Μια γλυκιά αφήγηση για έναν 94χρονο Έλληνα που ζει στην Αστόρια και μιλά ακόμα σπαστά αγγλικά, αλλά ξέρει να μοιράζεται την αγάπη και τη φιλία
Η Νικολέτα Ρίτσαρτσον είναι μια Αμερικανίδα δημοσιογράφος
ελληνικής καταγωγής, η οποία αρθρογραφεί στην ιστοσελίδα today.com. Το
τελευταίο άρθρο της ωστόσο ήταν πολύ διαφορετικό από τα υπόλοιπα. Αφηγήθηκε πώς
ένας ηλικιωμένος Έλληνας μπακάλης στην Αστόρια των ΗΠΑ κατέληξε να είναι κάτι
σαν «υιοθετημένος παππούς» γι’ αυτήν αποδεικνύοντας ότι η αγάπη και η φιλία δεν
έχει ηλικία.
Η αφήγησή της:
Ο καθένας χρειάζεται ένα μέρος όπου θα νιώθει άνετα να κλάψει.
Στα 27 μου, βρήκα ένα μέρος λίγο απροσδόκητο: ένα παντοπωλείο που ανήκε σε έναν
94χρονο Έλληνα.
Δάκρυα χαράς, δάκρυα λύπης, δάκρυα απογοήτευσης – όλα
χύθηκαν μπροστά στον Κυριάκο, έναν μπακάλη με ομώνυμη επιχείρηση. Κάπου ανάμεσα
στις κουτιά με τον μπακλαβά, τους κουβάδες γεμάτους με ελιές και τα ράφια με το
εισαγόμενο ελαιόλαδο, εμείς, δύο άγνωστοι με διαφορά γενεών, μετατραπήκαμε απροσδόκητα
σε δύο φίλους ζωής.
Το 2019, ο νυν σύζυγός μου, Σαμ, και εγώ μετακομίσαμε στην
Αστόρια, την ελληνική γειτονιά στο Κουίνς της Νέας Υόρκης. Ως κάποια που
πήγαινε στην Αστόρια με τον παππού της καθώς μεγάλωνε, ήμουν ενθουσιασμένη που
θα συνδεόμουν με τους γείτονές μου σε μια προσπάθεια να βρω με πιο βαθύ τρόπο
που ανήκω πολιτισμικά.
Την πρώτη φορά που συνάντησα τον Κυριάκο, χρειαζόμουν μια
χάρη. Είχαμε μόλις μετακομίσει και η εταιρεία φυσικού αερίου έπρεπε να ανοίξει
το αέριο στο διαμέρισμά μας. Ωστόσο, επειδή κάποιος έμενε στο υπόγειο όπου
βρισκόταν ο διακόπτης του φυσικού αερίου της πολυκατοικίας, η εταιρεία αερίου
μου είπε ότι μπορούσαν να μπουν μόνο αν υπήρχε κάποιος -εκτός από μένα- από τη
γειτονιά, ως μάρτυρας.
Πανικοβλήθηκα. Δεν ήξερα κανέναν. Ποιος θα ήταν διαθέσιμος
να διακόψει τη μέρα του για να σταθεί σε ένα τυχαίο υπόγειο για κάποιον που δεν
γνώριζε καν;
Περιπλανήθηκα μέχρι τη γωνία και είδα μια μπλε τέντα με
εισαγόμενα ελληνικά προϊόντα στη βιτρίνα. Με υποδέχτηκε ένας ασπρομάλλης άντρας
με μπλε ποδιά πίσω από τον πάγκο. Του εξήγησα τι ακριβώς θέλω και παρόλο που
κατάλαβα ότι δεν μιλούσε άπταιστα αγγλικά, κατάλαβε αρκετά. Σοκαρίστηκα όταν
συμφώνησε να με βοηθήσει.
Το γκάζι μας άνοιξε με επιτυχία και ο Κυριάκος κατευθύνθηκε πίσω στο μαγαζί του πριν προλάβω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου. Όταν πήγα από το μαγαζί για να τον ευχαριστήσω υποβάθμισε αμέσως τη σημασία της χάρης που μου έκανε και τελικά δώρισε αυτός σε μένα έναν χυμό για το σπίτι. Η ανταλλαγή αυτή μου άφησε κάτι πολύ περισσότερο από μια κουζίνα που δούλευε και έναν χυμό που με δρόσισε: είχα βρει έναν αξιόπιστο γείτονα που ενσάρκωνε το «φιλότιμο», μια αμετάφραστη ελληνική λέξη που αντιπροσωπεύει έναν άνθρωπο που δίνει με ανιδιοτέλεια στους άλλους.
Κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών, ο Κυριάκος με έσωσε
πολλές φορές: όταν δεν είχα αρκετά μετρητά για να πληρώσω ένα προϊόν ή όταν
απλά ήθελα να δω ένα φιλικό πρόσωπο κατά τη διάρκεια των πρωινών μου διαδρομών.
Γνώρισε τον Σαμ, τους γονείς μου, τη θεία μου και τα ξαδέλφια μου και μου
μίλησε για τα παιδιά και τα εγγόνια του. Ο Κυριάκος έλαμπε κάθε φορά που
έδειχνε τη φωτογραφία του εγγονού του, που αποφοίτησε από το Χάρβαρντ,
κολλημένη στον τοίχο πίσω από το ταμείο.
Παρενέβη ακόμη και όταν με προσέβαλε ένας γείτονας που
υποπτευόμουν από καιρό ότι με περιφρονούσε επειδή δεν μιλούσα ελληνικά. Ο
άνδρας είχε αρχίσει να κάνει ανάρμοστα σχόλια που με κορόιδευαν και μου
υπενθύμιζαν ότι η «ελληνικότητά» μου δεν ήταν αρκετή.
Μια μέρα είχα τελειώσει το τρέξιμο και καθώς πλησίαζα στην
πόρτα, ο γείτονας μου είπε: «Φαίνεται ότι παχαίνεις». Το αίμα μου έβρασε. Ήμουν
μπερδεμένη, πληγωμένη, θυμωμένη και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι αυτό το άτομο
είχε το θράσος να σχολιάσει το σώμα μιας γυναίκας τόσο χαλαρά σαν να ήταν
τελείως φυσικό.
Το επόμενο πρωί, με την καρδιά μου ακόμα βαριά, πήγα στο
κατάστημα του Κυριάκου. Όταν με χαιρέτησε, με δυσκολία συγκράτησα τα
συναισθήματά μου. Καθώς του είπα τι συνέβη, το πρόσωπο του που έδειχνε ανησυχία
μετατράπηκε ξαφνικά σε θυμό, καθώς άρχισε να επαναλαμβάνει: «Θα του μιλήσω».
Δεν ξαναείδα ποτέ εκείνον τον άνθρωπο έξω από την πόρτα μου.
Τότε το κατάλαβα: Ο Κυριάκος δεν νοιαζόταν αν μιλούσα
ελληνικά ή αν ήμουν από την Ελλάδα, και δεν με έκρινε με βάση την αντίληψή του
για μένα ως Ελληνίδα. Αναγνώρισε την περηφάνια μου ως κάποια που αυτοπροσδιοριζόταν
ως Ελληνοαμερικανίδα και τη λαχτάρα μου να συνδεθώ με τους γύρω μου και με
αγκάλιασε – όχι γι’ αυτό που οι άλλοι ήθελαν να είμαι, αλλά γι’ αυτό που ήμουν.
Όταν ήρθε η πανδημία, ο Σαμ κι εγώ φύγαμε από το διαμέρισμά
μας για να μείνουμε για λίγο με τις οικογένειές μας. Όταν επιστρέψαμε μήνες
αργότερα, ανυπομονούσα να επισκεφτώ τον Κυριάκο.
Μπήκα στο μαγαζί του και κοιταχτήκαμε πίσω από τις μπλε
μάσκες μας. Τα μάτια μου βούρκωσαν. Κάναμε βασικές ερωτήσεις που, εκείνη την
εποχή, είχαν μεγάλη βαρύτητα: «Πώς αισθάνεσαι; Πώς είναι η οικογένειά σου;
Είσαι καλά;». Ανακουφίστηκα όταν άκουσα ότι η υγεία του ήταν μια χαρά, και
μπερδεύτηκα όταν έμαθα ότι κράτησε το κατάστημά του ανοιχτό καθ’ όλη τη
διάρκεια της πανδημίας, δουλεύοντας – απ’ όσο ήξερα – μόνος του.
Εκ των υστέρων κατάλαβα ότι αυτό δεν αποτελεί έκπληξη: Ο
Κυριάκος νιώθει καλά προσφέροντας στους ανθρώπους που περνούν την πόρτα του.
Όπως και στις περισσότερες επισκέψεις μου για να δω τον
Κυριάκο, δεν έμεινα εκεί για πολύ: Τα φτωχά ελληνικά μου και τα σπαστά αγγλικά
του μας περιόριζαν στη συζήτηση. Αλλά κατά τη διάρκεια αυτής της συγκεκριμένης
επίσκεψης, με αποκάλεσε «υιοθετημένη εγγονή του» και καθώς έφυγα με ένα κουτί
μπακλαβά δώρο, συνειδητοποίησα ότι το συναίσθημα ήταν αμοιβαίο. Ο υιοθετημένος
μου παππούς.
Φτάνουμε στον Αύγουστο του 2022. Είχα μόλις επιστρέψει από
ένα ταξίδι στην Ελλάδα με τη μαμά μου, και ήθελα να τρέξω στον Κυριάκο για να
πω τα πάντα γι’ αυτό και για να εξασκήσω τις νεοαποκτηθείσες δεξιότητές μου
στην ελληνική γλώσσα. Ο Σαμ κι εγώ είχαμε μετακομίσει από τη γειτονιά, αλλά
επέστρεφα συχνά για να τον επισκέπτομαι.
Μπήκα μέσα με το «yassou» (γεια σου) στα ελληνικά και το
πρόσωπό του φωτίστηκε. Τον ρώτησα πώς ήταν και τότε η χαρά του μετατράπηκε
γρήγορα σε θλίψη. Ο Κυριάκος είχε χάσει ένα στενό μέλος της οικογένειάς του και
φαινόταν συντετριμμένος. Του είπα πόσο τον αγαπούσε η οικογένειά του, οι φίλοι
και οι γείτονές του. Ο Κυριάκος τότε με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια, χωρίς να
συγκρατεί δάκρυα ή συναισθήματα, και είπε: «Δεν με άφησες».
Η καρδιά μου βυθίστηκε στο στήθος μου.
«Φυσικά και δεν σε άφησα!» είπα.
Αγκαλιαστήκαμε – δεν χρειαζόταν να χρησιμοποιήσει λόγια για
να καταλάβω το βάρος αυτού που μόλις είπε. Τον διαβεβαίωσα ότι θα επέστρεφα,
και καθώς έβγαινα έξω με ένα κουτί ελληνικά μπισκότα με πορτοκάλι και κανέλα
που ονομάζονται μελομακάρονα, το είπε ξανά σαν να σιγούρευε: «Δεν με άφησες».
Όλο αυτό το διάστημα, πίστευα ότι εγώ τον χρειαζόμουν
περισσότερο από ό,τι εκείνος εμένα, αλλά εκείνη η επίσκεψη άλλαξε αυτό που
πίστευα. Ο Κυριάκος υποδέχεται αμέτρητα πρόσωπα σε καθημερινή βάση και έχω
παρατηρήσει ότι τα συναντά με την ίδια αβίαστη στοργή που έχω αγαπήσει και
θαυμάσει. Αλλά δεν ξέρεις ποτέ τι περνάει κάποιος άλλος, και απλά το να
συναντήσεις κάποιον συχνά το πιο σημαντικό πράγμα που μπορούμε να κάνουμε ο
ένας για τον άλλον – ακόμη και αν δεν είμαστε σίγουροι ότι το χρειαζόμαστε.
Δεν γνωρίζω τα μυστικά της προσωπικής ζωής του Κυριάκου,
αλλά ξέρω ότι είναι πρόθυμος να σου δώσει ένα χέρι βοήθειας, όποιος κι αν
είσαι. Ξέρω ότι είναι ένας σκληρά εργαζόμενος άνθρωπος, που του αρέσει να
διευθύνει το μαγαζί του και να φροντίζει, να ταΐζει τους φίλους και την
οικογένειά του. Ξέρω ότι είναι πατέρας και παππούς που αγαπάει την οικογένειά
του με όλη του την καρδιά και ότι έχει περάσει από στενοχώριες. Ξέρω ότι δεν
περιμένει κανένα αντάλλαγμα για την καλοσύνη του, αλλά έχει σημασία όταν αυτή
ανταποδίδεται. Ξέρω ότι ξέρει πόσα σημαίνει για μένα και το αντίστροφο.
Μέχρι σήμερα, ο Κυριάκος εξακολουθεί να ανοίγει το κατάστημά
του, να γεμίζει τα ράφια, να υποδέχεται τους πελάτες και να διευθύνει μια
επιχείρηση που λειτουργεί ως ένας ασφαλής χώρος για τους γείτονες. Ανησυχώ γι’
αυτόν, αλλά ξέρω επίσης ότι το κατάστημα δεν είναι απλώς μια επιχείρηση – είναι
μια σανίδα σωτηρίας γι’ αυτό που αγαπάει να κάνει: να ανταποδίδει και να
στηρίζει την κοινότητά του.