Οι εντυπωσιακές ανακαλύψεις μέσα στο τάφο που έχουν και ελληνικό ενδιαφέρον
Αιώνες πριν οι Ρωμαίοι επικρατήσουν στην ιταλική χερσόνησο
και αρχίσουν να χτίζουν την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, στην περιοχή ζούσε και
αναπτυσσόταν ο λαός των Ετρούσκων. Γνωστοί και ως Τυρρηνοί ή Ρασίννες
κατοικούσαν στην Ετρουρία- κατά τους Ρωμαίους- ή Τυρρηνία- κατά τους Έλληνες- η
οποία βρισκόταν στην κεντρική χώρα της σημερινής Ιταλίας αναπτύσσοντας έναν
εντυπωσιακό πολιτισμό ήδη από τον 8o αιώνα π.Χ. Ο πολιτισμός τους έφτασε στο
απόγειό του γύρω στον 6ο αιώνα π.Χ., προτού τον διαδεχτούν οι Ρωμαίοι, οι
οποίοι υιοθέτησαν πολλά χαρακτηριστικά του πολιτισμού τους.
Τώρα, οι Ετρούσκοι μας αποκαλύπτονται ακόμα περισσότερο
καθώς οι αρχαιολόγοι άνοιξαν για πρώτη φορά έναν άγνωστο έως τώρα ετρουσκικό
τάφο μετά από 2.600 χρόνια.
Ο τάφος, ο οποίος χρονολογείται ότι είναι ηλικίας 2.600
ετών, περίμενε υπομονετικά να ανακαλυφθεί από τότε που έκλεισε πριν από δυόμιση
χιλιετίες στην πλούσια ετρουσκική πόλη Βούλτσι, στην περιοχή του σημερινό
Λάτσιο μεταξύ των επαρχιών Μοντάλτο ντι Κάστρο και Κανίνο.
Το Βούλτσι ήταν μια πολύ σημαντική πόλη των Ετρούσκων, η
οποία άνθισε τον 6ο με 4ο αιώνα π.Χ. κυρίως χάρη στο
εμπόριο και την εξαγωγή ορυκτών και αντικειμένων από χαλκό.
Τον περασμένο Απρίλιο οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν έναν άγνωστο
έως τώρα τάφο στην νεκρόπολη του Βούλτσι, Οστέρια. Ο τάφος αυτός παρέμεινε
κλειστός για λίγους μήνες ακόμα μέχρι που την περασμένη Παρασκευή ο τάφος
άνοιξε για πρώτη φορά μετά από τουλάχιστον 2.600 χρόνια.
Το εσωτερικό του τάφου είναι ιδιαίτερα μεγάλο και
αποτελείται από δύο χώρους, οι οποίοι είναι σκαμμένοι μέσα σε ένα βράχο. Η
είσοδός του ήταν καλυμμένη από πέτρες, οι οποίες αφαιρέθηκαν μια προς μια ώστε
οι αρχαιολόγοι να αποκτήσουν πρόσβαση στο εσωτερικό του τάφου.
Μέσα σε αυτόν οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν μια πλούσια συλλογή από αντικείμενα, όπως πήλινα αγγεία και αγαλματίδια, αμφορείς που περιείχαν αρχαίο κρασί, κοσμήματα, μεταλλικά και μπρούτζινα αντικείμενα, όπως ένα καζάνι, αλλά και ένα ειδικό κομμάτι ύφασμα από τραπεζομάντηλο που χρησιμοποιούνταν στα δείπνα μετά τις κηδείες. Το τραπεζομάντηλο αυτό χρησιμοποιούνταν από τους Ετρούσκους για το θρησκευτικό τελετουργικό του «τελευταίου γεύματος», κατά το οποίο τοποθετούσαν φαγητό δίπλα στον νεκρό και το έκαιγαν πριν σφραγίσουν τον τάφο.
Τα περισσότερα από τα αντικείμενα ήταν ανέγγιχτα και σε
εξαιρετική κατάσταση χάρη στο γεγονός ότι ο τάφος δεν είχε ανοιχθεί ποτέ ως
τώρα.
Συγκεκριμένα, στον πρώτο θάλαμο βρήκαν τέσσερις ετρουσκικούς
αμφορείς με ντόπιο κρασί. Στον δεύτερο θάλαμο εντόπισαν αμφορείς, τρίποδες και
μεταλλικά και κεραμικά αντικείμενα από την ανατολική Ελλάδα, την Ιωνία και την
Κόρινθο και τοπικά προϊόντα, όπως τα κλασικά πήλινα μαύρα αγγεία των Ετρούσκων,
bucchero. Οι αρχαιολόγοι
πιστεύουν ότι δύο από τους αμφορείς που βρέθηκαν στον δεύτερο θάλαμο προέρχονταν
από το νησί της Χίου, το οποίο παρήγαγε
το πιο φημισμένο κρασί στην ελληνορωμαϊκή εποχή. Αυτό που αποδεικνύει την
σημασία του εμπορίου του κρασιού εκείνη την εποχή αλλά και τις σχέσεις Ελλήνων
και Ετρούσκων. Έτσι, η ετρουσκική πόλη στο Latium Maremma στα σύνορα με την
Τοσκάνη επιβεβαιώνεται ως ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της Ετρουρίας που
αποτελούσε κόμβο για το εμπόριο.
Με βάση την πληθώρα των ευρημάτων μέσα στον τάφο και την
ποιότητά τους, οι αρχαιολόγοι εκτιμούν ότι το άτομο που ήταν θαμμένο σε αυτόν
θα πρέπει να άνηκε σε κάποια οικογένεια της υψηλής τάξης.
Τώρα, το επόμενο βήμα των αρχαιολόγων είναι να ερευνήσουν σε
βάθος τα ευρήματα, τα οποία θα μας αποκαλύψουν πιθανότατα πολλές πληροφορίες
για τη ζωή στο αρχαίο Βούλτσι και την ελίτ κοινωνία της πόλης σε μια εποχή
μάλιστα που η περιοχή βρισκόταν σε ιδιαίτερα μεγάλη άνθιση.
Η Σιμόνα Καρόσι, η επικεφαλής αρχαιολόγος, τόνισε ότι η ανακάλυψη
αυτή μας «δίνει με έναν απροσδόκητο τρόπο το πραγματικό νεκρικό τραπεζομάντηλο
που οι Ετρούσκοι το είχαν τοποθετήσει στο ίδιο σημείο πριν από πάρα πολλούς
αιώνες».
Η σχέση με το θάνατο
Παρόλο που δεν ξέρουμε πολλά για τους Ετρούσκους, μιας και
δεν έχουν σωθεί γραπτά κείμενα στη δική τους γλώσσα, η οποία έχει εν πολλοίς
χαθεί, φαίνεται ότι είχαν μια ιδιαίτερη
σύνδεση με τον θάνατο. Παρατηρώντας κανείς τους θεούς τους θα δει ότι είχαν στενή
σχέση με τον θάνατο, ενώ από τα αρχαιολογικά ευρήματα διαπιστώνουμε ότι είχαν
μια σχεδόν εμμονή με τον επιμελημένο ενταφιασμό. Οι αρχαιολόγοι υποθέτουν ότι
οι Ετρούσκοι, όπως περίπου και οι Αιγύπτιοι, είχαν μια βαθύτερη πεποίθηση πως
ένα τμήμα της ψυχής παρέμενε με το σώμα ή τουλάχιστον ότι το σώμα ήταν
σημαντικό για τη μεταθανάτια ζωή. Γνωρίζουμε ότι ο πρώιμος τρόπος ταφής ήταν η
αποτέφρωση, ωστόσο σύντομα ο ενταφιασμός
υπερίσχυσε της αποτέφρωσης, εκτός από τη βόρεια Ετρουρία, όπου η αποτέφρωση
διατηρήθηκε ως ταφικό έθιμο μέχρι τον 1ο π.Χ. αιώνα.
Ο Ρωμαίος ιστορικός Λίβιος περιέγραψε τους Ετρούσκους λίγους
αιώνες αργότερα ως «λαό που πάνω από όλα τα πράγματα διακρινόταν για την
αφοσίωσή του στις θρησκευτικές πρακτικές». Η θρησκεία, όπως και η γλώσσα, ήταν
οι βασικοί παράγοντες συνένωσης των διάσπαρτων πόλεων-κρατών της Ετρουρίας. Τα
τεράστια ετρουσκικά νεκροταφεία, γεμάτα τύμβους και νεκρικά δώματα, είναι
πραγματικές νεκροπόλεις, καθώς ήταν σαν τεράστιες πόλεις των νεκρών, με αναρίθμητους
τάφους απλωμένους κατά μήκος μιας κεντρικής νεκρικής λεωφόρου.
Κεντρική στην ετρουσκική θρησκεία ήταν η πεποίθηση πως η ζωή συνεχίζεται μετά θάνατον και οι τάφοι των πλουσίων ήταν ιδιαίτερα πολυτελείς, διακοσμημένοι περίτεχνα από Ετρούσκους καλλιτέχνες και τεχνίτες. Η γλυπτική ήταν προσανατολισμένη στην ίδια εμμονή με τον θάνατο. Το πορτραίτο του νεκρού απαιτούνταν, για να εξασφαλίσει τη μαγική επιβίωση του.
*Στην κεντρική φωτογραφία έργο των Ετρούσκων: Ο Θάνατος και Υπνος κουβαλούν τον ήρωα της Τροίας, Σαρπηδόνα