Το «Εξπρες του Μεσονυχτίου» ενός οπαδού της Λίβερπουλ



Η απίστευτη οδύσσεια ενός νεαρού οπαδού της Λίβερπουλ που από το όνειρο της Πόλης βρέθηκε να ζήσει τον εφιάλτη στην βουλγαρική Βάρνα


Ο Μάικλ Σιλντς στις 25 Μαΐου του 2005 ήταν ένας από τους οπαδούς της Λίβερπουλ που βρέθηκαν στον επικό τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ  στην Κωνσταντινούπολη ενάντια στη Μίλαν και τραγουδούσε στις κερκίδες το «You'll never walk alone». Ως το τέλος της βραδιάς, η ομάδα του θα του χάριζε την υπέρτατη χαρά: Μέσα σε 15 λεπτά ανέτρεψε το 3-0 και ο αγώνας πήγε στα πέναλτι με τη Λίβερπουλ να σηκώνει το κύπελλο. Πέντε μέρες μετά, η χαρά του θα εξαφανιζόταν και η ζωή του 18χρονου Σιλντς θα άλλαζε για πάντα.

Το ταξίδι στη Βουλγαρία

Ο Μάικλ Σιλντς και η παρέα του, τρία αγόρια από το Λίβερπουλ, αποφάσισαν να επιστρέψουν οδικώς δια μέσου της Μαύρης Θάλασσας. Σε μια από τις στάσεις τους έμειναν στο τουριστικό θέρετρο «Χρυσή Άμμος» στη Βάρνα της Βουλγαρίας.

Το βράδυ της 30ης Μαΐου, ο Σιλντς κοιμόταν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου «Kristal», όταν λίγα χιλιόμετρα μακριά ένας μπάρμαν, ο Μάρτιν Γκεόργκιεφ, δεχόταν άγρια επίθεση από μεθυσμένους Βρετανούς τουρίστες με σπασμένα πλακάκια πεζοδρομίου.

Μιας μάρτυρας της επίθεσης, η Ντανιέλα Κρουμόβα, ανέφερε ότι ο κύριος δράστης φορούσε ένα άσπρο μπλουζάκι, ενώ ένας άλλος μάρτυρας, ένας Βρετανός τουρίστας, υπέδειξε ότι οι δράστες έφυγαν προς το ξενοδοχείο Kristal. Σύντομα η αστυνομία έφτασε στο ξενοδοχείο αναζητώντας τους Βρετανούς τουρίστες. Αρχικά, συνέλαβαν δύο οπαδούς της Λίβερπουλ, τον Μπράντλεϊ Τόμσον και τον Γκράχαμ Σάνκεϊ, τους οποίους δεν ήξερε η παρέα του Σιλντς, αλλά έμεναν στο διπλανό δωμάτιο από αυτούς. Ο υπεύθυνος ασφαλείας του ξενοδοχείου, Μιροσλάβ Ράντεβ, ανέφερε στην αστυνομία ότι ο νεαρός που έμενε στο διπλανό δωμάτιο – ο Μάικλ Σιλντς- ήταν μέσα την ώρα της επίθεσης.


Η αστυνομία ωστόσο συνέχισε να ψάχνει το τρίτο άτομο που είχε πάρει μέρος στην επίθεση, τον φίλο των Τόμσον και Σάνκεϊ, τον Άντονι Γουίλσον. Κάποια στιγμή χτύπησαν την πόρτα του Σιλντς, τον ξύπνησαν, του είπαν να φορέσει γρήγορα ένα λευκό – συγκεκριμένα- μπλουζάκι.
«Δύο αστυνομικοί μπήκαν στο δωμάτιό μου και με ξύπνησαν λέγοντάς ότι πρέπει να τους ακολουθήσω, ενώ μου υπέδειξαν πως πρέπει να ντυθώ», θυμάται σήμερα ο 33χρονος πλέον Μάικλ Σιλντς. «Ήμουν απλώς ένας αφελής νεαρός που δεν σκέφτηκε για ποιο λόγο του ζητούν να φορέσει συγκεκριμένα ρούχα. Ήθελα απλά να ξεμπερδεύω με όλο αυτό αφού δεν είχα κάνει τίποτα κακό και νόμιζα πως επρόκειτο περί λάθους».

Στη συνέχεια, τον πήγαν στην σκηνή του εγκλήματος. Εκεί, τον άφησαν τριάντα λεπτά μέσα στο περιπολικό, όπου μπορούσαν να τον δουν οι αυτόπτες μάρτυρες της επίθεσης. Ακολούθως τον μετέφεραν στο αστυνομικό τμήμα φορώντας του χειροπέδες και τον άφησαν σε έναν διάδρομο για ώρες με τους αυτόπτες μάρτυρες να περνούν συνεχώς μπροστά του. Όταν τον έβαλαν σε τρεις ομάδες αναγνώρισης με άλλους τρεις άντρες που έμοιαζαν πολύ από όλους τους μάρτυρες μόνο ένας τον αναγνώρισε. Το θύμα της επίθεσης, ο Μάρτιν Γκεόργκιεφ, ο οποίος ήταν πολύ βαριά τραυματισμένος είπε στην αστυνομία ότι δεν είχε μπορέσει να δει καλά το πρόσωπο του δράστη, ωστόσο στη συνέχεια έπεσε σε κώμα.

Η καταδίκη

Ο Σιλντς οδηγήθηκε αμέσως στο κρατητήριο και χωρίς καμία απόδειξη θεωρήθηκε από τους αστυνομικούς ο δράστης της επίθεσης που είχε αφήσει τον Γκεόργκιεφ σε κώμα με βαριά τραύματα στο κεφάλι και το σώμα του. Χωρίς να έχει γίνει ακόμα καμία δίκη και χωρίς να έχει καταδικαστεί, οι εφημερίδες της Βουλγαρίας παρουσίαζαν ήδη τον Σιλντς σαν το τέρας από την Βρετανία. Αυτόπτες μάρτυρες αρχίζουν ξαφνικά να τον αναγνωρίζουν ως δράστη της επίθεσης. Τελικά, ο Γκεόργκιεφ ξυπνά από το κώμα και με το πρόσωπο του Σιλντς να βρίσκεται παντού και ο ίδιος τον αναγνωρίζει ως τον άνθρωπο που του επιτέθηκε.

Ο Σιλντς την εποχή της δίκης
«Ήμουν μπερδεμένος όταν και ο Γκεόργκιεφ με έδειξε ως τον δράστη. Έβλεπα την τεράστια πληγή στο κεφάλι του και φαινόταν τρομακτική. Μετά με έδειξε με το δάχτυλο και δεν μπορούσα να το πιστέψω. Έκατσε κοντά μου στο δικαστήριο και προσπάθησα να του τραβήξω την προσοχή για να του μιλήσω και να του πω ότι ήξερε και ο ίδιος ότι λέει ψέματα αλλά δεν τα κατάφερα», αφηγείται σήμερα ο Σιλντς στην εφημερίδα The Independent.

Ωστόσο, όπως λέει, καταλαβαίνει τον Γκεόργκιεφ. «Όταν ξύπνησε από το κώμα, το πρόσωπό μου ήταν σε όλες τις εφημερίδες. Η αστυνομία του είπε ότι είμαι εγώ. Οι άνθρωποι με είχαν αναγνωρίσει. Τότε είχα θυμώσει μαζί του. Αυτό είναι θλιβερό, γιατί αυτός ήταν το μεγαλύτερο θύμα απ’ όλους».
Η ετυμηγορία του δικαστηρίου δεν άργησε να έρθει. Αναγνώρισε τον 18χρονο Μάικλ Σιλντς ως τον δράστη της επίθεσης βασιζόμενο αποκλειστικά στις μαρτυρίες των αυτοπτών μαρτύρων και τον καταδίκασε σε 15 χρόνια κάθειρξης στις φυλακές της Βάρνας για απόπειρα δολοφονίας.

Την ίδια στιγμή, από τους άλλους τρεις κατηγορούμενους, ο Μπράντλεϊ Τόμσον και ο Άντονι Γουίλσον καταδικάστηκαν για συμμετοχή σε καβγά λαμβάνοντας ποινές με ανασταλτικό χαρακτήρα, ενώ ο Γκράχαμ Σάνκεϊ αθωώθηκε και αφέθηκε ελεύθερος επιστρέφοντας αμέσως πίσω στο Λίβερπουλ.

Ο Σιλντς οδηγήθηκε αμέσως στις φυλακές και η οδύσσειά του μόλις τώρα ξεκινούσε.

Η αποκάλυψη

Ο Γκράχαμ Σάνκεϊ ήταν ο μόνος από τους συλληφθέντες που είχε αθωωθεί. Ωστόσο, όταν επέστρεψε ασφαλής στην Βρετανία, δύο μέρες μετά την καταδίκη του Σιλντς, αποκάλυψε ότι στην πραγματικότητα αυτός ήταν ο δράστης.

Όπως είπε ήταν «πολύ, πολύ μεθυσμένος» το βράδυ της επίθεσης, αλλά «δεν μπορούσε να αφήσει έναν αθώο άντρα να κατηγορηθεί για κάτι που έκανε αυτός». Ωστόσο, ο Σάνκεϊ αρνήθηκε να γυρίσει στη Βουλγαρία για να δικαστεί ή ακόμα και να συνεργαστεί με τις αρχές στη Βρετανία. Μάλιστα, αργότερα απέσυρε ακόμα και την ομολογία του χωρίς όμως να μπορεί να εξηγήσει για ποιο λόγο να ομολογήσει ψευδώς κάτι που δεν έχει κάνει.

Το βουλγαρικό δικαστήριο δεν δέχτηκε την ομολογία του Σάνκεϊ καθώς οι εξηγήσεις του για τα όσα έγιναν εκείνο το βράδυ ήταν αντιφατικές.

Ο Σάνκεϊ όταν είχε συλληφθεί είχε πει στην αστυνομία ότι ήταν έξω από το μπαρ αμέσως πριν την επίθεση με τον Τόμσον και τον Γουίλσον, αλλά μετά γύρισε στο ξενοδοχείο. Ο υπεύθυνος ασφαλείας του ξενοδοχείου, Μιροσλάβ Ράντεβ, όμως είχε πει στις αρχές ότι ο Σάνκεϊ έφτασε στο ξενοδοχείο μετά τους δύο φίλους του και φορούσε ένα λευκό μπλουζάκι. Ο Γουίλσον και ο Τόμσον από την άλλη είχαν επιβεβαιώσει ότι ο Σάνκεϊ ήταν φίλος τους και ότι δεν ήξεραν τον Σιλντς.

Όταν οι δικηγόροι του Σιλντς ζήτησαν την αθώωση του με βάση την μαρτυρία του Σάνκεϊ και το βουλγαρικό δικαστήριο αρνήθηκε, ήταν το επόμενο μεγάλο χτύπημα γι’ αυτόν. «Είχα μείνει έκπληκτος όταν το δικαστήριο αποφάσισε εναντίον μου. Ο αρχιφύλακας στην φυλακή ήταν καλός και με άφησε να μείνω τρεις ώρες με την οικογένεια μου. Το είχα ανάγκη για να καταλάβω τι είχε μόλις συμβεί. Ήταν θεόσταλτο», θυμάται.

Δύο ακόμα εφέσεις του έπεσαν στο κενό και μόνο μετά τη δεύτερη το δικαστήριο δέχθηκε να μειώσει την ποινή του στα δέκα χρόνια κάθειρξης.

Η ζωή στη φυλακή

Ο Σιλντς αναγκαστικά έπρεπε να μάθει να ζει μέσα στις φυλακές της Βάρνα.
«Το κρατητήριο ήταν απαρχαιωμένο. Δεν υπήρχαν παράθυρα και οι συνθήκες ήταν άσχημες. Έμοιαζε πολύ με το Εξπρές του Μεσονυχτίου. Ο πατέρας μου έκανε φασαρία γιατί το δέρμα μου είχε γίνει κίτρινο. Η φυλακή ήταν καλύτερη, αλλά το χειρότερο ήταν το να σε μεταφέρουν σε άλλο κέντρο, το να μην ξέρεις πού πας», λέει σήμερα.

«Τα πρώτα χρόνια δεν ήμουν θυμωμένος. Πιο πολύ σκεφτόμουν “Ουάου, πώς έγινε αυτό;”».
Όμως το μεγάλο χτύπημα ήρθε το 2007, όταν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων απέρριψε για ακόμα μια φορά την προσφυγή του. «Κάθε προσφυγή έπεφτε στο κενό οπότε βυθίστηκα στην απάθεια».

Η μάχη για την αθώωση

Όμως, η οικογένειά του δεν έμεινε ούτε μια στιγμή απαθής. Χάρη σε αυτήν, η ιστορία του δεν ξεχάστηκε ποτέ στο Λίβερπουλ. Η κοινότητα του Μέρσεϊσαϊντ όλα αυτά τα χρόνια στάθηκε συνεχώς δίπλα του. Του έστελναν γράμματα στήριξης, καμπάνιες οργανώθηκαν γι’ αυτόν στις οποίες συμμετείχαν και τοπικοί πολιτικοί και βέβαια οπαδοί  της Λιβερπουλ.


Όμως στην Βουλγαρία παρέμενε το «τέρας». «Είχα μάθει πια να διαβάζω βουλγαρικά και στις εφημερίδες συνέχιζαν να με παρουσιάζουν ως χούλιγκαν και τέρας», λέει ο Σιλντς.

Τελικά, ύστερα από πολλαπλές πιέσεις το 2007, η οικογένειά του κατάφερε να μεταφέρει τον Σιλντς σε βρετανική φυλακή για την ολοκλήρωση της ποινής του. Μετά από δύο χρόνια σε βουλγαρική φυλακή, ο Σιλντς ήταν πίσω στην πατρίδα. «Τα πάντα ήταν διαφορετικά τώρα, παντού υπήρχαν νόμοι και κανονισμοί».

Τον Νοέμβριο του 2007 νέα στοιχεία ήρθαν στην επιφάνεια που αποδείκνυαν την αθωότητα του Σιλντς, μετά από έρευνα της βουλευτή Λουίζ Έλλμαν. Μια Φινλανδή τουρίστρια που δεν ήξερε τον Σιλντς είπε ότι την ώρα που έγινε η επίθεση είχε πάει με τους φίλους του στο δωμάτιο τους και είδε κάποιος να είναι στο κρεβάτι του Σιλντς και να κοιμάται. Ακομα, ο μάρτυρας που είχε πει στην αστυνομία ότι οι δράστες πήγαν στο ξενοδοχείο Kristal είδε τις φωτογραφίες του Σιλντς όταν επέστρεψε στην Αγγλία και δήλωσε ότι δεν τον είχε ξαναδει ποτέ και σίγουρα δεν συμμετείχε στην επίθεση του Γκεόργκιεφ.

Το 2008, η βουλγαρική κυβέρνηση επιβεβαίωσε ότι η Βρετανία είχε το δικαίωμα να απονείμει χάρη στον Σιλντς. Η χαρά μετατράπηκε σε οργή όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης, βουλευτής του Εργατικού Κόμματος από το Μπλάκμπερν, Τζακ Στρου, αρνήθηκε να απελευθερώσει τον Σιλντς. Όπως είπε ήταν πέραν αρμοδιότητάς του. Ακολούθησε δικαστικός έλεγχος αποδεικνύοντας ότι όσα υποστήριζε ο Στρου δεν ίσχυαν.

«Όταν ο δικαστικός έλεγχος κατέληξε υπέρ μου, ο Στρου είπε ότι δεν υπήρχαν στοιχεία για να μου απονείμει χάρη. Στην πραγματικότητα δεν είχε κοιτάξει ποτέ τα αρχικά στοιχεία», λέει ο Σιλντς.
Η οικογένειά του και όλη η κοινότητα του Μέρσεϊσαϊντ ήταν για ακόμα μια φορά δίπλα του. Αν κάτι ξέρουν καλά σε αυτήν την περιοχή της Βρετανίας είναι πώς να ασκούν πίεση στους πολιτικούς κάτι που ξεκίνησε από την υπόθεση του Χίλσμπορο. «Είναι μια πόλη που δεν κάνει ήσυχες καμπάνιες. Δεν πάμε χτυπώντας πόρτες, τις γκρεμίζουμε», λέει ο Σιλντς.

Στο πλάι του ήταν και η ομάδα του, η Λίβερπουλ. Μάλιστα, τον Απρίλιο του 2009 διοργάνωσαν έναν αγώνα προς τιμήν του, ενώ σε ένα παιχνίδι τον Δεκέμβριο του 2008 οι παίκτες φορούσαν μπλούζες που έγραφαν «Ελευθερώστε τον Μάικλ τώρα». Γι’ αυτό το λόγο έπρεπε να απολογηθούν στη συνέχεια στην Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Αγγλίας που απαγορεύει την έκφραση πολιτικών απόψεων. Ακόμα, χάρη στην ομάδα συγκεντρώθηκε το ποσό των 90.000 λιρών που έπρεπε να δοθεί ως πρόστιμο στις βουλγαρικές αρχές.
Ο Στίβεν Τζέραλντ φορώντας την μπλούζα "Free Michael Now"
«Ο πατέρας μου απείλησε τον Στρου ότι θα κατέβει στις εκλογές εναντίον του στο Μπλάκμπερν. Τράβηξε αμέσως την προσοχή του κόσμου. Ήταν μια παράσταση που ο Στρου δεν την ήθελε», λέει ο Σιλντς.


Η μεγάλη αλλαγή ήρθε όταν μια από τις αδερφές του Σιλντς πήγε έξω από την πόρτα του γραφείου του Στρου. «Συνάντησε την αδερφή μου έξω από το γραφείο του και προσπάθησε να της δώσει το χέρι του, αλλά αυτή αρνήθηκε. Έτσι, αναγκάστηκε να την δεχτεί στο γραφείο και αυτή του εξήγησε αναλυτικά τι είχε συμβεί».

Η δικαίωση

Στις 9 Σεπτεμβρίου 2009, ο Μάικλ Σιλντς ήταν πια ελεύθερος μετά από τέσσερα χρόνια στη φυλακή και έγινε ο πρώτος Βρετανός στον οποίο απονέμεται χάρη ενώ έχει καταδικαστεί σε δικαστήριο του εξωτερικού.

«Ξαφνικά ήμουν πάλι ελεύθερος. Ήμουν πολύ χαρούμενος αλλά τα πάντα είχαν προχωρήσει χωρίς εμένα. Στο μυαλό μου ήμουν ακόμα 18, αλλά δεν ήταν έτσι. Μέχρι τον Νοέμβριο είχα βρει δουλειά. Την είχα ανάγκη. Έπρεπε να διατηρήσω την οργάνωση που είχα μάθει από την φυλακή. Ταξίδευα συνεχώς τον πρώτο χρόνο. Δεν μπορούσα να μείνω σε ένα σημείο και να βλέπω τηλεόραση. Οι γονείς μου ήθελαν να ζητήσω βοήθεια από ψυχολόγο, αλλά ήμουν ξεροκέφαλος», λέει σήμερα δέκα χρόνια μετά την αποφυλάκισή του.

Όπως λέει η προσοχή που είχε από όλους ήταν επίσης επίπονη. «Μισούσα το γεγονός ότι όταν έβγαινα έξω οι άνθρωποι ήθελαν να τους μιλάω για την εμπειρία μου. Προσπαθούσα να ξεφύγω από αυτήν. Τους ευχαριστούσα όλους για την βοήθεια, αλλά ήθελα να το ξεπεράσω. Κανείς δεν είχε κακές προθέσεις, αλλά δεν ήθελα να μιλάω γι’ αυτό. Ήθελα απλώς να αναμειχθώ με τον κόσμο και να χαθώ. Όταν η υπόθεσή μου έγινε “χθεσινό νέο” ήμουν πια χαρούμενος», λέει.

«Προσπάθησα να μιλήσω για τις αδικίες της δικαιοσύνης σε εκδήλωση στο Λιντς, αλλά ήταν πολύ για μένα. Μετά είπαΔεν μπορώ να το κάνω αυτό. Ποτέ ξανά”. Γιατί να ζω όσα πέρασα ξανά και ξανά. Ξέρω ότι θα έπρεπε να έχω βοηθήσει περισσότερο τους ανθρώπους, αλλά δεν μπορούσα να το αντέξω. Μου δημιουργούσε κατάθλιψη. Είναι εγωιστικό, αλλά ήταν ο μόνος τρόπος για να αντέξω», αναφέρει.

Σήμερα ο Σιλντς λέει πως είναι πιο ευτυχισμένος από ποτέ. Είναι παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών, ηλικίας τεσσάρων και ενός έτους αντίστοιχα. Όπως λέει όταν μεγαλώσουν θέλει να τους πει την ιστορία του αλλά αναρωτιέται πώς θα είναι γι’ αυτά να φανταστούν τον πατέρα τους στη φυλακή.

Μέχρι σήμερα δεν μπορεί να μην σκέφτεται τον Γκεόργκιεφ.

«Πιστεύω ότι ο Γκεοργκίεφ ήταν το πραγματικό θύμα αυτής της ιστορίας παρά τα όσα συνέβησαν σε εμένα. Η οικογένειά μου του πλήρωσε περίπου 80.000 λίρες ως αποζημίωση. Αλλά αναρωτιέμαι πόσα είδε από αυτά και πώς επηρέασαν την ζωή του. Η Βουλγαρία είναι μια χώρα όπου παντού παίζουν ρόλο τα χρήματα. Η κοινωνία τους όλη είναι χτισμένη πάνω σε αυτά. Ελπίζω με τόσα χρήματα να μην βάλαμε έναν στόχο στην πλάτη του», λέει.

Όταν ο δημοσιογράφος του Independent τον ρωτά τι θα έλεγε στον πραγματικό δράστη αν τον έβλεπε σήμερα μοιάζει έκπληκτος.

«Τι θα του έλεγα;», αναρωτιέται για λίγη ώρα. «Μάλλον θα προσπαθούσα να δω την θετική πλευρά. Θα τον ευχαριστούσα. Η ζωή μου είναι υπέροχη τώρα. Εξαιτίας του πήρα ένα μονοπάτι που πήγε πολύ καλά. Δεν χρειάζεται να είσαι θυμωμένος. Δεν υπάρχει κανέναν νόημα σε αυτό».