Το πρώτο μοντέρνο «σουξέ» είχε γραφτεί τελικά στα αρχαία ελληνικά

Ένα ποιηματάκι λίγων μόνο στίχων έρχεται να αλλάξει όλα όσα ξέραμε για την ποίηση στην αρχαιότητα


Όταν οι περισσότεροι από εμάς σκεφτόμαστε την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα έχουμε συνήθως στο μυαλό μας πολύ σοβαρούς ανθρώπους που φιλοσοφούσαν όλη μέρα, μιλούσαν για δημοκρατία και κατέστρωναν στρατηγικές εξάπλωσης, ενώ αυτό που τους ενδιέφερε περισσότερο ήταν η υστεροφημία τους.

Ωστόσο, αυτό που ξεχνάμε είναι ότι ήταν και αυτοί άνθρωποι όπως εμείς που μερικές φορές ήθελαν να αστειευτούν, να γράψουν χιουμοριστικά στιχάκια και να δείξουν την αποστροφή τους για τα «όσα λέει ο κόσμος». Αυτό αποδεικνύει ένα ποίημα λίγων στίχων από τις αρχές της προηγούμενης χιλιετίας, το οποίο έχει εντοπιστεί δεκάδες φορές σε διάφορα μέρη της Ευρώπης. Πρόκειται για μια στροφή γραμμένη στα αρχαία ελληνικά που έχει βρεθεί από την Ισπανία έως και την Ουγγαρία, καθώς φαίνεται ότι κυκλοφορούσε ως «τσιτάτο» της εποχής σε όλη την επικράτεια της τότε ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Παρόλο που το ποίημα αποτελείται από λίγους μόνο στίχους μας δίνει πολλά στοιχεία για να καταλάβουμε την ιστορία της ποίησης και της μουσικής, την οποία φαίνεται ότι δεν είχαμε καταλάβει πολύ καλά ως τώρα.

Ο κόσμος ας λέει ό,τι θέλει

 «Λέγουσιν / ἃ θέλουσιν / λεγέτωσαν / οὐ μέλι μοι / σὺ φίλι με / συνφέρι σοι»

«Λένε /ό,τι θέλουν/ ας λένε/ δεν με νοιάζει/ εσύ αγάπα με/ σε συμφέρει»

Το μικρό αυτό ποιηματάκι φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερο δημοφιλές τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του 2ου αιώνα μΧ στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία και έχει βρεθεί σε αρκετά σημεία αυτής. Μια από τις πιο εντυπωσιακές ανακαλύψεις του μάλιστα έγινε στην Καρταχένα της Ισπανίας όπου βρέθηκε χαραγμένο σε 20 περίπου πολύτιμους λίθους.

Το ποίημα, η ύπαρξη του οποίου δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστή ως σήμερα, έγινε για πρώτη φορά αντικείμενο μελέτης από τον καθηγητή κλασικών σπουδών Τιμ Γουίτμαρς, ο οποίος μελέτησε όλες τις εκδοχές του που έχουν εμφανιστεί κατά καιρούς και εξέδωσε την μελέτη του πρόσφατα στο περιοδικό Cambridge Classical Journal.

Το πρώτο στοιχείο που διαπίστωσε είναι  ότι το συγκεκριμένο ποίημα παρουσίασε τελείως διαφορετικό μέτρο από αυτό που συνήθως χρησιμοποιούνταν στην αρχαία ελληνική ποίηση. Στην αρχαιότητα, η μελωδία της ποίησης βασιζόταν στον αριθμό των συλλαβών που περιείχε κάθε στίχος (συλλαβικό σύστημα) και όχι στον τονισμό των συλλαβών όπως συμβαίνει στην μοντέρνα ποίηση (τονικό σύστημα). Έτσι, θα μπορούσαμε να το θεωρήσουμε ως τον πρόγονο όλης της σύγχρονης, μοντέρνας ποίησης.

«Η ποίηση με τονισμό- ο πρόγονος όλης της μοντέρνας ποίησης και των μοντέρνων τραγουδιών- ήταν άγνωστη πριν από τον 5ο αιώνα μΧ, όταν άρχισε να χρησιμοποιείται στους βυζαντινούς ύμνους της εκκλησίας», αναφέρει ο Γουίτμαρς. Τώρα όμως, οι λίγοι αυτοί στίχοι φαίνεται ότι έρχονται να ανατρέψουν όλα όσα γνωρίζαμε μέχρι σήμερα.

«Ξέραμε εδώ και πάρα πολύ καιρό ότι υπήρχε λαϊκή ποίηση στην αρχαία Ελλάδα, αλλά τα περισσότερα ποιήματα από αυτά που επιβιώνουν μοιάζουν πάρα πολύ με την ανώτερη ποίηση που σώζεται. Αυτό το ποίημα από την άλλη μας δείχνει όχι απλώς την ύπαρξη αλλά και την μεγάλη δημοφιλία μιας διαφορετικής παράδοσης, κυρίως προφορικής, η οποία ευτυχώς για εμάς βρήκε τον δρόμο της μέχρι σήμερα μέσα από μια σειρά από επιγραφές σε πέτρες», αναφέρει ο Γουίτμαρς.

«Δεν χρειαζόταν να έχεις ιδιαίτερες ποιητικές ικανότητες για να δημιουργήσεις μια τέτοιου είδους ‘μουσική’ γλώσσα και οι λέξεις που χρησιμοποιούνται είναι πολύ απλές, οπότε είναι ξεκάθαρα μια πιο λαϊκή, δημοκρατική μορφή της λογοτεχνίας. Μπορούμε να ρίξουμε μια εντυπωσιακή ματιά σε μια μορφή λαϊκής παράδοσης που κρυβόταν κάτω από την επιφάνεια της κλασικής παράδοσης», συμπληρώνει.

Ο Γουίτμαρς θεωρεί ότι η στροφή με τις τέσσερις συλλαβές σε κάθε στίχο και με έμφαση στην πρώτη συλλαβή και λιγότερη έμφαση στην τρίτη, θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει τον «χαμένο σύνδεσμο» μεταξύ της χαμένης προφορικής ποίησης και των τραγουδιών της αρχαίας Μεσογείου και τις πιο σύγχρονες μορφές ποίησης που ξέρουμε σήμερα. Το στυλ αυτής της μορφής είναι τόσο μακρινό από τον κλασικό κόσμο, όπως λέει.

«Η ποίηση ήταν πολύ σημαντική στην αρχαιότητα. Όλοι διάβαζαν τον Όμηρο και όλη την ποίηση. Όμως ξέρουμε ότι η προφορική, καθημερινή γλώσσα δεν έμοιαζε πολύ με τον τρόπο της ποίησης, οπότε κάποια στιγμή οι άνθρωποι ‘εφηύραν’ την τονισμένη ποίηση, η οποία αντιστοιχεί ουσιαστικά στην μοντέρνα ποίηση. Αυτή είναι η μορφή που χρησιμοποιείται συνεχώς και είναι τόσο φυσική σήμερα σε εμάς που νιώθουμε ότι είναι παγκόσμια, αλλά δεν είναι. Στην πραγματικότητα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην ελληνική παράδοση κάποια συγκεκριμένη στιγμή. Αυτό το ποίημα μεταφέρει την απαρχή της εμφάνισης του τονικού συστήματος στην ποίηση περίπου 300 χρόνια νωρίτερα. Έχει αυτό τον ιδιαίτερο ρυθμό που σε μαγνητίζει– τέσσερις συλλαβές σε κάθε στίχο, τόνος στην πρώτη συλλαβή, πιο ήπιος τόνος στην τρίτη – ο οποίος συναντάται επίσης και στην ροκ και ποπ μουσική», αναφέρει ο Γουίτμαρς.

Την ίδια στιγμή ακόμα και το ίδιο το θέμα του ποιήματος «μοιάζει αφύσικα μοντέρνο», λέει ο Γουίτμαρς. «Περιέχει την ιδέα ότι δεν με ενδιαφέρει η γνώμη του άλλου, αυτήν την ισχυρή αυτοπεποίθηση σε έναν κόσμο που απαιτεί πράγματα από σένα», συμπληρώνει τονίζοντας ότι πρόκειται για μια καθαρά φιλοσοφική αντίληψη, την οποία συναντάμε σε διάφορους φιλοσόφους της αρχαιότητας από τον Ηράκλειτο και τον Παρμενίδη μέχρι τον Σωκράτη. Φυσικά, η ιδέα αυτή είναι κεντρική επίσης σε πολλά σύγχρονα ποιήματα και τραγούδια σε κάθε είδους μουσικής.

«Παγκόσμια» έκταση

Οι λίθοι στους οποίους έχει βρεθεί χαραγμένη η φράση φαίνεται ότι παραγόταν μαζικά σε εργαστήρια και διανέμονταν από την Ισπανία έως την Μεσοποταμία. Μάλιστα, ο πιο καλά διατηρημένος λίθος έχει εντοπιστεί κρεμασμένος γύρω από τον λαιμό μιας νεαρής γυναίκας, η οποία είχε θαφτεί σε μια σαρκοφάγο που βρέθηκε στην περιοχή όπου σήμερα είναι η Ουγγαρία. 



Επίσης στην Ισπανία κάποιος με το όνομα «Ευρύπυλος» το είχε χαράξει εν είδει… γκράφιτι σε έναν τοίχο και είχε ξεκινήσει λέγοντας «Ο Ευρύπυλος λέει ότι…» (κεντρική φωτογραφία). Ο Γουίτμαρς πιστεύει ότι τους λίθους αυτούς τους φορέσουν κυρίως άτομα της μεσαίας τάξης στην ρωμαϊκή κοινωνία. Ωστόσο, είναι ξεκάθαρο πως το «τσιτάτο» αυτό χρησιμοποιούνταν τόσο από άντρες όσο και από γυναίκες.


«Οι λίθοι αυτοί ήταν όπως είναι σήμερα τα μπλουζάκια στα οποία τυπώνουμε φράσεις. Όταν έχεις μια τεράστια αυτοκρατορία στην οποία ο κόσμος που βρίσκεται σε όλη της την έκταση είναι πρόθυμος να αγοράζει πράγματα που θα τον συνδέσουν με τα κέντρα της μόδας και της εξουσίας, τότε έχεις όλες τις κατάλληλες συνθήκες για να κάνεις ένα ποίημα να γίνει ‘viral’ και νομίζω ότι εδώ συνέβη ξεκάθαρα ακριβώς αυτό», τονίζει.

«Θεωρώ ότι το ποίημα αυτό ήταν τόσο ελκυστικό γιατί επέτρεπε στους ανθρώπους να βγουν από τον τοπικό μικρόκοσμό τους και να γίνουν μέλη ενός δικτύου εκλεπτυσμένων ανθρώπων που ‘έπιαναν’ αυτό το είδος του παιχνιδιάρικου και ερωτικά φορτισμένου λόγου», σημειώνει.

Ο Γουίτμαρς έπεσε πάνω σε αυτό το ποίημα μελετώντας μια συλλογή από επιγραφές και άρχισε να ψάχνει την ιστορία του όταν μια συνάδερφός του στο Κέιμπριτζ, η Ελληνίδα Άννα Λεφτεράτου, του είπε πως της θυμίζει κάποια μεταγενέστερα ποιήματα του μεσαίωνα.

«Αυτό με ώθησε να ψάξω κάτω από την επιφάνεια και μόλις το έκανα αυτή η σύνδεση με την βυζαντινή ποίηση έγινε πολύ ξεκάθαρη. Στην πραγματικότητα ήταν μια μελέτη του lockdown. Στο lockdown δεν έτρεχα όπως συνήθως έχοντας χίλια πράγματα στο μυαλό μου. Είχα κολλήσει στο σπίτι έχοντας μαζί μου έναν περιορισμένο αριθμό βιβλίων και διάβαζα ξανά και ξανά μέχρι που συνειδητοποίησα ότι εδώ υπάρχει κάτι ξεχωριστό», αναφέρει.

«Ο λόγος που κανένας δεν το είχε μελετήσει ως ποίημα νωρίτερα ήταν επειδή δεν είχε καταλογογραφηθεί μαζί με άλλα λογοτεχνικά κείμενα. Ήταν καταγεγραμμένο ως επιγραφή. Έχουμε δεκάδες χιλιάδες αρχαίες επιγραφές και θεωρώ ότι κανείς δεν το έψαχνε», καταλήγει.