.".

Σημαντικός επίσης λόγος αμφισβήτησης της υπόθεσης Κουκίδη αποτελεί το γεγονός ότι πουθενά στις αναφορές των γερμανικών αρχών κατοχής της Ελλάδας δεν αναφέρεται κανένα τέτοιο περιστατικό, σχετικά με την αυτοκτονία κάποιου εύζωνα στην Ακρόπολη. Σαφώς, ένα τόσο σημαντικό περιστατικό αντίστασης θα έβρισκε χώρο έστω και σε κάποια απόρρητη αναφορά, μέσα στις εκατοντάδες άλλες που σήμερα βρίσκονται στα Γερμανικά Ομοσπονδιακά Αρχεία.

Με αφορμή κείμενο του δημοσιογράφου του Βήματος Γεώργιου Μαλούχου με το οποίο στηλίτευε το γεγονός ότι η θυσία του Κουκίδη έχει ξεχαστεί, ο Σαραντάκος δημοσίευσε άρθρο στο οποίο παρουσιάζει στοιχεία που υποστηρίζουν ότι η ιστορία του εύζωνα αποτελεί μύθο. Ο κ. Σαραντάκος αναφέρει μεταξύ άλλων: «Βέβαια, τον Κουκίδη δεν τον έβγαλε από το μυαλό του ο Γ. Μαλούχος. Αποτελεί παλιότερο μύθο, που μάλιστα έχει γίνει αποδεκτός από αριστερούς και δεξιούς, αν και οι περισσότεροι με μισόλογα παραδέχονται ότι πρόκειται για μύθο, όμως μύθο ωφέλιμο.

Χρειάζονται άραγε περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία από τη μαρτυρία του διευθυντή της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού αντιστρατήγου Κακουδάκη, σε τηλεοπτική εκπομπή το 2000, ότι «Διαπιστώσαμε ότι δεν υπήρξε την περίοδο εκείνη στρατιώτης με το όνομα Κουκίδης Κωνσταντίνος. Στείλαμε έγγραφα σε όλες τις μονάδες, στο ληξιαρχείο, παντού. Πήγαμε στην Πλάκα να ζητήσουμε πληροφορίες. Πραγματική μαρτυρία ως σήμερα δεν έχει υπάρξει»; Επίσης, ο τότε επιλοχίας των ευζώνων Α. Μαχιμάρης αρνήθηκε ότι υπήρξε εύζωνος με το όνομα αυτό. Και πώς αλήθεια τεκμηριώνει κανείς αδιάσειστα ότι κάποιος δεν υπήρξε ή κάτι δεν συνέβη;

Πώς απέκτησε το όνομά του ο ανύπαρκτος ήρωας; Τυχαία τον ονόμασε Κουκίδη το ρεπορτάζ της αγγλικής εφημερίδας; Εδώ έχω μια υποψία, που την έχουν διατυπώσει και άλλοι. Υπήρχε τότε στην Αθήνα ένας δημοσιογράφος με το όνομα Κωνσταντίνος Κουκίδης (γράφεται και Κουκκίδης). Γεννημένος στην Ανατολική Θράκη το 1891, είχε δουλέψει σε μεγάλες εφημερίδες (Ελεύθερο Βήμα, Αθηναϊκά Νέα, Καθημερινή) και είχε κάνει χρόνια ανταποκριτής στο Παρίσι. Σε κάποιο εντελώς άσχετο φόρουμ παρατίθεται μια πιθανοφανής αλλά δεν ξέρω πόσο τεκμηριωμένη εξήγηση: μέσα στον χαμό, ο Κουκίδης άργησε να πάει στην εφημερίδα του και κάποιοι κυκλοφόρησαν τη φήμη ότι αυτοκτόνησε πέφτοντας από την Ακρόπολη, φήμη που εμπλουτίστηκε και τροποποιήθηκε στη συνέχεια.

Δεν είναι όμως ανάγκη να πάμε τόσο μακριά: εξίσου πιθανό είναι ο Άγγλος που έφτιαξε το άρθρο στο Κάιρο (αναφέρεται στο κείμενο της Daily Mail) να έδωσε απλώς στον ανύπαρκτο ήρωά του το πρώτο ελληνικό υπαρκτό ονοματεπώνυμο που του ήρθε στο νου, ενός γνωστού δημοσιογράφου της εποχής· πάντως ο υπαρκτός Κουκίδης έζησε, το 1946 έβγαλε βιβλίο για τη δικαιοσύνη επί κατοχής και πέθανε γέρος πια το 1974.

Ο ανύπαρκτος Κουκίδης απέκτησε και φωτογραφία, τουλάχιστον σε έναν ακροδεξιό ιστότοπο ο οποίος πρόσθεσε μιαν άσχετη φωτογραφία ευζώνου στο παραμυθένιο άρθρο του Γ. Μαλούχου.

Αν θέλουμε να βρούμε αντίστοιχο της υπόθεσης Κουκίδη, υπάρχει ο μύθος της Ηλένιας Ασημακοπούλου, της όμορφης κοπέλας που το πορτρέτο της περιέφερε ο δήθεν αρραβωνιαστικός της τον Νοέμβριο του 1974, στην πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου, τάχα ότι είχε σκοτωθεί μέσα στο Πολυτεχνείο –και που πολλοί το πίστεψαν μέχρι που κάποιοι πρόσεξαν ότι το σκίτσο ήταν αντιγραφή από τη διαφήμιση ενός ξένου καλλυντικού ή σαμπουάν και απεικόνιζε μια γνωστή στο εξωτερικό μοντέλα. Οι αντιστοιχίες ανάμεσα στην υπόθεση Κουκίδη και στον μύθο της Ηλένιας σταματούν εδώ όμως, διότι κατά τα άλλα δεν υπάρχουν ομοιότητες. Πατώντας πάνω στο ότι η Ηλένια ήταν ανύπαρκτη, οι νοσταλγοί της χούντας επιχείρησαν να αρνηθούν εντελώς τους φόνους στο Πολυτεχνείο, ενώ όσοι επισημαίνουν ότι ο Κουκίδης είναι ανύπαρκτος καθόλου δεν αρνούνται ούτε τον τεράστιο φόρο αίματος του ελληνικού λαού ούτε τον ηρωισμό που έδειξε.

Τότε γιατί μας έπιασε τέτοιο γινάτι να αποδείξουμε ανύπαρκτον τον Κουκίδη; Σε ό,τι με αφορά, για έναν κυρίως λόγο: επειδή εκείνος ο κόντε Σολωμός επέμενε ότι πρέπει να μάθουμε να θεωρούμε εθνικό ό,τι είναι αληθινό».

«Κανένας δεν μπορεί να υποστηρίξει με βεβαιότητα ότι τέτοιο πρόσωπο υπήρξε»

Στη συνέντευξη που έδωσε το 2001 στον Λ.Σ. Μπλαβέρη, ο τότε Διευθυντής της ΔΙΣ/ΓΕΣ Αντιστράτηγος Ιωάννης Κακουδάκης τονίζει για το θέμα Κουκίδη:

«Το θέμα αυτό παραμένει, δυστυχώς μέχρι σήμερα ως ένα εφτασφράγιστο μυστικό, ως ένας μύθος ή θρύλος, θα έλεγα. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή για μια ολοκληρωμένη ενημέρωση και για τους αναγνώστες που ενδεχομένως δεν έχουν γνώση, για την υπόθεση αυτή. Με τον τίτλο “Ένας Έλληνας παίρνει την σημαία του στο θάνατο” στην αγγλική εφημερίδα “DAILY MAIL” ειδικός ανταποκριτής της από το Κάιρο, την 9 Ιουνίου γράφει : Ο Κώστας Κουκίδης, Έλληνας στρατιώτης, φρουρούσε την ελληνική γαλανόλευκη σημαία επάνω στην Ακρόπολη στην Αθήνα, όταν μια ομάδα ένστολων Ναζί προχώρησαν προς αυτόν. “Τράβηξέ την κάτω” του είπαν “και ύψωσε αυτήν την σημαία με την σβάστικα”. Ο Κώστας αργά κατέβασε τα χρώματα της χώρας του. Σταμάτησε μια στιγμή με τα μάτια καρφωμένα στον Γερμανό αξιωματικό. Έπειτα τύλιξε την σημαία γύρω στο σώμα του και ρίχτηκε στις επάλξεις, από ύψος των 200 ποδών. Αυτή η ιστορία μόλις μου έγινε γνωστή από ελληνικές πηγές…(συνεχίζεται το κείμενο της ανταπόκρισης με άλλα θέματα).

Από το δημοσίευμα αυτό δεν προσδιορίζεται πότε έγινε. Ωστόσο, λέγεται ότι έγινε στις 27 Απριλίου 1941, ημέρα Κυριακή, που οι Γερμανοί εισήλθαν στην Αθήνα. Από την ιστορική ανάλυση των ημερών εκείνων γνωρίζουμε ότι στις 07.30 ώρα της 27ης Απριλίου μια φάλαγγα Γερμανών μοτοσικλετιστών με την συνοδεία δύο τεθωρακισμένων αυτοκινήτων διέσχισαν την λεωφόρο Κηφισίας, τις οδούς Αμαλίας και Διονυσίου Αρεοπαγίτου και έφτασαν στην Ακρόπολη. Δύο Γερμανοί αξιωματικοί, ο ίλαρχος Γιακόμπι και ο Υπολοχαγός Έλσνιτς ήταν επικεφαλής της εμπροσθοφυλακής αυτής και αυτοί έκαναν την έπαρση της γερμανικής σημαίας με τιμητικό γερμανικό άγημα και απέστειλαν από το Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών δια μέσου ασυρμάτου το παρακάτω μήνυμα:

“Προς τον Φύρερ και Καγκελάριο του Ράιχ.

Βερολίνο. Φύρερ μου

Την 27 Απριλίου και ώρα 08.10 πρωινή εφθάσαμε εις Αθήνας ως πρώτα Γερμανικά στρατεύματα και την 0845 υψώσαμε την Γερμανική σημαία επί της Ακροπόλεως και του Δημαρχείου.

Χάιλ Μάιν Φύρερ Ίλαρχος Γιακόμπι-Υπολοχαγός Έλσνιτς”.

Υποστηρίζεται από την γερμανική πλευρά ότι αν είχε συμβεί το περιστατικό Κουκίδη, οι Γερμανοί θα το είχαν αναφέρει άμεσα ή αργότερα. Υπήρχε μία πληροφορία ότι είχε δημοσιευθεί το θέμα Κουκίδη στη γερμανική εφημερίδα “Λαϊκός Παρατηρητής” αλλά μετά από πρόσφατες ενέργειες της ΔΙΣ κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώθηκε ( Έρευνα Γερμανού Kaspar Dreidoppel, Berlin, 20-2-2001 κ.λ.π.). Η ΔΙΣ κατά το παρελθόν, αλλά και πρόσφατα κατέβαλε και καταβάλλει προσπάθειες για την ιστορική τεκμηρίωση της υπόθεσης. Προσπαθούμε δηλαδή να βρούμε την ιστορική αλήθεια. Πολλά έχουν λεχθεί και γραφεί κατά καιρούς, αναδημοσιεύονται, αναπλάθονται, προβάλλονται από τα τηλεοπτικά μέσα και ακούγονται από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Εμείς θα συνεχίσουμε την έρευνα μέχρι την πλήρη ιστορική διαλεύκανση της υπόθεσης. Μέχρι τότε καλό είναι να πλανάται ως θρύλος, ως μύθος, ως εφτασφράγιστο μυστικό».

Η απάντηση αυτή, όμως, δεν έπεισε έναν αναγνώστη του περιοδικού, ο οποίος ζήτησε περισσότερα στοιχειά. Έτσι ο Αντιστράτηγος Κακουδάκης απαντά με επιστολή του στο τεύχος 47 (Δεκέμβριος 2001, σελ. 4)

«Τον Εύζωνα Κουκίδη δεν τον είδε κανένας ποτέ. Δεν βρέθηκε ποτέ η Σημαία. Δεν βρέθηκε ποτέ το πτώμα. Ψάξαμε παντού, όπου υπάρχει περίπτωση να υπάρχει το όνομα Κωνσταντίνος Κουκίδης. Στα νεκροταφεία, στα νεκροτομεία, στα ληξιαρχεία και στις συγκεκριμένες ημέρες δεν υπάρχει καμία εγγραφή. Από τους καταλόγους του ΟΤΕ και από όλα τα Ληξιαρχεία της Αττικής ψάξαμε για επιζώντες με αυτό το όνομα και ερευνήσαμε σχετικά. Μετά από όλα αυτά δεν υπάρχει καμία επίσημη τεκμηρίωση του συγκεκριμένου περιστατικού και αν το συγκεκριμένο πρόσωπο υπήρξε στην πραγματικότητα. Βέβαια καμία στρατιωτική υπηρεσία δεν μπορεί να χάσει κάποιο στρατιώτη της χωρίς να το ξέρει ή χωρίς να έχει γραφεί σε κάποια κατάσταση.

Στη ΔΙΣ ήλθε μέχρι και ο Ιατροδικαστής Αθηνών με το βιβλίο που είχε η υπηρεσία του τότε και κατέγραφαν όλες τις ιατροδικαστικές πράξεις -όλους τους νεκρούς- όπου δεν σημειωνόταν κανένας νεκρός στρατιώτης την περίοδο 27-30 Απριλίου 1941.

Να σημειώσω ότι η Προεδρική Φρουρά, τότε Ανακτορική Φρουρά, δεν έβαζε και δεν βάζει ποτέ φρουρούς στην Ακρόπολη. Ζει ακόμα στο Παγκράτι ο τότε Επιλοχίας της Ανακτορικής Φρουράς, τον όποιο και συνάντησα και ο όποιος με διαβεβαίωσε ότι τους ήξερε όλους τους στρατιώτες του “απέξω και ανακατωτά” και στρατιώτης με το όνομα Κώστας Κουκίδης δεν υπήρχε στην Ανακτορική Φρουρά. Όπως επίσης ότι δεν τοποθετούσαν φρουρούς στον Βράχο της Ακρόπολης. Βέβαια με την λέξη “Εύζωνας” υπάρχει το ενδεχόμενο να ήταν στρατιώτης των Ευζωνικών Ταγμάτων. Όμως τα συντάγματα αυτά δεν έδρευαν στην Αθήνα.

Κανένας δεν μπορεί να υποστηρίξει με βεβαιότητα ότι τέτοιο πρόσωπο υπήρξε, άλλα από την άλλη είναι θετικό να πλανάται ένα τέτοιο γεγονός. Διότι πραγματικά πρόκειται για κάτι το συγκλονιστικό, εάν έγινε. Επομένως το ερώτημα αν το περιστατικό αυτό είναι αληθές η όχι δεν τεκμηριώνεται ιστορικά. Χωρίς να αποκλείεται. Και για τον λόγο αυτό έχουμε έναν ογκωδέστατο φάκελο με όλα τα στοιχεία που έχουμε συγκεντρώσει, μετά από όλες αυτές τις έρευνες για το συγκεκριμένο θέμα, από όπου δεν τεκμηριώνεται η ύπαρξη του προσώπου και του γεγονότος».

Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Πόλεμος και Ιστορία”, τεύχος 46, Νοέμβριος 2001, σελ.42-43.

Επίλογος

Σε εκπομπή της ΕΡΤ το ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς Γρηγόρης Φαράκος είχε ερωτηθεί για την  ιστορία του Κωνσταντίνου Κουκίδη. «Από επιστημονική άποψη δεν έχει αποδειχθεί τίποτα. Αλλά δεν μπορούμε να το αρνηθούμε. Ακόμα και θρύλος να είναι είχε και έχει τεράστια σημασία για το λαό», είχε τονίζει. Αντίστοιχη υπήρξε και η στάση του Μανόλη Γλέζου στην ίδια εκπομπή όταν τον ρώτησαν αν πρέπει μια πλατεία να πάρει το όνομα του Κουκίδη: «Εμείς ως αντιστασιακοί προτείνουμε ανεξαρτήτως των στοιχείων που θα φέρουν ή δεν θα φέρουν οι έρευνες, να το ονομάσουμε από τώρα πλατεία Κώστα Κουκίδη. Γιατί καμιά φορά και το θρύλο χρειάζεται να τον τιμούμε όπως και τα γεγονότα».