«Η ζωή μας αφού χάσαμε και τα δύο παιδιά μας σε δυστύχημα»


Με ένα συγκλονιστικό κείμενο ο Κόλιν Κάμπελ γράφει για την απώλεια και των δύο παιδιών του σε τροχαίο δυστύχημα. Πώς αυτός και η σύζυγος του αντιμετώπισαν τον πόνο, τι είχαν ανάγκη να πουν και να ακούσουν.

Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η ζωή του Κόλιν Κάμπελ και της συζύγου του Γκέιλ άλλαξε για πάντα. Ήταν το βράδυ της 12ης Ιουνίου 2019 και ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος οδηγούσε στην Κοιλάδα Μορόνγκο στην Καλιφόρνια. Μέσα στο όχημα, εκτός από τον 49χρονο, βρισκόταν η σύζυγος του και τα δύο τους παιδιά. Η 17χρονη Ρούμπι και ο 14χρονος Χαρτ. Ο Κάμπελ επιχείρησε να στρίψει αριστερά για να μπει σε ένα πρατήριο καυσίμων. Η 33χρονη Νικόλ Πάρκερ ερχόταν με πολύ μεγάλη ταχύτητα με ένα λευκό Ford Fiesta. H σύγκρουση με τον Prius των Κάμπελ ήταν σφοδρή. Όπως αποδείχθηκε η Πάρκερ οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλ και ναρκωτικών.  

Ο Κόλιν και η Γκέιλ επέζησαν όχι όμως και τα παιδιά τους. Η Ρούμπι έχασε τη μάχη την επόμενη μέρα στο νοσοκομείο ενώ ο Χαρτ άντεξε λίγες μέρες πριν σβήσει. Η οικογένεια είχε καταστραφεί από ένα εγκληματικό λάθος. Ο Κόλιν και η Γκέιλ έχασαν και τα δύο τους παιδιά και κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν αυτή την αδιανόητη απώλεια.

Την 1η Μαρτίου 2023 η ιστοσελίδα «The Atlantic» δημοσίευσε ένα κείμενο του Κόλιν Κάμπελ στο οποίο αναφέρεται στην οδύνη και πώς την αντιμετώπισε. Με τίτλο «Τι μου δίδαξε η απώλεια των δύο μου παιδιών» ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος μιλάει για το πώς βίωσε αυτή την τραγωδία και αναλύει τις σκέψεις του.

Το συγκλονιστικό κείμενο του Κόλιν Κάμπελ:

Βρισκόμουν σε βαθύτατη θλίψη, το μέγεθος της οποίας δεν μπορούσα να φανταστώ προηγουμένως. Το καλοκαίρι του 2019, μας είχε παρασύρει μια μεθυσμένη και μαστουρωμένη οδηγός που έτρεχε με 150χλμ σε περιοχή όπου το όριο είναι 80. Η σύζυγός μου, η Γκέιλ, και εγώ είχαμε επιβιώσει από το δυστύχημα, αλλά τα δύο έφηβα παιδιά μας, η Ρούμπι και ο Χαρτ που κάθονταν στο πίσω κάθισμα, όχι.

Η Γκέιλ και εγώ δεχτήκαμε ένα απίστευτο κύμα αγάπης και υποστήριξης από φίλους και συγγενείς που ήταν πρόθυμοι να κάνουν σχεδόν τα πάντα για να μας βοηθήσουν. Ανέλαβαν τα γεύματα μας και μας επισκέπτονταν συχνά. Όμως όλοι πάλευαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με το πώς πρέπει να μας μιλήσουν.

Πώς μιλάς σε γονείς των οποίων τα δύο έφηβα παιδιά μόλις σκοτώθηκαν; Μπορούσα να δω τον φόβο και τον πανικό στα μάτια των ανθρώπων όταν περνούσαν την εξώπορτα μας. Έδειχναν αποσβολωμένοι. Δεν ήξεραν πια καν πώς να μας χαιρετήσουν. Ένα απλό «πώς είστε;» ή «χαίρομαι που σας βλέπω» έμοιαζε πλέον εντελώς ακατάλληλο. Απέφευγαν προσεκτικά τα θέματα της θλίψης, της απώλειας ή του θανάτου. Δεν ανέφεραν τα δικά τους παιδιά από φόβο μήπως μας αναστατώσουν. Και δεν τολμούσαν να ξεστομίσουν δυνατά τα ονόματα της Ρούμπι και του Χαρτ.

Οι φίλοι μας ανησυχούσαν ότι αν έλεγαν το λάθος πράγμα, μπορεί να μας προκαλούσαν ακόμη περισσότερο πόνο. Και νομίζω ότι φοβόντουσαν επίσης την πιθανότητα να λυγίσουμε και να κλάψουμε ανεξέλεγκτα μπροστά τους. Και έτσι σχεδόν όλοι όσοι γνωρίζαμε κατέληξαν στην ίδια ατυχή λύση: «Δεν υπάρχουν λόγια».

Αντιμετωπίσαμε ξανά και ξανά τη συγκεκριμένη φράση, η οποία δεν βοηθά, τις πρώτες μέρες του πένθους μας. Ήταν συγκλονιστικό πόσο συχνά οι άνθρωποι την έλεγαν, ή την έστελναν με email, ή την έγραφαν στις συλλυπητήριες κάρτες τους. Προφανώς, κάπου στην πορεία, η κουλτούρα μας μάς διδάσκει ότι αυτή είναι μια ευγενική, αποδεκτή απάντηση στο πένθος.

Καταλαβαίνω την ιδέα πίσω από αυτό. Θέλει να πει ότι η απώλειά σας είναι τόσο συγκλονιστική και τραγική που δεν υπάρχουν κατάλληλα λόγια. Και είναι μια δικαιολογία, για όσους φοβούνται μήπως πουν τα λάθος λόγια, να μην πουν τίποτα απολύτως.

Αλλά το «δεν υπάρχουν λόγια» λειτουργεί επίσης ως τέλειος… δολοφόνος συζητήσεων. Αυτή η κενή φράση τερματίζει αμέσως κάθε πιθανότητα διαλόγου για την απώλεια και το πένθος. Συμπυκνώνει όλα όσα είναι λάθος για τον τρόπο που η κοινωνία μας αντιμετωπίζει το πένθος. Επειδή η αλήθεια ήταν ότι η Γκέιλ και εγώ θέλαμε απεγνωσμένα κάποιον να μιλήσουμε.

«Είχαμε ανάγκη να μιλήσουμε για τη Ρούμπι και τον Χαρτ και να ακούσουμε τους ανθρώπους να λένε δυνατά τα ονόματά τους»

Χρειαζόμασταν τη συζήτηση των φίλων μας περισσότερο από το φαγητό ή τις ευχές τους. Είχαμε ανακαλύψει πόσο σημαντικό ήταν να μοιραστούμε τα συναισθήματά μας προκειμένου να επεξεργαστούμε τον πόνο που μας διαπερνούσε. Χρειαζόμασταν κάποιον τρόπο να καθησυχάσουμε τους φόβους των φίλων μας, ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε τις ουσιαστικές συζητήσεις που λαχταρούσαμε. Έτσι, αναπτύξαμε γρήγορα αυτό που έμαθα να ονομάζω «το κουτσομπολιό της θλίψης».

Το κουτσομπολιό περιελάμβανε τρία σημαντικά σημεία. Πρώτον, οι φίλοι μας δεν χρειαζόταν να είναι ιδιαίτερα προσεκτικά όταν βρίσκονταν κοντά μας. Τίποτα από όσα θα μπορούσαν να πουν δεν θα μας προκαλούσε αναστάτωση. Αντιμετωπίζαμε τον πόνο και την απώλειά μας όλη την ημέρα, οπότε η αναφορά του τροχαίου δυστυχήματος ή του θανάτου ή της θλίψης ή οποιασδήποτε άλλης λέξης ή θέματος δεν επρόκειτο να μας φτάσει στα άκρα.

Δεύτερον, είχαμε ανάγκη να μιλήσουμε για τη Ρούμπι και τον Χαρτ και να ακούσουμε τους ανθρώπους να λένε δυνατά τα ονόματά τους. Ήταν πραγματικά αμήχανο και μπερδεμένο όταν οι άνθρωποι δεν μιλούσαν για τη Ρούμπι και τον Χαρτ. Ένιωθα παράξενα και ήταν σκληρό όταν οι άνθρωποι απέφευγαν σκόπιμα τα ονόματά τους. Εκείνους τους πρώτους μήνες, πώς θα μπορούσαμε να μιλάμε για οτιδήποτε άλλο εκτός από τη Ρούμπι και τον Χαρτ;

Τρίτον, τους είπαμε ότι έπρεπε να μιλήσουμε για τον πόνο και τη θλίψη μας. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για άλλα θέματα για λίγο, αλλά μετά από, ας πούμε, πέντε ή δέκα λεπτά, χρειαζόμασταν η συζήτηση να επιστρέψει στην απώλειά μας.

Το περιέγραψα ως το συναισθηματικό ισοδύναμο του να σε παλουκώνουν με μια λόγχη. Θα ήταν παράξενο σε μια τέτοια κατάσταση να έχω μια συζήτηση με κάποιον κατά την οποία δεν θα ρωτούσε για τη λεπίδα που προεξείχε από την πλάτη μου ή για το αίμα που έτρεχε στο στήθος μου.

Δούλεψε. Οι φίλοι μας από τρομοκρατημένοι άνθρωποι που μας περιτριγύριζαν πατώντας στις μύτες των ποδιών, άρχισαν να συζητούν μαζί μας. Άρχισαν να μοιράζονται ιστορίες και αναμνήσεις για τη Ρούμπι και τον Χαρτ.

Το να λέμε αυτές τις ιστορίες ήταν σαν να φέρναμε για λίγο τα παιδιά μας ανάμεσά μας και να τους επιτρέπαμε να συνεχίσουν να μας δίνουν χαρά. Αυτές οι συζητήσεις μας επέτρεψαν επίσης να επεξεργαστούμε την απώλειά μας και να έρθουμε σε επαφή με τη νέα μας πραγματικότητα.

Το «κουτσομπολιό» έκανε τους φίλους μας εξαιρετικούς ακροατές. Θέλαμε οι άνθρωποι να μας ρωτούν για το πένθος μας και για το πώς διαχειριζόμασταν αυτή την καταστροφική απώλεια. Ήταν, άλλωστε, το μόνο πράγμα που σκεφτόμασταν.

Δεν ήθελα να ακούσω για άλλες εμπειρίες απώλειας

Διαπίστωσα ότι η θλίψη μου εξελισσόταν φυσικά καθώς αντιμετώπιζα διαφορετικές αντιδράσεις στην απώλειά μου. Για παράδειγμα, σε μια προσπάθεια να συνδεθούν και να συσχετιστούν μαζί μου, κάποιοι από τους φίλους μου μοιράζονταν τις δικές τους εμπειρίες απώλειας. Αλλά επειδή κανένας τους δεν είχε χάσει όλα τα παιδιά του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, οι συγκρίσεις φαίνονταν ακατάλληλες.

Ήταν σχεδόν σαν, λέγοντάς μου ότι η μητέρα τους είχε πεθάνει πέρυσι, να εξίσωναν την αφύσικη απώλεια των παιδιών μου με τον θάνατο του ηλικιωμένου γονέα τους. Άλλαξα την κουβέντα μου για να τους ξεκαθαρίσω με κάποιο τρόπο ότι δεν ήθελα να ακούσω για άλλες απώλειες: «Δεν δίνω δεκάρα για την αγαπημένη σας γάτα που πέθανε, ή τη γιαγιά σας που πέθανε, ή τον θείο σας που έπαθε καρδιακή προσβολή στα 60 του».

Διαθέτω μια σκοτεινή, ωμή αίσθηση του χιούμορ, οπότε αυτό το κομμάτι της κουβέντας προκαλεί πάντοτε γέλια. Αλλά ήταν αποτελεσματικό. Οι άνθρωποι σταμάτησαν να μου λένε πώς ήταν όταν πέθανε ο ξάδερφός τους πριν από 10 χρόνια. Σταμάτησαν να προσπαθούν να συσχετιστούν με τον πόνο μου, και αντί γι’ αυτό με άκουγαν. Και όσο περνούσε ο καιρός γινόμουν πιο δυνατός και ανέπτυσσα μεγαλύτερη ανοχή για τα προβλήματα των άλλων ανθρώπων. Τώρα είμαι σε θέση να μιλάω με συμπόνια με τους φίλους μου για όλες τις απώλειες και τις δύσκολες στιγμές τους.

«Θέλαμε όλος ο κόσμος να κλάψει για το θάνατο των παιδιών μας»

Περίπου δύο εβδομάδες μετά την κηδεία, άλλαξα ξανά τα λόγια μου για το πένθος, όταν συνειδητοποίησα ότι οι φίλοι πήγαιναν διακριτικά στο μπάνιο για να κλάψουν, ελπίζοντας ότι εγώ και η Γκέιλ δεν θα το προσέχαμε. Η απώλεια της Ρούμπι και του Χαρτ ήταν τέτοιο πλήγμα, που και μόνο η σκέψη του πόνου της οικογένειάς μου έκανε τους φίλους να δακρύσουν. Έκρυβαν αυτά τα δάκρυα γιατί ήξεραν ότι αν άρχιζαν να κλαίνε μπροστά μας, πιθανόν να τους ακολουθούσαμε κι εμείς. Δεν ήθελαν να προσθέσουν στο κλάμα μας. Αλλά δεν καταλάβαιναν ότι η σχέση μας με το κλάμα είχε αλλάξει ριζικά μετά το δυστύχημα.

Παρόλο που πονάει το κλάμα, το καλωσορίσαμε. Το νιώθαμε απαραίτητο. Τα κλάματα είχαν γίνει φυσικό μέρος της ημέρας μας. Στην πραγματικότητα, αν η Γκέιλ και εγώ περνούσαμε πολύ καιρό χωρίς να κλάψουμε, πέφταμε σε συσσωρευμένη θλίψη. Αντί να αναστατωθούμε βλέποντας φίλους και συγγενείς να κλαίνε, αυτό μας παρηγορούσε.

Έκανε τα δικά μας δάκρυα να μοιάζουν πιο φυσιολογικά, σαν να ήμασταν μέρος μιας μεγαλύτερης συλλογικότητας που κλαίει για τη Ρούμπι και τον Χαρτ. Μας έκανε να νιώθουμε λιγότερο μόνοι στο πένθος μας. Θέλαμε όλος ο κόσμος να κλάψει για το θάνατο των παιδιών μας.

Έτσι πλέον τους έλεγα: «Παίρνω μεγάλη παρηγοριά κλαίγοντας με φίλους. Θεωρώ ότι είναι ένας ωραίος τρόπος να τιμήσουμε την αγάπη μας για τα παιδιά μας. Γι’ αυτό μην ανησυχείτε ότι μπορεί να μου προκαλέσετε πόνο αν ξαφνικά βρεθείτε να κλαίτε. Δεν πειράζει. Πραγματικά νιώθεις ωραία όταν κλαις».

Το γέλιο δεν είναι προδοσία ή προσβλητικό

Η Γκέιλ και εγώ πάντα απολαμβάναμε να κάνουμε τους ανθρώπους να γελούν. Το ίδιο έκαναν και η Ρούμπι και ο Χαρτ. Ήμασταν μια οικογένεια που εκτιμούσε ένα καλό αστείο. Όσο πιο βρώμικο, τόσο το καλύτερο. Η Γκέιλ άλλωστε είναι μια επιτυχημένη συγγραφέας τηλεοπτικών κωμωδιών τα τελευταία 25 χρόνια. Ο Χαρτ λάτρευε τα καλά σεξουαλικά αστεία, και της απαντούσε: Αυτό μέτρησε!

Η Ρούμπι προσποιούνταν ότι ήταν η σωστή στην οικογένειά μας. Αντιδρούσε με προσποιητό σοκ και αγανάκτηση. Μαμά! Μπαμπά!. Φώναζε, ανεβάζοντας τον τόνο με το «μαμά!» (σε κατάσταση σοκ) και στη συνέχεια ρίχνοντας τον τόνο με το «μπαμπά!» (ηθική αγανάκτηση και απογοήτευση).

Όμως Ρούμπι ήταν ίσως η πιο αφοσιωμένη απ’ όλους μας στο κωμικό κομμάτι. Είχε ένα κωμικό άβαταρ που ονομαζόταν Σβεν, ένας πολύ σκιώδης Ρώσος χαρακτήρας με κατοικίδιο ένα λάμα. Κάποια στιγμή, έφτασε στο σημείο να δημιουργήσει μια περίτεχνη ψεύτικη ιστοσελίδα, που ονομαζόταν Sven’s Rugs, αφιερωμένη στην πώληση υπερτιμημένων χαλιών, με μια περίεργη πολιτική απορρήτου: «Ο Σβεν σέβεται την ιδιωτική σας ζωή αν σέβεστε την ιδιωτική ζωή του Σβεν… Ο Σβεν έχει φίλους σε υψηλές θέσεις. Αυτό κάνει τον Σβεν στόχο, αλλά ο Σβεν μπορεί επίσης να σας κάνει στόχο. Μην τα βάζετε με τον Σβεν».

Πρέπει να της πήρε ώρες για να φτιάξει αυτή τη γελοία ιστοσελίδα. Και όλα αυτά μόνο και μόνο για ένα αστείο, μόνο και μόνο για να μας κάνει να γελάσουμε.

Ένας τρόπος με τον οποίο εμείς ως οικογένεια επεξεργαζόμασταν οτιδήποτε στη ζωή ήταν το μαύρο χιούμορ. Ο θάνατος της Ρούμπι και του Χαρτ δεν το άλλαξε αυτό. Αν μη τι άλλο, το χιούμορ μας έγινε ακόμα πιο σκοτεινό.

Ξέρω ότι μερικοί άνθρωποι δυσκολεύονται να γελάσουν μετά από μια βαθιά απώλεια. Μπορεί να το νιώσουν σαν μια τρομερή προδοσία. Αλλά η Γκέιλ κι εγώ κάναμε μακάβρια αστεία μέρες μετά το δυστύχημα.

Είχαμε ανάγκη να γελάσουμε για να παραμείνουμε συνδεδεμένοι με τις ταυτότητές μας και για να αντιμετωπίσουμε την ακατανόητη πραγματικότητα στην οποία βρισκόμασταν πλέον. Πολλοί από τους φίλους μας φοβόντουσαν ότι οποιοδήποτε γέλιο από την πλευρά τους θα μπορούσε να είναι ένδειξη απάθειας ή προσβλητικό.

Ήταν σημαντικό να αλλάξουμε και πάλι τα λόγια της θλίψης μας για να συμπεριλάβουμε την ιδέα ότι και το γέλιο είναι εντάξει. Έπρεπε να δώσουμε στους ανθρώπους την άδεια να ακολουθήσουν το παράδειγμά μας αν αντιδρούσαμε περιστασιακά με χιούμορ μέσα στη φρίκη του θανάτου των παιδιών μας.

Η επιστροφή στη δουλειά

Όταν η Γκέιλ και εγώ επιστρέψαμε στη δουλειά, είχαμε ήδη προετοιμαστεί για το πώς θα αντιμετωπιστεί η θλίψη μας από τους συναδέλφους μας. Η Γκέιλ επέστρεψε στη δουλειά της τον Αύγουστο στην τηλεοπτική εκπομπή Black-ish. Είχε πολύ άγχος μήπως οι συνάδελφοί της θεωρήσουν ότι ήταν συντετριμμένη και ότι δεν ήταν πια ο εαυτός της.

Φοβόταν ότι οι άνθρωποι θα κοιτούσαν αλλού όταν την έβλεπαν και θα ψιθύριζαν ο ένας στον άλλον πίσω από την πλάτη της για το δυστύχημα. Ήθελε να πει σε όλους τι είχε συμβεί στη Ρούμπι και τον Χαρτ, έτσι ώστε να μην υπάρχει καμία υπεκφυγή γύρω από το θέμα. Πήγε προετοιμασμένη. Έγραψε ακριβώς τι ήθελε να πει.

Όλο το καστ και το συνεργείο της εκπομπής συγκεντρώθηκαν για να χαιρετήσουν και να μοιραστούν ιστορίες για όσα είχαν ζήσει κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών.

Υπήρξαν πολλά χειροκροτήματα για το πόσο καλά τα είχε πάει η σειρά την προηγούμενη σεζόν και παρουσιάστηκαν οι νέοι σεναριογράφοι. Στη συνέχεια ο επικεφαλής σεναριογράφος ανακοίνωσε ότι η Γκέιλ θα ήθελε να πει μερικά λόγια. Επικράτησε μεγάλη ησυχία.

Τους είπε πώς σκοτώθηκαν η Ρούμπι και ο Χαρτ. Τους είπε ότι της άρεσε να ακούει τα ονόματα της Ρούμπι και του Χαρτ και ότι, δεδομένου ότι οι περισσότεροι από αυτούς είχαν γνωρίσει τα παιδιά όλα αυτά τα χρόνια, θα εκτιμούσε οποιαδήποτε ιστορία της Ρούμπι και του Χαρτ που θα ήθελαν να της πουν.

Είπε στους συναδέλφους της ότι δεν χρειάζεται να φοβούνται την ίδια ή τη θλίψη της. Έβαλε μερικά αστεία στην ομιλία της, για να καθησυχάσει τους ανθρώπους ότι ήταν ακόμα ο εαυτός της, ότι ήταν ακόμα ικανή να είναι αστεία.

Στην πραγματικότητα, δεν αισθανόταν ο εαυτός της. Είχε σοβαρές ανησυχίες ότι μπορεί να μην ήταν ποτέ ξανά σε θέση να κάνει αστεία για οικογένειες. Αλλά έκανε ένα άλμα πίστης. Αν έλεγε στους ανθρώπους να της φέρονται όπως την ήξεραν, μια μέρα μπορεί όντως να αισθανόταν ο εαυτός της, ή τουλάχιστον μια εκδοχή του εαυτού της που εξακολουθούσε να βρίσκει χιούμορ και χαρά στην κωμωδία. Καθώς μιλούσε, ο κόσμος της έγνεφε ενθαρρυντικά και μετά όλοι χειροκρότησαν. Ένιωθε ότι την υποστήριζαν και την αγαπούσαν.

«Θέλαμε να πεθάνουμε όμως ο πόνος είναι ένας φόρος τιμής»

Για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά το δυστύχημα, ένα μέρος μας ήθελε να πεθάνει, αντί να αντιμετωπίσει τον πόνο της θλίψης του. Τα ένστικτά μας μάς λένε να τρέχουμε μακριά από τον πόνο. Αλλά στην περίπτωση της θλίψης, τα ένστικτά μας είναι λάθος. Ο λόγος που πονάει τόσο πολύ είναι επειδή τους αγαπάμε τόσο πολύ. Αν το δούμε έτσι, ο πόνος μπορεί να γίνει κατανοητός όχι ως κάτι κακό που πρέπει να αποφύγουμε, αλλά ως ένας όμορφος φόρος τιμής, ένα σημάδι ότι η καρδιά μας εξακολουθεί να λειτουργεί.

Δεν υπάρχουν λόγια που να μην το χωράνε αυτό. Η κοινωνία μας αντιμετωπίζει το πένθος ως ένα θέμα ταμπού που είναι πολύ ευαίσθητο για να συζητηθεί ανοιχτά. Αλλά αυτή η ατμόσφαιρα ντροπής και μυστικότητας απλώς απομονώνει ακόμη περισσότερο όσους πενθούν. Η διαρκώς εξελισσόμενη κουβέντα μας για το πένθος βοήθησε να εξομαλύνουμε τον πόνο μας για τους φίλους μας. Και επέτρεψε στην Γκέιλ και σε μένα να παραμείνουμε στον κόσμο των ζωντανών, ακόμη και όταν θρηνούσαμε.