Περίπου 100.000 άνθρωποι ήταν σίγουροι πως η 22α Οκτωβρίου 1844 ήταν η μέρα που θα επέστρεφε ο Χριστός. Όταν η προφητεία δεν επιβεβαιώθηκε ακολούθησε η… Μεγάλη Απογοήτευση
Στις 22 Οκτωβρίου 1844, δεκάδες
χιλιάδες Αμερικανοί περίμεναν με δάκρυα, προσευχές και ύμνους τον ερχομό του
Χριστού. Είχαν πουλήσει τα υπάρχοντά τους, εγκαταλείψει τις δουλειές τους και
φορούσαν λευκά ρούχα, έτοιμοι να «αναληφθούν».
Όταν ο ήλιος ανέτειλε την επομένη και
ο κόσμος παρέμενε ίδιος, η πίστη πολλών κατέρρευσε. Το γεγονός αυτό έμεινε στην
ιστορία ως «Η Μεγάλη Απογοήτευση».
Η ιστορία της ξεκινά δεκαετίες
νωρίτερα, με έναν αγρότη από τη Νέα Αγγλία, τον Γουίλιαμ Μίλερ, έναν άνθρωπο
που πίστεψε πως είχε βρει, μέσα στις σελίδες του βιβλίου του Δανιήλ, το κλειδί
για την ακριβή ημερομηνία της Δευτέρας Παρουσίας.
Ο άνθρωπος που…
ερμήνευσε τον Δανιήλ
Ο Γουίλιαμ Μίλερ γεννήθηκε το 1782 στο
Πίττσφιλντ της Μασαχουσέτης και μεγάλωσε στο Λόουν Χάμπτον του Βερμόντ, μέσα σε
μια φτωχή αγροτική οικογένεια. Από νωρίς διακρίθηκε για την ευφυΐα και την
επιμονή του στη μελέτη, αν και δεν είχε πανεπιστημιακή μόρφωση. Νεαρός ακόμα,
αμφέβαλλε για τη θρησκεία που τον περιέβαλε και στράφηκε στον ντεϊσμό, μια
φιλοσοφική αντίληψη που δεχόταν την ύπαρξη Θεού αλλά απέρριπτε τις οργανωμένες
θρησκείες και τα θαύματα.
Η ζωή του άλλαξε με τον Πόλεμο του
1812, όπου υπηρέτησε ως αξιωματικός της πολιτοφυλακής. Η εμπειρία του στο πεδίο
της μάχης, ιδίως όταν επέζησε από μια
αιματηρή σύγκρουση στο Πλάτσμπεργκ, την οποία θεώρησε θαύμα, τον επανέφερε στη
χριστιανική πίστη. Όπως έγραψε αργότερα: «Δεν μπορούσα να πιστέψω πως επέζησα
από τύχη. Έπρεπε να υπάρχει ένα ανώτερο σχέδιο.»
Επιστρέφοντας στο αγρόκτημά του,
αφιέρωσε δύο χρόνια σε εντατική μελέτη της Αγίας Γραφής, χωρίς βοηθήματα ή
θεολογικούς οδηγούς. Ξεκίνησε από τη Γένεση και προχώρησε στίχο προς στίχο,
μελετώντας κυρίως τα προφητικά βιβλία του Δανιήλ και της Αποκάλυψης.
Ήταν η προφητεία των 2300 ημερών στο
βιβλίο του Δανιήλ (8:14) που τράβηξε την προσοχή του: «Έως δυο χιλιάδες και
τριακόσιες εσπέρας και πρωΐας· τότε το αγιαστήριον θέλει καθαρισθή.»
Ο Μίλερ θεώρησε πως οι «ημέρες»
αντιστοιχούσαν σε έτη και, συνδυάζοντας τις χρονολογίες με την αποκατάσταση της
Ιερουσαλήμ το 457 π.Χ., κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κάθαρση του αγιαστηρίου, δηλαδή η Δευτέρα Παρουσία, θα συνέβαινε περί
το 1843.
Αρχικά κράτησε τα συμπεράσματά του για
τον εαυτό του. Όμως, όταν φίλοι και συγγενείς έμαθαν για τους υπολογισμούς του,
τον προέτρεψαν να μιλήσει δημόσια. Το 1831, μετά από δισταγμό, δέχτηκε μια
πρόσκληση να μιλήσει σε εκκλησία της Δρέσδης, στη Νέα Υόρκη. Εκείνη η ομιλία,
λέγεται, άναψε τη σπίθα που θα γινόταν κίνημα.
Από εκείνη τη στιγμή και για σχεδόν
δέκα χρόνια, ο Γουίλιαμ Μίλερ ταξίδευε σε πόλεις και χωριά, δίνοντας ομιλίες
μπροστά σε χιλιάδες ανθρώπους. Το μήνυμά του ήταν απλό αλλά συγκλονιστικό: «Ο
Χριστός θα έλθει σύντομα. Ετοιμαστείτε.»
Οι οπαδοί του, γνωστοί ως Μιλλερίτες,
τύπωναν φυλλάδια, διοργάνωναν μαζικές συναθροίσεις και δημοσίευαν άρθρα στις
εφημερίδες της εποχής. Καθώς πλησίαζε το έτος 1843, το κύμα προσδοκίας
εξαπλωνόταν ραγδαία.
Το κίνημα των Μιλλεριτών και η ημερομηνία που άλλαζε συνεχώς
Από το 1833 και μετά, η φήμη του
Γουίλιαμ Μίλερ εξαπλωνόταν ταχύτατα. Οι εφημερίδες της Νέας Αγγλίας άρχισαν να
αναφέρονται στις «περίεργες προφητείες ενός αγρότη από το Βερμόντ», ενώ οι
οπαδοί του οργανώνονταν όλο και καλύτερα. Ένα δίκτυο ιεροκηρύκων, δασκάλων και
απλών πιστών, ανάμεσά τους ο πάστορας Τζόσουα Βάιμεν Χάιμς, συνέβαλε
καθοριστικά στο να μετατραπεί η μεμονωμένη ερμηνεία του Μίλερ σε μαζικό
θρησκευτικό κίνημα.
Ο Χάιμς, ένας επιδέξιος οργανωτής και
εκδότης, ίδρυσε εφημερίδες όπως η Signs of the Times και η Midnight Cry που
διακινούνταν σε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα. Οι Μιλλερίτες τύπωναν φυλλάδια,
χάρτες προφητειών, ημερολόγια με εσχατολογικά σύμβολα και ακόμα και μεγάλες
αφίσες με τον τίτλο: The
Lord is
Coming in 1843
Η κινητοποίηση θύμιζε περισσότερο
πολιτικό ή κοινωνικό κίνημα παρά απλή θρησκευτική αναβίωση. Συναθροίσεις
πραγματοποιούνταν σε υπαίθριες σκηνές, πολλές φορές μπροστά σε πλήθη χιλιάδων
ανθρώπων. Οι πιστοί έψαλλαν, προσεύχονταν και έκλαιγαν με συγκίνηση.
Στην πραγματικότητα, ο Μίλερ δεν είχε
ορίσει συγκεκριμένη ημερομηνία. Έλεγε μόνο ότι ο Χριστός θα επέστρεφε κάπου
ανάμεσα στην άνοιξη του 1843 και την άνοιξη του 1844. Όταν η περίοδος εκείνη
παρήλθε χωρίς κανένα σημείο, το κίνημα βρέθηκε σε κρίση.
Τότε, εμφανίστηκε ο Σάμουελ Σνόου,
ένας από τους δραστήριους κήρυκες του Μιλλερισμού, ο οποίος πρότεινε μια νέα
ερμηνεία: βασιζόμενος στο εβραϊκό ημερολόγιο, υποστήριξε ότι η αληθινή «ημέρα
εξιλασμού», δηλαδή η στιγμή που θα καθαριζόταν το αγιαστήριο του Θεού, αντιστοιχούσε
στην 22α Οκτωβρίου 1844.
Η ημερομηνία αυτή προκάλεσε παροξυσμό
πίστης. Σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ, οικογένειες πούλησαν τις περιουσίες τους,
έκλεισαν επιχειρήσεις, άφησαν τις δουλειές τους και αφιερώθηκαν αποκλειστικά
στην προετοιμασία για την έλευση του Χριστού.
Εφημερίδες της εποχής κατέγραφαν
εικόνες που σήμερα μοιάζουν απίστευτες:
Πιστοί να συγκεντρώνονται σε λόφους,
ντυμένοι με λευκές ρόμπες, για να «υποδεχθούν τον Κύριο στους ουρανούς».
Αγρότες που εγκατέλειψαν τη συγκομιδή.
Παιδιά που αποχαιρετούσαν δασκάλους
και σχολεία λέγοντας: «Δεν θα χρειαστεί να διαβάσουμε πια.»
Ορισμένοι θρησκευτικοί ηγέτες και
εφημερίδες χλεύαζαν τους Μιλλερίτες. Άλλοι, όμως, στέκονταν με σεβασμό απέναντι
στην ειλικρίνεια και την ένταση της πίστης τους.
Η 22α Οκτωβρίου 1844 πλησίαζε. Ο ίδιος
ο Μίλερ, αν και επιφυλακτικός, δήλωσε: «Αν είναι θέλημα Θεού, ας έλθει. Εγώ
έπραξα ό,τι πίστευα σωστό.»
Και όταν ήρθε εκείνη η μέρα, χιλιάδες
άνθρωποι σε όλη την Αμερική ξύπνησαν με την πεποίθηση ότι ζούσαν το τέλος του
κόσμου.
Η Νύχτα της
Μεγάλης Απογοήτευσης
Η μέρα που θα έμενε στην ιστορία ως «Η
Μεγάλη Απογοήτευση» ξημέρωσε με ασυνήθιστη γαλήνη στη Νέα Αγγλία. Ο ουρανός
ήταν καθαρός, το φθινοπωρινό φως απλωνόταν στα χωράφια, και όμως, για χιλιάδες
ανθρώπους, εκείνη δεν ήταν μια απλή Τρίτη. Ήταν η τελευταία μέρα του κόσμου.
Από τη Μασαχουσέτη ως τη Νέα Υόρκη και
από το Μέιν ως την Πενσυλβάνια, οικογένειες ξύπνησαν πριν από την αυγή,
προσευχόμενες με συγκίνηση. Σπίτια γεμάτα ψαλμούς, δάκρυα, και προσμονή. Πολλοί
είχαν ξοδέψει τις οικονομίες τους για να τυπώσουν φυλλάδια ή να μοιράσουν
τρόφιμα στους φτωχούς, πιστεύοντας ότι «τίποτα πια δεν έχει σημασία επί γης».
Στη μικρή πόλη Λόουντονβιλ της Νέας
Υόρκης, δεκάδες συγκεντρώθηκαν στο ύψωμα πίσω από το χωριό. Κρατούσαν τα χέρια,
τραγουδούσαν ύμνους και περίμεναν το «άνοιγμα των ουρανών».
«Περάσαμε τη νύχτα σε προσευχή και
ψαλμούς. Κάθε ήχος, κάθε ριπή του ανέμου μας έκανε να νομίζουμε πως έρχεται ο
Κύριος» θα γράψει μια οπαδός του κινήματος.
Ο ίδιος ο Γουίλιαμ Μίλερ, πλέον
εξαντλημένος από τις συνεχείς ημερολογιακές αναθεωρήσεις, παρέμεινε στο σπίτι
του στο Λόου Χάμπτον του Βερμόντ. Καθόταν με τη σύζυγό του και λίγους πιστούς,
διαβάζοντας τα Ευαγγέλια. Όταν πέρασε η ώρα του ηλιοβασιλέματος και τίποτα δεν
συνέβη, ο Μίλερ έγραψε: «Περιμέναμε. και
ο Σωτήρας δεν ήλθε. Τι σφάλμα έκανα; Η καρδιά μου ραγίζει»
Στο μεταξύ, σε άλλες πόλεις η σκηνή
ήταν ακόμη πιο δραματική. Στο Πόρτλαντ του Μέιν, σύμφωνα με τοπικό ρεπορτάζ,
μερικοί πίστευαν ότι είδαν «ένα φως να λάμπει στα σύννεφα», άλλοι έπεσαν στα
γόνατα. Όταν όμως πέρασε τα μεσάνυχτα και το φως ήταν απλώς της σελήνης, ο
πανικός μετατράπηκε σε σιωπή.
Το πρωί της 23ης Οκτωβρίου, οι δρόμοι
ήταν γεμάτοι από σιωπηλούς ανθρώπους που γύριζαν στα σπίτια τους. Μερικοί είχαν
χάσει τα πάντα: περιουσίες, φίλους, κύρος.
Οι εφημερίδες της εποχής, όπως η
Boston Daily Times και η Albany Argus, γέμισαν ειρωνικά άρθρα για «τους
παραπλανημένους προφήτες». Όμως πίσω από τη χλεύη υπήρχε πραγματικός ανθρώπινος
πόνος.
Ένας νεαρός πιστός, ο Χάιραμ Έντσον,
περιέγραψε αργότερα τη σκηνή της επομένης ημέρας: «Πέρασα μέσα από τα χωράφια,
η καρδιά μου βυθισμένη στη θλίψη. Ο Κύριος δεν ήρθε. Ο κόσμος δεν καταστράφηκε.
Είχαμε ελπίσει, είχαμε προσευχηθεί και μείναμε μόνοι.»
Αυτή η μαρτυρία έγινε το σύμβολο της
Μεγάλης Απογοήτευσης: μιας στιγμής όπου η ανθρώπινη πίστη έφτασε στο
αποκορύφωμα της και κατέρρευσε μπροστά στην αλήθεια του χρόνου.
Από εκείνη τη μέρα, το κίνημα των
Μιλλεριτών ουσιαστικά διαλύθηκε. Κάποιοι εγκατέλειψαν εντελώς την πίστη. Άλλοι,
όμως, αρνήθηκαν να πιστέψουν ότι είχαν εξαπατηθεί και προσπάθησαν να βρουν ένα
βαθύτερο νόημα στο τι είχε συμβεί.
Από τη Συντριβή στη Γέννηση των Αντβεντιστών
Ο Μίλερ, συντετριμμένος, έγραψε
επιστολές στους οπαδούς του προσπαθώντας να τους στηρίξει: «Ήταν ένα μεγάλο
λάθος εκ μέρους μου. Περίμενα κάτι κυριολεκτικό και ορατό. Αλλά ίσως ο Κύριος
να είχε άλλο σκοπό.»
Δεν ήταν ο μόνος που αναζητούσε νόημα.
Πολλοί Μιλλερίτες κατέρρευσαν ψυχολογικά, μερικοί οδηγήθηκαν στην απόγνωση, ενώ
άλλοι στράφηκαν σε μια νέα ερμηνευτική γραμμή: μήπως ο υπολογισμός του 1844 δεν
ήταν λάθος, αλλά απλώς παρεξήγηση του τι ακριβώς θα συνέβαινε;
Την επομένη της Μεγάλης Απογοήτευσης,
ο Χάιραμ Έντσον, αγρότης και βαθιά θρησκευόμενος πιστός, περιέγραψε μια
εμπειρία που θα καθόριζε τη θεολογία των μετέπειτα Αντβεντιστών.
Καθώς περπατούσε μέσα από ένα χωράφι
καλαμποκιού στη Νέα Υόρκη, ένιωσε, όπως είπε, μια ξαφνική πνευματική διαύγεια: «Είδα
καθαρά και ζωηρά ότι ο Ιησούς δεν ήρθε στη Γη, όπως περιμέναμε, αλλά εισήλθε
στο Άγιο των Αγίων του ουράνιου ναού, για να ξεκινήσει το έργο της τελικής
εξιλέωσης.»
Η ιδέα αυτή, πως το 1844 σηματοδοτούσε
όχι την επιστροφή του Χριστού, αλλά την έναρξη μιας νέας ουράνιας φάσης του
έργου Του, έγινε η βάση της Θεωρίας του
Επουράνιου Αγιαστηρίου, που αργότερα θα αποτελούσε θεμελιώδη δογματική αρχή της
Εκκλησίας των Αντβεντιστών της Έβδομης Ημέρας.
Την ίδια περίοδο, μια νεαρή γυναίκα
από το Μέιν, η Έλεν Γουάιτ άρχισε να αποκτά επιρροή στο κίνημα.
Η Έλεν ισχυριζόταν ότι είχε οράματα
από τον Θεό, στα οποία της αποκαλυπτόταν η συνέχεια του θεϊκού σχεδίου μετά το
1844. Σε ένα από τα πρώτα της οράματα, το οποίο περιέγραψε το 1845, είπε: «Είδα
το στενό μονοπάτι που οδηγούσε στην πόλη του Θεού, και πάνω του πορευόταν ο
λαός μας. Το φως μπροστά τους ήταν η κραυγή του μεσονυχτίου, και πίσω τους ο
Χριστός, που τους καθοδηγούσε στο ουράνιο ταξίδι».
Η παρουσία της Έλεν Γουάιτ βοήθησε να
αποκτήσει το κίνημα πάλι συνοχή και θεολογική νομιμότητα. Η ίδια θα εξελιχθεί,
τις επόμενες δεκαετίες, σε προφητική φυσιογνωμία και βασική θεμελιώτρια της
Αντβεντιστικής Εκκλησίας.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1840,
οι εναπομείναντες πιστοί του Μίλερ είχαν χωριστεί σε μικρές ομάδες. Μία από
αυτές, υπό την επιρροή του Έντσον και της Γουάιτ, οργανώθηκε γύρω από την
πεποίθηση ότι:
Το 1844 δεν ήταν αποτυχία, αλλά θεϊκό
στάδιο.
Ο Θεός καθοδηγεί ακόμη τον λαό Του
μέσω αποκαλύψεων.
Το Σάββατο, η έβδομη ημέρα, πρέπει να
τηρείται ως ιερή.
Αυτά τα δόγματα σταδιακά διαμόρφωσαν
το σώμα που το 1863 αναγνωρίστηκε επίσημα ως η Εκκλησία των Αντβεντιστών της
Έβδομης Ημέρας.
Το τέλος του… προφήτη
Ο Γουίλιαμ Μίλερ δεν συμμετείχε στην
ίδρυση της νέας εκκλησίας. Πέθανε το 1849, αποσυρμένος στο αγρόκτημά του, με
πίστη ότι είχε «εκπληρώσει το καθήκον του ως αγγελιαφόρος».
Στην τελευταία του επιστολή σημείωσε: «Δεν
μετανοώ που περίμενα. Καλύτερα να περιμένεις μάταια για τον Κύριο, παρά να ζεις
χωρίς να ελπίζεις σε Αυτόν.»
Η Μεγάλη Απογοήτευση του 1844 αποτελεί
μια χαρακτηριστική περίπτωση ανεκπλήρωτης προφητείας για το τέλος του κόσμου.
Την ακολούθησαν και την ακολουθούν έως σήμερα, πολλές άλλες. Νέοι προφήτες
εμφανίστηκαν που προσέλκυσαν μικρό η μεγαλύτερο κοινό, έτοιμο να πιστέψει ότι ο
κόσμος μπορεί να τελειώσει ανά πάσα στιγμή κι αυτοί ανήκουν στους εκλεκτούς που
γνωρίζουν και θα «σωθούν».