Οι σύγχρονοι Άθλιοι του Παρισιού


Πίσω από τις πόρτες των πλούσιων επαύλεων του Παρισιού κρύβεται ένας μικρόκοσμος εκμετάλλευσης με υψηλό ανθρώπινο κόστος


Πολυτελείς επαύλεις στο κέντρο του Παρισιού , μεγάλα γιοτ, διακοπές σε βίλες πάνω στους λόφους της Κυανής Ακτής, υποσχέσεις για πλούτο και ευημερία. Οι φωτογραφίες του Τόμας Μορέλ-Φορτ αποτυπώνουν μια εντυπωσιακή ζωή. Ωστόσο, αν κοιτάξει κανείς πιο προσεκτικά, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική.

Στο κέντρο των φωτογραφιών του δεν είναι ο πλούτος και η χλιδή, αλλά γυναίκες από τις Φιλιππίνες που ζουν στη Γαλλία και η δουλειά τους είναι να ικανοποιούν κάθε απαίτηση του «κύριου» και της «κυρίας» στους οποίους ανήκουν αυτά τα πλούτη, ακόμα κι αν είναι παράλογες.  Κάθε μέρα ζουν μέσα σε εντυπωσιακά σπίτια. Μαγειρεύουν, καθαρίζουν, φροντίζουν τα μωρά κάποιων άλλων και τις οικογένειες κάποιων άλλων. Την ίδια στιγμή εδώ και χρόνια μένουν μακριά από την δική τους οικογένεια που βρίσκεται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και την βλέπουν μόνο μέσα από τις οθόνες των κινητών.

Αυτή είναι η καθημερινότητα για τους περισσότερους από 50.000 Φιλιππίνους και Φιλιππινέζες που υπολογίζεται ότι ζουν σήμερα στη Γαλλία, με τους περισσότερους από αυτούς να μην έχουν επίσημη άδεια παραμονής. Οι περισσότερες είναι γυναίκες που εργάζονται ως νταντάδες, οικιακές βοηθοί κυρίως για πλούσιες οικογένειες από τις χώρες του Κόλπου που μοιράζουν τον χρόνο τους μεταξύ του Παρισιού, της γαλλικής Ριβιέρας και της Μέσης Ανατολής.

Σε αυτόν τον κόσμο μπήκε ο Γάλλος φωτογράφος Τόμας Μορέλ-Φορτ, δουλεύοντας ινκόγκνιτο δίπλα σε αυτές τις γυναίκες και ο οποίος με τον φακό του καταγράφει μια εξοντωτική πραγματικότητα. Ο ίδιος περιγράφει τις γυναίκες αυτές ως τους σύγχρονους «Άθλιους του Παρισιού» και ως «αθέατες Σταχτοπούτες» κλεισμένες μέσα στις εντυπωσιακές επαύλεις.

Ωστόσο, ο πλούτος που τις περιβάλλει κρύβει την ίδια στιγμή και μια συνεχή εκμετάλλευση και κακοποίηση με τις Φιλιππινέζες να αφήνονται συνήθως έρμαια στις απαιτητικές – και πολλές φορές παράλογες- ιδιοτροπίες των ισχυρών αφεντικών τους με ελάχιστες χρηματικές απολαβές.

Οι μετανάστες οικιακοί βοηθοί θεωρούνται από τους πιο ευάλωτους εργαζόμενους καθώς πέφτουν συχνά θύματα κακομεταχείρισης. Πίσω από τις κλειστές πόρτες των πολυτελών διαμερισμάτων και των παραθαλάσσιων επαύλεων κάποιοι από αυτούς μπορεί να εργάζονται χωρίς να πληρώνονται, με τα αφεντικά τους να έχουν κατασχέσει τα  διαβατήριά τους με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ζητήσουν καμία βοήθεια, σημειώνει ο Guardian, ο οποίος παρουσιάζει το θέμα.

Πριν από έξι χρόνια, ο Μορέλ – Φορτ ζούσε στο πλούσιο 16ο διαμέρισμα του Παρισιού, όπου βρίσκονται τα περισσότερα μουσεία, περιφραγμένες επαύλεις και η Αψίδα του Θριάμβου. Εκεί πρόσεξε ότι στα πάρκα και τα καφέ πολύ συχνά γυναίκες από τις Φιλιππίνες συνόδευαν και πρόσεχαν μικρά παιδάκια. Όταν συνάντησε μια ομάδα αυτών των γυναικών στο μετρό, τις πλησίασε καθώς ήθελε να μάθει τι τις τράβηξε στην πόλη του. Η απλή αυτή κίνηση, όπως λέει, τελικά θα του άλλαζε τελείως τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε τη χώρα του.

Ολόκληρο τον επόμενο χρόνο, ο Μορέλ – Φορτ έγινε φίλος με κάποιες από αυτές τις γυναίκες και μιλούσε με αυτές για τις οικογένειες που είχαν αφήσει πίσω στις Φιλιππίνες και την αβέβαιη ζωή που ζούσαν στη Γαλλία. Τις βοήθησε να ανοίξουν τραπεζικούς λογαριασμούς και ακόμα και να καθαρίσουν κάποια παράθυρα που ήταν πολύ ψηλά για να τα φτάσουν στα πολυτελή διαμερίσματα που φρόντιζαν. Ωστόσο, όλο αυτό το διάστημα δεν τράβηξε ούτε μια φωτογραφία τους καθώς πρωταρχικός του στόχος ήταν να αναπτυχθεί μεταξύ τους μια ειλικρινής φιλία και αμοιβαία εμπιστοσύνη.

Τελικά, άρχισε να καταγράφει τις ζωές τους εστιάζοντας κυρίως σε δύο γυναίκες: την Ντόνα, 42 ετών, και την Τζεν, 37 ετών. Τις κατέγραφε ενώ καθάριζαν σπίτια, μιλώντας στο Facebook με τα παιδιά τους πίσω στις Φιλιππίνες και όταν συναντιούνταν με τους συμπατριώτες τους στην κοινότητα των Φιλιππινέζων στο Παρίσι, όπου υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ των μελών της. Τα βράδια αρκετά άτομα από την κοινότητα των Φιλιππινέζων συγκεντρώνονται και λένε τα νέα τους, τρώνε και πίνουν. Σε κάθε επέτειο της ανεξαρτησίας των Φιλιππίνων ψηφίζουν και αναδεικνύουν την Μις Φιλιππινέζα του Παρισιού. Κάθε Κυριακή συναντιούνται όλοι στην λειτουργία.

«Άφησαν πίσω τους όλα όσα ήξεραν, την χώρα τους και τα παιδιά τους, για να φροντίσουν τις οικογένειες και τα σπίτια άλλων», λέει ο Μορέλ – Φορτ στον Guradian με την ευκαιρία της κυκλοφορίας της φωτογραφικής του συλλογής «Filipinas», η οποία αποτελεί έναν φόρο τιμής σε αυτές τις γυναίκες. «Έχουν αυτές τις τόσο δύσκολες ζωές για έναν λόγο: να στείλουν χρήματα πίσω στην πατρίδα τους και να βελτιώσουν το μέλλον των δικών τους οικογενειών», τονίζει.

Η Ντόνα μεγάλωσε σε ένα χωριό στα βουνά των Φιλιππινών με το όνειρο να γίνει κάποια μέρα νοσοκόμα. Ωστόσο, η ζωή της κατέληξε σε μια σειρά από συμβιβασμούς ώστε να μπορέσει να δώσει στα τέσσερα παιδιά της τις ευκαιρίες που η ίδια δεν είχε ποτέ. Έτσι, το 2012 πλήρωσε 13.000 ευρώ σε έναν διακινητή για να την φέρει παράνομα στην Ευρώπη. Αρχικά έφτασε στην Δανία μέχρι που τελικά εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Από τότε δεν έχει επιστρέψει ποτέ στην πατρίδα της καθώς αυτό θα σήμαινε ότι δεν θα μπορέσει να γυρίσει στην Ευρώπη.

Τώρα όμως νιώθει ότι οι θυσίες της απέδωσαν. Η 21χρονη κόρη της μόλις έγινε το πρώτο μέλος της οικογένειάς της που αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο με πτυχίο Νοσηλευτικής.

«Είμαι πολύ περήφανη για την κόρη μου. Ήταν το δικό μου όνειρο να γίνω νοσοκόμα και τώρα επιτέλους το ζω μέσω της κόρης μου. Είναι πολύ δύσκολο να είμαι μακριά από τα παιδιά μου, αλλά είμαι περήφανη για τις θυσίες μου. Ως Φιλιππινέζες, έχουμε συνηθίσει να είμαστε μακριά από τις οικογένειές μας επειδή τόσοι πολλοί από εμάς δουλεύουν στο εξωτερικό. Όμως δεν παύεις ποτέ να σκέφτεσαι την οικογένειά σου», λέει η Ντόνα.

Η Τζεν από την άλλη δουλεύει για μια πριγκίπισσα από την Σαουδική Αραβία που ζει στο 16ο διαμέρισμα του Παρισιού. Η κόρη της, Τζενιντέλ, έμεινε έγκυος στα 17 της. Σε μια χώρα που δεν επιτρέπεται η έκτρωση αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να σταματήσει το σχολείο και να εγκαταλείψει κάθε ελπίδα για σπουδές. Ο σύζυγος της Τζεν εργάζεται ως τροχονόμος στην Μανίλα. Η Τζεν δεν έχει δει τα παιδιά της εδώ και επτα χρόνια αλλά προσπαθεί να κρατάει επαφή μαζί τους.

«Σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου η γυναίκα φεύγει τόσο μακριά για να δουλέψει, ο σύζυγος που μένει πίσω καταλήγει να φροντίζει την οικογένεια. Όμως όποια δουλειά κι αν κάνει, ο μισθός του δεν συγκρίνεται με τίποτα με τα ποσά που στέλνει πίσω στο σπίτι η γυναίκα του. Σε μια πατριαρχική κοινωνία όπως αυτή των Φιλιππινών, ο άντρας δυσκολεύεται πολύ να αποδεχτεί αυτήν την κατάσταση. Κι είναι επίσης περίπλοκο και για τα παιδιά. Δεν έχουν δει την μητέρα τους για χρόνια και δεν καταλαβαίνουν πραγματικά τις θυσίες που κάνει γι’αυτά», αναφέρει ο Μορέλ – Φορτ.

Ρεπορτάζ εκ των έσω

Το 2016, ένας από τους εργοδότες της Ντόνα, μια πλούσια οικογένεια από τις χώρες του Περσικού Κόλπου που περνά τα καλοκαίρια της στην Κυανή Ακτή, της ζήτησε να βρει κάποια φίλη της για να ενταχθεί στο προσωπικό του σπιτιού. Ο Μορέλ – Φορτ προσφέρθηκε να καλύψει αυτός τη θέση. Μέχρι η οικογένεια να συνειδητοποιήσει ότι ο νέος εργαζόμενός τους ήταν άντρας και μάλιστα Γάλλος ήταν πια αργά για να βρουν κάποιον άλλο, λέει ο ίδιος.

Ο Μορέλ – Φορτ λέει πως η εμπειρία να ζει σε μια «μυστική βίλα» όπου κανείς ποτέ δεν ήξερε τι συμβαίνει στο εσωτερικό της ήταν μια αποκαλυπτική εμπειρία γι’ αυτόν. Ο φωτογράφος δούλευε πλέον μαζί με μετανάστες από την βόρεια Αφρική, οι οποίοι χωρίς επίσημα έγγραφα παραμονής περίμεναν ακόμα να λάβουν τους μισθούς τους από το περασμένο καλοκαίρι. Όσο έζησε εκεί ανακάλυψε ότι η οικογένεια ήταν αλλοπρόσαλλη όχι μόνο με τις πληρωμές της, αλλά και με τα όσα ζητούσαν από το προσωπικό τους. Για παράδειγμα διηγείται για εκείνη τη φορά που το προσωπικό χρειάστηκε τρεις μέρες για να γεμίσει μια πισίνα με νερό και αμέσως μετά η οικογένεια τους έβαλε να την αδειάσουν με κουβάδες μέσα στη νύχτα «επειδή δεν τους άρεσε το χρώμα του νερού»!

Μεταξύ των δεκάδων εργαζομένων από τις Φιλιππίνες και την βόρεια Αφρική, ο Μορέλ – Φορτ ήταν ο μόνος που μπορούσε να ζει και να εργάζεται νόμιμα στη Γαλλία. Χρειάστηκαν έξι εβδομάδες για να κερδίσει την εμπιστοσύνη των εργαζομένων και να αρχίσει να τους φωτογραφίζει πάντα με την συγκατάθεσή τους. φυσικά η οικογένεια δεν έμαθε ποτέ ότι ο ίδιος ήταν φωτογράφος που έκανε ινκόγκνιτο ρεπορτάζ.

Όπως λέει αυτό που είδε να συμβαίνει στην έπαυλη ήταν ξεκάθαρη εκμετάλλευση. Η οικογένεια έκανε μια συνεχή επίδειξη δύναμης πάνω στο προσωπικό. «Η βίλα ήταν ένας μικρόκοσμος όπου οι μόνοι κανόνες που ίσχυαν ήταν αυτοί που ορίζονταν από τον ‘κύριο’ και την ‘κυρία’. Έπρεπε να είμαστε διαθέσιμοι όλες τις ώρες. Δεν ξέραμε πότε θα ξεκινήσουμε ή θα τελειώσουμε την δουλειά μας ή πότε θα πληρωθούμε», αναφέρει ο Μορέλ – Φορτ.

«Είχα ακούσει πολλές ιστορίες σχετικά με το πώς είναι η ζωή ενός οικιακού βοηθού επειδή ήδη δούλευα το πρότζεκτ περίπου έναν χρόνο ως τότε. Όμως δεν περίμενα ποτέ μια τέτοια συμπεριφορά στη Γαλλία. Το να βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια τις άθλιες συνθήκες εργασίας αυτών των γυναικών από τις Φιλιππίνες με έπεισε να συνεχίσω να καταγράφω τις ζωές τους».

Το τίμημα για μια καλύτερη ζωή

Ο Μορέλ – Φορτ κατέληξε να καταγράφει τις ζωές αυτές των γυναικών επί έξι χρόνια στη δουλειά τους, στο σπίτι τους και στην κοινότητά τους με τις φωτογραφίες αυτές να αποτελούν μια ισχυρή καταγγελία σχετικά με το ανθρώπινο τίμημα για την τη παγκοσμιοποίηση, υποστηρίζει ο Guardian.

Σε κάποιες από αυτές βλέπουμε την Τζεν στο πολύ μικρό δωμάτιο που νοικιάζει το οποίο θα πρέπει τελικά να αφήσει καθώς δεν μπορεί να πληρώνει άλλο το ενοίκιο, μια ευθεία αντίθεση με το πολυτελές σπίτι μιας πριγκίπισσας από τη Σαουδική Αραβία που φροντίζει. Σε μια άλλη, η Ντόνα μένει στο σπίτι μιας φίλης της καθώς έπρεπε να φύγει από το δωμάτιο που της παρείχαν τα αφεντικά της. Αυτά δεν πλήρωναν τους λογαριασμούς του ρεύματος με αποτέλεσμα να τους κάνουν έξωση. Σε ακόμα μια φωτογραφία, η Ντόνα αλλάζει την πάνα του μωρού του αφεντικού της ενώ σε μια άλλη η ίδια βλέπει τα δικά της παιδιά μόνο μέσω του κινητού τα τελευταία οχτώ χρόνια.

Υπολογίζεται ότι περίπου 10,2 εκατομμύρια Φιλιππινέζοι – το 10% του συνολικού πληθυσμού της χώρας – ζουν και εργάζονται αυτή τη στη στιγμή στο εξωτερικό, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της χώρας. Τα εμβάσματα που έστειλαν στις οικογένειές τους το 2019 έφτασαν περίπου τα 25,5 δισεκατομμύρια ευρώ, σχεδόν δηλαδή το 10% του ΑΕΠ της χώρας. Ωστόσο, οι φωτογραφίες του Μορέλ – Φορτ δείχνουν ξεκάθαρα το υψηλό ανθρώπινο και κοινωνικό κόστος πίσω από αυτά τα οικονομικά στοιχεία.

«Καμία από αυτές τις γυναίκες που φωτογράφησα δεν μπορεί να πάει πίσω στην οικογένειά της, επειδή δεν έχουν τις απαραίτητες βίζες και για να επιστρέψουν θα πρέπει πάλι να πληρώσουν τους διακινητές για να τους φέρουν παράνομα πίσω», λέει ο Μορέλ – Φορτ, ο οποίος ταξίδεψε στις Φιλιππίνες και συνάντησε τις οικογένειες της Τζεν και της Ντόνα αφού κέρδισε το βραβείο Καμίλ Λεπάζ το 2019.

Πίσω στις Φιλιππίνες, οι γονείς της Ντόνα και δύο από τους γιους της κάθονται στο κατώφλι του σπιτιού τους και περιμένουν το τηλεφώνημά της. Είναι το μόνο σημείο του σπιτιού που έχει αρκετά δυνατό ίντερνετ ώστε να πραγματοποιηθεί η βιντεοκλήση. Όταν η μητέρα της Ντόνα την βλέπει στην οθόνη του κινητού, ξεσπά σε κλάματα. Αυτή καταλαβαίνει πολύ καλά πώς ζει και νιώθει η κόρη της γιατί και η ίδια όταν ήταν νέα έπρεπε να φύγει στο εξωτερικό για να δουλέψει.



Η οικογένεια της Ντόνα ζει σε ένα σπίτι, όπου και τα τέσσερα παιδιά κοιμούνται μαζί σε ένα δωμάτιο. Παρόλα αυτά η πιο μεγάλη από τα παιδιά, η κόρη της με το πτυχίο πια της νοσηλευτικής έχει το όνειρο για μια μεγάλη καριέρα.

Για την Ντόνα, το όνειρό της να κερδίσει περισσότερα χρήματα που θα βοηθήσουν τα παιδιά της να έχουν ένα καλύτερο μέλλον διακόπτεται από τις ανυπέρβλητες δυσκολίες της ζωής στο Παρίσι.

«Ύστερα από οχτώ χρόνια εδώ, ακόμα δεν έχω χαρτιά επειδή χρειάζομαι έναν εργοδότη που θα με δηλώσει και δυστυχώς αυτή τη στιγμή δουλεύω μόνο σε εργασίες μερικής απασχόλησης για διαφορετικούς εργοδότες», λέει η ίδια.

«Ανησυχώ μήπως με πιάσει η αστυνομία. Πολλοί Φιλιππινέζοι έχουν ήδη απελαθεί πίσω στην πατρίδα. Πρέπει να είσαι προσεκτικός παντού και κάθε στιγμή», καταλήγει.

Δείτε όλο το φωτογραφικό πρότζεκτ του Μορέλ - Φορτ ΕΔΩ