Η δημοσιογράφος που προσποιήθηκε την ψυχασθενή και κλείστηκε σε τρελοκομείο για ρεπορτάζ


Η εκπληκτική ζωή της Νέλι Μπλάι. Έμεινε τρεις εβδομάδες σε ψυχιατρείο, έκανε τον γύρο του κόσμου σε 72 μέρες, τα έβαλε με τον δικτάτορα του Μεξικού, ήταν πολεμική ανταποκρίτρια και πατένταρε ακόμα και εφευρέσεις

Στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν οι εφημερίδες της Αμερικής γέμιζαν τις σελίδες τους με στήλες μόδας, κουτσομπολιά και συμβουλές για «καλές συζύγους», μια νεαρή γυναίκα από την Πενσιλβάνια τόλμησε να σπάσει όλους τους κανόνες.

H Ελίζαμπεθ Τζέιν Κόχραν, γνωστή με το ψευδώνυμο Νέλι Μπλάι (Nellie Bly), δεν αρκέστηκε να γράφει για τον κόσμο. Ήθελε να τον ζήσει, να τον ανατρέψει και να τον αλλάξει.

Το 1887, με μόλις 23 χρόνια στη ζωή της, η Μπλάι προσποιήθηκε ότι ήταν ψυχασθενής για να εισαχθεί στο διαβόητο ψυχιατρικό άσυλο του νησιού Μπλάκγουελ (πλέον Ρούζβελτ) στη Νέα Υόρκη.

Δέκα ημέρες αργότερα, οι μαρτυρίες της για τις συνθήκες απανθρωπιάς που επικρατούσαν εκεί θα συγκλόνιζαν το αμερικανικό κοινό και θα προκαλούσαν μία από τις πρώτες επίσημες μεταρρυθμίσεις στο σύστημα δημόσιας υγείας των ΗΠΑ.

Και όμως, αυτό ήταν μόνο η αρχή. Σε μια εποχή που οι γυναίκες σπάνια είχαν δική τους φωνή στη δημόσια σφαίρα, η Νέλι Μπλάι ταξίδεψε γύρω από τον κόσμο σε 72 ημέρες, αποδεικνύοντας ότι η τόλμη και η επιμονή μπορούσαν να διαλύσουν κάθε κοινωνικό περιορισμό.

Τα πρώτα χρόνια

Η Ελίζαμπεθ Τζέιν Κόχραν γεννήθηκε στις 5 Μαΐου 1864 στο μικρό χωριό Κόχρανς Μιλς της Πενσιλβάνια, μια κοινότητα που έφερε το όνομα του πατέρα της, Μάικλ Κόχραν, εργολάβου και γαιοκτήμονα με σημαντική τοπική επιρροή. Η μητέρα της, Μαίρη Τζέιν Κένεντι, προερχόταν από καθολική οικογένεια ιρλανδικής καταγωγής. Ο Κόχραν είχε ήδη δέκα παιδιά από τον πρώτο του γάμο και με την Μαίρη Τζέιν απέκτησε ακόμα έξι.

Ο θάνατος του πατέρα της το 1870, όταν ήταν μόλις έξι ετών, βύθισε την οικογένεια σε οικονομική ανασφάλεια. Η Μαίρη Τζέιν  αναγκάστηκε να παντρευτεί ξανά, μια απόφαση που αποδείχθηκε οδυνηρή. Ο δεύτερος σύζυγος, Τζον Φορντ, αποδείχθηκε βίαιος. Το 1879, η Μαίρη Τζέιν υπέβαλε αίτηση διαζυγίου μια πράξη εξαιρετικά σπάνια για την εποχή. Στη δίκη, η Eλίζαμπεθ εμφανίστηκε ως μάρτυρας υπέρ της μητέρας της, καταθέτοντας για την κακοποίηση που είχε υποστεί εκείνη.

Η Ελίζαμπεθ εγγράφηκε για λίγο στο Indiana Normal School με στόχο να γίνει δασκάλα. Όμως, οι οικονομικές δυσκολίες μετά τον θάνατο του πατέρα της την ανάγκασαν να εγκαταλείψει τις σπουδές.

Μετακόμισε μαζί με τη μητέρα της στο Πίτσμπεργκ, όπου άρχισε να εργάζεται σε μικροδουλειές για να επιβιώσει.

Το 1885, σε ηλικία 21 ετών, διάβασε ένα άρθρο στη Pittsburgh Dispatch με τίτλο «What Are Girls Good For?» («Σε τι χρησιμεύουν τα κορίτσια;»). Το άρθρο, υπογεγραμμένο από τον συντάκτη Εράσμους Γουίλσον, υποστήριζε ότι ο ρόλος των γυναικών ήταν να μένουν στο σπίτι και να ανατρέφουν παιδιά.

Η Ελίζαμπεθ απάντησε ανώνυμα με μια οργισμένη επιστολή προς τη σύνταξη, υπογεγραμμένη ως «Lonely Orphan Girl» («Μοναχό Ορφανό Κορίτσι»).

Η γραφή της ήταν τόσο πειστική και γεμάτη πάθος που εντυπωσίασε τον αρχισυντάκτη Τζορτζ Μάντεν ο οποίος της πρότεινε μια δοκιμαστική συνεργασία με την εφημερίδα χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο, κάτι που ήταν συνηθισμένο για γυναίκες δημοσιογράφους της εποχής.

Στο πρώτο της κείμενο, με θέμα τις γυναίκες που δεν παντρεύονται κι έχουν ανάγκη από καλύτερες δουλειές, υπέγραψε ως «Lonely Orphan Girl». Στο δεύτερο όμως, με θέμα πώς επηρεάζονται οι γυναίκες από τα διαζύγιο και τη νομοθεσία που ισχύει, χρησιμοποίησε το Νέλι Μπλάι. Το επέλεξε από τον τίτλο ενός τραγουδιού του Στίβεν Φόρες. Κατά λάθος όμως τυπώθηκε ως Nellie Bly κι όχι Nelly Bly όπως ήταν ο τίτλος του κομματιού. Έτσι το «υιοθέτησε» με αυτή τη μορφή.

Μετά και το δεύτερο άρθρο ο αρχισυντάκτης προσέφερε μόνιμη συνεργασία στη Νέλι Μπλάι.

Εστίασε στις ζωές των φτωχών εργαζόμενων γυναικών κι έγραψε μια σειρά άρθρων για τις συνθήκες στα εργοστάσια. Για να το κάνει εργάστηκε κρυφά, για ένα διάστημα, σε εργοστάσιο χάλκινων καλωδίων.

Τα άρθρα της ήταν τόσο δυνατά που η εφημερίδα δέχθηκε έντονα παράπονα από τους εργοστασιάρχες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να της αναθέσουν θέματα για μόδα, κηπουρική και γκόσιπ.

Μόλις στα 21 του αποφάσισε να ταξιδέψει στο Μεξικό ως απεσταλμένη. Έμεινε εκεί για έξι μήνες και η κριτική που άσκησε στο καθεστώς εξόργισε τον δικτάτορα Πορφίριο Ντίας. Την απείλησαν με σύλληψη και αναγκάστηκε να επιστρέψει στις ΗΠΑ.

Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ παραιτήθηκε από την Pittsburgh Dispatch και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη. Ζήτησε εργασία σε πολλές εφημερίδες της πόλης αλλά την απέρριψαν. Μετά από τέσσερις μήνες η New York World του Τζόσεφ Πούλιτζερ (το όνομα του δόθηκε στο κορυφαίο δημοσιογραφικό βραβείο) της έδωσε την ευκαιρία με μια αποστολή που θα έγραφε ιστορία.

Τρόφιμος στο άσυλο

Αν και το εγχείρημα ακούγεται αδύνατο η Νέλι Μπλάι δέχεται να προσποιηθεί την ψυχικά ασθενή και να καταφέρει να εισαχθεί στο άσυλο του νησιού Μπλάκγουλ (πλέον Ρούζβελτ)

Χωρίς καμία προηγούμενη εμπειρία ή υποστήριξη αρχίζει να μελετά συμπτώματα ψυχικών νόσων και να εξασκείται στο να φαίνεται «παρανοϊκή». Στις 24 Σεπτεμβρίου 1887, ενοικιάζει δωμάτιο στο γυναικείο κατάλυμα Temporary Home for Females στη Νέα Υόρκη και αρχίζει να συμπεριφέρεται παράξενα.

Μιλά για χαμένες αναμνήσεις, αποπροσανατολισμό, και αμφιβάλλει για την ταυτότητά της. Οι υπεύθυνοι τρομάζουν και ειδοποιούν την αστυνομία.

Την επόμενη ημέρα παρουσιάζεται ενώπιον δικαστή, ο οποίος χωρίς περαιτέρω εξέταση, την κρίνει «παράφρονα» και διατάσσει την εισαγωγή της στο άσυλο του Μπλάκγουελ.

Στο άσυλο, η Νέλι Μπλάι ζει για δέκα ημέρες μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες.Το φαγητό είναι χαλασμένο, το νερό μολυσμένο και οι γυναίκες εκτίθενται στο κρύο χωρίς ζεστά ρούχα ή θέρμανση. Οι νοσοκόμες, αντί να παρέχουν φροντίδα, ασκούν συστηματική σωματική και ψυχολογική βία.

Πολλές από τις τρόφιμες, διαπιστώνει η Μπλάι, δεν πάσχουν από ψυχική ασθένεια, αλλά έχουν οδηγηθεί εκεί επειδή είναι φτωχές, ξένες ή απλώς ανεπιθύμητες. Η ίδια γράφει αργότερα: «Όσο πιο λογικά φερόμουν, τόσο πιο τρελή με θεωρούσαν».

Οι σημειώσεις της καταγράφουν σκηνές κακοποίησης, υποσιτισμού και πλήρους εγκατάλειψης. Η δημοσιογράφος βλέπει ανθρώπους να δένονται σε κρεβάτια, να βουλιάζουν σε πάγο κατά τα λουτρά και να εξευτελίζονται δημόσια.

Μετά από δέκα ημέρες, η εφημερίδα World μεσολαβεί για την απελευθέρωσή της. Στις 9 Οκτωβρίου 1887, το New York World αρχίζει τη δημοσίευση του ρεπορτάζ της υπό τον τίτλο «Ten Days in a Mad-House».

Η σειρά των άρθρων προκαλεί τεράστιο κοινωνικό σοκ και συζητείται πανεθνικά. Μέσα σε εβδομάδες, η δημόσια κατακραυγή αναγκάζει τις αρχές της Νέας Υόρκης να πραγματοποιήσουν επίσημη έρευνα. Η επιτροπή που επισκέπτεται το άσυλο επιβεβαιώνει τις μαρτυρίες της Μπλάι.

Ως άμεσο αποτέλεσμα, το δημοτικό συμβούλιο της Νέας Υόρκης αυξάνει τη χρηματοδότηση για τα ψυχιατρικά ιδρύματα κατά ένα εκατομμύριο δολάρια, και αρκετοί υπάλληλοι απομακρύνονται.

Το 1887 το ρεπορτάζ της εκδόθηκε σε βιβλίο, το οποίο παραμένει ένα από τα πιο ισχυρά ντοκουμέντα της αμερικανικής ερευνητικής δημοσιογραφίας.

Ο γύρος του κόσμου σε 72 ημέρες

Το 1889, δύο χρόνια μετά το ρεπορτάζ της στο άσυλο, η Νέλι Μπλάι αποφασίζει να δοκιμάσει κάτι ακόμη πιο φιλόδοξο. Εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν «Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες», προτείνει στο New York World να επιχειρήσει το ίδιο ταξίδι στην πραγματικότητα, και να το κάνει πιο γρήγορα.

Η ιδέα φαίνεται παράτολμη για μια γυναίκα της εποχής. Οι συντάκτες διστάζουν. Τελικά, στις 14 Νοεμβρίου 1889, η Μπλάι σαλπάρει από τη Νέα Υόρκη με το πλοίο Augusta Victoria, έχοντας μαζί της μόνο μία μικρή δερμάτινη βαλίτσα, λίγα ρούχα, χρήματα και το διαβατήριό της.

Η διαδρομή της την οδηγεί στην Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Αίγυπτο, τη Σρι Λάνκα (τότε Κεϋλάνη), τη Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ, και τελικά στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω Σαν Φρανσίσκο.

Λίγο μετά την αναχώρησή της Μπλάι, η εφημερίδα Cosmopolitan στέλνει τη δική της δημοσιογράφο, την Ελίζαμπεθ Μπίσλαντ, σε αντίστροφη κατεύθυνση γύρω από τον πλανήτη, με στόχο να δει ποια θα επιστρέψει πρώτη.

Η αναμέτρηση αποκτά χαρακτήρα παγκόσμιου γεγονότος: οι αναγνώστες παρακολουθούν καθημερινά μέσα από τα τηλεγραφήματα τις κινήσεις των δύο γυναικών. Οι σταθμοί τυπώνουν χάρτες προόδου, ενώ το World στήνει ακόμη και «στοιχήματα» για την ακριβή ημέρα επιστροφής.

Στις 25 Ιανουαρίου 1890, μετά από 72 ημέρες, 6 ώρες και 11 λεπτά, η Νέλι Μπλάι επιστρέφει στη Νέα Υόρκη. Το πλήθος την υποδέχεται στον σιδηροδρομικό σταθμό Jersey City με πανό, ορχήστρες και ζητωκραυγές.

Το ταξίδι της δεν είναι απλώς ένα δημοσιογραφικό κατόρθωμα, είναι σύμβολο γυναικείας ανεξαρτησίας σε μια εποχή που οι γυναίκες δύσκολα ταξίδευαν μόνες, πόσο μάλλον γύρω απ’ ολόκληρο τον πλανήτη.

Επιχειρηματίας και εφευρέτης

Μετά τον γύρο του κόσμου, η Νέλι Μπλάι έχει γίνει πλέον διεθνές όνομα. Όμως, η δημοσιογραφική της σταδιοδρομία αρχίζει σταδιακά να φθίνει. Στις αρχές της δεκαετίας του 1890, εγκαταλείπει προσωρινά τη δημοσιογραφία και στρέφεται προς τον επιχειρηματικό κόσμο,  μια επιλογή ασυνήθιστη για γυναίκα της εποχής.

Το 1895 παντρεύεται τον Ρόμπερτ Σίμνα, έναν εύπορο βιομήχανο, ιδιοκτήτη της Iron Clad Manufacturing Company, μιας εταιρείας παραγωγής μεταλλικών δοχείων και βαλβίδων. Η Μπλάι, τότε μόλις 31 ετών, παντρεύεται έναν άνδρα 42 χρόνια μεγαλύτερό της.

Όταν ο Σίμαν πεθαίνει το 1904, εκείνη αναλαμβάνει πλήρως τη διοίκηση της εταιρείας. Γίνεται μία από τις πρώτες γυναίκες βιομηχάνους στις Ηνωμένες Πολιτείες, και το όνομά της φιγουράρει σε οικονομικές εφημερίδες της Νέας Υόρκης.

Στην Iron Clad εφαρμόζει πρωτοποριακές κοινωνικές πρακτικές:

-προσφέρει καθαρά αποδυτήρια και βιβλιοθήκη στους εργάτες,

-θεσπίζει σύστημα υγειονομικής περίθαλψης,

-πληρώνει μισθούς ίσους για άνδρες και γυναίκες εργαζόμενους.

Η ίδια δηλώνει τότε: «Ξέρω τι σημαίνει να είσαι φτωχός. Αν μπορώ να κάνω τη ζωή καλύτερη για όσους δουλεύουν για μένα, οφείλω να το κάνω».

Την περίοδο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας η Νέλι Μπλάι γίνεται ακόμα και εφευρέτης. Πατεντάρει ένα νέο είδος δοχείου για γάλα κι έναν κάδο απορριμμάτων που συμπιέζει το περιεχόμενο του.

Η πτώση και η επιστροφή στη δημοσιογραφία

Παρά τις προθέσεις της, η εταιρεία αρχίζει να παραπαίει. Κακοί λογιστές και οικονομικές απάτες την οδηγούν στη χρεοκοπία το 1911. Η Μπλα χάνει σχεδόν όλη την περιουσία της και επιστρέφει εκεί όπου ξεκίνησε,  στη δημοσιογραφία.

Αυτή τη φορά, όμως, επιστρέφει με διαφορετικό ύφος. Δεν είναι πλέον η νεαρή ρεπόρτερ που ρισκάρει τη ζωή της για μια αποκλειστικότητα· είναι μια ώριμη γυναίκα που έχει δει τη φτώχεια, τη δόξα και την αποτυχία.

Το 1914, όταν ξεσπά ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Nellie Bly ταξιδεύει στην Ευρώπη ως απεσταλμένη της New York Evening Journal. Καλύπτει το ανατολικό μέτωπο, γράφει από τη Σερβία και τη Γαλλία, και γίνεται μία από τις πρώτες γυναίκες που καλύπτουν πολεμικές συγκρούσεις από κοντά.

Σε μια ανταπόκριση του 1915 γράφει: «Έχω δει τη θλίψη των εθνών. Ο κόσμος έχει τρελαθεί, κι εγώ, μια γυναίκα, το καταγράφω».

Τα τελευταία χρόνια

Μετά τον πόλεμο, επιστρέφει στη Νέα Υόρκη και συνεχίζει να γράφει ως κοινωνική σχολιάστρια, με θέματα που αφορούν τη φτώχεια, τα ορφανοτροφεία και τα δικαιώματα των γυναικών.

Η υγεία της όμως επιδεινώνεται. Τον Ιανουάριο του 1922, σε ηλικία 57 ετών, πεθαίνει από πνευμονία στο νοσοκομείο St. Mark’s της Νέας Υόρκης.

Η Νέλι δεν υπήρξε απλώς μια δημοσιογράφος· υπήρξε καταλύτης κοινωνικής αλλαγής. Πριν από την εμφάνισή της, ο Τύπος του 19ου αιώνα αντιμετώπιζε τη «γυναικεία πένα» ως διακοσμητική: άρθρα για μόδα, ήθη, ή οικογενειακές συμβουλές. Η Μπλάι τόλμησε να εισβάλει στο σκληρό πεδίο της ερευνητικής δημοσιογραφίας — εκεί όπου η αλήθεια έπρεπε να αποδεικνύεται με ιδρώτα και κίνδυνο.

Η δουλειά της στο άσυλο του Μπλάκγουελ θεμελίωσε τη μέθοδο του «undercover reporting».Η επιτυχία της απέδειξε ότι οι γυναίκες μπορούσαν όχι μόνο να συμμετέχουν, αλλά να ηγούνται.

Στον τάφο της, στο Woodlawn Cemetery του Μπρονξ, υπάρχει μια απλή επιγραφή:

«Nellie Bly (Elizabeth Jane Cochran, 1864–1922)

Σταυροφόρος της αλήθειας, που άνοιξε τις πόρτες για όλους όσοι ακολούθησαν».