Στις δύο πλευρές της πύλης


Δύο πρόσωπα που βρέθηκαν απέναντι σε μια ιστορική στιγμή. Ο Α.Σκευοφύλαξ, οδηγός του τανκ που εισέβαλε στο Πολυτεχνείο και η Πέπη Ρηγοπούλου, φοιτήτρια που τραυματίστηκε όταν το άρμα έριξε την πύλη. Μιλούν για τα όσα βίωσαν την 17η Νοεμβρίου 1973 

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 17ης Νοεμβρίου 1973 ο Α. Σκευοφύλαξ και η Πέπη Ρηγοπούλου βρέθηκαν απέναντι. Ο πρώτος μέσα στο τανκ και η δεύτερη πίσω από την πύλη του Πολυτεχνείου. Ο Σκευοφύλαξ να εκτελεί διαταγές οι οποίες, τότε τουλάχιστον, ταίριαζαν με τα πιστεύω του και η Ρηγοπούλου να είναι έτοιμη να θυσιάσει ακόμα και τη ζωή της στον αγώνα κατά της Χούντας των Συνταγματαρχών.

Όταν το τανκ χτύπησε και έριξε την πύλη οι μοίρες τους δέθηκαν για πάντα. Η Ρηγοπούλου ήταν τυχερή καθώς, παρά τα συντριπτικά κατάγματα στα πόδια, επέζησε. Ο Σκευοφύλαξ ήταν όργανο ενός καθεστώτος που δεν δίσταζε να επιτεθεί σε φοιτητές για να κρατηθεί στην εξουσία. Δεκαετίες μετά από εκείνο το ιστορικό βράδυ μιλούν για τα όσα έζησαν μπροστά και μέσα από την πύλη. Ο Σκευοφύλαξ μετανιωμένος να παλεύει με τις τύψεις και η Ρηγοπούλου να είναι σίγουρη, όπως και τότε, πως στεκόταν στη σωστή πλευρά της πύλης και της ιστορίας.

«Παλιοκουμμούνια» θα καλοπεράσετε, λέγαμε»

«Την ημέρα εκείνη ήμουν υπηρεσία. Στον στρατό είχα δέκα μήνες. Ήμουν εκπαιδευτής στο Κέντρο Τεθωρακισμένων, στο Γουδί. Τότε οι «μαυροσκούφηδες» ήταν σώμα επιλέκτων. Πήγα εθελοντικά. Μόλις άρχισαν τα επεισόδια, μπήκαμε επιφυλακή. «Οι κομμουνιστές καίνε την Αθήνα» μας έλεγαν και εμείς τους πιστεύαμε. Θυμάμαι στο στρατόπεδο κάποιοι είχαν ραδιοφωνάκια και ακούγαμε στα κρυφά τον σταθμό του Πολυτεχνείου. "Παλιοκουμμούνια» θα καλοπεράσετε!" λέγαμε. Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 16ης Νοεμβρίου, η ίλη μου πήρε εντολή να ετοιμαστεί για έξοδο. Αποφασίστηκε να βγουν πέντε δικά μας άρματα, κάτι γαλλικά AMX30. Εγώ ήμουν οδηγός στο πρώτο άρμα που βγήκε στον δρόμο» θα πει ο Σκευοφύλαξ σε μια συγκλονιστική συνέντευξη που παραχώρησε στον Κώστα Χατζίδη τον Νοέμβριο του 2003 και δημοσιεύθηκε στο Βήμα.

Μαζί με τον Σκευοφύλακα μέσα στο άρμα βρίσκονταν ο αξιωματικός Μιχάλης Γουνελάς, ως επικεφαλής, ο ανθυπασπιστής Λάμπρος Κωνσταντέλλος, ως οδηγός εδάφους, ο λοχίας Στέλιος Εμβαλωμένος και ο Γιάννης Τίρπας.

«Στη 1.15 το πρωί της 17ης Νοεμβρίου φτάσαμε στη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας. Λίγο αργότερα διασχίζαμε την Αλεξάνδρας, όταν στο ύψος του IKA, στη στάση Σόνια, σταματήσαμε γιατί ο δρόμος ήταν κλειστός. Υπήρχαν οδοφράγματα, φωτιές και ακινητοποιημένα λεωφορεία. Με διάφορες μανούβρες αριστερά – δεξιά, μπρος πίσω, άνοιξα τον δρόμο και προχωρήσαμε. Οταν φτάσαμε στη διασταύρωση της λεωφ. Αλεξάνδρας και της οδού Πατησίων, μας έδωσαν εντολή να σταματήσουμε. Εκεί, στην πλατεία Αιγύπτου, μείναμε περίπου μία ώρα. Ο κόσμος θυμάμαι ότι μας φώναζε "είμαστε αδέλφια, είμαστε αδέλφια". Εγώ ήθελα να τους φάω. Τους έβλεπα σαν παράσιτα» θυμάται ο Α.Σκευοφύλαξ.

«Η τρίτη βραδιά ήταν κόσμος και κόσμημα»

Την ίδια ώρα η Πέπη Ρηγοπούλου βρισκόταν μέσα στο Πολυτεχνείο. «Κάποιες φορές μυρίζεις ακόμα τη νύχτα εκείνη: Μυρωδιά από δακρυγόνα. Ή την άλλη: Αυτή από τις δίφορες νεραντζιές στο προαύλιο. Η τρίτη βραδιά ήταν κόσμος και κόσμημα. Σαν μια φούγκα η αντίστιξη ανάμεσα στις φωνές που ξεκινούσαν μια μελωδία, δηλαδή ένα σύνθημα, ένα τραγούδι, έναν ψίθυρο, και σε εκείνες που ακολουθούσαν επαναλαμβάνοντας όλο και πιο ελεύθερα το κεντρικό θέμα, αποκτώντας μια υπαρξιακή διάσταση. Δραπέτευση από μια γύψινη πραγματικότητα. Μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο. Μια αίσθηση κοινότητας. Ερωτας. Ο καθένας και η καθεμιά, οι «έξω» και οι «μέσα», ανεξάρτητα από το τι συνέβη μετά στη ζωή τους, έζησαν εκείνο το βράδυ μια μοναδική εμπειρία που στοίχισε σε όλους/ες. Σε άλλους περισσότερο, σε άλλους λιγότερο. Η αναγγελία των πρώτων θανάτων άλλαξε τους ήχους. Στο προαύλιο οι φωνές εναλλάσσονταν τώρα με παύσεις. Στο ιατρείο δεν ακούγονταν φωνές. Μόνο ψίθυροι», θα πει σε συνέντευξη της στον Κώστα Μανιάτη.

«Έδειχναν πανικόβλητοι και εγώ τους έβλεπα σαν μαμούνια που ήθελα να τα φάω»

Ο Σκευοφύλαξ θυμάται τη στιγμή που έφτασε μπροστά στο Πολυτεχνείο. «Μας είπαν να πάμε κοντά στο Πολυτεχνείο, αλλά όχι μπροστά στην πόρτα. Αυτό κάναμε. Σταματήσαμε λίγα μέτρα πιο πέρα. Φτάνοντας μπροστά στην πόρτα, έστριψα το άρμα προς το Πολυτεχνείο, με γυρισμένο το πυροβόλο προς τα πίσω. Θυμάμαι ότι σηκώθηκα από τη θέση μου και εγώ και το άλλο πλήρωμα. Δεκάδες φοιτητές κρέμονταν από τα κάγκελα, ενώ εκατοντάδες βρίσκονταν στον προαύλιο χώρο. Έδειχναν πανικόβλητοι και εγώ, να σκεφτείς ότι τους έβλεπα σαν μαμούνια που ήθελα να τα φάω» λέει.

Λίγο πριν τις τρεις το πρωί το καθεστώς δίνει προθεσμία λίγων λεπτών στους φοιτητές για να αποχωρήσουν από το Πολυτεχνείο. Η πύλη δεν ανοίγει και η εντολή για εισβολή έρχεται. «Τότε ήρθε ο οδηγός εδάφους του άρματος και μου λέει: "Θα μπούμε μέσα, θα ρίξουμε την πύλη. Ετοιμάσου!". Πήρα θέση και ξεκίνησα. Δεν έβλεπα πολλά πράγματα, δεν είχα καλό οπτικό πεδίο, γιατί κοιτούσα πλέον από τη θυρίδα του άρματος. Δέκα εκατοστά πριν από την πόρτα, σταμάτησα. Σταμάτησα σκόπιμα. Αυτό φαίνεται στο βίντεο της εποχής. Στο φρενάρισμα, οι φοιτητές τρομαγμένοι έφυγαν προς τα πίσω. Αν έμπαινα με ταχύτητα, θα σκότωνα δεκάδες άτομα που εκείνη τη στιγμή ήταν κρεμασμένα στα κάγκελα. H καγκελόπορτα έπεσε αμέσως. Πίσω από τη σιδερένια πύλη ήταν σταθμευμένο το Μερσεντές το οποίο είχαν βάλει εκεί οι φοιτητές για να φράξουν την είσοδο. Το έκανα αλοιφή. H αριστερή ερπύστρια το έλιωσε. Με το που έπεσε η πύλη του Πολυτεχνείου εισέβαλαν οι αστυνομικοί για να συλλάβουν τους φοιτητές. Λίγο αργότερα κατέβηκα και εγώ από το άρμα και μπήκα στον χώρο του Πολυτεχνείου. Δεν υπήρχε νεκρός. Θα μπορούσε όμως και να υπάρχουν νεκροί. Αστυνομικοί κυνηγούσαν και χτυπούσαν τους φοιτητές όπου τους έβρισκαν. Αν δεν ήταν οι ΛΟΚατζήδες να τους σταματήσουν – θυμάμαι ότι πολλές φορές πιάστηκαν στα χέρια μαζί τους – δεν ξέρω και 'γω τι θα γινόταν» τονίζει ο Σκευοφύλαξ.

«Παράφωνες οι ερπύστριες εισέβαλαν στη σιωπή»

Η Πέπη Ρηγοπούλου βρισκόταν κοντά στην Πύλη όταν το τανκ άρχισε να πλησιάζει. Μετά την εισβολή τραυματίστηκε σοβαρά στα πόδια. «Λίγο πριν από την εισβολή του τανκ σίγησαν απότομα οι φωνές. Έγινε παύση. Παράφωνες οι ερπύστριες εισέβαλαν στη σιωπή. Η επαναλαμβανόμενη εικόνα του τανκ που εισβάλλει έκτοτε κάθε χρόνο, ευτυχώς μόνο στις οθόνες της τηλεόρασης, από σύμβολο επιβολής και εισβολής, κατέληξε να σημαίνει την αντίσταση. Με μια έννοια ωστόσο δεν μπορούσε παρά να εισβάλει το τανκ.

Ο τότε στρατιώτης Α. Σκευοφύλαξ, οδηγός του τανκ, περιέγραψε μετά από χρόνια την πλύση εγκεφάλου που είχαν υποστεί. Και μετά; Το μετατραυματικό σοκ δεν θεραπευόταν τότε. Ή δεν ήταν της μόδας. Δεν υπήρχε στο τρέχον λεξιλόγιο. Καθένας μόνος με τον πόνο του. Και οι ανυπάκουοι εξεγερμένοι και οι υπάκουοι στους ανωτέρους τους στρατιώτες. Κάποιοι μίλησαν για την «παθολογία» της αντίστασης. Δεν παύουν να μιλούν μέχρι πρόσφατα. Από κακοήθεια, από φόβο, από μίσος. Ομως χωρίς αντίσταση άνθρωπος δεν υπάρχει». θυμάται η Ριγοπούλου.  Σε συνέντευξη της στην ιστοσελίδα Militaire.gr θα τονίζει επίσης: «Η επαναλαμβανόμενη έκκληση του ραδιοσταθμού του Πολυτεχνείου "αδέλφια μας φαντάροι" λίγο πριν από την εισβολή του τανκ, εξέφραζε αυτό που νιώθαμε όλοι όσοι ήμασταν εκεί. Αλλά για μένα αδέρφια μας ήταν και είναι επίσης όσοι στρατιώτες και άλλοι στρατιωτικοί αγωνίστηκαν κατά της χούντας, όσοι μετείχαν στο κίνημα του ναυτικού, ο αγαπημένος Σπύρος Μουστακλής και πολλοί άλλοι. Και ακόμα τα παιδιά μας, που σήμερα, στην ταραγμένη περιοχή μας, φυλάνε την Ελλάδα».


«Έβγαλα το πιστόλι και...»

Ο A. Σκευοφύλαξ αποκαλύπτει κι ένα περιστατικό κατά το οποίο έφτασε μια ανάσα από το να εκτελέσει έναν φοιτητή: «Στο προαύλιο του Πολυτεχνείου ήταν πολλοί χτυπημένοι. Θυμάμαι ότι είδα πολλούς τραυματίες, ενώ τρεις-τέσσερις ήταν σωριασμένοι κάτω, ακίνητοι. Δεν ξέρω αν ήταν νεκροί. Δεν κοίταξα να δω. Κάποια στιγμή ένας φοιτητής όρμησε κατά πάνω μου και μου είπε: "Τι κατάλαβες τώρα που μπήκες;". Αφήνιασα. Έβγαλα το πιστόλι και προτάσσοντάς το γύρισα και του είπα ουρλιάζοντας: "Σκάσε, ρε κωλόπαιδο, μη σε καθαρίσω". Αυτός ο φοιτητής δεν ξέρει πόσο τυχερός στάθηκε εκείνη τη στιγμή… Αν έλεγε μια κουβέντα παραπάνω, θα τον σκότωνα! Τέτοιος ήμουν. Ένας φασίστας».

Συγκλονισμένος από τις αναμνήσεις λέει:  «Όπως περνούσαν οι φοιτητές θυμάμαι ότι έριχναν μέσα στο τανκ πακέτα τσιγάρα και ό,τι προμήθειες είχαν μαζί τους. Όταν γυρίσαμε στο Γουδί, το άρμα έμοιαζε με περίπτερο. Όσο σκέφτομαι ότι οι φοιτητές μας έδιναν σάντουιτς και τσιγάρα, μετά απ’ όσα τους κάναμε… Δεν μπορώ να το συγχωρέσω αυτό το πράγμα στον εαυτό μου. Σκέφτομαι τι πήγα και έκανα!..».

Όταν επέστρεψε στο Γουδί, στη βάση των Τεθωρακισμένων, ο  Σκευοφύλαξ έγινε δεκτός με ζητωκραυγές. «Όταν γυρίσαμε στο στρατόπεδο, έγινα ήρωας. Οι στρατιωτικοί μου έδιναν συγχαρητήρια. Τότε αισθανόμουν ότι ήμουν κάποιος, ότι έκανα κάτι καλό, κάτι μεγάλο. Είχα γίνει ο ήρωας που διέλυσε τους εχθρούς της πατρίδας, τα «παλιοκουμμούνια», όπως λέγαμε τότε τους φοιτητές. Αυτά μου έλεγαν, αυτά πίστευα. Ένιωθα περήφανος. Ήμουν και εγώ φασίστας».

Η πτώση του Παπαδόπουλου και άνοδος του Ιωαννίδη θα του κλονίσει τα πιστεύω και το φρόνημα. «Την επόμενη εβδομάδα έγινε η στάση του Ιωαννίδη. Ήμουν πάλι σε επιφυλακή. Μας πάνε στο ΓΕΣ. Στο προαύλιο λάβαμε θέσεις. Δεν ξέραμε γιατί πήγαμε εκεί. Δεν μας είπαν. Γυρνώντας στο Γουδί μάθαμε ότι «έριξαν» τον Παπαδόπουλο. Τότε μέσα μου κάτι άλλαξε. Αυτοί που τον παρουσίαζαν σαν θεό, τώρα τον έβριζαν. Δεν μπορούσα να το καταλάβω αυτό. "Μα είναι τόσο πουλημένοι όλοι τους;" αναρωτήθηκα. Αυτοί πάνε όπου φυσάει ο βοριάς. "Πουλημένα τομάρια" είπα μέσα μου. Θυμάμαι ότι ο Μιχάλης Γουνελάς παρέδωσε τα γαλόνια του στους άνδρες της ΕΣΑ, που ήρθαν στο Κέντρο και τον συνέλαβαν».

Με τη Μεταπολίτευση θα βρεθεί στα σύνορα: «Ο Καραμανλής είχε πει "τα άρματα στα σύνορα". Ήταν τα γεγονότα της Κύπρου. Πήγαμε Αλεξανδρούπολη. Μετά από έξι μήνες πήρα άδεια. Αντί να απολυθώ στους 22 μήνες, έφτασα στους 30. Εφεδρεία στην εφεδρεία. Όταν απολύθηκα, όλα είχαν αλλάξει μέσα μου. Στο μεροκάματο η ζωή μου άλλαξε 180 μοίρες. Έκανα όποια δουλειά μπορείς να φανταστείς. Εργάτης κατάλαβα ότι δεν μπορώ να έχω τα ίδια αιτήματα με τους εργοδότες. Εμένα που μου έμαθαν να μισώ τους κομμουνιστές, ψήφισα δύο φορές KKE».

«Ο A. Σκευοφύλαξ σκοτώθηκε σε τροχαίο»

Ο Α. Σκευοφύλαξ ένιωθε ντροπή για το γεγονός ότι ήταν ο οδηγός του τανκ. Δεν ήθελε να μιλάει για τα γεγονότα του Πολυτεχνείο.  «Στη δουλειά πριν από χρόνια κάποιος άκουσε πώς με λένε και ρώτησε αν έχω κάποια σχέση με τον "πορτάκια", όπως είπε, του Πολυτεχνείου. "Ξάδελφός μου είναι, μακρινός. Σκοτώθηκε σε τροχαίο" απάντησα. Είμαι ένα άνθρωπος που δεν υπήρξε ποτέ 20 χρονών. Ο έφεδρος στρατιώτης A. Σκευοφύλαξ σκοτώθηκε σε τροχαίο! Οι φίλοι μου δεν ξέρουν ποιος είμαι ούτε κανείς στη γειτονιά. Μόνο η γυναίκα μου το ξέρει. Της το είπα ύστερα από χρόνια. Στα παιδιά μου δεν το είπα ακόμη. Ντρέπομαι γι’ αυτό που ήμουν, γι’ αυτό που έκανα. Στη θέση μου θα μπορούσε να βρεθεί ο καθένας, έφεδρος στρατιώτης ήμουν άλλωστε. Δεν με απαλλάσσει όμως αυτό. Μέχρι που μπήκα μέσα, πίστευα αυτό που έκανα. Στη συνέχεια έγινε ο εφιάλτης της ζωής μου» λέει.


Ο σταθμός και τα περί ξεπουλήματος

Μιλώντας για την Εξέγερση του Πολυτεχνείο η Πέπη Ρηγοπούλου (φωτο) μιλάει για έναν ιστορικό σταθμό: «Ένα ιστορικό γεγονός, η Εξέγερση του Πολυτεχνείου ή όποιο άλλο, αποτελεί κάποιο σταθμό σε μια προδιαγεγραμμένη ιστορική πορεία. Την εξέγερση εκμεταλλεύθηκε μια πιο ακραία, τάση της Χούντας, του Ιωαννίδη και των συνενόχων του. Είναι ωστόσο άκρως αμφίβολο το αν τα αμερικανικά σχέδια για ανατροπή του Μακαρίου δεν θα προχωρούσαν σε κάθε περίπτωση, μιας και η διχοτόμηση του Νησιού ήταν στόχος των Η.Π.Α. Από την άλλη είναι επίσης συζητήσιμο το αν ο τρόπος με τον οποίο έπεσε η Χούντα, με μια ταπεινωτική ήττα του ελληνισμού, την χειρότερη από το 1922, δεν μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Για παράδειγμα σε περίπτωση που το κίνημα του Ναυτικού είχε πετύχει την ανατροπή των συνταγματαρχών». Όσο για αυτούς που λένε ότι όσοι βρίσκονταν στο Πολυτεχνείο το εκμεταλλεύτηκαν μετέπειτα τονίζει: «Η έκφραση που ακούγεται πολλά χρόνια τώρα είναι ότι κάποιοι που θεωρήθηκαν οι «πρωταγωνιστές» του Πολυτεχνείου, όρος αδόκιμος και καταχρηστικός, δάνειος από τον κόσμο της σόου μπιζ, ξεπούλησαν το πολυτεχνείο ή ακόμα ότι για όλα τα δεινά της χώρας φταίει η «γενιά του Πολυτεχνείου». Όμως αν μετρήσει κανείς ηλικίες, επαγγέλματα ή ακόμα κάτι -το πιο ουσιαστικό- τα έργα και τις ημέρες των ανθρώπων που έλαβαν μέρος στην εξέγερση τότε, θα δει ότι ελάχιστοι από αυτούς έκαναν πολιτική, αν θεωρήσουμε ότι η πολιτική είναι αυτή που αλλοιώνει τους ανθρώπους με την τάση για εξουσία και με πιστεύω του τύπου "ο σκοπός αγιάζει τα μέσα" και ακόμα πιο λίγοι, μετρημένοι στα χέρι την άσκησαν από θέσεις εξουσίας οπότε και κρίνονται για τους τρόπους που την άσκησαν. Όμως όλοι οι άλλοι, τι γίνεται με αυτούς; Διάβρωσαν τα πάντα και τα ξεπούλησαν; Αυτό είναι ένα τεράστιο ψέμα χωρίς καμιά ιστορική βάση. Η άγρα της εξαίρεσης είναι το βασικό όπλο της επικοινωνίας σήμερα, που όλο και πιο πολύ άλλοτε συνειδητά και άλλοτε ασυνείδητα ολισθαίνει στην προπαγάνδα».

«Θα ήθελα να τη δω, να της πω…»

Κλείνοντας τη συνέντευξη του ο Α Σκευοφύλαξ μιλάει για όσους αντιστάθηκαν στην Χούντα αλλά και προσωπικά στην Πέπη Ρηγοπούλου. «Είχαν μεγάλη ψυχή. Ήταν παλικάρια. Δεν ξέρω αν έχει νόημα, αλλά θα ήθελα να τους πω μια μεγάλη συγγνώμη. Πιστεύω ότι αν δω σήμερα την Πέπη Ρηγοπούλου, δεν θα ξέρω τι να της πω. Πολλές φορές όλα αυτά τα χρόνια πέρασε από το μυαλό μου να τη συναντήσω, αλλά σταματούσα. Θα ήθελα να τη δω, να της πω… Δεν τολμάω όμως. Τα λόγια δεν σβήνουν τις πράξεις».