Τι λέει η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ για την Άλωση;



Η κορυφαία βυζαντινολόγος ιστορικός αναλύει τις συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο, μιλάει για την παρακμή και τον διχασμό στην αυτοκρατορία και γκρεμίζει μύθους



Τρίτη 29 Μαΐου 1453: Μετά από πολιορκία περίπου δύο μηνών η Κωνσταντινούπολη πέφτει. Ο Μώαμεθ ο Β', με στρατό 150.000 ατόμων, καταφέρνει να αλώσει τη Βασιλεύουσα (είχε φτάσει μπροστά στα τείχη της στις 5 Απριλίου) και ουσιαστικά να βάλει την ταφόπλακα σε αυτό που εμείς σήμερα γνωρίζουμε ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Ποιες ήταν όμως οι συνθήκες που οδήγησαν στην παρακμή και στην Άλωση που σήμανε και τη διάλυση του Βυζαντίου; Ποιο ήταν το κλίμα που επικρατούσε μέσα στον Πόλη τον καιρό της πολιορκίας και ποιοι είναι οι μύθοι που έχουν επικρατήσει γύρω από τα γεγονότα της 29ης Μαΐου 1453; Η κορυφαία βυζαντινολόγος ιστορικός, Έλενη Γλύκατζη-Αρβελέρ είναι η πλέον αρμόδια για να δώσει απαντήσεις.

"Το όνομα Βυζάντιο δεν είναι το σωστό όνομα. Οι Βυζαντινοί δεν ονόμασαν ποτέ τον εαυτό τους έτσι. Ρωμαίοι ήταν πάντα. Πάντοτε Ρωμιοί, πάντοτε Ρωμαίοι, πάντα Αυτοκράτορας και Βασιλεύς Ρωμαίων. Γιατί το Βυζάντιο δεν είναι παρά ο κληρονόμος, ο διάδοχος, ο οργανικός συνεχιστής της μεγάλης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στα αρχεία της ιστορίας δεν θα βρούμε ληξιαρχική πράξη της γέννησης του Βυζαντίου γιατί ακριβώς είναι συνέχεια της Ρώμης, οργανική συνέχεια της Ρώμης", τονίζει σε τηλεοπτική της συνέντευξη και συνεχίζει: "Ίσως θα πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί εμείς οι Έλληνες, εμείς οι Ρωμιοί έλεγα, γιατί μιλάμε για Βυζάντιο. Της μεγαρικής αποικίας με αυτό το όνομα πάνω στα ερείπια της οποίας ο Κωνσταντίνος έχτισε την Πόλη.

Οι Καθολικοί δεν θέλησαν ποτέ να αναγνωρίσουν το σχισματικό Βυζάντιο ως την πραγματική συνέχεια της Ρώμης, γιατί για αυτούς η Ρώμη είναι το κέντρο του κόσμου, η έδρα του Πάπα, ο ευγενής τίτλος. Πώς θα μοιραστούν αυτό τον τίτλο με τους σχισματικούς Ορθόδοξους της Ανατολικής Ρώμης, της δεύτερης Ρώμης, της Κωνσταντινούπολης. Αυτοί (οι Καθολικοί) τον 16ο αιώνα στο Παρίσι, ονόμασαν για πρώτη φορά τα ελληνικά έργα εκείνη της εποχής, βυζαντινά έργα. Έκτοτε τα ονομάζουμε κι εμείς έτσι μολονότι ξεχάσαμε με αυτό τον τίτλο ότι έπρεπε να λέμε και να διαλαλούμε ότι το Βυζάντιο είναι η χιλιόχρονη, παγκόσμια αυτοκρατορία του μεσαιωνικού Ελληνισμού, συνέχεια της ελληνικής παράδοσης. Αυτής της αυτοκρατορίας είμαστε οι γόνοι. αυτής της θρησκείας είμαστε πιστοί. Εμείς είμαστε οι συνεχιστές και της ρωμαϊκής και της ελληνικής και της χριστιανικής παράδοσης. Είμαστε η οργανική, η ζωντανή συνέχεια αυτού που λέμε Βυζάντιο, ενώ έπρεπε να το πούμε Ρώμη, τη δεύτερη Ρώμη. Και ο όρος Ρωμιοσύνη ας μην το ξεχνάμε είναι τίτλος τιμής και όχι ένας παρακατιανός τίτλος όπως θέλησαν κάποτε να πουν οι αρχαιόπληκτοι μόνο Έλληνες. Την αποφράδα ημέρα ο τελευταίος αυτοκράτορας πεθαίνει στις επάλξεις, η Πόλις έπεσε αλλά η Ρωμανία, το Βυζάντιο δηλαδή, η ρωμαϊκή ψυχή, η ελληνική ψυχή, η Ρωμανία κι αν πέθανε ανθεί και φέρει κι άλλο, λέει το ποντιακό άσμα".

Στο βιβλίο της "Γιατί το Βυζάντιο" γράφει για τη σχέση του Βυζαντίου με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο: "Αδιάσπαστος κρίκος το Βυζάντιο ανάμεσα στον αρχαίο (στον ελληνιστικό κυρίως ελληνισμό) και στο σύγχρονο, η ιστορία του εξηγεί την ειδοποιό ψυχοσύνθεση των Νεοελλήνων και καθορίζει τη σχέση τους με την Ευρώπη και τα Βαλκάνια, υπαγορεύοντας, υπόγεια έστω και λάθρα, τη διαχείριση, από την πολιτεία, αλλά και από τους απλούς πολίτες, του «ένδοξου» παρελθόντος. Ξένο βέβαια τελείως το βυζαντινό επίτευγμα από την κυρίαρχη πεποίθηση ότι το Βυζάντιο αποτέλεσε ένα χιλιόχρονο θεοκρατικό σκοταδιστικό σχήμα, πλήρες από ανατολικό δεσποτισμό.   Παρεξηγημένο λοιπόν το Βυζάντιο... Παρεξηγημένο ιδιαίτερα όταν το συγκρίνουν με το αρχαιοελληνικό μεγαλείο, έστω και αν αναγνωρίζεται έτσι η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού. Παρεξηγημένα τα πνευματικά του ενδιαφέροντα και οι διανοούμενοί του, που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν από τις εκκλησιαστικές τάξεις. Χαρακτηριστικά θα πω εδώ ότι ενώ η αρχαιοελληνική γλώσσα έδωσε τα ονόματα των επιστημών (και ιδιαίτερα της φιλοσοφίας αλλά και του θεάτρου) καθώς και τους αντικειμένου τους σε όλες σχεδόν τις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, το Βυζάντιο κληροδότησε γλωσσικά στην Ευρώπη όρους που σχετίζονται σχεδόν όλοι με τις ιδεολογίες, με τη θρησκεία και την εκκλησιαστική πρακτική. Αναφέρω ως παράδειγμα τους όρους: ορθοδοξία, καθολικός, κοιμητήριο, αίρεση και αιρετικός, ιεραρχία και εικονοκλάστης, λέξεις που τόσο χρησιμοποιούν οι νέοι της εποχής μας, αυτοί που αρνούνται την όποια αυθεντία".

«Η Πόλη είναι πλέον μικρή»

Για την κατάσταση που επικρατεί στην Κωνσταντινούπολη λίγο πριν την Άλωση αναφέρει συνέντευξη της που είχε παραχωρήσει στα "Νέα": «Βρισκόμαστε στα μέσα του 15ου αιώνα, γύρω στο 1450. Η Πόλη είναι μια μικρή πόλη πια- έχει δεν έχει 70.000 κατοίκους, όταν άλλοτε είχε περάσει το μισό εκατομμύριο. Η Πόλη έχει αποδεκατιστεί από την πανώλη και τις αλλεπάλληλες πολιορκίες των Τούρκων. Αλλά και από τις διαμάχες των Δυτικών, αφού οι προστριβές Γενοβέζων και Βενετσιάνων γίνονταν στο λιμάνι της μέσα. Υπήρχε και μια τάση ανεξαρτητοποίησης των λίγων χωρών που παρέμεναν ελεύθερες- όχι μόνο του Μυστρά που παρεμπιπτόντως έπεσε το 1460, επίσης στις 29 Μαΐου! Η κατάσταση ήταν μιας ανασφάλειας γενικής».

Η ιστορικός τονίζει πως μέσα στην Πόλη το κλίμα ήταν εμφυλιακό:  «Υπήρχε μια μεγάλη ενωτική και ανθενωτική διαμάχη, υπέρ και εναντίον της Ένωσης των Εκκλησιών. Οι αντίθετοι στην Ενωση συμμαχούσαν και με τους Τούρκους και ήταν οι λεγόμενες παρά φύσιν συμμαχίες. Οι υπέρμαχοι της Ενωσης διακήρυσσαν: “Οταν οι δύο Ρώμες ήταν ενωμένες διαφεντεύαμε τον κόσμο. Όταν διχάστηκαν, χάσαμε τα πρωτεία”. Με αυτή την έννοια η πραγματική πτώση της Πόλης χρονολογείται από το 1204 και μετά. Η ανθενωτική διαμάχη πήρε μάλιστα τεράστιες διαστάσεις μετά το 1438 και τη Σύνοδο της Φερράρας. Εκεί ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ ξεσήκωσε την Εκκλησία σε μια τελευταία προσπάθεια Ένωσης, αλλά ενώ η διανόηση ήθελε να είναι αναγεννησιακή, η Εκκλησία παρέμενε προσηλωμένη στα πάτρια κατά τρόπο φανατικό, αν όχι τίποτα παραπάνω».

Συνεχίζοντας τονίζει πως στην παρακμή της αυτοκρατορίας και της Πόλης είχαν συμβάλει και οι δεισιδαιμονίες. «Υπήρχε όμως ακόμη ένας παράγοντας παρακμής. Ήταν η γενική δεισιδαιμονία που τρεφόταν από τις προφητείες. Ήδη από τον 6ο αιώνα υπήρχαν προφητείες, τότε ήταν όμως αισιόδοξες. Τώρα προφήτευαν το τέλος της Πόλης και μαζί το τέλος του κόσμου και της Ιστορίας. Αυτό ήταν, λοιπόν, το κλίμα στην Κωνσταντινούπολη της εποχής. Δεισιδαιμονία, διχόνοια, φτώχεια, κακομοιριά. Οι Βυζαντινοί ζούσαν σε μια πόλη ερημωμένη. Και στα ανάκτορα του Πορφυρογέννητου πολύ λίγα δωμάτια χρησιμοποιούνταν. Όπως λέει και ο Παλαμάς στον “Δωδεκάλογο του Γύφτου”: “Και ήταν οι καιροί που η Πόλη/ πόρνη σε μετάνοιες ξενυχτούσε/ και τα χέρια της δεμένα τα κρατούσε/ και καρτέραγ΄ ένα μακελάρη (...) Και καρτέραγε τον Τούρκο να την πάρει”» αναφέρει.


«Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να σταθεί μόνη της όρθια»

Η Έλενη Γλύκατζη-Αρβελέρ τονίζει ότι η Πόλη θα μπορούσε να είχε πέσει στα χέρια των Τούρκων πολύ νωρίτερα: «Ο λόγος που δεν έγινε αυτό και ανάσανε για πενήντα χρόνια ήταν ότι ο Βαγιαζίτ έπεσε στα χέρια των Μογγόλων. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να σταθεί μόνη της όρθια. Ο Μανουήλ έτρεχε να δει τους Καρόλους, ο Ιωάννης πήγε στη Φερράρα. Είναι η εποχή των επαιτών αυτοκρατόρων. Πήγαιναν επαίτες στη Δύση, έστω και αν τους δέχονταν εκεί με τιμές και δόξες. Κάτι που συνήθως οι Έλληνες δεν δέχονται είναι ότι ο Πάπας προσπάθησε να βοηθήσει. Διέθεσε τις ιντουλγκέντσιες- τα επί πληρωμή συγχωροχάρτια- του 1450, που ως ιντουλγκέντσιες Ιωβηλαίου ήταν πιο προσοδοφόρες, στον πόλεμο κατά των Τούρκων. Άλλο αν αυτό δεν ήταν αποτελεσματικό, αφού έδωσε τα χρήματα στους Αραγωνέζους που τα χρησιμοποίησαν για δικούς τους σκοπούς».

Τι λέει όμως για περί προδοσίας της Πόλης από τη Δύση; «Πολλοί λένε ότι η Δύση δεν βοήθησε. Όταν όμως μιλάμε για Δύση τι εννοούμε; Οι Βυζαντινοί ήταν όλη η Ανατολή. Η Δύση ήταν πολυδιασπασμένη και ο Πάπας είχε ένα σχίσμα στην πλάτη του και την Ανατολική Εκκλησία εναντίον του. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ο Παλαιολόγος πολεμάει τους Τούρκους μαζί με τον απεσταλμένο του Πάπα, Ισίδωρο του Κιέβου, και τους Γενοβέζους, ο Γεννάδιος- ο Γεώργιος Σχολάριος, πρώτος Πατριάρχης μετά την Άλωση τοιχοκολλούσε ανάθεμα εναντίον του Παλαιολόγου. Και επίσης: μετά την πτώση της Πόλης, οι Δυτικοί έτρεμαν. Όταν ανέλαβε Πάπας ο Ένιο Σίβλιο Πικολομίνι, δηλαδή ο Πίος Β΄, έγραψε μια πραγματεία για την Άλωση στην οποία μιλούσε για καταστροφή της Χριστιανοσύνης. Αντίθετα οι Ρώσοι, που είναι μάλιστα φανατικοί ανθενωτικοί, δεν γράφουν σχεδόν τίποτα για την πτώση της Πόλης. Πέρασαν χρόνια για να αρχίσουν οι σλαβικοί θρήνοι. Εκείνοι που θρήνησαν από την αρχή για την Πόλη είναι στην Τραπεζούντα. “Πάρθεν η Πόλη, πάρθεν η Ρωμανία”, έλεγαν» τονίζει.

Η κορυφαία βυζαντινολόγος τονίζει ότι το Ρούμελι Χισάρ, το κάστρο που έχτισε ο Μωάμεθ το 1452 για να ελέγχει το πέρασμα ανάμεσα στη Μαύρη Θάλασσα και τη Θάλασσα του Μαρμαρά, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην έκβαση της πολιορκίας. «Διούλκησε και τον στόλο περνώντας τα πλοία του στον Κεράτιο. Από την άλλη πλευρά, μόνο 3-4 πλοία γενοβέζικα πέρασαν και αυτά για να φέρουν τροφή στους πολιορκημένους» λέει και προσθέτει πως φυσικά κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει τον τεράστιο στρατό του Μωάμεθ: «Ο Μωάμεθ είχε μαζέψει Σέρβους, Αλβανούς, Τούρκους. Απέναντι στους τουλάχιστον 100.000 άντρες του- μερικοί μιλούν για 120.000, άλλοι τους ανεβάζουν σε 200.000- αντιπαρατάσσονταν περίπου 4.500 άνθρωποι το πολύ, μαζί με τους ξένους. Και πολλοί ήταν παιδιά και γυναίκες που πολεμούσαν με αγκωνάρια. Μεγάλη ήταν η βοήθεια των Γενοβέζων, αλλά όταν σκοτώθηκε ο Τζουστινιάνι έχασαν το ηθικό τους και υποχώρησαν. Όσοι πολέμησαν, πάντως, πολέμησαν ηρωικά. Οταν ο Μωάμεθ έστειλε αποκρισάριο στον Παλαιολόγο ζητώντας του να παραδώσει την Πόλη, πήρε την απάντηση ότι η Πόλη δεν είναι δικό του πράγμα και πως “με τη δική μας θέληση αποφασίσαμε να πεθάνουμε”. Ακόμη και ο περίφημος Νοταράς που είχε τρεις υπηκοότητες και όλη του την περιουσία στο εξωτερικό, και που είπε ότι είναι καλύτερο το τουρκικό καφτάνι από τη λατινική τιάρα, πολέμησε και εν τέλει εκτελέστηκε από τους Τούρκους. Και πρέπει να πούμε και για τον Μωάμεθ, που συνηθίζουμε να τον ταυτίζουμε με τη βαρβαρότητα, ότι δεν ήταν βάρβαρος ή δεν ήταν μόνο βάρβαρος. Ήταν από τους μεγαλύτερους μεταρρυθμιστές της Τουρκίας. Ήξερε τι ήθελε και πώς να το κάνει».

«Ο Γεννάδιος έχει τοιχοκολλήσει ανάθεμα για τον Κωνσταντίνο»

Η Ελένη Γλύκαντζη Αρβελέρ δίνει μια εικόνα των τελευταίων στιγμών της Πόλης τονίζοντας: "29 Μαΐου μετά από μια μεγάλη πολιορκία. Ο Κωνσταντινός ο 11ος επάνω στις επάλξεις της Πύλης του Ρωμανού. Έχει δίπλα του τον Τζουστινιάνι ο οποίος είναι Γενοβέζος. Ο Τζουστινιάνι έχει μαζί του 800 περίπου Γενοβέζους στρατιώτες, καθολικούς. Δίπλα τους ο Ισίδωρος του Κιέβου, μητροπολίτης της ουκρανικής πόλης, Έλληνας ο οποίος όμως αποδέχεται τα πρωτεία του Πάπα. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος ΧΙ έχει κάνει πριν λίγες μέρες ενωτική λειτουργία στην Αγια Σοφιά. Τι κάνουν οι ανθενωτικοί; Δηλαδή όλοι οι καλόγεροι της πόλης εκείνη την εποχή. Ο Γεννάδιος, ο οποίος γίνεται μετά Πατριάρχης από τον Μωάμεθ έχει τοιχοκολλήσει ανάθεμα εναντίον του Κωνσταντίνου στο κελί του. Όταν μπαίνουν οι Οθωμανοί, όταν έχουν περάσει πλέον όλα τα πλοία τους, όταν όλα είναι ανοιχτά είναι η γιορτή της Αγίας Θεοδοσίας. Όταν βγαίνουν οι Χριστιανοί από τη λειτουργία της Αγίας πέφτουν πάνω στα στρατεύματα των Οθωμανών που έχουν μπει πλέον μέσα στην πόλη. 
Οι Οθωμανοί έχουν τρεις μέρες για να κάνουν πλιάτσικο στην Πόλη και ψάχνουν μέσα στα σπίτια που είναι κρυμμένοι οι στρατιώτες γιατί δεν μπορούν να φανταστούν ότι ήταν τόσο λίγοι αυτοί που αντιστάθηκαν σε περίπου 150.000 στρατό. Η Κερκόπορτα να λέμε ότι είναι ένα σύμβολο. Το θέμα εδώ είναι ότι οι Χριστιανοί μέσα στην πόλη ήταν διχασμένοι, όπως πάντα οι Έλληνες, σε Ενωτικούς και Ανθενωτικούς. Οι μεν έλεγαν μόνο όταν οι δύο Ρώμες ήταν ενωμένες κυριαρχούσαμε στον κόσμο. Δηλαδή η παλιά με την καινούργια άρα και τα πρωτεία του Παπά. Οι δε Ανθενωτικοί έλεγαν αυτό που ζήσαμε το 1204 από τους Δυτικούς να μην το ξαναζήσουμε. Οπότε λέει ο Νοταράς, προτιμώ να δω καφτάνι Τούρκου μέσα στην Πόλη παρά τιάρα λατινική. Οπότε με τέτοια συναισθήματα πώς θέλατε να αντιμετωπίσουμε τον στρατό των Τούρκων, 150.000 με Αλβανούς και Σέρβους ακόμα μαζί τους".


«Μόνο συμβολική η ιστορία της Κερκόπορτας»

Αναφορικά με την ιστορία της Κερκόπορτας η ιστορικός ξεκαθαρίζει πως πρέπει να την αντιμετωπίζουν μόνο ως κάτι συμβολικό και σε καμία περίπτωση τον λόγο της πτώσης της Πόλης. «Ανοιγμένη ή ξεχασμένη. Αστεία πράγματα. Ήταν χιλιάδες έξω, τα καράβια τους στον Κεράτιο, οι Γενοβέζοι έφευγαν. Τι να πεις για την Κερκόπορτα; Σε συμβολικό επίπεδο μόνο μπορείς κάτι να πεις. Αλλά είναι σαν να λέμε ότι αντί να σκοτώνονταν τρεις Τούρκοι κατά την είσοδό τους στην Πόλη, θα σκοτώνονταν δέκα αν η πόρτα ήταν κλειστή. Και λοιπόν; Αφού είχαν ανεβάσει σκάλες και έμπαιναν από όπου ήθελαν», αναφέρει.

Η ιστορικός αναφέρεται και στο διάστημα μετά την Άλωση και τις σχέσεις που ανέπτυξε η, υπό τον Γεννάδιο, Εκκλησία με τον Μωάμεθ. «Ο Μωάμεθ έδωσε το πατριαρχικό αξίωμα στον Γεννάδιο Σχολάριο, ορίζοντάς τον αμέσως αρχηγό του Μιλιέτ, δηλαδή όλων των ορθοδόξων. Κάπως έτσι ξέρουμε γιατί η Εκκλησία κράτησε όλα τα κτήματά της και η αυτοκρατορία τα έχασε. Κάπως έτσι φτάσαμε και στα βατοπεδινά βακούφια. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε, σε αντίθεση με άλλες συμπεριφορές της πολιτείας, ότι όταν ο Μανουήλ Παλαιολόγος είναι στη Θεσσαλονίκη και υπάρχει κίνδυνος καταστροφής, δημεύει όλα τα κτήματα του Αθω. Και ότι ο Κομνηνός δημεύει όλη την εκκλησιαστική περιουσία για να αντιμετωπίσει τους Σελτζούκους. Σε όλη τη διαμάχη των ανθενωτικών οι καλόγεροι στα μοναστήρια της Πόλης και του Αθω ήταν πρώτοι. Είναι πολλοί και δεν πολεμούν. Αντίθετα με τους δυτικούς μοναχούς που μπορούν να φέρουν όπλα, οι ορθόδοξοι δεν μπορούν», σημειώνει η Ελληνίδα βυζαντινολόγος.

«Το Βυζάντιο είναι η ελληνική γλώσσα και η ορθοδοξία»

Κλείνοντας παραθέτουμε ένα απόσπασμα από διαδικτυακή συνέντευξη της ιστορικού αναφορικά με τη σημασία του Βυζαντίου σήμερα: «Το Βυζάντιο είναι η ελληνική γλώσσα και η ορθοδοξία, δηλαδή τα δύο βασικά συστατικά της ελληνοσύνης. Βέβαια το Βυζάντιο ήταν μια πολυεθνική αυτοκρατορία, αλλά ήταν μια αυτοκρατορία ελληνόφωνη. Το ότι το Βυζάντιο ήταν ελληνόφωνο έσωσε όλον τον ελληνικό πολιτισμό. Το Βυζάντιο είναι ελληνόφωνο από τον 7ο αιώνα. Είμαστε όμως οι μόνοι που δεν ελευθερώσαμε την κοιτίδα του γένους, την Κωνσταντινούπολη, και κάναμε πρωτεύουσα ένα λασποχώρι, όπως ήταν το 1830 η Αθήνα, ένα λασποχώρι με μερικές χιλιάδες σπίτια, από τα οποία πάρα πολλά ήταν χωρίς στέγη. Για να μην πούμε ότι η Αθήνα ήταν τότε αλβανοκρατούμενη, πράγμα που δεν έχει καμία σημασία, αλλά το λέω επίτηδες για τους εθνικίζοντες. Το ότι από μια ελληνόφωνη αυτοκρατορία φτάσαμε ύστερα από 400 χρόνια σκλαβιάς σε ένα πολιτικό μόρφωμα, το ελληνικό κράτος, το οποίο είναι “δευτερεύον”, για να μην πω τίποτε χειρότερο, αυτό δημιουργεί ένα είδος συμπλέγματος. Σημασία έχει ότι από το λασποχώρι φτάσαμε απευθείας στον Περικλή, βάζοντας σε παρένθεση χίλια χρόνια της μόνης ελληνόφωνης αυτοκρατορίας. Το Βυζάντιο παραμένει μέχρι σήμερα ζωντανό. Πάμε στην εκκλησία. Τι ακούμε; “Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια” ή “αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού”. Γυρνάμε στο σπίτι. Ο μπαμπάς λέγεται Παναγιώτης, η μάνα Βασιλική, υπάρχει το εικονοστάσι. Χρησιμοποιούμε βυζαντινές παροιμίες. Λέμε “έφαγε τον περίδρομο” επειδή το πινάκιο, το βαθύ πιάτο των Βυζαντινών, είχε γύρω γύρω ένα περιθώριο όπου ξεχείλιζε το φαγητό. ΄Η λέμε “τα παίζει στα δάχτυλα”, επειδή ακριβώς οι Βυζαντινοί μετρούσαν τα πάντα. Είναι μια οργανική συνέχεια που εκφράζεται με τη λέξη ρωμιοσύνη. Αυτή η οργανική συνέχεια δεν είναι άλλη από τη ρωμιοσύνη…».