«Όπως φαίνεται με έχουν απαγάγει»


Όταν ένας Αμερικανός διπλωμάτης έπεσε θύμα απαγωγής ξεκίνησε να ξετυλίγεται το κουβάρι μιας απίστευτης ιστορίας με πρωταγωνιστή βγαλμένο από ταινία

To πρωινό της 22ας Μαρτίου 1974 η οικογένεια Πάτερσον πήρε πρωινό σε ένα μοτέλ στο Ερμοσίγιο στο Μεξικό. Ο Τζον και η Άντρα συζητούσαν για την ανάγκη να βρουν μια μόνιμη κατοικία στη χώρα και η 4χρονη κόρη τους Τζούλια τους παρακολουθούσε. Ο Τζον ήταν διπλωματικός ακόλουθος στην αμερικανική πρεσβεία. Εργαζόταν για πρώτη φορά εκτός των ΗΠΑ. 

Μετά το πρωινό ο 31χρονος πήγε στο κτίριο της πρεσβείας. Το μεσημέρι είχε ραντεβού με μια ομάδα κτηνοτρόφων.

Στις 11:00 πήρε τα κλειδιά ενός υπηρεσιακού οχήματος και βγήκε στον εξωτερικό χώρο στάθμευσης. Ένας συνεργάτης του δήλωσε ότι είδε τον Τζον να μιλάει με έναν άντρα με μουστάκι, γυαλιά ηλίου και μπλε κοστούμι. Μπήκαν μαζί στο υπηρεσιακό όχημα και έφυγαν.

Περίπου μια ώρα μετά ένας υπάλληλος στο μοτέλ Ελ Ενκάντο θα δηλώσει ότι είδε τον Πάτερσον να περνά με το αυτοκίνητο. Δίπλα του καθόταν ο μυστηριώδης άντρας.

Στις 14:30 η Άντρα δέχθηκε τηλεφώνημα από την πρεσβεία. Έπρεπε να μεταβεί εκεί άμεσα για «ένα πολύ σημαντικό θέμα»

Την ενημέρωσαν ότι ο Τζον δεν είχε εμφανιστεί στην συνάντηση με τους κτηνοτρόφους. Στην πρεσβεία είχε βρει ένα φάκελο με ένα μήνυμα. «Όπως φαίνεται είμαι όμηρος του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού του Μεξικού» ανέφερε την πρώτη πρόταση και στη συνέχεια τόνισε ότι η ομάδα ζητούσε 500.000 δολάρια τα οποία θα παρέδιδε η ίδια η Άντρα σε δύο δόσεις.

Την πρώτη θα την άφηνε σε ένα συγκεκριμένο σημείο σε ένα ξενοδοχείο στην πόλη Νογκάλες. Στη συνέχεια έπρεπε να ταξιδέψει στο Μέχικο Σίτι και να περιμένει οδηγίες για το πώς θα παραδώσει το υπόλοιπο ποσό.

«Για κανέναν λόγο δεν πρέπει να γίνει καμία ενημέρωση για την απαγωγή μου πριν και μετά την απελευθέρωση μου. Αν η ομηρία γνωστοποιηθεί και επέμβουν οι αρχές ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός θα εκτελεί κάθε εβδομάδα έναν Αμερικανό υπάλληλο ή ένα μέλος της οικογένειας του» προειδοποιούσε το σημείωμα.

Τα ραντεβού για τα λύτρα

Για την απαγωγή ενημερώθηκε ακόμα και ο πρόεδρος Νίξον. Ο Τζον Πάτερσον ήταν ο έκτος Αμερικανός διπλωμάτης που έπεφτε θύμα απαγωγής μέσα σε διάστημα ενός χρόνου. Ο Νίξον ξεκαθάρισε ότι ακόμα και αν η ζωή ενός Αμερικανού πολίτη βρίσκεται σε κίνδυνο η κυβέρνηση του δεν θα διαπραγματευτεί με τρομοκράτες ούτε θα πληρώσει λύτρα. Την υπόθεση θα αναλάμβαναν οι μεξικάνικες αρχές που θα είχαν την υποστήριξη των ΗΠΑ.

Η Άντρα Πάτερσον έπρεπε να αποφασίσει αν θα πληρώσει ή όχι το ποσό που της ζητούσαν. Οι γονείς της ήταν εύποροι και είχαν πολύ ισχυρούς οικονομικά φίλους. Μέσα σε λίγες ώρες κατάφερε να συγκεντρώσει τις πρώτες 250.000 δολάρια.

Θα παρέδιδε την πρώτη δόση και θα κέρδιζε χρόνο για τον Τζον.

Το μεσημέρι της 23ης Μαρτίου 1974 η Άντρα συνοδευόμενη διακριτικά από δύο πράκτορες οδήγησε μέχρι το Νογκάλες το οποίο ουσιαστικά χωρίζεται από τα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού και έχει αμερικανική και μεξικανική πλευρά.

Με τα χρήματα μαζί της μέσα σε κουτιά από μπισκότα πέρασε τα σύνορα και έκλεισε ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Φράι Μάρκος όπου θα γινόταν η παράδοση.

Όλη την 24η Μαρτίου περίμενε τηλεφώνημα από τους απαγωγείς. Δεν την πήραν ποτέ. Το FBI της ζήτησε να επιστρέψει στο Ερμοσίγιο, καθώς είχαν κάνει μια σημαντική ανακάλυψη. Σε ένα βενζινάδικο είχαν βρει το αυτοκίνητο του Τζον Πάτερσον.

Ο Τύπος είχε πλέον ενημερωθεί για το θέμα και μια θεωρία ότι η απαγωγή είναι απάτη άρχισε να κυκλοφορεί. Δημοσιεύματα υποστήριξαν ότι την είχε σκηνοθετήσει ο ίδιος ο Πάτερσον. Στις 27 Μαρτίου η αμερικανική κυβέρνηση ενημέρωσε επίσημα για την υπόθεση που έγινε πρωτοσέλιδο.

Τρομαγμένη για το πώς θα αντιδράσουν οι τρομοκράτες η Άντρα διάβασε, στις 30 Μαρτίου, μια απολογητική δήλωση. «Λυπάμαι πολύ που έγινε. Θα κάνω τα πάντα για να διασφαλίσω ότι είναι καλά. Σας παρακαλώ ενημερώστε με ότι είναι καλά. Σας παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μου» ανέφερε παρουσία περίπου 30 δημοσιογράφων. Έκλεισε το μήνυμα της στα γαλλικά, τη γλώσσα που μιλούσαν συχνά με τον Τζον. «Giovanni, je t’attends» (Τζον σε περιμένω) είπε.

Την ίδια ώρα οι μεξικανικές αρχές διεξήγαγαν μια τεράστια έρευνα για να εντοπίσουν τον Πάτερσον. Έκαναν συλλήψεις και εφόδους σε σπίτια. Δεν βρήκαν τίποτα σχετικό με την υπόθεση.

Πρόκειται για απάτη..

Το FBI από τη μεριά του αμφέβαλε πως μια επαναστατική ομάδα εμπλέκεται και θεωρούσε πως το πιθανότερο σενάριο είναι αυτό της απάτης. Θεωρούσαν ότι η απαγωγή ενορχηστρώθηκε από τους Πάτερσονς για τα χρήματα.

Κανείς ποτέ δεν είχε ακούσει ξανά για την οργάνωση του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού του Μεξικού και ήταν πολύ περίεργο που δεν ήθελε δημοσιότητα. Συνήθως οι τρομοκράτες την επιζητούν για να περάσουν τα μηνύματα τους.

Οι Αμερικάνοι πράκτορες ξεκίνησαν έρευνα για τους Πάτερσονς ενώ είχαν στα χέρια τους και ένα σκίτσο του άντρα που συναντήθηκε με τον Τζον στο παρκινγκ της πρεσβείας, λίγο πριν εξαφανιστεί.

Ανακάλυψαν ότι η Τζούλια δεν είναι βιολογικό παιδί του Τζον και ότι επισήμως η Άντρα δεν είχε χωρίσει τον πρώτο της σύζυγο. Βρήκαν επίσης στοιχεία ότι συμμετείχε σε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις. Πλέον θεωρούσαν βέβαιο ότι η απαγωγή ήταν απάτη και ενημέρωσαν και τις μεξικανικές αρχές. Μέσα σε λίγες μέρες ο Τύπος του Μεξικού είχε πρώτο θέμα την «αυτό-απαγωγή» και τόνιζε ότι σύντομα θα ασκηθούν κατηγορίες στους Πάτερσονς.

Στις 2 Απριλίου 1974 υψηλόβαθμο στέλεχος του FBI ανέφερε ότι αμέσως μόλις επιβεβαιωθεί ότι πρόκειται για απάτη θα κινηθούν οι νομικές διαδικασίες κατά του ζευγαριού.

Το τηλεφώνημα και η επιστολή

Οι απαγωγείς είχαν εξαφανιστεί μέχρι τις 10 Απριλίου όταν ένας άντρας που μιλούσε τέλεια αγγλικά με τεξανή προφορά πήρε τηλέφωνο στο σπίτι του πρέσβη στο Ερμοσίγιο και ζήτησε την Άντρα. Του είπαν ότι δεν βρίσκεται εκεί.

«Θα της δώσω... δώσουμε μια δεύτερη ευκαιρία. Να πάει στο Ροσαρίτο στην Μπάχα. Είμαστε και οι δυο μας στην Μπάχα. Να μείνει στο ξενοδοχείο Ροσαρίτο Μπιτς. Θα επικοινωνήσω μαζί της την Παρασκευή. Ο Τζον και εγώ θα ελευθερωθούμε την Κυριακή αν η Άντρα δεν δημιουργήσει προβλήματα» ανέφερε ο άντρας.

Υποστήριξε ότι είναι και ο ίδιος όμηρος και δεν μπορούσε να προσφέρει άλλες πληροφορίες. «Αυτοί οι άνθρωποι είναι κοντά στο κάνουν κακό στον Τζον για όλο αυτό και είναι πολύ σοβαροί» ανέφερε κλείνοντας. Το FBI εντόπισε ότι το τηλεφώνημα είχε γίνει από το Σαν Ντιέγκο των ΗΠΑ. Η Άντρα ακολούθησε τις οδηγίες. Πήγε στο Ροσαρίτο αλλά και πάλι κανείς δεν επικοινώνησε μαζί της.

Στις 6 Μαΐου μια επιστολή έφτασε στην πρεσβεία στο Ερμοσίγιο. Ήταν γραμμένη στο ίδιο χαρτί με το αρχικό σημείωμα της απαγωγής και είχε σταλεί στις 30 Απριλίου από την Καλιφόρνια. «Δύο φορές σας δώσαμε την ευκαιρία να τον ελευθερώσετε και δύο φορές προσπαθήσατε να παγιδεύσετε τους μαχητές μας όμως ξέρουμε τι κάνετε όταν το κάνετε. Αν αποτύχετε και πάλι να ακολουθήσετε τις οδηγίες μας ο θάνατος θα είναι η μόνη απελευθέρωση του» ανέφερε η επιστολή. Ζητούσε από την Άντρα να επιστρέψει στο Ροσαρίτο και να κλείσει δωμάτιο με το όνομα Γουέστ. «Αν μας δώσει τα 250.000 δολάρια θα την πάμε να δει τον σύζυγο της» τόνιζε η επιστολή.

Υπήρχε όμως ένα μεγάλο πρόβλημα. Οι οδηγίες ανέφεραν ότι η Άντρα πρέπει να είναι στο ξενοδοχείο στο Ροσαρίτο έως τις 3 Μαΐου και η επιστολή έφτασε στην πρεσβεία τρεις μέρες μετά. Η Άντρα εμφανίστηκε και πάλι στον Τύπο. Τόνισε ότι είναι έτοιμη να κάνει ό,τι χρειαστεί και τους ζήτησε μια απόδειξη ότι πράγματι έχουν τον Τζον και είναι καλά.


Ο... ήρωας

Στο FBI πλέον αναθεωρούσαν την άποψη τους για την υπόθεση. Το σενάριο της απάτης πλέον δεν έμοιαζε πιθανό και η έρευνα είχε εστιάσει πλέον σε έναν 40χρονο Αμερικανό. Ένα άντρα που μόλις έναν χρόνο πριν είχε βρεθεί στον Λευκό Οίκο ως εθνικός ήρωας.

Στις 14 Μαρτίου 1973 είχαν επιστρέψει στις ΗΠΑ 108 Αμερικάνοι πολίτες που κρατούνταν αιχμάλωτοι πολέμου από τους Βιετναμέζους. Ο Μπόμπι Τζο Κίζι (στην κεντρική φωτό αλλά και στην από πάνω όπου αγγίζει τη σημαία για την άφιξη του στις ΗΠΑ) ήταν ένας από αυτούς. Η ιστορία του θυμίζει κινηματογραφικό σενάριο.

Κατατάχθηκε σε ηλικία 17 ετών στον στρατό και στάλθηκε σε Ιαπωνία, Γερμανία και Ισλανδία. Τον Ιανουάριο του 1962 έφυγε χωρίς άδεια από στρατόπεδο στην Αριζόνα. Έκλεψε ένα αυτοκίνητο και έφτασε ως την Αλάσκα. Εκεί, με ψεύτικη δικαιολογία, νοίκιασε ένα μικρό αεροπλάνο. Κάνοντας αρκετές στάσεις για ανεφοδιασμό κατάφερε να πετάξει μέχρι την Αβάνα της Κούβας.

Εκεί τον συνέλαβαν οι αρχές και δεν συγκινήθηκαν από την ιστορία του ότι ήθελε να ζητήσει άσυλο και να ζήσει στη σοσιαλιστική χώρα. Τον απέλασαν και επιστρέφοντας στις ΗΠΑ βρέθηκε αντιμέτωπος με τη δικαιοσύνη. Στο δικαστήριο ο Κίζι υποστήριξε ότι είναι πράκτορας της CIA και πήγε στην Αβάνα για να αποσταθεροποιήσει τον καθεστώς Κάστρο. Η CIA επέμενε ότι δεν τον είχε στρατολογήσει. Τελικά καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση. Έμεινε τρία χρόνια στο κελί και αποφυλακίστηκε.

Μετά από μια σειρά από απάτες και μια ακόμα καταδίκη, τον Σεπτέμβριο του 1970, ταξίδεψε στην Ταϊλάνδη. Εκεί παριστάνοντας τον παραγωγό ταινιών νοίκιασε ένα μικρό αεροπλάνο. Όταν βρίσκονταν πάνω από τα σύνορα του Λάος έβγαλε πιστόλι και ζήτησε από τους πιλότους να τον πάνε στην πόλη Ντονγκ Χόι στο Βόρειο Βιετνάμ.

Το αεροπλάνο προσγειώθηκε σε μια παραλία και ο Κίζι πήγε σε ένα χωριό. Η υποδοχή δεν ήταν αυτή που θα ήθελε. Τον συνέλαβαν με την κατηγορία της κατασκοπείας. Οι αρχές του Βιετνάμ τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια για να τους δώσει πληροφορίες που όμως δεν είχε.

Οι αμερικάνικες αρχές και οι η οικογένεια του θεωρούσαν ότι είναι νεκρός και ήταν τεράστια έκπληξη για όλους η εμφάνιση του μαζί με τους άλλους αιχμαλώτους (μεταξύ των οποίων ήταν και ο υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ, Τζον ΜακΚέιν).

«Θα γίνουμε πολύ πλούσιοι»

Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ ο Κίζι αντιμετωπίστηκε σαν ήρωας παρότι δεν είχε κάνει τίποτα ηρωικό. Έδωσε το παρών σε εκδήλωση στον Λευκό Οίκο και έλαβε ένα ποσό για τον χρόνο που ήταν αιχμάλωτος.

Προσπάθησε να φτιάξει τη ζωή του αλλά δεν μπορούσε να ξεφύγει από τον χαρακτήρα του. Τον Ιανουάριο του 1974 έπεισε τον 19χρονο Γκρεγκ Φάιλντεν να τον ακολουθήσει σε ένα ταξίδι στο Μεξικό. «Θα γίνουμε και οι δύο πολύ πλούσιοι» του υποσχέθηκε.

Στις 16 Ιανουαρίου 1974 πέρασαν τα σύνορα και πήγαν στο Ερμοσίγιο όπου έμενε ο πατέρας του Κίζι. Εκεί γνώρισαν κτηνοτρόφους μέσω των οποίων ήρθαν σε επαφή με υπάλληλους της πρεσβείας. Ένας από αυτους ανέφερε στον Κίζι το όνομα του Τζον Πάτερσον. «Είναι ο νέος μας οικονομικός σύμβουλος» του είπε.

Ο Κίζι αποφάσισε να τον απαγάγει. «Θα τον πάμε στην έρημο και θα τον κρατήσουμε μέχρι να πάρουμε τα λύτρα» τόνισε στον Φάιλντεν.

Στην πρώτη απόπειρα που έκαναν ο Πάτερσον δεν βρισκόταν στην πρεσβεία. Ο Φάιλντεν ξεκαθάρισε ότι δεν θα συμμετέχει σε δεύτερη.

Στις 6 Μαρτίου 1974 ο πατέρας του Κίζι πνίγηκε ενώ ψάρευε. Επέστρεψε στο Μεξικό για την κηδεία και στο σπίτι βρήκε ένα δίκαννο Remington. Αποφάσισε να προχωρήσει μόνος του το σχέδιο. Στις 19 Μαρτίου έπιασε ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Γκανδάρα στο Ερμοσίγιο. Επισκέφτηκε την πρεσβεία και συνάντησε για πρώτη φορά τον Πάτερσον. Τον έπεισε να τον πάρει μαζί του στη συνάντηση που είχε με τους κτηνοτρόφους στις 22 Μαρτίου. Μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν.

Ο Κίζι είχε κάνει ήδη το μοιραίο λάθος. Είχε κλείσει το δωμάτιο στο ξενοδοχείο με το πραγματικό του όνομα. Οι πράκτορες του FBI αναρωτιούνταν γιατί ένας καταδικασμένος για απάτες Αμερικάνος βρισκόταν στην περιοχή την ημέρα της απαγωγής. Τον έβαλαν στο στόχαστρο. Ο υπάλληλος της πρεσβείας που είχε δει τον Πατέρσον στο πάρκινγκ αναγνώρισε τον Κίζι ως τον άντρα που ήταν μαζί του.  Το FBI ήταν σίγουρο πλέον ότι ο αδελφός του Κίζι αναγνώρισε τη φωνή του στο τηλεφώνημα που είχε γίνει στην οικεία του πρέσβη.

Στα χέρια των αρχών

Το πρωινό της 28ης Μαΐου ο Μπόμπι Τζο Κίζι συνελήφθη στην Χάντινγκτον Μπιτς στην Καλιφόρνια. Ομολόγησε ότι είχε γράψει την επιστολή στις 30 Απριλίου για να δώσει ελπίδα στην Άντρα αλλά υποστήριξε ότι δεν γνωρίζει τίποτα άλλο για την απαγωγή.

Στις 8 Ιουλίου ένας χωρικός εντόπισε βόρεια του Ερμοσίγιο ένα πτώμα. Αρχικά θεώρησε ότι είναι κάποιο νεκρό ζώο αλλά όταν πλησίασε διαπίστωσε ότι είναι ένας νεκρός άντρας. Ο ιατροδικαστής επιβεβαίωσε ότι ήταν ο Τζον Πάτερσον. Η αιτία θανάτου ήταν χτύπημα στο κεφάλι με αμβλύ όργανο.

Οι αρχές εντόπισαν σε ένα οπλοπωλείο το δίκαννο του Κίζι. Η ανάλυση βρήκε ίχνη αίματος στο κοντάκι. Ο Κίζι πλέον κατηγορούνταν επίσημα και για τη δολοφονία.

Αφού απείλησε τον Πάτερσον τον οδήγησε στην έρημο. Ακολούθησε συμπλοκή. Ο Πάτερσον δέχθηκε το πρώτο χτύπημα από το κοντάκι στο πρόσωπο και έσπασαν τα γυαλιά του (βρέθηκαν σε μικρή απόσταση από το πτώμα). Πεσμένος πλέον δέχθηκε το δεύτερο και θανάσιμο χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του.

Μάρτυρες όμως δεν υπήρχαν και τα στοιχεία ήταν περιστασιακά. Οι αρχές φοβήθηκαν ότι ο Κίζι δεν θα καταδικαστεί και δέχθηκαν μια συμφωνία. Δήλωσε ένοχος για συνωμοσία απαγωγής και όλες οι άλλες κατηγορίες αποσύρθηκαν. Καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση και η Άντρα Πάτερον έλαβε την υπόσχεση ότι δεν θα βγει νωρίτερα.

Ακόμα ένα θύμα

Το 1998 ο Χάρι Κρίστενσεν έβαλε σε αγγελία του μικρό αεροπλάνο Cesna που είχε. Επικοινώνησε μαζί του ένας άντρας από το Λας Βέγκας. Του είπε ότι είναι κτηματομεσίτης και ονομάζεται Μπόμπι Τζο Κίζι.

Στις 5 Ιανουαρίου 1999 πέταξε στο Λος Βέγκας και παρέλαβε τον 64χρονο Κίζι. Η συμφωνία ήταν να επιστρέψουν μαζί, ο Κίζι να πληρώσει τα 300.000 και να φύγει με το αεροπλάνο. Η οικογένεια του Κρίστενσεν τον περίμενε να επιστρέψει αλλά αυτό έγινε ποτέ. Είχε εξαφανιστεί μαζί με το αεροπλάνο και τον Κίζι. Το Cesna εντοπίστηκε στο Όλμπουρκεκ στο Νέο Μεξικό. Στη θέση του επιβάτη βρέθηκε αίμα και σε αυτή του οδηγού η άδεια πιλότου του Κίζι και ένα άδειο 38άρι πιστόλι. Την επόμενη μέρα ο Κίζι συνελήφθη. Τελικά είχε βγει από τη φυλακή από τον Ιανουαρίου του 1986 καθώς θεωρήθηκε ότι έχει σωφρονιστεί. Από τότε ζούσε κάνοντας απάτες. Μάλιστα για κάποιες είχε συλληφθεί αλλά ποτέ δεν έμεινε στη φυλακή για πάνω από έναν χρόνο.

Κατά την ανάκριση ο Κίζι υποστήριξε ότι ο Κρίστενσεν ήταν ζωντανός όταν τον είδε τελευταία φορά. Στις 2 Μαΐου όμως ένας κτηνοτρόφος βρήκε το πτώμα του. Τον είχαν πυροβολήσει δύο φορές στο στήθος και μια στο κεφάλι.

Για να αποφύγει τη θανατική ποινή ο Κίζι δήλωσε ένοχος για τη δολοφονία. Η ποινή αυτή τη φορά ήταν ισόβια χωρίς τη δυνατότητα αποφυλάκισης.

Τον Δεκέμβριου του 2010 πέθανε στη φυλακή από καρκίνο του πνεύμονα. Κανείς δεν ζήτησε το πτώμα του.