«Μπαμπά, θέλω να ζήσω. Είμαι ακόμη πολύ μικρή»



Συγκλονιστικές μαρτυρίες από το δυστύχημα του Τσερνόμπιλ. Εργάτες που ήταν στον πυρηνικό σταθμό, μέλη των ομάδων καθαρισμού και άνθρωποι που έχασαν μέλη της οικογένειας τους


Το δυστύχημα στο πυρηνικό εργοστάσιο του Τσερνόμπιλ αποτελεί ένα ορόσημο για την ανθρώπινη ιστορία. Τα όσα συνέβησαν στις 26 Απριλίου 1986 άλλαξαν για πάντα τον κόσμο. Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, τελευταίος ηγέτης της ΕΣΣΔ, υποστηρίζει ακόμα και σήμερα πως εκείνο το δυστύχημα αποτέλεσε ταφόπλακα για το σοβιετικό καθεστώς.

Από τη μια το μέγεθος της καταστροφής και από την άλλη η εγκληματική-αδέξια προσπάθεια του συστήματος για συγκάλυψη, γκρέμισαν μύθους και ξεγύμνωσαν παθογένειες δεκαετιών. Όσα χρόνια κι αν περάσουν οι μαρτυρίες των ανθρώπων που βρέθηκαν στον πυρηνικό σταθμό ή ζούσαν στην πόλη του Πριπιάτ και τις κοντινές περιοχές θα συγκλονίζουν.

Λουντμίλα Ιγκνατένκο - Σύζυγος του πυροσβέστη Βασίλι Ιγκνατένκο
"Εκείνη τη νύχτα, μέσα στον ύπνο μου, άκουσα ένα θόρυβο. Σηκώθηκα να δω από το παράθυρο. Με είδε και μου 'πε: 'Κλείσε τα παράθυρα και πέσε στο κρεβάτι. Έπιασε φωτιά ο αντιδραστήρας. Θα γυρίσω γρήγορα'. Δεν πρόλαβα να δω την έκρηξη. Μόνο τις φλόγες. Τα πάντα έμοιαζαν να τρέμουν μες στο ζεστό αέρα. Φλόγες υψωνόταν μέχρι τον ουρανό και παντού καπνός...αφόρητη ζέστη. Κι αυτός ήταν εκεί έξω. Η ζέστη προερχόταν από την άσφαλτο που καιγόταν. Μου είπε αργότερα πως ήταν σαν να περπατούσε πάνω σε ζεστή πίσσα. Προσπαθούσαν να σβήσουν τις φλόγες. Έριξαν τον φλεγόμενο γραφίτη στο έδαφος και πάλευαν με τις φλόγες χωρίς στολές προστασίας. Είχαν φύγει με τα πουκάμισα τους, σαν να πήγαιναν σε εκδρομή. Κανείς δεν τους είχε προειδοποιήσει. Σαν να επρόκειτο για μια συνηθισμένη φωτιά. Τέσσερις η ώρα ... Πέντε ... Έξι... Στις επτά με ενημέρωσαν ότι βρισκόταν στο νοσοκομείο. Τον είδα. Είχε πρηστεί και ανάσαινε βαριά. Μετά βίας διέκρινες τα μάτια του. Βάσια του φώναξα. Άρχισε να αλλάζει σταδιακά, κάθε μέρα συναντούσα άλλα άνθρωπο. Όταν έφευγα τον φωτογράφιζαν γυμνό. Όταν τον ανασήκωνα έμεναν κομμάτια από το δέρμα του στα χέρια μου. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν: Λιούσα, Λιουσένκα"

Σάσα Γιούβτσενκο - Μηχανικός του πυρηνικού σταθμού που είχε βάρδια την ώρα της έκρηξης
"Ακούστηκε ένας τεράστιος γδούπος. Λίγα δευτερόλεπτα μετά ένιωσα ένα κύμα αέρα να μπαίνει στο δωμάτιο. Οι τσιμεντένιοι τοίχοι λύγιζαν σαν να ήταν από λάστιχο. Πίστεψα ότι ξέσπασε πόλεμος. Αρχίσαμε να ψάχνουμε για τον συνάδελφο μας τον Κόντεμτσουκ αλλά δούλευε στη αντλίες και είχε εξαϋλωθεί. Ο ατμός είχε καλύψει τα πάντα. Ήταν σκοτεινά και υπήρχε ένα φρικτός θόρυβος. Δεν υπήρχε ταβάνι, μόνο ο ουρανός, ένας ουρανός γεμάτος αστέρια. Ένας χείμαρρος ιονισμένης ραδιενέργειας εκτοξευόταν σαν μια ακτίνα λέιζερ. Θυμάμαι που σκέφτηκα πόσο όμορφο ήταν. Δεν νιώθεις τίποτα εκείνη τη στιγμή. Δεν είχαμε ιδέα ότι υπήρχε τόση πολλή ραδιενέργεια. Συναντήσαμε έναν συνάδελφο με μετρητή και η βελόνα είχε φτάσει εκτός των αριθμών.

Ακόμα όμως και τότε σκεφτόμασταν ότι θα χάσουμε τις δουλειές μας στην πυρηνική βιομηχανία. Σκεφτόμαστε ότι συνέβη στη βάρδια μας. Μετά από περίπου μια ώρα άρχισα να κάνω συνέχεια εμετό και ο λαιμός μου να με πονάει. Σε λίγη ώρα δεν μπορούσα να περπατήσω και με πήγαν στο νοσοκομείο. Σκεφτόμασταν ότι θα είχαμε 20, ίσως 50 rem αλλά εκεί βρισκόταν ένας άντρας που είχε βρεθεί σε ατύχημα σε πυρηνικό υποβρύχιο. Δεν κάνεις εμετό με 50 ρεμ, μου είπε. Μου είπαν ότι έχω εκτεθεί σε 410 rem. Ήρθε μια φορά η νοσοκόμα και τρεις φορές οι πράκτορες της KGB για να με ανακρίνουν. Στη συνέχεια με έστειλαν εσπευσμένα στη Μόσχα και δεν είπαν καν στη σύζυγο μου που βρίσκομαι. Έμεινα ένα χρόνο στο νοσοκομείο και έκανα θεραπείες για ακόμα δύο. Οι γιατροί μου είπαν ότι αφού κατάφερα να ζήσω από αυτό να μην φοβάμαι τίποτα".

Ολέκσι Μπρις - Χειριστής του πυρηνικού σταθμού
"Κοιμόμουν και δεν άκουσα τίποτα. Σηκώθηκα και πήγα κανονικά να πάρω το λεωφορείο γιατί είχα βάρδια. Όταν πλησιάσαμε όλοι αναρωτιόμασταν τι έχει συμβεί. Το κτίριο ήταν σχεδόν κατεδαφισμένο. Ήταν σοκ. Δεν ήταν ξεκάθαρο γιατί μας είχαν πάει στο εργοστάσιο, δεν φαινόταν ότι μπορούμε να κάνουμε κάτι. Όμως όπως αποδείχτηκε υπήρχε πολλή δουλειά για εμάς. Ξεκινήσαμε κάνοντας μια αποτίμηση της καταστροφής. Περνούσα μέσα από τα χαλάσματα. Ένας ατμός έβγαινε από παντού. Πατούσα πάνω σε κομμάτια γραφίτη που είχαν εκτοξευτεί από τον αντιδραστήρα. Στο κοντρόλ τα επίπεδα ραδιενέργειας είχαν ξεπεράσει χιλιάδες φορές το επιτρεπτό όριο. Στη συνέχεια η δουλειά μου ήταν να διατηρήσω μόνιμη ροή νερού στον αντιδραστήρα. Ένιωθα μια έξαψη. Ένιωθα ότι μπορούσα να κάνω τα πάντα, έτοιμος για όλα με κάθε κόστος. Ήταν η ευφορία της ραδιενέργειας. Κάποια στιγμή ο υπεύθυνος μας είπε να εκκενώσουμε το μπλοκ αλλά από την Μόσχα επέμεναν να συνεχίσουμε να ρίχνουμε νερό στο αντιδραστήρα. Έτσι επιστρέψαμε. Στις τέσσερις το απόγευμα χάλασε και η τελευταία αντλία που μας είχε απομείνει. Είχα δουλέψει μια κανονική βάρδια οκτώ ωρών. Όταν τελείωσα και έβγαλα τα ρούχα μου είδα με έκπληξη ότι το δέρμα στο σώμα μου ήταν πλέον καφέ, σαν να είχα κάνει ηλιοθεραπεία. Το πρόσωπο και τα χέρια μου ήταν κόκκινα. Με στεναχωρεί που κατηγορούν τους υπαλλήλους για το δυστύχημα. Κάποιοι λένε ότι έκαναν λάθη την ώρα των τεστ. Το γεγονός όμως είναι ότι ο βασικός λόγος της καταστροφής ήταν οι κατασκευαστικές ατέλειες του αντιδραστήρα. Το απέδειξε και η έρευνα του 1991. Δυστυχώς τότε δεν είχαμε αρκετές πληροφορίες για να καταλάβουμε σε τι κατάσταση βρισκόταν ο αντιδραστήρας".

Γιούρι Αντρέγεφ - Μηχανικός του πυρηνικού σταθμού
«Εκείνη την ημέρα ξύπνησα στις εννέα γιατί είχα επιστρέψει από βραδινή βάρδια. Κοιμήθηκα και δεν άκουσα την έκρηξη. Το πρωί η γυναίκα μου γύρισε από την αγορά και μου είπε: Κάτι συνέβη στο εργοστάσιο. Έγινε έκρηξη, άνθρωποι σκοτώθηκαν. Απαγόρευσαν την πώληση των λαχανικών στην αγορά.

Της είπα ότι αυτό είναι αδύνατο. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδα φορτηγά να πλένουν τους δρόμους και να ρίχνουν αφρό. Είχε γίνει και παλιότερα ένα μικρό ατύχημα στο Τσερνόμπιλ και είχαν πλύνει και πάλι τους δρόμους. Έτσι δεν σκέφτηκα ότι έγινε κάτι μεγάλο. Πήρε την κόρη μου, που ήταν δύο ετών, και βγήκα μια βόλτα. Μετανιώνω γι' αυτή την απόφαση μέχρι σήμερα. Υπήρχαν στρατιωτικά οχήματα στο δρόμο και είχαν ανιχνευτές ραδιενέργειας. Οι στρατιώτες όμως έκρυβαν τους ανιχνευτές και δεν μπορούσαμε να δούμε τι έδειχναν. Περπάτησα μέχρι την άκρη της πόλης. Εκεί ήταν που είδα για πρώτη φορά τον τέταρτο αντιδραστήρα του Τσερνόμπιλ να είναι κατεστραμμένος. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι κάτι τρομερό είχε συμβεί. Άρπαξα την κόρη μου και έτρεξα στο σπίτι. Είπα στην οικογένεια μου να μείνει μέσα, να κλείσει τα παράθυρα και να πλύνει τα πάντα με ένα διάλυμα μαγνησίου. Εκείνο το βράδυ ήταν προγραμματισμένο να κάνω πάλι βάρδια. Καθώς περνούσαμε με το λεωφορείο από τον κατεστραμμένο αντιδραστήρα κυριολεκτικά μπορούσα να δω μέσα του. Ήταν ξεκάθαρα ότι ο αντιδραστήρας εκτόξευε τόνους ραδιενέργειας στον αέρα. Τρομοκρατήθηκα για τα παιδιά μου, για την οικογένεια μου. Στην είσοδο του εργοστασίου είχαν δίσκους με διάλυμα μαγνησίου για να πλύνουμε τα παπούτσια μας και να μην μεταφέρουμε ραδιενέργεια μέσα. Αυτό σημαίνει πως τα επίπεδα ραδιενέργειας έξω στο δρόμο ήταν πιο υψηλά από μέσα στο εργοστάσιο. Οι περισσότεροι διακόπτες στο κέντρο ελέγχου είχαν νεκρώσει. Κλείσαμε το δεύτερο μπλοκ παρά τις εντολές της κυβέρνησης. Αν δεν το είχαμε κάνει θα προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερη καταστροφή.

Το νερό διέρρεε από τον 4ο αντιδραστήρα στον 2ο, ενώ είχε καταρρεύσει το εφεδρικό σύστημα που έψυχε τον 2ο αντιδραστήρα σε περίπτωση υπερθέρμανσης. Πώς μπορούσαμε να σταματήσουμε την επόμενη έκρηξη; Μπήκαμε μέσα στο νερό με το κεφάλι, για να φτάσουμε μια ώρα αρχύτερα στην παροχή του συστήματος νερού. Κλείσαμε το σύστημα παροχής και έτσι το νερό σταμάτησε να τρέχει και συνεπώς να διαρρέει. Ύστερα από μερικές εβδομάδες άρχισαν να μου πέφτουν τα μαλλιά. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ περισσότερο από 15 λεπτά. Ξυπνούσα κάθε φορά που έβλεπα στον ύπνο μου ότι δεν μπορούσα να κλείσω την παροχή του νερού. Άρχισα να πίνω βότκα για να κοιμηθώ. Είμαι σίγουρος ότι οι περισσότερες αποφάσεις που πήρε η κυβέρνηση αμέσως μετά το δυστύχημα ήταν λανθασμένες και έκαναν τα πράγματα χειρότερα. Πάρα πολύς κόσμος εκτέθηκε στη ραδιενέργεια».

Ολέγκ Βεκλένκο - Μέλος της ομάδας καθαρισμού
«Συμμετείχα στην αποστολή καθαρισμού και βοήθειας στον πυρηνικό σταθμό. Έφτασα με τις πρώτες ομάδες. Τα στρατολογικά γραφεία καλούσαν τον κόσμο να πάει στο Τσερνόμπιλ. Όλοι αυτοί δεν είχαν την απαιτούμενη προετοιμασία και εκπαίδευση. Ίσως κάποιοι να είχαν υπηρετήσει στην μονάδα χημικού πολέμου του στρατού. Κανείς όμως δεν ήταν προετοιμασμένος για μια καταστροφή τέτοιου μεγέθους. Δεν είχαν καταλάβει που τους πήγαιναν. Δεν είχαν καταλάβει τον κίνδυνο στον οποίο τους εξέθεταν. Τουλάχιστον εγώ και όσοι ήταν μαζί μου δεν γνωρίζαμε τίποτα».


Νικολάι Φόμιτς Καλούγκιν - Κάτοικος του Πριπιάτ
«Θέλω να καταθέσω τη μαρτυρία μου. Θέλω να μιλήσω για όλα όσα έγιναν τότε, και δε μ’ αφήνουν ακόμη σε ησυχία. Ζούσαμε στο κέντρο της πόλης.  Όπως όλοι, πήγαινα κάθε πρωί στη δουλειά μου και επέστρεφα το βράδυ. Έπαιρνα έναν μέσο μισθό. Πήγαινα διακοπές κάθε χρόνο. Και ξαφνικά ένα πρωί, έγινα «ένας άνθρωπος από το Τσέρνομπιλ», κάτι το αξιοπερίεργο! Αλλά δεν μπορώ… Δεν γίνεται… Με κοιτάζουν διαφορετικά. Εγκαταλείψαμε το σπίτι μας την τρίτη μέρα. Το ανακοίνωσαν στο ραδιόφωνο: «Απαγορεύεται να πάρετε μαζί σας τις γάτες σας! Εγώ ήθελα να κρύψω τη γάτα μου σε μία βαλίτσα. Δεν ήθελε όμως να μπει και μας καταγρατζούνισε όλους. «Απαγορεύεται να πάρετε μαζί σας τα προσωπικά σας είδη!» έλεγαν. Κανένα πρόβλημα. Δε σκόπευα να πάρω τίποτε άλλο μαζί μου, εκτός από ένα πράγμα – την πόρτα του σπιτιού μου. Έπρεπε να βγάλω και να κουβαλήσω μαζί μου την πόρτα του σπιτιού με κάθε τίμημα. Δεν μπορούσα ν’ αφήσω πίσω αυτή την πόρτα. Την πόρτα μας, είναι το οικογενειακό φυλαχτό μας, κειμήλιο γενεών. Όταν πέθανε ο πατέρας μου, πάνω σ’ αυτή την πόρτα τον απόθεσαν. Δεν ξέρω από πού κρατάει το έθιμο – δεν το ακολουθούν όλοι. Η μητέρα μου όμως μου διηγήθηκε πως, μέχρι να φτάσει το φέρετρο, απόθεταν πάνω στην ίδια πόρτα το σώμα κάθε νεκρού σε αυτό το σπίτι. Πέρασα όλη τη νύχτα δίπλα στο σώμα του νεκρού πατέρα μου, που βρισκόταν πάνω σ’ αυτή την ξύλινη πόρτα. Το σπίτι είχε μείνει ορθάνοιχτο όλη τη νύχτα. Η πόρτα αυτή είναι γεμάτη σημάδια: σημάδια από το ύψος μου όσο μεγάλωνα, σημάδια με μία σημείωση δίπλα: Α’ Δημοτικού, Β’ Δημοτικού, Α’ Γυμνασίου, φαντάρος. Και δίπλα σ’ αυτά τα σημάδια, βρίσκονται τα σημάδια του γιου μου και της κόρης μου. Μια ολόκληρη ζωή χαραγμένη στην πόρτα.

Πώς μπορούσα να την αφήσω πίσω; Ζήτησα από τον γείτονα που είχε αυτοκίνητο να με βοηθήσει. Μου είπε πως είμαι τρελός. Εγώ όμως την πήρα τελικά την πόρτα… Την πήρα μια νύχτα, δυο χρόνια μετά, με μοτοσικλέτα. Το σπίτι μας είχε ήδη αδειάσει απ’ τους κλέφτες. Δεν είχε μείνει τίποτε εκτός απ’ την πόρτα. Η στρατιωτική αστυνομία με κυνήγησε μέσα στο δάσος: «Αλτ, θα πυροβολήσουμε! Αλτ!». Φυσικά, με είχαν πάρει για κλέφτη. Εγώ όμως έκλεβα την πόρτα του ίδιου του σπιτιού μου.. Η γυναίκα και η κόρη μου μπήκαν στο νοσοκομείο. Τα σώματά τους είχαν γεμίσει μαύρες κηλίδες στο μέγεθος νομισμάτων που πότε εμφανίζονταν και πότε εξαφανίζονταν. Δεν πονούσαν όμως. Όταν τέλειωσαν οι εξετάσεις, ζήτησα από τους γιατρούς τα αποτελέσματα:
-Δε σας αφορά, μου απάντησαν.
-Αν δεν αφορά εμένα, τότε ποιον αφορά; τους είπα.

Την εποχή εκείνη έλεγαν ότι όλοι θα πεθάνουμε κι ότι μέχρι το 2000 θα έχουν πεθάνει όλοι οι Λευκορώσοι. Η κόρη μου ήταν τότε έξι χρονών. Την έβαζα στο κρεβάτι και μου ψιθύριζε στο αυτί: «Μπαμπά, θέλω να ζήσω. Είμαι ακόμη πολύ μικρή…». Κι εγώ που νόμιζα πως δεν καταλάβαινε.

Μπορείτε να φανταστείτε την εικόνα επτά φαλακρών κοριτσιών στον ίδιο θάλαμο; Στον θάλαμο όπου βρισκόταν η κόρη μου, υπήρχαν άλλα έξι φαλακρά κορίτσια σαν κι αυτή. Αρκετά! Δεν μπορώ να συνεχίσω…

Όταν μιλάω γι’ αυτά, έχω την αίσθηση ότι την προδίδω. Ξέρετε γιατί; Γιατί πρέπει να μιλήσω γι’ αυτή σαν να ήταν ξένη. Ξέρετε πόσο υπέφερε; Η γυναίκα μου δεν μπορούσε να την βλέπει στο νοσοκομείο: «Καλύτερα να πεθάνει παρά να υποφέρει έτσι το κορίτσι μας. Προτιμώ να πεθάνω παρά να τη βλέπω έτσι!». Όχι! Δεν μπορώ να σας μιλήσω άλλο. Δεν μπορώ! Την ξαπλώσαμε πάνω στην πόρτα – την ίδια πόρτα πάνω στην οποία είχαμε αποθέσει νεκρό τον πατέρα μου. Έμεινε εκεί μέχρι να έρθει το μικροσκοπικό φέρετρο. Δεν ήταν μεγαλύτερο από ένα κουτί κούκλας. Θέλω να σας πω πως η κόρη μου πέθανε απ’ το Τσέρνομπιλ. Όλοι τώρα μας λένε πως πρέπει να ξεχαστούν όλα αυτά για πάντα. Πώς όμως;».

Ιβάν Ζαχάροβιτς Κερίμοφ - Υπάλληλος ειδικού κομματικού ταχυδρομείου στο Πριπιάτ
 «Όλοι αντιλαμβανόμασταν μετά την έκρηξη ότι κάτι άλλαζε στον οργανισμό μας. Η θερμοκρασία στην ατμόσφαιρα επί πέντε συνεχόμενες ημέρες ήταν 30 βαθμοί, τα σύννεφα έμοιαζαν να κρέμονται χαμηλότερα και είχαμε όλοι ροζ πρόσωπα... Οι εθελοντές έρχονταν από ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση. Στην αρχή δεν φορούσαν ειδικά ρούχα, τους τα έδωσαν ύστερα από ένα διήμερο. Τα σχολεία σταμάτησαν στις 26 Μαΐου, η παρέλαση της Πρωτομαγιάς του 1986 στο Κίεβο και αλλού έγινε κανονικά, με εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους στον δρόμο εκτεθειμένους στη ραδιενέργεια. Στη διάρκεια των πρώτων μηνών παράτησα δύο αυτοκίνητα επειδή η ραδιενέργεια σε αυτά που μετρήσαμε ήταν πολύ υψηλότερη από τα όρια... Δεν θεωρούσα ότι ήταν απλά μια δουλειά αυτό που έκανα. Ουδείς απ’ όσους ήταν εκεί το θεωρούσε, θέλαμε να το σταματήσουμε αλλά δεν ξέραμε πώς. Γνώρισα αμέσως μετά το δυστύχημα τον Λιγκατσόφ (αντιπρόεδρος της επιτροπής ατομικής ενέργειας της ΕΣΣΔ) γι’ αυτό γνώριζα και το μέγεθος της καταστροφής. Όταν ρωτούσα τον Λιγκατσόφ πώς θα καθαρίσουμε τη ραδιενεργό μόλυνση, μου έλεγε “με τις οδοντόβουρτσες”».

Βολοντίμιρ Ουσάτενκο - Μέλος επιστημονικής ομάδας που έφτασε άμεσα στον πυρηνικό σταθμό
«Το ατύχημα ήταν πυρηνική έκρηξη, το ξέραμε από την πρώτη στιγμή αλλά δεν το λέγαμε. Ο αντιδραστήρας βγήκε εκτός ελέγχου, είχαμε κατασκευάσει ένα σύστημα με το οποίο χάσαμε τον έλεγχό του. Αυτό που δεν είπαμε ποτέ είναι ότι τον χάσαμε στη διάρκεια ενός πειράματος που είχε αποτύχει άλλες δύο φορές πιο πριν. Όταν φτάσαμε στον σταθμό, η κατάσταση απείχε από την επίσημη εκδοχή. Η έκρηξη οφειλόταν σε ανθρώπινη βλακεία: το πείραμα γινόταν με βάση μηχανικά και άλλα δεδομένα που υπήρχαν στα χαρτιά αλλά όχι στον κατασκευασμένο αντιδραστήρα. Ο αρχιμηχανικός Νικολάι Φόμιν, ο οποίος δεν πίστευε ότι έχει καταστραφεί ο αντιδραστήρας, συνέχιζε να κατευθύνει νερό στο μπλοκ νούμερο 4, ενώ ο αντιδραστήρας είχε καταστραφεί. Έτσι βγήκε η φράση “ο Φόμιν τρελάθηκε”. Για την ακτινοβολία Γ χρειάζονταν στολές πάχους... δύο μέτρων. Για τα μέλη της ομάδας μου πίστευα ότι θα πεθαίναμε πιο γρήγορα, όμως τα καταφέραμε και ζούμε ακόμη παρόλο που αισθανόμασταν την ακτινοβολία στο δέρμα μας, ακόμη και στο στόμα μας – πόση “φάγαμε” δεν γνωρίζω.. Αν με ρωτήσετε τι καλό έκανε το Τσερνόμπιλ, θα σας πω ότι μάθαμε να μιλάμε ανοιχτά, να μην ανεχόμαστε μετά το ατύχημα αυτό που λέγαμε “συμβατικές αλήθειες”, έναν ευφημισμό για το ψέμα, το επίσημο και το ανεπίσημο ψέμα. Εγώ προσωπικά άρχισα να λέω τι σκέφτομαι. Το πρόβλημα με τις παλιές ελίτ ήταν ότι δεν ήξεραν τι έκαναν και ότι αποφάσιζαν για πράγματα εξαιρετικά πολύπλοκα χωρίς γνώση...».