Στις 27 Ιανουαρίου 1945 οι συμμαχικές δυνάμεις μπαίνουν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης της ναζιστικής Γερμανίας, Άουσβιτς, και αποκαλύπτεται η φρίκη που εκτυλισσόταν εκεί για χρόνια.
Σήμερα, 80 χρόνια μετά, οι μνήμες είναι ακόμα ζωντανές
ειδικά για όσους επιβίωσαν από τον εφιάλτη του Άουσβιτς. Ένας από αυτούς ήταν ο
99χρονος πλέον Άλμπρεχτ Βάινμπεργκ, ο οποίος θυμάται την άφιξή του ως έφηβος
στο στρατόπεδο και διηγείται την ιστορία του στον Guardian.
Ο Άλμπρεχτ Βάινμπεργκ, μεγάλωσε στο χωριό Fehndorf
Rhauderfehn στην Ανατολική Φρισία, στη βόρεια Γερμανία, όπου ο πατέρας του, Άλφρεντ,
ήταν έμπορος ζώων και κρεοπώλης. Οι γονείς του απελάθηκαν τον Οκτώβριο του 1944
και μεταφέρθηκαν στο Άουσβιτς, όπου δολοφονήθηκαν.
Ο Bάινμπεργκ από το 1939 στάλθηκε σε διάφορα στρατόπεδα των
Ναζί και τελικά μαζί με την αδερφή του, Φρίντελ, κατέληξε στο Άουσβιτς τον
Απρίλιο του 1943, όπως και ο μεγαλύτερος αδερφός τους, Ντίτερ. Όλα τα αδέρφια
επέζησαν και ενώθηκαν ξανά μετά τον πόλεμο. Ο Άλμπρεχτ και ο Φρίντελ
μετανάστευσαν στις ΗΠΑ και επέστρεψαν για να ζήσουν στη Γερμανία μετά από 65
χρόνια.
Ακολουθεί η αφήγησή του:
«Πριν ανέλθουν οι Ναζί στην εξουσία, η ζωή ήταν ειδυλλιακή.
Ζούσαμε ευτυχισμένοι δίπλα στους γείτονές μας. Όταν γιόρταζαν τα Χριστούγεννα,
μας καλούσαν, όταν γιορτάζαμε το Χανουκά, έρχονταν στο δικό μας σπίτι. Μετά
ήρθαν οι Ναζί στην εξουσία και ο αντισημιτισμός έδειξε το άσχημο πρόσωπό του. Η
πλατεία απέναντι από το σπίτι μας μετονομάστηκε σε Πλατεία Άντολφ Χίτλερ, και
μέλη της Χιτλερικής Νεολαίας ύψωναν και κατέβαζαν καθημερινά μια σημαία εκεί.
Τη Νύχτα των Κρυστάλλων μάς έδιωξαν από τα κρεβάτια μας, μας
καταδίωξαν στους δρόμους και μας κλείδωσαν στο τοπικό σφαγείο, αναγκάζοντας
τους άντρες να καθαρίζουν τους στάβλους των χοίρων. Πήραν τους γονείς μου —τους
οποίους δεν ξαναείδαμε ποτέ— και εγώ και τα αδέλφια μου εξαναγκαστήκαμε σε
καταναγκαστική εργασία. Τον Απρίλιο του 1943 μας συγκέντρωσαν και μας μετέφεραν
με φορτηγά μετακόμισης χωρίς παράθυρα, ώστε οι Βερολινέζοι να μη βλέπουν τι
συνέβαινε, στον σιδηροδρομικό σταθμό του Γκρούνεβαλντ, όπου μας περίμεναν
βαγόνια-κλουβιά.
Δεν υπήρχαν τουαλέτες στα βαγόνια. Νομίζαμε ότι μας έστελναν
στα ανατολικά για να εργαστούμε για τον στρατό, αλλά φτάσαμε στο Άουσβιτς και
δεν είχαμε ιδέα τι ήταν.
Άνθρωποι με ριγέ στολές φυλακισμένων ούρλιαζαν: ‘Βγείτε έξω,
βγείτε έξω!’ και επειδή δεν υπήρχαν σκάλες, μερικοί ηλικιωμένοι και άτομα με
αναπηρίες έπεσαν στο έδαφος, και οι νεότεροι απλώς περνούσαν από πάνω τους για
να μην τους χτυπήσουν.
Οι περισσότερες γυναίκες και τα παιδιά πήγαν προς μία
κατεύθυνση. Έχασα τη θέα της αδερφής μου μόλις φτάσαμε και διάλεξαν όσους από
εμάς θεωρούσαν ότι είμαστε σε καλή φυσική κατάσταση και μας πήγαν στο Μόνοβιτς
(γνωστό ως KZ Auschwitz III Monowitz) για να δουλέψουμε για την εταιρεία IG
Farben, παράγοντας μεθανόλη και καουτσούκ για τον στρατό.
Μου χάραξαν στο χέρι 116927 και πλέον δεν ήμουν ο
Άλμπρεχτ Βάινμπεργκ.
Δούλεψα εκεί για δύο χρόνια… Μετά από αρκετές πορείες
θανάτου, βρέθηκα ξαπλωμένος ανάμεσα στους νεκρούς και τους ζωντανούς σε ένα
βαγόνι. Τα σώματά μας πετάχτηκαν έξω. Δύο μέρες αργότερα, ένα τανκ μπήκε μέσα.
Σκέφτηκα: ‘Τώρα, επιτέλους, θα ελευθερωθώ από τον θάνατο’, αλλά ήταν Βρετανοί
στρατιώτες που ήρθαν να μας απελευθερώσουν. Αργότερα μου είπαν ότι ζύγιζα 29
κιλά.
Εγώ και η αδερφή μου, Φρίντελ, με την οποία είχα επανενωθεί,
αποφασίσαμε ότι θέλαμε να μεταναστεύσουμε. Δεν ένιωθα τίποτα παρά μόνο μίσος
για τη Γερμανία.
Μας πήγαν στο Μπρεμερχάφεν (πόλη της Γερμανίας) και τον Φεβρουάριο του 1947 πήραμε ένα πλοίο για τη Νέα Υόρκη, όπου ζήσαμε για περισσότερα από 60 χρόνια. Είχα ένα κρεοπωλείο —το Jack and Al’s Meat Market— μαζί με έναν άλλο επιζώντα.
Η Φρίντελ κι εγώ δώσαμε όρκο ο ένας στον άλλον ότι δεν θα
παντρευόμασταν ποτέ και δεν θα φέρναμε στον κόσμο άλλους Εβραίους.
Κάποια στιγμή έλαβα αποζημίωση 5.000 γερμανικών μάρκων από
την IG Farben. Δεν σκέφτηκα ποτέ να προσπαθήσω να πάρω πίσω το οικογενειακό μας
σπίτι ή αποζημίωση για αυτό και ούτε ήθελα να επιστρέψω ποτέ στη Γερμανία.
Όταν η αδερφή μου έπαθε εγκεφαλικό, δεχθήκαμε την πρόταση να
επιστρέψουμε στη Γερμανία το 2011, καθώς δεν είχαμε κανέναν να μας φροντίσει
στη Νέα Υόρκη και δεν μπορούσαμε να πληρώσουμε για ιατρική περίθαλψη. Μιλούσα
γερμανικά –αν και ανάμεικτα με αγγλικά– και σκέφτηκα: «Ακόμα κι αν μου
αφαίρεσαν το διαβατήριό μου, και δεν νιώθω ότι είναι η πατρίδα μου επειδή μου
το στέρησαν αυτό και δολοφόνησαν την οικογένειά μου, δεν είναι κακή κίνηση».
Στην αρχή, δυσκολευόμουν στον οίκο ευγηρίας – ήμουν
καχύποπτος με όλους στην ηλικία μου: «Ήσουν ίσως φρουρός στρατοπέδου
συγκέντρωσης; Με κορόιδευες στους δρόμους ως παιδί με αντισημιτικά συνθήματα;».
Δεν περνάει μέρα που να μην σκέφτομαι την οικογένειά μου.
Υπάρχουν τώρα μνημεία με τα θύματα του Ολοκαυτώματος μπροστά από το πρώην
οικογενειακό μας σπίτι, που είναι ό,τι πιο κοντά έχω σε μια ταφόπλακα για να
νιώσω κοντά στους δικούς μου.
Μεταφέρομαι πίσω στο Άουσβιτς κάθε μέρα όταν κοιτάζομαι στον
καθρέφτη ενώ πλένω το πρόσωπό μου και βλέπω το τατουάζ μου.
Επέστρεψα πραγματικά στο Άουσβιτς μια φορά το 2011. Μπόρεσα
να πω την προσευχή μου στο χώρο του κρεματόριου με μια ομάδα Εβραίων επισκεπτών
και μου έδωσε λίγη γαλήνη για πρώτη φορά».