Η Ευρώπη ξεραίνεται και παρακαλάει για βροχή

Η Γηραιά Ήπειρος βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πρωτοφανή κατάσταση. Σχεδόν σε όλες τις χώρες το νερό τελειώνει και η ξηρασία απειλεί ακόμα και την επιβίωσή μας

Οι σκηνές αυτές είναι αρκετά σπάνιες στα μέσα του καλοκαιριού. Στις αρχές Μαρτίου είναι απλά πρωτοφανείς. Η λίμνη Lac de Montbel στη νοτιοδυτική Γαλλία είναι κατά 80% άδεια και οι βάρκες της τοπικής ομάδας ιστιοπλοΐας στέκονται σφηνωμένες στο χώμα εκεί που κάποτε ήταν οι όχθες.

Στην βόρεια Ιταλία, οι τουρίστες μπορούν πλέον κάνουν με τα πόδια τη διαδρομή προς το νησάκι Σαν Μπιάτζιο, όπου συνήθως μπορούσε να φτάσει κάποιος μόνο με βάρκες, αφού η στάθμη του νερού γύρω του έχει υποχωρήσει κατά 70 εκατοστά κάτω από τον μέσο όρο.

Από την άλλη στις Άλπεις το χιόνι είναι λιγότερο κατά 63% σε σχέση με το συνηθισμένο.

Στη Γερμανία, η πτώση της στάθμης του νερού στον ποταμό Ρήνο ήδη δημιουργεί προβλήματα στην μετακίνηση των ποταμόπλοιων αναγκάζοντάς τα να ταξιδεύουν προς την κεντρική Ευρώπη με το μισό από το κανονικό φορτίο. Στην Καταλονία, όπου η ξηρασία εντείνεται τα τελευταία τρία χρόνια, ο δήμος της Βαρκελώνης ανακοίνωσε ότι θα σταματήσει να ποτίζει τα πάρκα.

Μετά το πιο ξηρό καλοκαίρι των τελευταίων 500 ετών, το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης βρίσκεται αντιμέτωπο με χειμερινή ξηρασία, η οποία οφείλεται στην κλιματική κατάρρευση, κάτι που προκαλεί μεγάλη ανησυχία μεταξύ των κυβερνήσεων σχετικά με την διασφάλιση της παροχής του νερού στα σπίτια, στους αγρότες και στα εργοστάσια στην Γηραιά Ήπειρο.

Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο από το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Γκρατς στην Αυστρία, για την οποία οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν δορυφορικά δεδομένα για να αναλύσουν τα αποθέματα υπόγειων υδάτων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ευρώπη βρίσκεται σε ξηρασία από το 2018 και η κατάσταση της πλέον «πολύ αβέβαιη».

Ο Τόρστεν Μάγιερ – Γκαρ, ένας από τους ερευνητές, αναφέρει: «Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι το νερό θα ήταν πρόβλημα εδώ στην Ευρώπη, ειδικά στη Γερμανία ή την Αυστρία. Αντιμετωπίζουμε πλέον πράγματι προβλήματα με την παροχή νερού και στις δύο χώρες και αυτό πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις».

Η υπηρεσία World Weather Attribution ανακοίνωσε πέρυσι ότι η ξηρασία στο βόρειο ημισφαίριο ήταν τουλάχιστον 20 φορές πιο πιθανή λόγω της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής, προειδοποιώντας ότι τέτοιες ακραίες περίοδοι θα γίνονται όλο και πιο συχνές με την παγκόσμια υπερθέρμανση.

«Αυτό που είναι ασυνήθιστο είναι η επανάληψη αυτών των γεγονότων, γιατί ήδη βιώσαμε μια έντονη έως ακραία ξηρασία πριν από ένα χρόνο και μια άλλη το 2018», ανέφερε από την πλευρά του ο Αντρέα Τορέτι στο Euronews, ένας επιστήμονας του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου Ξηρασίας. «Σαφώς, σε ορισμένα τμήματα της Ευρώπης, η έλλειψη βροχοπτώσεων και το παρόν έλλειμμα είναι τέτοια που δεν θα είναι εύκολο να ανακάμψει η στάθμη των υδάτων πριν από το καλοκαίρι», συμπληρώνει. Οι ειδικοί τονίζουν ότι οι επόμενοι μήνες θα είναι κρίσιμοι.

Ένας χάρτης που αποτυπώνει τις παρούσες ξηρασίες στην Ευρώπη από το πρόγραμμα Copernicus της ΕΕ προειδοποιεί για χαμηλές βροχοπτώσεις ή καταγράφει την απουσία υγρασίας του εδάφους σε πολλές περιοχές της βόρειας και νότιας Ισπανίας, της βόρειας Ιταλίας και της νότιας Γερμανίας, ενώ σχεδόν ολόκληρη η Γαλλία επηρεάζεται.

Γαλλία: Έλλειψη βροχοπτώσεων εξαιτίας του ανθρώπου

Η Γαλλία πρόσφατα κατέγραψε 32 συνεχόμενες ημέρες χωρίς σημαντικές βροχοπτώσεις, η μεγαλύτερη περίοδος ανομβρίας που έχει καταγραφεί στη χώρα από το 1959, όταν και άρχισαν να κρατούνται τα σχετικά στοιχεία. Μάλιστα η Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία της Γαλλίας ανακοίνωσε ότι δεν αναμένεται σχεδόν καθόλου βροχόπτωση μέχρι το τέλος του μήνα.

Ο κλιματολόγος Σιμόν Μιτελμπεργκερ ανέφερε ότι έχει πέσει περίπου 75% λιγότερη βροχή στην Γαλλία τον φετινό Φεβρουάριο σε σχέση με το μέσο όρο του μήνα προηγούμενων ετών. Τους 9 από τους 12 τελευταίους μήνες η βροχόπτωση σημειώνει μείωση κατά 85% από το συνηθισμένο.

Σύμφωνα με το γαλλικό επιστημονικό ερευνητικό κέντρο CNRS, οι συγκρίσεις από τις ξηρασίες που σημειώθηκαν πριν το 1945 και μετά το 1945 αποκαλύπτουν ότι αυτή του περασμένου καλοκαιριού προκλήθηκε από την κλιματική αλλαγή που πυροδότησε ο άνθρωπος και ο φετινός χειμώνας παρουσίασε «τα ίδια χαρακτηριστικά».

Ως αποτέλεσμα, οι τοπικές αρχές και στα επτά μεγάλα ποτάμια της χώρας έλαβαν εντολή να επιβάλλουν περιορισμούς στο νερό, καθώς η κυβέρνηση επεξεργάζεται ένα σχέδιο κρίσης για την αντιμετώπιση των ελλείψεων, οι οποίες αναπόφευκτα θα οδηγήσουν φέτος σε λειψυδρία διαρκείας. Ο υπουργός Οικολογικής Μετάβασης, Κριστόφ Μπεσού,  προειδοποίησε ότι η Γαλλία θα πρέπει να τα βγάλει πέρα με 40% λιγότερο νερό τα επόμενα χρόνια προσθέτοντας ότι η χώρα είναι ήδη σε «κατάσταση συναγερμού» και γι’ αυτό οι περιορισμοί σε ορισμένες περιοχές είναι απολύτως δικαιολογημένοι.

«Η κατάσταση είναι πολύ πιο σοβαρή απ’ ό,τι ήταν πριν από έναν χρόνο», ανέφερε ο Μπεσού. Οι πολίτες σε τέσσερις επαρχίες της Γαλλίας δεν επιτρέπεται πλέον να γεμίζουν τις πισίνες τους ή να πλένουν τα αυτοκίνητά τους, ενώ οι αγρότες πρέπει να μειώσουν στο μισό το νερό που χρησιμοποιούν για τις καλλιέργειές τους.

Ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν χρησιμοποιώντας παρόμοιες φράσεις, με αυτές που είχε χρησιμοποιήσει όταν μιλούσε για τον πόλεμο στην Ουκρανία, έκανε λόγο για ένα «σχέδιο νηφαλιότητας» με σκοπό την εξοικονόμηση νερού και προειδοποίησε ότι η «ώρα της αφθονίας» έφτασε στο τέλος της.

«Όλοι μας θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί», τόνισε. Μεταξύ των σχεδίων της κυβέρνησης είναι να εκσυγχρονίσει την άρδευση των καλλιεργειών, η οποία αποτελεί το 80% της κατανάλωσης νερού το καλοκαίρι ενισχύοντας την ανακύκλωση των λυμάτων και μειώνοντας τις απώλειες λόγω διαρροής.

Ισπανία: Νερό με το… σταγονόμετρο

Από την άλλη ολόκληρη η Ισπανία βιώνει συνθήκες ξηρασίας από τον Ιανουάριο του 2022, αλλά η Καταλονία συγκεκριμένα βρίσκεται σε τόσο άσχημη κατάσταση που οι αρχές εισήγαγαν νόμους με σκοπό την μείωση της χρήσης νερού στις καλλιέργειες κατά 40%, σε βιομηχανικές χρήσεις κατά 15% και μείωση στην καθημερινή κατανάλωση ανά κάτοικο από τα 250 λίτρα στα 230 λίτρα.

Ο Ρουμπέν Ντελ Κάμπο, ο εκπρόσωπος της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας Aemet, ανέφερε ότι τα στοιχεία δείχνουν ότι η κατάσταση δεν θα παρουσιάσει καμία βελτίωση τους επόμενους μήνες. Οι περιοχές που έχουν επηρεαστεί περισσότερο είναι το βορειότερο σημείο της χώρας, αλλά και περιοχές της Ανδαλουσίας και ο νότος της Καστίγια-Λα Μάντσα.

Αναφορικά με το ρόλο της υπερθέρμανσης του πλανήτη, ο Ντελ Κάμπο ανέφερε ότι παρόλο που η ξηρασία ήταν πάντα ένα φυσικό φαινόμενο που συνέβαινε κατά καιρούς εξαιτίας της γεωγραφικής θέσης της Ισπανίας, έχει παρατηρηθεί αλλαγή τις τελευταίες δεκαετίες.

«Έχουμε παρατηρήσει ότι οι ξηρασίες στα νότια της Ισπανίας διαρκούν περισσότερο και ότι όταν τελικά έρχονται οι βροχές αυτές είναι πιο σύντομες αλλά πιο έντονες. Είναι πολύ άσχημα κατανεμημένες. Όταν οι βροχοπτώσεις είναι ισχυρές δεν είναι τόσο χρήσιμες για να γεμίσουν ξανά οι πηγές του νερού και δεν βοηθούν στο κατάλληλο πότισμα των εδαφών. Γι’ αυτό χρειάζεται πιο ήπια βροχόπτωση», τονίζει.

Τον Ιανουάριο, η υπουργός Περιβάλλοντος της Ισπανίας, Τερέσα Ριμπέρα, προειδοποίησε για την αναπόφευκτη πραγματικότητα της κλιματικής έκτακτης ανάγκης, λέγοντας ότι η χώρα πρέπει να προετοιμαστεί για «πολύ μεγαλύτερους κύκλους ακραίας ξηρασίας και περιόδους απίστευτα σκληρών πλημμυρών».

Η μέση ποσότητα του διαθέσιμου νερού είχε μειωθεί κατά 12% από το 1980, σημείωσε η Ριμπέρα και οι προβλέψεις μιλούν για περαιτέρω πτώση μεταξύ 14% και 40% έως το 2050. «Δεν μπορούμε να εξαρτόμαστε αποκλειστικά από τη βροχή όταν θέλουμε να εγγυηθούμε την παροχή πόσιμου νερού ή νερό για διάφορες εργασίες», είπε.

Η κυβέρνηση της ενέκρινε τον Ιανουάριο ένα σχέδιο 23 δισ. ευρώ για την προστασία και τη βελτίωση των αποθεμάτων νερού επενδύοντας σε τομείς όπως οι υποδομές, η επεξεργασία και ο καθαρισμός του νερού, ο εκσυγχρονισμός της άρδευσης και η διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας.

Ιταλία: Νερό με το δελτίο

Η ιταλική κυβέρνηση από την άλλη φέρεται να ετοιμάζεται να δημιουργήσει μια ομάδα εργασίας που θα περιλαμβάνει μια «υπερ-επιτροπή» και αξιωματούχους από πολλά υπουργεία με σκοπό να εξευρεθούν λύσεις για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της έντονης ξηρασίας, η οποία έχει ήδη αρχίσει να επηρεάζει τη γεωργία.

Η στάθμη των υδάτων στο Πάδο, τον μεγαλύτερο ποταμό της χώρας που διαπερνά αρκετές βόρειες και κεντρικές περιοχές της χώρας, ήταν 61% κάτω από τον μέσο όρο του Φεβρουαρίου. Ενώ οι πρόσφατες βροχοπτώσεις στην περιοχή μετρίασαν σε ένα βαθμό την πίεση, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Ζιλμπέρτο Πιτσέτο, προειδοποίησε την περασμένη εβδομάδα ότι μπορεί να χρειαστεί να τεθεί σε εφαρμογή δελτίο νερού σε ορισμένες περιοχές.

«Το πρόβλημα της ξηρασίας είναι σοβαρό», ανέφερε μιλώντας στην Corriere della Sera. «Φέτος οι χιονοπτώσεις ήταν οι μισές από την μέση ποσότητα χιονιού που πέφτει κάθε χειμώνα. Οι υδάτινες οδοί, οι λίμνες και οι ταμιευτήρες νερού είναι σε πολύ κρίσιμη κατάσταση και τα υδροηλεκτρικά φράγματα παρουσιάζουν πολύ μεγάλη πτώση».

Το εθνικό συμβούλιο έρευνας της Ιταλίας (CNR) δήλωσε τον περασμένο μήνα ότι οι βροχοπτώσεις στα βόρεια ήταν 40% λιγότερες από το μέσο όρο το 2022, προσθέτοντας ότι η απουσία βροχοπτώσεων από τις αρχές του 2023 ήταν «σημαντική».

Ο επικεφαλής μετεωρολόγος, Λούκα Μερκάλι, είπε ότι η Ιταλία θα μπορούσε να αποφύγει την επανάληψη της ακραίας ξηρασίας του περασμένου καλοκαιριού μόνο εάν υπήρχαν άφθονες βροχοπτώσεις την άνοιξη. «Είναι η τελευταία ελπίδα», είπε. «Αν δεν έχουμε ανοιξιάτικη βροχή για δύο συνεχόμενα χρόνια, αυτό θα ήταν η πρώτη φορά που θα συμβεί».

Άλπεις χωρίς χιόνι

Στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη, η έλλειψη βροχοπτώσεων έχει παρατηρηθεί μέχρι στιγμής κυρίως σε περιοχές των Άλπεων όπου οι χειμερινοί τουρίστες βρέθηκαν αντιμέτωποι με πίστες για σκι χωρίς χιόνι.

Στην επαρχεία του Τιρόλου στην Αυστρία, για παράδειγμα, οι πόλεις Λάντεκ και Ρέουτε κατέγραψαν τον πιο ξηρό χειμώνα που έχει σημειωθεί ποτέ, ενώ σε περιοχές της Ελβετίας οι δήμοι αναγκάστηκαν να παροτρύνουν και πάλι τους πολίτες να εξοικονομήσουν νερό, όπως έκαναν το περασμένο καλοκαίρι.

Όμως οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι ο αντίκτυπος της χειμερινής ξηρασίας πιθανότατα θα γίνει αισθητός στη Γερμανία και τις χαμηλότερες περιοχές της Αυστρίας τους επόμενους μήνες: λιγότερο χιόνι το χειμώνα σημαίνει λιγότερο λιώσιμο για να τροφοδοτήσει τα ποτάμια της κεντρικής Ευρώπης τους θερμότερους μήνες.

«Η σημερινή έλλειψη χιονοπτώσεων θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει η αυριανή καλοκαιρινή ξηρασία», δήλωσε η Μανουέλα Μπρούνερ, καθηγήτρια υδρολογίας και κλιματικών επιπτώσεων στο πανεπιστήμιο ETH της Ζυρίχης.

Ο μετεωρολόγος Γιόζεφ Έιτζινγκερ, του Ινστιτούτου Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας της Βιέννης, δήλωσε στο πρακτορείο ειδήσεων DPA: «Εάν ο καιρός της φετινής άνοιξης είναι παρόμοιος με αυτόν του 2022, η ξηρασία θα αυξηθεί σημαντικά». Επεσήμανε μάλιστα ότι τα επίπεδα νερού στη λίμνη Neusiedl, μια βασική πηγή νερού που απλώνεται στα σύνορα μεταξύ Αυστρίας και Ουγγαρίας, βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλό σημείο.

Αναπόφευκτη η ξηρασία και στην Ελλάδα

Δυστυχώς η κατάσταση δεν είναι καλύτερη στη χώρα μας. Οι γεωργοί στις επαρχιακές περιοχές της Ελλάδας ήδη βιώνουν τον αντίκτυπο της έλλειψης βροχοπτώσεων με τις σοδειές διαρκώς να μειώνονται. Παράλληλα, δεν λείπουν οι περιοχές που τους καλοκαιρινούς μήνες αντιμετωπίζουν πρόβλημα και με την ποσότητα του πόσιμου νερού.

Μάλιστα, μία ελληνική μελέτη που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Νοέμβριο, απλώς επιβεβαίωσε τις δυσμενέστερες προβλέψεις καταλήγοντας ότι η Ελλάδα αναμένεται να έρθει αντιμέτωπη με συνθήκες σοβαρής ξηρασίας τα επόμενα χρόνια. Όπως προκύπτει από την έρευνα, η χώρα μας, σε κάποιες περιοχές, πρόκειται να βιώσει πιο έντονα και πιο παρατεταμένα επεισόδια ξηρασίας, με τη διάρκειά τους να αυξάνεται έως και κατά τέσσερις μήνες ανά πενταετία.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, το φαινόμενο θα εκδηλωθεί στο εγγύς μέλλον στις περιοχές της Ανατολικής και Κεντρικής Ελλάδας και μετά το δεύτερο μισό του αιώνα θα πλήξει τη Δυτική Ελλάδα, ενώ άκρως ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η ξηρασία προβλέπεται πολύ έντονη σε πεδινές περιοχές αγροτικού ενδιαφέροντος, όπως στη Θεσσαλία και την Ανατολική Κρήτη. Τα στοιχεία διαγράφουν ένα ζοφερό μέλλον: ερημοποίηση, χαμένες αγροτικές εκτάσεις, αύξηση του κινδύνου πυρκαγιάς.

Κατά τη διάρκεια της έρευνας υπολογίστηκε η συχνότητα με την οποία εμφανίζονται τα γεγονότα ξηρασίας, η σοβαρότητά τους, η ένταση της ξηρασίας και η διάρκειά της που υπολογίστηκαν σε κλίμακα 12μήνου και 6μήνου. Για να γίνει αυτό αξιοποιήθηκαν δύο δείκτες ξηρασίας, αποδεκτοί από τον Παγκόσμιο Μετεωρολογικό Οργανισμό, το αν βρέχει περισσότερο ή λιγότερο από το κανονικό (SPI) και η κατακρήμνιση - εξατμισοδιαπνοή (SPEI).

«Διαπιστώσαμε ότι τόσο στο ενδιάμεσο όσο και στο χειρότερο σενάριο, η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει σοβαρή ξηρασία σε πολλές περιοχές. Η κατάσταση φαίνεται χειρότερη στο δεύτερο σενάριο και την περίοδο 2075 - 2100, οπότε βλέπουμε αύξηση της διάρκειας των επεισοδίων ξηρασίας στη χώρα μέχρι 4 μήνες ανά 5ετία, όμως ακόμη και στο ενδιάμεσο σενάριο προκύπτει ότι θα έχουμε παρατεταμένα επεισόδια κυρίως στις πεδινές περιοχές της Θεσσαλίας και της Ανατολικής Κρήτης», αναφέρει στα «ΝΕΑ» η φυσικός Νάντια Πολίτη, συνεργάτιδα του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικών Ερευνών του Ινστιτούτου ΙΠΡΕΤΕΑ του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος», η οποία εκπονεί διδακτορική διατριβή στο πλαίσιο της οποίας υλοποιήθηκε η μελέτη.

«Όταν οι τιμές του 12μήνου είναι εκτός των φυσιολογικών ορίων, σημαίνει ότι στην περιοχή εκείνη η ξηρασία θα αποτελεί μια παρατεταμένη και σταθερή κατάσταση ενώ οι «μη φυσιολογικές» τιμές του 6μήνου αντιπροσωπεύουν πιο μεταβαλλόμενες, εποχικές θα μπορούσαμε να πούμε, συνθήκες ξηρασίας.

Και οι δύο δείκτες μάς έδειξαν αυξημένη σοβαρότητα της κατάστασης, με τον 12μηνο δείκτη να εκπέμπει σήμα κινδύνου για τις Κυκλάδες, την Κρήτη, τη Νότια Πελοπόννησο, τη Δυτική Ηπειρωτική Ελλάδα, την Κεντρική Μακεδονία και τη Θράκη την τελευταία 25ετία του αιώνα και εφόσον επικρατήσει το δυσμενέστερο σενάριο για την κλιματική αλλαγή.

Αντιθέτως, ο δείκτης του 6μήνου εμφανίζει μια διαφοροποίηση: από τις τιμές του προκύπτει ότι στο κοντινό μέλλον, δηλαδή την περίοδο 2025 - 2050, θα υφίστανται περιοδικά παρατεταμένα επεισόδια ξηρασίας οι περιοχές του κεντρικού και ανατολικού τμήματος της χώρας, όπου την περίοδο εκείνη αναμένεται μια πολύ σημαντική μείωση των βροχοπτώσεων, της τάξεως του 50%. Στο μακρινό μέλλον φαίνεται ότι θα επηρεαστούν κατά τον ίδιο τρόπο η Δυτική Ελλάδα και η Κρήτη», εξηγεί η Νάντια Πολίτη.