Ο ανεκπλήρωτος έρωτας των γκουλάγκ


Μια απίστευτη ιστορία αγάπης που γεννήθηκε στα σταλινικά γκουλάγκ, αλλά δεν είχε το ευτυχισμένο τέλος των ταινιών

Θα ήταν αρκετά κοινότοπο να πούμε ότι ο έρωτας είναι η κινητήριος δύναμη των ανθρώπων. Ωστόσο όπως αποδεικνύεται για τις περισσότερες κοινότοπες φράσεις, θα ήταν και απόλυτα αληθινό. Για την Ιβάνα Μάστσακ ο έρωτας ήταν ο λόγος που την κράτησε ζωντανή.

Η ιστορία της Ιβάνα και του Βλάντιμιρ δεν μοιάζει με καμία κλασική ιστορία αγάπης. Γεννήθηκε στα παγωμένα γκουλάγκ του Στάλιν, γιγαντώθηκε μέσα τις φριχτές κακουχίες των στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας και έζησε για πάντα. Μόνο που η Ιβάνα και ο Βλάντιμιρ δεν συναντήθηκαν ποτέ…

Το 1953, η Ιβάνα Μάστσακ ήταν 28 χρονών και ήταν εγκλωβισμένη σε ένα παγωμένο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στη Σιβηρία εκτίοντας ήδη ποινή δέκα ετών. Εκείνο το πρωί περπατούσε με μαζί με άλλες συγκρατούμενές της με προορισμό την εργασία της ημέρας. Περπατώντας με βρεγμένα παπούτσια πάνω στο παγωμένο χιόνι και σε βαθμούς που άγγιζαν τους -50 ετοιμάζονταν και εκείνη την ημέρα να σκάψουν ορυχεία, να κόψουν δέντρα ή να σκάψουν την παγωμένη γη.

Όμως αυτή η μέρα δεν θα ήταν ίδια με τις άλλες. Καθώς περπατούσαν ένα τσαλακωμένο κομμάτι χαρτί έπεσε στα πόδια τους. Το είχαν πετάξει σε αυτές οι άντρες κρατούμενοι που περνούσαν από μπροστά τους στοιβαγμένοι σε ένα φορτηγό. Πριν προλάβει κάποιος φρουρός να το δει, μια γυναίκα το μάζεψε. Αργότερα, όταν μπόρεσαν να βρουν χρόνο, οι γυναίκες μαζεύτηκαν κοντά και διάβασαν το γράμμα. Το είχε στείλει ένας άντρας κρατούμενος και ζητούσε αν θα μπορουσε κάποια από τις γυναίκες να του γράψει πίσω ώστε να τον κάνει να ξεχαστεί από τις τραγικές συνθήκες που όλοι βίωναν. Η Ιβάνα συγκινήθηκε πολύ από το γράμμα του άγνωστου. Η ίδια βρισκόταν ήδη πέντε χρόνια στο στρατόπεδο και μπορούσε να καταλάβει πολύ καλά τα συναισθήματα του άντρα. Αποφάσισε να του απαντήσει.

Σήμερα, η Ιβάνα είναι 93 ετών και αποφάσισε να διηγηθεί την ιστορία της στην δημοσιογράφο Κάσια Ντελγάδο του Guardian από το μικρό διαμέρισμά της στο οποίο ζει στο Λονδίνο.


Η σύλληψη

Η Ιβάνα γεννήθηκε στην Ουκρανία και ένα πρωινό του Ιανουαρίου του 1948, ενώ η μητέρα της μαγείρευε σούπα για το δείπνο τους οι άντρες των σοβιετικών αρχών εισέβαλαν στο σπίτι τους και την συνέλαβαν. Η ίδια η Ιβάνα ήταν μέλος μιας ουκρανικής οργάνωσης νεολαίας και ο αδερφός της ηταν μέλος της ουκρανικής αντίστασης.

«Εκείνη την εποχή, κάθε Ουκρανός ήταν ύποπτος. Ο πατέρας μου επίσης ήταν ιερέας κάτι που δεν βοηθούσε καθόλου, καθώς οι αρχές έβλεπαν ύποπτα και τους ιερείς, τους διανοούμενους, τους δασκάλους και τους φοιτητές. Η μητέρα μου ήταν επίσης δασκάλα».

Ακόμα και μετά την παράδοση των Ναζί το 1945, ο εμφύλιος πόλεμος στην Ουκρανία και την Ανατολική Πολωνία συνεχίστηκε καθώς αρκετές αντιστασιακές οργανώσεις αρνήθηκαν να υποταχθούν στην κομμουνιστική εξουσία της Σοβιετικής Ένωσης. Η Ιβάνα ήταν μια από τους χιλιάδες Ουκρανούς που στάλθηκαν στην Σιβηρία με την κατηγορία της αντίστασης.

Εκείνο το πρωινό, οι στρατιώτες εισέβαλαν στο σπίτι της 22χρονης τότε Ιβάνα και την οδήγησαν σε ένα φορτηγό: «Τα μάτια της μητέρας μου ήταν γεμάτα δάκρυα. Της είπα ότι θα γυρίσω μια μέρα. Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω όμως ότι επέστρεψα ζωντανή», αναφέρει.

Καταδικάστηκε σε 10 χρόνια κάθειρξη στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας του Στάλιν. Συνεχώς την μετέφεραν από το ένα στο άλλο πριν τελικά αυτή μαζί με άλλους 700 κρατούμενους μεταφερθούν στο γκουλάγκ της Κολιμά στην Σιβηρία.

«Φτάνοντας στην προβλήτα το μόνο που μπορούσαμε να δούμε ήταν χιόνι και φρουρούς ντυμένους με γούνες. Εμείς ήμασταν με λεπτά ρούχα και ήμασταν ήδη τόσο αδύναμοι που κάποιοι κατέρρευσαν στο χιόνι. Μας ανάγκασαν να γδυθούμε έξω και μας έκαναν εμβόλιο για τον τύφο – σε όλους με την ίδια ένεση- ενώ μας έλεγξαν για ψείρες», θυμάται σήμερα. Σε όλους έδωσαν ίδιο μέγεθος ρούχων και παπουτσιών. «Φαντάσου εμένα με τεράστια παπούτσια, ενώ το πόδι μου είναι τόσο μικρό», λέει η μικροκαμωμένη Ιβάνα. «Στην πλάτη μας είχαμε όλοι ραμμένο κάποιο νούμερο. Εγώ ήμουν το 108». Τα βράδια κοιμούνταν σε ξύλινες σανίδες μαζί με εκατοντάδες άλλους.

Το σημείωμα που άλλαξε τα πάντα

Πέντε χρόνια μετά, το σημείωμα προσγειώθηκε στα πόδια της Ιβάνα. Το όνομα του ήταν Βλαντιμίρ και είχε την ίδια ηλικία με αυτή, ενώ εξέτιε κι αυτός ποινή δέκα ετών. Ρώτησε όποιον μπορούσε και ανακάλυψε σε ποιο μέρος του γκουλάγκ ζούσε. Με την βοήθεια ορισμένων οικοδόμων που υπήρχαν στο στρατόπεδο μπόρεσε και του έστειλε το δικό της γράμμα. Χρησιμοποίησε το στυλό και το χαρτί που έδιναν μερικές φορές στους κρατούμενους για να γράφουν στους δικούς τους.

Η Ιβάνα έχει κρατήσει μέχρι σήμερα όλα τα γράμματα σε ένα μικρό ξύλινο κουτί. Σε αυτά μιλούσαν για την ζωή στο στρατόπεδο («Μαίνεται μια άγρια χιονοθύελλα έξω, παρόλο που είναι άνοιξη», αναφέρεται σε ένα από τα γράμματα), ενώ σε άλλα συζητούν για φιλοσοφία και την ιδέα της ελευθερίας. «Τι είναι ευτυχία;», αναρωτιέται σε ένα από τα γράμματα ο Βλαντιμίρ. Σε ένα άλλο λέει: «Μια μέρα το πειθαρχικό σύστημα της καταναγκαστικής εργασίας θα αναγνωριστεί ως ένα τεράστιο πολιτικό λάθος».

«Ήθελε να βρει μια αδερφή ψυχή με την οποία να μπορεί να επικοινωνήσει και έγινα αυτό το άτομο», λέει η Ιβάνα. Παρόλο που δεν μπορούσαν να συναντηθούν η ίδια άρχισε να νιώθει ένα ολο και πιο μεγάλο δέσιμο με αυτόν τον άντρα. «Μετά από την βαρβαρότητα που είχα αντικρίσει, το να γράφω σε αυτόν ήταν ένα είδος ανάπαυλας από αυτή την κόλαση στην οποία βρισκόμουν. Ήμουν απίστευτα μόνη και το να μπορώ να μιλήσω στον Βλάντιμιρ για όσα ένιωθα έκανε τα πράγματα πιο υποφερτά», αναφέρει.

Η πιο μεγάλη φυσική δοκιμασία ήταν η πείνα. «Είχαμε μόνο ένα κομμάτι ψωμί και ένα μπολ με σούπα από κόκκαλα ψαριών την ημέρα. Η φέτα του ψωμιού ήταν πολύ λεπτή και βαριά σαν πηλός, γιατί ήταν γεμάτη νερό. Κάποιοι κρατούμενοι την έτρωγαν με μια μπουκιά. Άλλοι, όπως εγώ, την χώριζαν σε τρία μέρη και κουβαλούσαμε τις μπουκιές μαζί μας όλη τη μέρα. Ήμασταν πεινασμένοι όλη τη μέρα», λέει η Ιβάνα. Μερικές μέρες της επιτρεπόταν να φάει μόνο αφού ολοκλήρωνε τις εργασίες της, όπως το κόψιμο δέντρων ή το σκάψιμο στο μόνιμα παγωμένο έδαφος. «Σχεδόν ποτέ δεν μπορούσα να τις ολοκληρώσω. Ζύγιζα 35 κιλά όταν με συνέλαβαν, οπότε δεν θα μπορούσα να κάνω τετοιες δουλειές. Αλλά οι περισσότεροι δεν μπορούσαν να τις βγάλουν όλες εις πέρας. Δεν ήμουν πολύ δυνατή, αλλά ήμουν ξεροκέφαλη. Έλεγα συνέχεια στον εαυτό μου ότι πρέπει να επιβιώσω».

Ήταν παράνομο για τους κρατούμενους να επικοινωνούν και να ανταλλάσσουν γράμματα. Έτσι, έπρεπε να εμπιστευτεί τους οικοδόμους για να μεταφέρουν την αλληλογραφία τους. «Μερικές φορές περνούσαν εβδομάδες μέχρι να λάβω ένα γράμματα, ενώ κάποια άλλα εξαφανίζονταν. Αλλά όταν το σύστημά μας δούλευε, τα γράμματα αυτά έμοιαζαν με λύτρωση».

Ωστόσο καθώς περνούσε ο καιρός, το ύφος της συζήτησης μεταξύ των δύο κρατουμένων άρχισε να αλλάζει. «Αρχικά ήταν φιλία, αλλά όταν μιλάς για τόσο μεγάλο διάστημα και τόσο έντονα, αρχίζεις να νιώθεις αγάπη», λέει η Ιβάνα. Σε ένα γράμμα, ο Βλάντιμιρ έγραφε: «Όταν περιμένω τα γράμματά σου, η καρδιά μου χτυπά πιο δυνατά» και σε ένα άλλο: «Πίστεψε με ότι η αγάπη μου για σένα είναι τόσο μεγάλη που θα μπορούσα να κάνω τα πάντα για σένα». Έκαναν συνεχώς σχέδια για να συναντηθούν αν ποτέ απελευθερωθούν.

Απελευθέρωση

Η στιγμή αυτή ήρθε τελικά για την Ιβάνα τον Αύγουστο του 1955, σχεδόν οχτώ χρόνια μετά την σύλληψή της. Ο θάνατος του Στάλιν το 1953 άρχισε να προκαλεί τριγμούς στο σύστημα. Οι κρατούμενοι άρχισαν να εξεγείρονται και τελικά απελευθερώθηκαν. Η οικογένεια της Ιβάνα δεν είχε ιδέα ότι επέστρεφε στο σπίτι. «Μπήκα από την πόρτα και η μητέρα μου γύρισε και φώναξε το όνομά μου. Άρχισε να κλαίει από χαρά, αλλά εγώ δεν μπορούσα να κλάψω. Δεν ήξερα πώς να ζήσω ως ελεύθερο άτομο. Όλα έμοιαζαν περίεργα, το να αγοράζεις γάλα, να πηγαίνεις στην κομμώτρια, να τρως ένα μήλο». Η Ιβάνα δεν πρόλαβε να συναντήσει ξανά τον πατέρα της. Είχε πεθάνει μόλις δύο μήνες πριν αυτή επιστρέψει.

Ο Βλάντιμιρ ήταν ακόμα φυλακισμένος. Όταν του έγραψε πρώτη φορά από τον έξω κόσμο αυτός της απάντησε: «Αν είχαν την δυνατότητα, θα άφηνα τα πάντα πίσω και θα σε ακολουθούσα. Μπόρεσες να βρεις όλα όσα ονειρευόσουν αυτά τα φριχτά χρόνια; Μια μέρα θα έχουμε την ευκαιρία να συναντηθούμε, αλλά αυτό δεν θα γίνει σύντομα».


Ο Βλάντιμιρ τελικά ελευθερώθηκε δύο χρόνια μετά. Της έγραψε: «Αγαπημένη μου Ιβάνα! Οι προσευχές σου έφτασαν ως τον ουρανό και τελικά είμαι εδώ, ζωντανός και υγιής. Επανενώθηκα με τους γονείς μου. Έχω τόσο γεγονότα και ιστορίες να μοιραστώ, αλλά το κυριότερο είναι ότι είμαι σπίτι».

Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Βλάντιμιρ της έγραψε ένα νέο γράμμα. Παντρευόταν. Ο πατέρας του τον πίεζε να παντρευτεί μια πρώην συμμαθήτριά του, με την οποία η οικογένειά του τον προόριζε να παντρευτεί από την αρχή. «Παρά τα συναισθήματα που νιώθαμε ο ένας για τον άλλο, ο γάμος του δεν με εξέπληξε. Αυτό ήταν κάτι που σχεδίαζε ο πατέρας του. Είχε προσπαθήσει μάλιστα να μας εμποδίσει να αλληλογραφούμε κάποια στιγμή καθώς πίστευε ότι θα του χαλούσα τα σχέδια. Ένιωθα όμως ότι παρά τον γάμο του είχαμε έναν άρρηκτο δεσμό: τον δεσμό δύο ανθρώπων που ήταν μαζί στην φυλακή για τόσο πολύ καιρό. Και οι δύο προσπαθούσαμε να προσαρμοστούμε στην ελευθερία και να μάθουμε να ζούμε με τις οικογένειές μας ξανά. Καταλαβαίνω πώς είχαν τα πράγματα, ότι έπρεπε να προχωρήσουμε», αναφέρει η Ιβάνα σήμερα.

Ωστόσο τα γράμματα δεν σταμάτησαν. Ο Βλάντιμιρ της εκμυστηρευόταν ότι του ήταν δύσκολο να προσαρμοστεί στη νέα, φυσιολογική ζωή. «Εξωτερικά όλα μοιάζουν τέλεια: Έχω μια σύζυγο, σπίτι, δουλειά, φίλους, αλλά δεν μπορώ να συνέλθω από τον εφιάλτη που έζησα. Βλέπω την ζωή μου σαν μια ταινία, της οποίας δεν είμαι μέρος», της έγραφε.

Λίγα χρόνια αργότερα και η Ιβάνα παντρεύτηκε. Επισκέφτηκε έναν φίλο στην Βρετανία και της σύστησαν έναν Ουκρανό άντρα, τον Βολόντιμιρ, ο οποίος της έκανε πρόταση γάμου πέντε μέρες αφού συναντήθηκαν για πρώτη φορά. «Ποτέ δεν το μετάνιωσα. Ζήσαμε μια απλή ζωή στο Λονδίνο και ήμασταν ευτυχισμένοι μαζί για 47 χρόνια». Ο Βολόντιμιρ έφυγε από την ζωή το 2012 σε ηλικία 94 ετών και όπως λέει η Ιβάνα καταλάβαινε πάντα πολύ καλά γιατί η αλληλογραφία με τον Βλάντιμιρ ήταν τόσο σημαντική για την ίδια. Τον Μάιο του 1965, ο Βλάντιμιρ της έγραψε ότι είχαν περάσει «δέκα χρόνια που γνωριζόμαστε, που κρατάμε κομμάτια χαρτιού στα οποία μοιραζόμαστε τις σκέψεις μας, τις ελπίδες μας, τις αμφιβολίες μας, τις προσδοκίες μας και αγάπη. Ευχαριστώ τους ουρανούς που είσαι στη ζωή μου». Τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς αντάλλαξαν οικογενειακές φωτογραφίες. Λίγο μετά, ένα πρωινό έλαβε ένα κοφτό γράμμα από την σύζυγο του Βλάντιμιρ στο οποίο απαιτούσε να σταματήσουν αμέσως της αλληλογραφία. Η Ιβάνα δεν έλαβε ποτέ ξανά γράμματά του.

«Με πλήγωσε πάρα πολύ. Δεν έγραψα ξανά στον Βλάντιμιρ. Δεν ήθελα να ανακατευτώ στην οικογένειά του. Ξέρω ότι ήμουν τυχερή που απελευθερώθηκα νωρίς από τη Σιβηρία, αλλά ως αποτέλεσμα έχασα την ευκαιρία να τον συναντήσω».

Πριν από τρία χρόνια, η Ιβάνα αναρωτήθηκε αν τώρα θα ήταν καλή στιγμή να έρθει ξανά σε επαφή με τον Βλάντιμιρ. Τον έψαξε στο Google και ανακάλυψε ότι έχει δικό του σάιτ! «Τον αναγνώρισα αμέσως από τις φωτογραφίες του τόσα χρόνια πριν. Τώρα έμοιαζε πιο μεγάλος, είχε άσπρα μαλλιά, αλλά ήξερα ότι ήταν αυτός. Ήμουν τοσο ενθουσιασμένη», λέει.

Ωστόσο, μετά από λίγη ακόμα αναζήτηση ανακάλυψε ότι ήταν πια πολύ αργά. Είχε πεθάνει λίγο καιρό νωρίτερα. «Έπρεπε να προσπαθήσω να τον βρω, αυτό είναι κάτι που μετανιώνω. Αλλά ανησυχούσα ότι θα προκαλούσα προβλήματα γι’ αυτόν και τον γάμο του αν συναντιόμασταν από κοντά».

Πάνε περισσότερα από 50 χρόνια από τότε που η Ιβάνα έλαβε το τελευταίο γράμμα από τον Βλάντιμιρ. Τώρα, στα 90 της σκέφτεται περισσότερο από ποτέ τον δεσμό που δημιουργήθηκε ανάμεσά τους κάτω από τις τόσο αντίξοες συνθήκες των σταλινικών γκουλάγκ. «Ο Βλάντιμιρ και εγώ συνδεθήκαμε εξαιτίας της εμπειρίας μας. Αυτά τα γράμματα ήταν μια σανίδα σωτηρίας, μου έδωσαν έναν σκοπό στη ζωή. Ένιωθα χάρη σε αυτά ότι μια μέρα η ζωή θα είναι καλύτερη», λέει. Ήταν φανερό ότι ο Βλάντιμιρ ένιωθε το ίδιο. Σε ένα γράμμα του, ενώ ήταν ακόμα στο γκουλάγκ, έγραφε: «Η ζωή είναι πολύ σύντομη και ζούμε μόνο μια φορά. Αλλά όπου κι αν βρεθώ και ό,τι κι αν μου συμβεί, θα σε θυμάμαι και θα σκέφτομαι πάντα».

Μια επιλογή από τα λόγια του Βλάντιμιρ

2 Νοεμβρίου 1955

Είμαι τόσο χαρούμενος που δεν έχασα την επαφή μου με σένα! Τα νέα της αναχώρησής σου με συντάραξαν. Ένιωσα μόνος και εγκαταλειμμένος, αλλά μετά σκέφτηκα: είσαι ελεύθερη! Από την μια νιώθω τόσο χαρούμενος για σένα και από την άλλη νιώθω τόσο πόνο. Ήξερα ότι θα γράψεις, περίμενα τόσο πολύ την στιγμή που θα το κάνεις. Μερικές φορές η μοναξιά γίνεται αφόρητη. Τότε έκατσα και σου έγραψα χωρίς να έχω καν την διεύθυνσή σου, γιατί έτσι ένιωσα ότι συζητώ μαζί σου.

31 Δεκεμβρίου 1955

Αυτά τα τελευταία λεπτά του χρόνου, σκέφτομαι εσένα αγαπημένη μου. Κοίτα τα αστέρια, ίσως είναι πιθανό τα μάτια μας να συναντηθούν καθώς κοιτάμε τα ίδια αστέρια.

4 Φεβρουαρίου 1956

Σε αγαπώ. Αλλά δεν έχουμε ποτέ συναντηθεί. Πιθανόν αυτός δεν είναι ο τρόπος που δρουν οι έξυπνοι άνθρωποι. Είναι τόσο δύσκολο, τόσο δύσκολο να ορίσεις την σχέση μας! Είσαι τόσο μακριά από μένα πια. Αλλά κάθε μέρα γίνεσαι πιο αγαπημένη μου. Δεν μπορώ να σε ξεχάσω και δεν μπορώ να φανταστώ ένα μέλλον χωρίς εσένα.

8 Φεβρουαρίου 1956

Ανυπομονούσα για τα γράμματά σου με μια αγωνία που δεν μπορώ να περιγράψω. Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω για όλα όσα έγραψες. Χρωστάμε ο ένας στον άλλο τόσα πολλά και γι’ αυτό δεν γίνεται ποτέ να ξεχάσουμε ο ένας τον άλλο. Ξέρω ότι αν παντρευτείς, θα σεβαστώ αυτό το άτομα, αλλά θα ζηλεύω απίστευτα.

25 Μαρτίου 1956

Έγραψες πως νιώθεις ότι μου χρωστάς πολλά για τόσα πράγματα. Δεν χρειάζεται να το εξηγήσεις. Μερικές φορές νιώθω τόσο δέος για όλα όσα έχεις φέρει στη ζωή μου. Αγαπημένη μου φίλη! Κάποια πράγματα δεν χρειάζονται λόγια, γιατί κανένα από αυτά δεν θα μπορούσε να περιγράψει την πολυπλοκότητα των συναισθημάτων που έχει ο ένας για τον άλλο.

18 Απριλίου 1959

Ποιος ξέρει; Μπορεί να συναντηθούμε μια μέρα. Πρέπει να το πιστεύουμε αυτό, αλλιώς δεν υπάρχει κανένα νόημα να ζούμε. Είσαι πάντα στην καρδιά μου.