Οι πρώτες εκλογές στην χώρα μας μετά το '36 που σημάδεψαν τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Η απόφαση της Αριστεράς για αποχή και το ιστορικό πλαίσιο. Ένα κείμενο του επίκουρου καθηγητή Αντώνη Κλάψη
Πρώτα απ’ όλα, η απόφαση για τη διεξαγωγή των εκλογών πριν
από το δημοψήφισμα για τη διευθέτηση του πολιτειακού συνιστούσε σαφή παραβίαση
της Συμφωνίας της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945), η οποία προέβλεπε ρητά την
αντίστροφη σειρά. Επιπλέον, το συνεχιζόμενο κλίμα βίας και αβεβαιότητας, το
οποίο τροφοδοτούσε ειδικότερα η δράση ένοπλων συμμοριών αλλά -σε αρκετές
περιπτώσεις- και τμημάτων των Σωμάτων Ασφαλείας (το ΚΚΕ έκανε ανοιχτά λόγο για
εκτεταμένα φαινόμενα «λευκής τρομοκρατίας»), κάθε άλλο παρά αποτελούσε εγγύηση
για τη διενέργεια αδιάβλητων εκλογών. Η καχυποψία, τέλος, ενισχυόταν από το
γεγονός ότι η αναθεώρηση των εκλογικών καταλόγων δεν είχε ολοκληρωθεί ομαλά
ώστε να διασφαλίζεται η αποφυγή διπλοψηφιών, δίνοντας έτσι λαβή για εικασίες
περί προκαταβολικής αλλοίωσης του αποτελέσματος.
Παρά τα αιτήματα του ΚΚΕ, άλλων δυνάμεων της ευρύτερης
Αριστεράς αλλά και κομμάτων του Κέντρου για αναβολή των εκλογών, ο πρωθυπουργός
Θεμιστοκλής Σοφούλης, υπό την πίεση των Βρετανών, αρνήθηκε να υπαναχωρήσει και
επέμεινε στη διεξαγωγή τους την προκαθορισμένη ημερομηνία. Ούτε η κυβερνητική
κρίση που προκλήθηκε στις αρχές Μαρτίου του 1946 με αφορμή το ίδιο θέμα έκαμψε
τον Σοφούλη, ο οποίος παρέμεινε ανένδοτος ακόμα κι όταν οι υπουργοί που δεν
ανήκαν στο Κόμμα Φιλελευθέρων υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους. Στο μεταξύ, η
απόφαση του ΚΚΕ και των υπόλοιπων κομμάτων της Αριστεράς να απόσχουν από την
εκλογική αναμέτρηση είχε ήδη φορτίσει αρνητικά την ατμόσφαιρα, καθώς εκμηδένιζε
στην πράξη τις πιθανότητες εξομάλυνσης της πολιτικής κατάστασης μέσω των
καλπών. Πέραν των δυνάμεων της Αριστεράς, εξάλλου, τον δρόμο της αποχής ακολούθησαν
και σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες του κεντρώου χώρου, όπως οι πρώην
πρωθυπουργοί Γεώργιος Καφαντάρης και Εμμανουήλ Τσουδερός.
Θριαμβευτική νίκη των φιλοβασιλικών
Ανεξάρτητα από τη στάση των επιμέρους κομματικών
σχηματισμών, οι εκλογές διεξήχθησαν όπως είχε προγραμματιστεί. Σε εφαρμογή της
Συμφωνίας της Βάρκιζας, τις εκλογές επέβλεψε συμμαχική αποστολή παρατηρητών
(Allied Mission to Observe the Greek Elections – AMFOGE), στην οποία
συμμετείχαν εκπρόσωποι από τις ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία, όχι όμως
και από τη Σοβιετική Ενωση, καθώς η τελευταία -πιθανότατα σε μία προσπάθεια να
αποφύγει τη δημιουργία ανάλογων εποπτικών μηχανισμών για εκλογές που θα
διεξάγονταν σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης εντός της σφαίρας επιρροής της
Μόσχας- αρνήθηκε τελικά να συμπράξει. Η παρουσία, ωστόσο, της AMFOGE δεν
στάθηκε ικανή ώστε να διασφαλίσει τον απολύτως αδιάβλητο χαρακτήρα της
εκλογικής διαδικασίας, καθώς φαινόμενα που κυμαίνονταν από απλές παρατυπίες έως
και τη χειραγώγηση της ψηφοφορίας δεν αποφεύχθηκαν.
Τα αποτελέσματα των εκλογών, οι οποίες διεξήχθησαν με το
σύστημα της απλής αναλογικής, υπήρξαν θριαμβευτικά για τη φιλοβασιλική παράταξη
που εξασφάλισε αθροιστικά το 64,68% των ψήφων και συνολικά 236 από τις 354
έδρες της νέας Βουλής:
– 55,12% και 206 έδρες η Ηνωμένη Παράταξις Εθνικοφρόνων (με
βασική συνιστώσα το Λαϊκό Κόμμα και κυριότερους εταίρους δύο βενιζελογενή
κόμματα που υποστήριζαν ρητά την επιστροφή του Γεωργίου Β΄ στον θρόνο του: το
Κόμμα Εθνικών Φιλελευθέρων του Στυλιανού Γονατά και το Μεταρρυθμιστικό Κόμμα με
αρχηγό τον Απόστολο Αλεξανδρή),
– 5,96% και 20 έδρες το Εθνικό Κόμμα Ελλάδος του Ναπολέοντα
Ζέρβα,
– 2,94% και 9 έδρες η Ενωσις Εθνικοφρόνων, και
– 0,66% και 1 έδρα μικρότερα φιλοβασιλικά κόμματα και
ανεξάρτητοι φιλοβασιλικοί υποψήφιοι.
Αντίθετα, τα κεντρώα κόμματα υπέστησαν βαριά ήττα, καθώς
συγκέντρωσαν μόλις το 34,96% των ψήφων και συνολικά 118 έδρες:
– 19,28% και 68 έδρες η Εθνική Πολιτική Ενωσις (που
προεκλογικά είχε αποφύγει να λάβει σαφή θέση για το ζήτημα του βασιλικού θεσμού
και στην οποία μετείχαν το Κόμμα των Βενιζελικών Φιλελευθέρων με αρχηγό τον
Σοφοκλή Βενιζέλο, το Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου και
το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου),
– 14,39% και 48 έδρες το Κόμμα Φιλελευθέρων υπό την ηγεσία
του Θεμιστοκλή Σοφούλη,
– 0,67% και 1 έδρα η Ενωσις Αγροτικών Κομμάτων με επικεφαλής
τον Αλέξανδρο Μυλωνά, και
– 0,62% και 1 έδρα διάφοροι ανεξάρτητοι κεντρώοι υποψήφιοι.
Έτσι, στις 18 Απριλίου 1946, μετά τη βραχύβια θητεία της
κυβέρνησης συνεργασίας υπό τον πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας Παναγιώτη
Πουλίτσα, ο αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος Κωνσταντίνος Τσαλδάρης ανέλαβε την
πρωθυπουργία, σχηματίζοντας -με την υποστήριξη του Κόμματος Εθνικών Φιλελευθέρων
και του Μεταρρυθμιστικού Κόμματος- την πρώτη αμιγώς φιλοβασιλική κυβέρνηση μετά
την απελευθέρωση.
Η «πολιτική αποχή» και η διολίσθηση στον Εμφύλιο Πόλεμο
Μία από τις πολλές ιδιομορφίες των εκλογών της 31ης Μαρτίου
1946 υπήρξε το γεγονός ότι η συζήτηση δεν περιορίστηκε μόνο -όπως συνήθως
συμβαίνει στις εκλογικές αναμετρήσεις- στα αποτελέσματα των καλπών, αλλά
επεκτάθηκε και στο ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα του προσδιορισμού του ποσοστού της
«πολιτικής αποχής». Με δεδομένη τη μη συμμετοχή του ΚΚΕ και άλλων κομματικών
σχηματισμών της Αριστεράς στις εκλογές, η όσο το δυνατόν ακριβέστερη αποτίμηση
της δυνητικής εκλογικής τους επιρροής συνδέθηκε αναπόφευκτα με τον υπολογισμό
της «πολιτικής αποχής». Με βάση τους μη αναθεωρημένους -και κατά συνέπεια
αναξιόπιστους- εκλογικούς καταλόγους, το σύνολο των εγγεγραμμένων σε αυτούς
ξεπερνούσε τα 2.200.000. Δεδομένου ότι οι ψηφίσαντες ανήλθαν σε περίπου
1.200.000, το ποσοστό της αποχής φαινομενικά υπερέβαινε το 45%. Στην
πραγματικότητα, όμως, οι εκλογικοί κατάλογοι περιείχαν μεγάλο αριθμό άκυρων
εγγραφών, με αποτέλεσμα να μην είναι ασφαλής η εξαγωγή συμπερασμάτων ούτε για
το συνολικό ποσοστό αποχής, ούτε -πολύ περισσότερο- για εκείνο της «πολιτικής
αποχής». Οι πλέον έγκυροι υπολογισμοί καταλήγουν ότι η «πολιτική αποχή» ήταν της
τάξης του 20%: οι ίδιες εκτιμήσεις συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η εκλογική
επιρροή των κομμάτων της Αριστεράς, όπως εκφράστηκε μέσω της «πολιτικής
αποχής», ανερχόταν σε περίπου 25%.
Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή του ΚΚΕ να μη λάβει μέρος στις εκλογές του 1946, ανεξάρτητα από τον αριθμό των ψήφων που τελικά θα συγκέντρωνε, υπήρξε στρατηγικό λάθος εκ μέρους της ηγεσίας του, το οποίο αφενός συνέτεινε στην περαιτέρω πόλωση του πολιτικού κλίματος και αφετέρου άφησε εκτεθειμένους σε διώξεις τους οπαδούς του που αποφάσισαν να στοιχηθούν με την κομματική γραμμή της αποχής. Το γεγονός, εξάλλου, ότι τα ξημερώματα της 30ής προς 31η Μαρτίου 1946 ομάδα κομμουνιστών ανταρτών επιτέθηκε στον Σταθμό Χωροφυλακής Λιτοχώρου, ερμηνεύθηκε από τις αστικές δυνάμεις ως απτή απόδειξη της απόφασης του ΚΚΕ να καταλάβει με τη βία την εξουσία και αναγορεύθηκε έκτοτε σε χρονικό σημείο έναρξης του Εμφυλίου Πολέμου. Ετσι, οι εκλογές του 1946 συνδέθηκαν έμμεσα με τη συμβατική απαρχή του τρίχρονου αδελφοκτόνου σπαραγμού, αποτελώντας με αυτό τον πρόσθετο τρόπο σημείο καμπής στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδας.
*Ο Αντώνης είναι Επίκουρος Καθηγητής Διπλωματίας και Διεθνούς Οργάνωσης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Είναι Επιστημονικός Συντονιστής του Κέντρου Διεθνούς και Ευρωπαϊκής Πολιτικής Οικονομίας και Διακυβέρνησης του ίδιου Τμήματος. Είναι διδάκτορας Διπλωματικής Ιστορίας του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου. Έχει διατελέσει Visiting Fellow στο Wilfried Martens Centre for European Studies στις Βρυξέλλες. Έχει εργαστεί ως Εμπειρογνώμονας στην Επιτροπή Περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αντικείμενο την Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας και το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Δράσης για τη Μετανάστευση. Έχει επιμεληθεί την ιστορική τεκμηρίωση του Αρχείου Κινηματογραφικών Επικαίρων του Ελληνικού Οπτικοακουστικού Αρχείου για τις χρονικές περιόδους 1944-1967 και 1974-1982. Είναι μέλος της Ελληνικής Ιστορικής Εταιρείας, της Ελληνικής Επιτροπής Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης, της Ελληνικής Εταιρείας Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων, και του Ελληνικού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων. Στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται η ιστορία των διεθνών σχέσεων, η διπλωματία και η οργάνωση της διεθνούς κοινωνίας, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, καθώς και η διαχρονική εξέλιξη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής με έμφαση στην περιοχή των Βαλκανίων και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Είναι συγγραφέας οκτώ βιβλίων, έχει επιμεληθεί και συνεπιμεληθεί τρεις συλλογικούς τόμους, ενώ δεκάδες άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά (π.χ. Diplomacy and Statecraft, Journal of Imperial and Commonwealth History, Middle Eastern Studies κ.ά.) και σε συλλογικούς τόμους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.