Οι βασιλικοί τάφοι ήταν πάντα μια πηγή πλουτισμού. Κάποιες φορές η σύληση γινόταν πριν καν σφραγιστεί ο τάφος
Ο Φαραώ Τουταγχαμών
έγινε τόσο διάσημος όχι για κάποια σημαντικό επίτευγμα του ή τη μακρόχρονη
βασιλεία του. Ο τάφος του «Βασιλιά Τουτ», ο οποίος ανακαλύφθηκε το 1922, ήταν
από τους ελάχιστους ασύλητους που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη.
Σε μια κοινωνία
με έναν έντονο διαχωρισμό μεταξύ πλουσίων και φτωχών, η σύληση τάφων ήταν μόνιμο
φαινόμενο. Οι ευγενείς θάβονταν μαζί με τον πλούτο τους ενώ δίπλα τους ζούσαν
άνθρωποι που συχνά δεν είχαν αρκετό φαγητό για να ταΐσουν τις οικογένειές τους.
Η λεηλασία των ταφών ήταν μια παραοικονομία που καθοδηγούνταν από εγκληματίες
που συχνά είχαν εσωτερική πληροφόρηση για τους τάφους. Είτε οι τυμβωρύχοι συμμετείχαν
στην κατασκευή τους, είτε δωροδοκούσαν εργάτες που γνώριζαν τα πάντα.
Μερικοί
ληστές ταφών ήταν λιθοξόοι και τεχνίτες που άφηναν επίτηδες κενά στους τοίχους
των τάφων ή γνώριζαν ποιος βράχος ήταν αρκετά μαλακός για να τον διαπεράσουν
και να φτάσουν στους θησαυρούς που κρύβονταν μέσα. Άλλοι κατέστρωναν σχέδιο για
το πώς θα αποφύγουν τη φρουρά των τάφων ή πώς θα την δωροδοκήσει για να κάνει
τα «στραβά μάτια». Κάποιες φορές οι τυμβωρύχοι χρειάζονταν ακόμα και μήνες για
να φτάσουν με σήραγγα στο εσωτερικό ενός βασιλικού τάφου.
Οι λεηλασίες
τάφων ήταν κάτι συνηθισμένο καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της αρχαίας
Αιγύπτου. Ήταν όμως πιο διαδεδομένες κατά την πρώτη και τη δεύτερη ενδιάμεση
περίοδο, που ακολούθησαν το Παλαιό και το Μέσο Βασίλειο, αντίστοιχα. Χωρίς έναν
ισχυρό κυβερνήτη, η εξουσία αποκεντρώθηκε και το κράτος είχε λιγότερα χρήματα
για να προστατεύσει τους τάφους του. Το τέλος του Νέου Βασιλείου οδήγησε επίσης
σε μια περίοδο διαφθοράς και αβεβαιότητας που οδήγησε σε εκτεταμένες ληστείες
τάφων.
Οι
αξιωματούχοι είχαν μια σειρά από μέτρα για να αποτρέψουν τη ληστεία τάφων. Έκλεισαν
εισόδους με συντρίμμια και σκάλισαν κατάρες στις πόρτες. Κατά τη διάρκεια του
Νέου Βασιλείου (περίπου το 1550 έως το 1070 π.Χ.), οι ηγεμόνες θάβονταν υπόγεια
αντί σε υπέργειες πυραμίδες. Οι εργάτες που είχαν αναλάβει την κατασκευή αυτών
των κρυμμένων τάφων ζούσαν στο Ντέιρ ελ Μεδίνα, ένα χωριό κοντά στην Κοιλάδα
των Βασιλέων. Το σχέδιο ήταν πως αυτή η απομονωμένη κοινότητα θα λειτουργούσε
ως φύλακας των τάφων αλλά το αποτέλεσμα ήταν το αντίθετο.
Οι εργάτες
που είχαν επιφορτιστεί με τη σφράγιση τάφων είχαν την καλύτερη πρόσβαση στους
θησαυρούς που ήταν κρυμμένοι μέσα. Συχνά ήταν οι τελευταίοι που έβγαιναν πριν
σφραγιστεί ο τάφος. Δεν μπορούσαν να πάρουν πολλά βγαίνοντας αλλά συχνά, μόλις
άνοιγε το φέρετρο, έλειπε η χρυσή μάσκα που κάποτε κοσμούσε το πρόσωπο του
φαραώ.
Σε άλλες
περιπτώσεις, όταν ξετυλίγονταν μια μούμια, τα κοσμήματα που είχαν τοποθετηθεί
μέσα είχαν εξαφανιστεί, τα έκλεψαν οι νεκροθάφτες που είχαν προετοιμάσει τους
νεκρούς για ταφή.
Κάποιες φορές
οι τάφοι λεηλατούνταν ολοκληρωτικά και στη συνέχεια σφραγίζονταν. Το 1871 οι
αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τον τάφο του πρίγκιπα Νεφερμάατ. Θεωρούσαν ότι είναι ακόμα
άθικτος αλλά μπαίνοντας στον ταφικό θάλαμο αντίκρισαν μια εικόνα χάους. Ακόμα
και η μούμια του Νεφερμαατ είχε καταστραφεί.
Μετά από μια
ληστεία, οι ληστές αρχαίων τάφων προχωρούσαν στην επόμενη φάση του εγκλήματος:
διακίνηση των κλεμμένων αγαθών τους με αντάλλαγμα την πληρωμή. Και αυτό
απαιτούσε προνοητικότητα. Το να συλληφθεί κάποιος να πουλάει τη νεκρική μάσκα ενός
φαραώ σήμαινε φρικτό θάνατο Για να αποφύγουν αυτή τη μοίρα, οι εγκληματίες
αναζητούσαν θησαυρούς που δεν μπορούσαν να εντοπιστούν , όπως ο χρυσός και άλλα
πολύτιμα μέταλλα που μπορούσαν να λιώσουν χωρίς οι αγοραστές να γνωρίζουν την
προέλευσή τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ληστές έκλεβαν πολύτιμα αρωματικά
έλαια για να τα πουλήσουν στη αγορά. Οι κλέφτες διέλυαν επίσης επιχρυσωμένα
έπιπλα και αγάλματα για να αφαιρέσουν τον χρυσό που κάποτε τα κοσμούσε.
Τα ιστορικά στοιχεία για τη σύληση τάφων προέρχονται κυρίως από ένα σύνολο παπύρων που περιγράφουν λεπτομερείς δοκιμές που έγιναν στη Θήβα κατά τη διάρκεια του Νέου Βασιλείου, συγκεκριμένα την 20η Δυναστεία, η οποία διήρκεσε το 1189 έως το 1077 π.Χ. Τα νομικά έγγραφα δίνουν μια εικόνα για τα άτομα που διέπραξαν τις ληστείες ή που μετέφεραν κλοπιμαία μέσω του Νείλου και επιχείρησαν να τα πουλήσουν.
«Πήραμε τα
χάλκινα εργαλεία μας και μπήκαμε στο εσωτερικό της πυραμίδας του βασιλιά» λέει ένας
κτίστης ονόματι Αμενπανουφέρ σε μια ομολογία που χρονολογείται γύρω στο 1110
π.Χ. Αφού αφαίρεσαν από τις βασιλικές μούμιες τον χρυσό, τα φυλαχτά και τα
κοσμήματά τους, ο Αμενπανουφέρ και οι σύντροφοι του έβαλαν φωτιά στα φέρετρα και
έκλεψαν τον στολισμό τους. Στη συνέχεια οι ληστές μοίρασαν τα λάφυρα του τάφου
μεταξύ τους.
Οι πάπυροι
δείχνουν μια εποχή που το αιγυπτιακό βασίλειο βρισκόταν σε αναταραχή. Η
αχαλίνωτη λεηλασία τάφων συνέπεσε με μια περίοδο αναταραχής, λιμού, εξωτερικών
επιθέσεων και συνεχών μεταβάσεων στην εξουσία.
Ωστόσο, η
ληστεία τάφων δεν περιοριζόταν σε περιόδους αναταραχής. Ακόμη και ο
Τουταγχαμών, ο οποίος κυβέρνησε κατά τη διάρκεια της 18ης Δυναστείας (περίπου
1550 έως 1292 π.Χ.), όταν ο αιγυπτιακός πολιτισμός βρισκόταν στο αποκορύφωμά
του, έπεσε θύμα κλοπής. Μέσα στον προθάλαμο του τάφου του βασιλιά, η ομάδα του
Κάρτερ βρήκε σακούλες με εγκαταλελειμμένα κλοπιμαία. Πιθανότατα οι κλέφτες πιάστηκαν στα πράσα και αναγκάστηκαν να αφήσουν πίσω τα αντικείμενα.
Η ληστεία τάφων
ήταν ένα από τα χειρότερα εγκλήματα που θα μπορούσε να διαπράξει ένας αρχαίος
Αιγύπτιος, καθώς οι τάφοι θεωρούνταν ιερά οχήματα που παρείχαν πέρασμα στη μετά
θάνατον ζωή. Στον τάφο έμπαιναν όλα τα πολύτιμα αντικείμενα του νεκρού που θα
περνούσε με αυτά στη μεταθανάτια ζωή.
Η καταστροφή
ενός τάφου ήταν, κατά μία έννοια, μια μορφή δολοφονίας γεγονός που
αντικατοπτρίζεται στο πόσο αυστηρές ήταν οι ποινές. Τα χέρια των ληστών κόβονταν
ή καρφώνονταν. Στη συνέχεια τους εκτελούσαν με έναν πάσσαλο που έμπαινε από τον
πρωκτό και διαπερνούσε όλο τον κορμό του καταδικασμένου.
Η σκληρή
τιμωρία πάντως δεν απέτρεψε τη σύληση τάφων στα 3.000 χρόνια ιστορίας της
αρχαίας Αιγύπτου. Όταν πλέον ο αιγυπτιακός πολιτισμός έπεσε σε παρακμή, η
κλοπή έδωσε τη θέση του στο κυνήγι θησαυρών με τους κατοίκους της περιοχής να
μην σέβονται πλέον την αιγυπτιακή θρησκεία και να μην φοβούνται τις κατάρες των
νεκρών. Η κλοπή από τάφους δεν θεωρούνταν πλέον έγκλημα. Στα τέλη του 19ου
αιώνα, η αρπαγή αντικειμένων από τάφους ήταν μια πρακτική εγκεκριμένη από την
κυβέρνηση, με τους αρχαιολόγους να ανασκάπτουν τάφους στο όνομα της επιστήμης.
Σε έναν αρχαίο κόσμο που σημαδεύτηκε από έχοντες και μη, τα λάφυρα κρυμμένα μέσα σε πυραμίδες και θαμμένα υπόγεια ήταν μια ευκαιρία. Αυτό που κάποιοι θεωρούσαν ιερό για άλλους ήταν ένα μέσο να πλουτίσουν ή απλά να φέρουν φαγητό στο τραπέζι της οικογένειας.