Πριν από δέκα χρόνια ο Μοχάμεντ Μπουαζίζι αυτοπυρπολήθηκε ανάβοντας ταυτόχρονα τη φλόγα για την Αραβική Άνοιξη σε όλον τον αραβικό κόσμο. Πόσα έχουν αλλάξει μια δεκαετία μετά σε αυτές τις χώρες; Οι πολίτες τους απαντούν...
Το πρωινό της 17ης Δεκεμβρίου 2010 ο Μοχάμεντ Μπουαζίζι
έστησε, όπως κάθε μέρα, τον πάγκο του για να πουλήσει φρούτα. Ήταν 10:30 το
πρωί όταν τον πλησίασε η 45χρονη αστυνομικός Φαϊντά Χαμντί μαζί με τους βοηθούς
της. Τον διέταξαν να τα μαζέψει και να φύγει. Σύμφωνα με αυτόπτη μάρτυρα η
Χαμντί τον προσέβαλε και οι βοηθοί της τον χτύπησαν και του πήραν τη ζυγαριά
και το εμπόρευμα. Ο Μπουαζίζι δεν είχε χρήματα για να δωροδοκήσει την αστυνομία
ώστε να του επιτρέπει να πουλά φρούτα στο δρόμο. Οργισμένος πήγε στο γραφείο
του κυβερνήτη για να ζητήσει πίσω τη ζυγαριά του. Ο κυβερνήτης αρνήθηκε να τον
δει και εκείνη τη στιγμή έφτασε στο σημείο... θραύσης. Ο «Μπααμπούσα», όπως τον
έλεγαν οι φίλοι του, είπε στους υπαλλήλους «Αν δεν με δει ο κυβερνήτης, θα
αυτοπυρποληθώ».
Πήγε σε ένα διπλανό πρατήριο καυσίμων και αγόρασε ένα
μπιτόνι βενζίνη. Στάθηκε στη μέση του δρόμου, έξω από το κυβερνητικό γραφείο
και φώναξε «Πώς περιμένετε να ζήσω;». Έριξε πάνω του τη βενζίνη και έβαλε φωτιά
με ένα σπίρτο. Ήταν 11:30 το μεσημέρι, είχε περάσει μια ώρα από την επίθεση των
αστυνομικών.
Όταν οι περαστικοί κατάφερε να σβήσουν τη φωτιά είχε υποστεί
εγκαύματα στο 90% του σώματος του. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου έδωσε μάχη
για περίπου είκοσι μέρες. Στις 4 Ιανουαρίου 2011 έσβησε.
Όταν ο Μπουαζίζι έβαζε φωτιά στο σώμα του κανείς ίσως δεν
μπορούσε να προβλέψει πως άναβε και τη φλόγα της επανάστασης, όχι μόνο στην
πατρίδα του την Τυνησία, αλλά και σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο. Η θυσία του
έγινε ο καταλύτης για να ξεσπάσει αυτό που σήμερα ονομάζουμε «Αραβική Άνοιξη».
Μαζικές διαδηλώσεις στην πλειονότητα των αραβικών χωρών και ένα κοινό αίτημα
για τέλος της καταπίεσης, δημοκρατία και σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Οι ΗΠΑ και πολλές ευρωπαϊκές χώρες στήριξαν με κάθε τρόπο το
συγκεκριμένο κίνημα. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στη Λιβύη και τη Συρία, ακόμα
και στρατιωτικά. Η πλειονότητα του κόσμου που παρατηρούσε τα γεγονότα δήλωνε
υπέρ των κινητοποιήσεων και στην αφύπνιση του αραβικού κόσμου.
Δέκα χρόνια μετά όμως η Λιβύη και η Συρία είναι κράτη σε
αποσύνθεση, σε πολλές χώρες δεν επήλθε καμία αλλαγή και σε κάποιες άλλες τα
πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως θα περίμεναν οι εξεγερμένοι.
Τι λέει όμως ο ίδιος ο αραβικός κόσμος, οι πολίτες των χωρών
που το 2010 βγήκαν στους δρόμους για ένα καλύτερο μέλλον;
Η εφημερίδα Guardian σε συνεργασία με την εταιρεία έρευνας YouGov διεξήγαγαν μια δημοσκόπηση σε
οχτώ χώρες τους αραβικού κόσμου όπου οι εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης
σημειώθηκαν με την μεγαλύτερη ένταση. Αξίζει να σημειωθεί ότι μικρότερες ή
μεγαλύτερες εξεγέρσεις είχαν σημειωθεί τότε σε όλον τον αραβικό κόσμο από το Μαρόκο
και την Μαυριτανία ως την Σαουδική Αραβία και το Ομάν.
Η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων στις χώρες που
συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν ότι
σήμερα νιώθουν ότι ζουν σε κοινωνίες με ακόμα μεγαλύτερες ανισότητες σε σχέση
με την εποχή πριν την Αραβική Άνοιξη, ενώ οι περισσότεροι συμφωνούν ότι το
πρόβλημα έχει ενταθεί.
Για την δημοσκόπηση ερωτήθηκαν 5.275 άνθρωποι όλων των
ηλικιών και φύλων και τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η απόγνωση και η στέρηση των
πολιτικών ελευθεριών, τα οποία πυροδότησαν και την εξέγερση του 2011, αυξήθηκαν
σημαντικά από τότε. Ωστόσο, οι περισσότεροι
από τους πολίτες δήλωσαν ότι δεν μετάνιωσαν για τα όσα έγιναν πριν από δέκα
χρόνια, με μόνη εξαίρεση αυτούς που προέρχονται από χώρες που βυθίστηκαν στη
συνέχεια στον εμφύλιο πόλεμο, όπως η Συρία.
«Χειρότερα από ποτέ»
Το αίσθημα ότι τα πράγματα είναι χειρότερα σε σχέση με την
εποχή πριν από την Αραβική Άνοιξη μοιράζονται το 75% των Σύριων που συμμετείχαν
στην έρευνα, το 73% των κατοίκων της Υεμένης και το 60% των Λίβυων. Δεν είναι
τυχαίο που στις χώρες αυτές η εξέγερση άνοιξε τον δρόμο στον εμφύλιο πόλεμο και
σε ξένες παρεμβάσεις καταστρέφοντας τις δομές της κοινωνίας.
Η έρευνα συμπεριέλαβε πολίτες επίσης από την Αίγυπτο και την
Τυνησία, στις οποίες η εξέγερση έφερε την ανατροπή δικτατοριών δεκαετιών, αλλά
και την Αλγερία, το Σουδάν και το Ιράκ στις οποίες οι εξεγέρσεις ήταν πιο
μικρής κλίμακας ωστόσο από τότε έχουν ξεπηδήσει αρκετά αντικαθεστωτικά κινήματα
.
Λιγότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες στην Αίγυπτο, το Ιράκ
και την Αλγερία ανέφεραν ότι η κατάσταση είναι χειρότερη σε σύγκριση με την
εποχή πριν το 2010. Ωστόσο και στις τρεις αυτές χώρες λιγότερο από το ένα
τέταρτο απάντησε ότι τα πράγματα είναι καλύτερα.
Χάσμα μιας γενιάς
Σε ορισμένες χώρες, η νεότερη γενιά των ενηλίκων ήταν οι
λιγότερο αρνητικοί σχετικά με τις αλλαγές που έφερε η Αραβική Άνοιξη έχοντας
ελάχιστη μνήμη της κατάστασης πριν από την επανάσταση.
Οι Αλγερινοί ηλικίας 18-24 ετών, όπως και οι συνομήλικοί τους
στην Τυνησία, την Αίγυπτο και το Ιράκ, ήταν αυτοί που ανέφεραν σε μικρότερο
ποσοστό ότι έχουν μετανιώσει τις εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης.
Οι γονείς τους ωστόσο ήταν γενικά πιο απαισιόδοξοι με την
πλειονότητα αυτών στις οχτώ χώρες να συμφωνούν ότι τα σημερινά παιδιά
αντιμετωπίζουν πιο δυσοίωνο μέλλον σε σχέση με τα παιδιά που μεγάλωσαν πριν τις
εξεγέρσεις.
Τα κοινωνικά
συμβόλαια έχουν σπάσει
Έντονη εμφανίζεται και η αίσθηση ότι κάθε είδους κοινωνικό
συμβόλαιο έχει διαρραγεί πλήρως με τους πολίτες να θεωρούν ότι μόνο μια μικρή
ελίτ ανθρώπων επωφελήθηκε και πλούτισε σε βάρος της πλειονότητας. Η αίσθηση
αυτή υπήρχε και πριν την Αραβική Άνοιξη, ωστόσο σήμερα αντί να έχει μειωθεί
έχει αντίθετα ενισχυθεί με την ανισότητα να είναι ακόμα χειρότερη.
Αυτή την άποψη μοιράζονται το 92% των Σύριων – το υψηλότερο
ποσοστό μεταξύ των πολιτών στις χώρες που ρωτήθηκαν- το 87% των κατοίκων της Υεμένης
και το 84% των Τυνήσιων. Τουλάχιστον οι επτά στους δέκα Αλγερινούς και
Ιρακινούς απάντησαν ότι νιώθουν το ίδιο όπως και το 68% των Αιγυπτίων.
Περίπου οι μισοί ερωτηθέντες από την Αίγυπτο ανέφεραν επίσης
πως νιώθουν ότι είναι πλέον πιο δύσκολο να εκφράσουν την άποψή τους ελεύθερα, ενώ
αντίθετα το ένα πέμπτο των Αιγυπτίων ανέφερε ότι πλέον μιλά πιο ανοιχτά και πάνω
από το ένα τρίτο εμφανίστηκε αναποφάσιστο καθώς επέλεξε να μην απαντήσει
ξεκάθαρα.
Αναποφάσιστη Αίγυπτος
Πολύ έντονο ήταν το αίσθημα της αβεβαιότητας στις περισσότερες
απαντήσεις από την Αίγυπτο, την πολυπληθέστερη χώρα του αραβικού κόσμου. Στην ερώτηση
αν σήμερα ζουν καλύτερα σε σχέση με δέκα χρόνια πριν, η πλειονότητα απάντησε
ότι δεν ήταν σίγουροι. Ανάλογη ήταν η απάντηση και στο ερώτημα αν τα παιδιά
σήμερα έχουν πιο ευοίωνο μέλλον σε σχέση με αυτό που είχαν τα παιδιά το 2010.
Η αβεβαιότητα αυτή συναντάται και στις απόψεις τους για την
επανάσταση του Ιανουαρίου 2011, με την οποία εκδιώχθηκε ο Χοσνί Μουμπάρακ και
ήρθε στην εξουσία η Μουσουλμανική Αδελφότητα, για να αντικατασταθεί στη
συνέχεια με στρατιωτικό πραξικόπημα που έφερε στην θέση του προέδρου τον
Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι.
Οι Αιγύπτιοι εμφανίζονται επίσης διχασμένοι σχετικά με το αν
θα έπρεπε να είχαν στηρίξει την επανάσταση. Επιπλέον, ειδικά όσοι είναι άνω των
25 ετών εμφανίζονται πλήρως διχασμένοι σχετικά με το αν μετάνιωσαν το γεγονός
ότι έπεσε ο Μουμπάρακ και τα όσα ακολούθησαν.
Ωστόσο, ο Guardian και η YouGov
σημειώνουν ότι δεν είναι σίγουροι αν αυτή η αοριστία στις απαντήσεις των Αιγυπτίων
προέρχεται από φόβο για την ασφάλειά τους. Το YouGov ανέφερε πάντως ότι όλες οι
απαντήσεις που δόθηκαν από κάθε συμμετέχοντα προστατεύονται από ρήτρα
εμπιστευτικότητας, ενώ δόθηκαν ανώνυμα.
Μια δυστυχισμένη
δημοκρατία
Ακόμα και στην Τυνησία, η οποία θεωρείται μια πιο «πετυχημένη
υπόθεση» καθώς θεσπίστηκε θεωρητικά δημοκρατία και καταπολεμήθηκαν οι
δολοφονίες και οι διαμάχες, υπάρχει βαθύ αίσθημα διάψευσης των ελπίδων.
Το 27% των ερωτηθέντων συμφώνησαν ότι ήταν είναι σε καλύτερη
κατάσταση σε σχέση με πριν την επανάσταση καταγράφοντας το υψηλότερο ποσοστό
μεταξύ των χωρών της έρευνας. Ωστόσο, η στάσιμη οικονομική ανάπτυξη και το
υψηλό ποσοστό ανεργίας, το οποίο εκτινάχτηκε εξαιτίας της πανδημίας του
κοροναϊού, οδήγησε περισσότερους από τους μισούς Τυνήσιους να απαντήσουν ότι τα
πράγματα είναι χειρότερα.
Στη χώρα σημειώνεται μεγάλη βελτίωση της κατάστασης στο
πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με το 86% των Τυνήσιων να δηλώνει ότι πλέον
υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία στην άσκηση κριτικής στην κυβέρνηση και τους μισούς
περίπου ερωτηθέντες να αναφέρουν ότι είναι λιγότερη πιθανή πλέον μια παράνομη
σύλληψη. Ωστόσο, ακόμα και αυτά τα στοιχεία δεν φαίνεται να είναι αρκετά για να
μειωθεί η αίσθηση της απογοήτευσης που
είναι διάχυτη στην κοινωνία.
Κάτι πήγε στραβά στην
επανάσταση
Τις προηγούμενες εβδομάδες χιλιάδες Τυνήσιοι βγήκαν ξανά στους
δρόμους, ειδικά στις πιο φτωχές περιοχές του νότου, διαμαρτυρόμενοι για την
ανεργία, το πολύ χαμηλό επίπεδο δημόσιων υπηρεσιών, την ανισότητα και τις ελλείψεις.
Πολλοί άνθρωποι αναφέρουν ότι δυσκολεύονται να προμηθευτούν
ακόμα και το απαραίτητο γκάζι για να μαγειρέψουν το φαγητό της ημέρας. Πριν από
μια εβδομάδα, κοντά στην πόλη Σίντι Μπουζίντ στα κεντρικά της χώρας, την πόλη όπου
έμενε και πέθανε ο Μοχάμεντ Μπουαζίζι, οι πολίτες έστησαν οδοφράγματα για να
εμποδίσουν τα φορτηγά που μετέφεραν φιάλες γκαζιού να περάσουν αναγκάζοντάς τα
να τις αφήσουν στο χωριό τους.
«Κάτι πήγε στραβά στην επανάσταση», αναφέρει στο πρακτορείο Reuters ο Άτια Ατχμούνι, ένας
συνταξιούχος καθηγητής φιλοσοφίας, ο οποίος είχε πρωτοστατήσει στις εξεγέρσεις
μετά τον θάνατο του Μπουαζίζι.
Σήμερα, περισσότεροι Τυνήσιοι από ποτέ προσπαθούν να
διαφύγουν παράνομα εκτός της χώρας, σύμφωνα με το Reuters. Σύμφωνα με τοπικές ΜΚΟ τους
τελευταίους 11 μήνες περισσότεροι από 12.000 τόλμησαν το μεγάλο ταξίδι. Την
ίδια στιγμή καταγράφονται εκατοντάδες αγνοούμενοι καθώς φαίνεται ότι πολλοί από
αυτούς δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους. Την ίδια στιγμή, η άνεργη νεολαία
μοιάζει όλο και πιο πολύ δελεασμένη από τα οράματα μιας τζιχάντ. Αυτού του
είδους τα στοιχεία οδήγησαν και στην πρόσφατη επίθεση στην Νίκαια της Γαλλίας
από έναν νεαρό Τυνήσιο μετανάστη, ο οποίος σκότωσε τρεις ανθρώπους μέσα σε μια
εκκλησία.
«Υπάρχει μεγάλη ρήξη μεταξύ των πολιτικών και των πολιτών
αυτή τη στιγμή επειδή το σύστημα δεν μπορεί να καταλάβει τις απαιτήσεις των
ανθρώπων στο δρόμο», αναφέρει ο Ατχμούνι στο Reuters σε ένα καφέ γεμάτο με άνεργους νέους άντρες.
Ο Σάμπρι Άμιρ, ένας 26χρονος που ζει στην ίδια γειτονιά με
αυτήν που ζούσε ο Μοχάμεντ Μπουαζίζι, γελά όταν ο δημοσιογράφος του Reuters τον
ρωτά αν έχει ψηφίσει σε κάποιες από τις εκλογές που έγιναν μετά την επανάσταση.
Όπως λέει ο ίδιος και οι φίλοι του το μόνο που θέλουν είναι να μεταναστεύσουν. Δεν
υπάρχει δουλειά και οι νέοι περνούν την μέρα τους πίνοντας ή παίρνοντας
ναρκωτικά.
«Έχουμε ιδιοφυίες εδώ- γιατρούς, μηχανικούς. Ξέρω έναν άντρα
που είναι μηχανολόγος μηχανικός. Ξέρετε τι κάνει; Πουλάει μαριχουάνα, για να
ζήσει», λέει ο Αμπντουλάχ Γκαμουντί, ένας πιστοποιημένος καθηγητής γυμναστικής
που πλέον δεν έχει δουλειά.
Στο Σίντι Μπουαζίζι, την πόλη που ξεκίνησαν όλα, η
αστυνομικός που είχε προσβάλει και είχε κατασχέσει την ζυγαριά και το εμπόρευμα
του Μπουαζίζι κάνει ακόμα περιπολίες στους δρόμους κυνηγώντας παράνομους
πωλητές. Το μόνο που φαίνεται πλέον να θυμίζει την επανάσταση, είναι το μνημείο
που έχει στηθεί για τον Μοχάμεντ Μπουαζίζι. Είναι ένα πέτρινο καλάθι με φρούτα
στο οποίο ένα γκράφιτι γράφει: «Οι άνθρωποι θέλουν…» και οι περαστικοί το
προσπερνούν κάθε μέρα..