Πώς η σβάστικα κατέληξε να γίνει σύμβολο των Ναζί


Με ιστορία χιλιάδων ετών ένα σύμβολο καλοτυχίας και ευτυχίας κατέληξε να γίνει για πάντα συνώνυμο της φρίκης, της θηριωδίας και της παράνοιας

Η ιστορία της πηγαίνει χιλιάδες χρόνια πίσω όμως έναν αιώνα περίπου πριν η σβάστικα μετατράπηκε για πάντα στο πιο μισητό σύμβολο στον πλανήτη. Θυμίζει τη φρίκη, τη θηριωδία και την παράνοια των Ναζί και χρησιμοποιείται από τους σύγχρονους οπαδούς για να υπενθυμίζει ότι το φίδι νικήθηκε αλλά δεν εξαφανίστηκε.

Ένα σύμβολο ευτυχίας και τύχης

Η λέξη σβάστικα προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη svastika, που σημαίνει "καλή τύχη" ή "ευτυχία". Είναι τεκμηριωμένη επιστημονικά η συχνή χρήση του συμβόλου στη νεολιθική εποχή ενώ υπάρχει κι ένα συγκεκριμένο παλαιολιθικό αντικείμενο με σβάστικα. Το σύμβολο ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στη νεολιθική Ινδία ενώ έχει αρχαία ιστορία και στην Ευρώπη. Στην αρχαία Ελλάδα το τετρασκέλιον (αλλιώς τετραγαμμάδιον) και κατά τον Πυθαγόρα τετρακτύς, ήταν ένα σύμβολο που χρησιμοποιούταν συχνά. Αρχαίες Ελληνίδες ιέρειες ζωγράφιζαν αυτό το σύμβολο στο σώμα τους ενώ το συναντάμε σε πάρα πολλά αρχιτεκτονικά σχέδια.

Οι Φοίνικες, χρησιμοποιούσαν επίσης το σύμβολο, ως σύμβολο του ήλιου και κοσμούσαν τα άμφια των ιερέων με αυτό. Στην Ελληνορωμαϊκή τέχνη η σβάστικα χρησιμοποιείται σε ρούχα, αγκράφες, πανοπλίες, αγγεία, αλλά και σε ακολουθίες Μαιάνδρων.

Οι αρχαίοι γερμανικοί λαοί χρησιμοποιούσαν το ίδιο σύμβολο αποκαλώντας το φύλφοτ, και λεγόταν ότι συμβόλιζε το σφυρί του θεού Θωρ, και ίσως και τον Ηλιακό Τροχό, που είναι με τη σειρά του αρχαίο προ-χριστιανικό σύμβολο που απαντάται σε όλη την Ευρώπη.

Το σύμβολο απαντάται και στις προ-χριστιανικές σλαβικές παραδόσεις, ήταν αφιερωμένο στον θεό Σβαρόγ (Ουκρανικά: Сварог) και λεγόταν κολοβράτ (Σλοβένικα, Κροατικά, Βοσνιακά: kolovrat, Πολωνικά: kołowrót, Ρώσικα, Σερβικά και Ουκρανικά: коловрат). Στην πρώιμη μεσαιωνική Ευρώπη η χρήση του κολοβράτ για διακόσμηση ήταν πιο συχνή στις σλαβικές φυλές. Παρουσιάζεται αρχικά στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες (Βλαχία και Μολδαβία), όπου οι Σλάβοι είχαν επαφές με τους Σαρμάτες. Για τους Σλάβους το σύμβολο αντιπροσώπευε τη δύναμη του Ήλιου και της φωτιάς, και αποκαλούνταν "Τροχός του Σβαρόγ", και χρησιμοποιούνταν τόσο για διακόσμηση, όσο και για θρησκευτικές τελετές.

Στους αρχαίους Φινλανδούς είχε παρατηρηθεί το σύμβολο σε τελετουργικά τύμπανα των Σάμι σαμάνων πολύ πριν εγκαθιδρυθεί ο Χριστιανισμός. Χρησιμοποιείται ακόμα στη Φινλανδία σαν διακοσμητικό αλλά και σύμβολο της Φινλανδικής Πολεμικής Αεροπορίας, και ονομάζεται τουρσαανσύνταν ή μουρσουνσύνταν. Το σύμβολο είχε επίσης χρησιμοποιηθεί και από διάφορους εγγενείς αμερικανικούς πολιτισμούς.

Στην Κίνα, η σβάστικα εισήχθη από την Ινδία με τον Βουδισμό. Το 693, κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Τανγκ, ανακηρύχθηκε ως «η πηγή κάθε καλής τύχης» και ονομάστηκε γουάν. Καθώς ο κινεζικός χαρακτήρας γουάν ( και/ή ) είναι ομώνυμος για την κινεζική λέξη "δέκα χιλιάδες" () και "άπειρο", συμβολίζει την αθανασία και το άπειρο.

Ο ρόλος του Σλήμαν

Η σβάστικα επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο στα τέλη του δεκάτου ένατου αιώνα, μετά από εκτεταμένες αρχαιολογικές ανασκαφές, όπως αυτές του διάσημου αρχαιολόγου Ερρίκου Σλήμαν. Ο Σλήμαν ανακάλυψε το σύμβολο του αγκυλωτού σταυρού στα ερείπια της αρχαίας Τροίας. Το συνέδεσε με παρόμοια σχήματα που βρέθηκαν σε κεραμικά αγγεία στη Γερμανία και κατέληξε στην υπόθεση ότι ήταν ένα «σημαντικό θρησκευτικό σύμβολο των μακρινών προγόνων μας που συνδέει τους Γερμανικούς, Ελληνικούς και Ινδο-Ιρανικούς πολιτισμούς.

Στις αρχές του εικοστού αιώνα, η χρήση της σβάστικας είχε εξαπλωθεί στην Ευρώπη. Θεωρούσαν ότι συμβόλιζε την καλοτυχία και την ευδαιμονία. Ωστόσο, το έργο του Σλήμαν οικειοποιήθηκε μια σειρά από εθνικολαϊκιστικά (völkisch) κινήματα, τα οποία πρέσβευαν ότι η σβάστικα ήταν σύμβολο της "Άριας φυλής" και της γερμανικής εθνικιστικής υπερηφάνειας.

Αρχικά, ο όρος Άριοι χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομάδα. Ήταν ένας γλωσσικός όρος, όχι μια φυλετική ταξινόμηση. Ωστόσο, το αυξανόμενο ενδιαφέρον για την ευγονική και τη «φυλετική υγιεινή» στα τέλη του 19ου αιώνα οδήγησε ορισμένους να μετατρέψουν τον όρο για να περιγράψουν μια αρχαία «κύρια φυλή» με σαφή γραμμή στη σύγχρονη Γερμανία. Στα μέσα του 1800, ο Γάλλος αριστοκράτης Αρτούρ ντε Γκομπινό έκανε τη σύνδεση μεταξύ των μυθικών Αρίων και των Γερμανών στο «Δοκίμιο για την ανισότητα των ανθρώπινων φυλών», υποστηρίζοντας ότι οι Γερμανοί ήταν οι ανώτεροι απόγονοι των πρώτων ανθρώπων, που τώρα προορίζονται να ηγηθούν του κόσμου κατακτώντας τους γείτονές τους.

Για τους εθνικιστές, τα ευρήματα της ανασκαφής του Σλήμαν στην Τουρκία απέκτησαν έτσι ένα νέο ιδεολογικό νόημα. Είδαν τον αγκυλωτό σταυρό σαν το «αγνό Άριο σύμβολο», σαν σύμβολο της ανωτερότητάς τους. Γερμανικές ομάδες όπως το Reichshammerbund (ένα αντισημιτικό κίνημα που ιδρύθηκε το 1912) και το Βαυαρικό Freikorps (παραστρατιωτικές δυνάμεις που ήθελαν να ανατρέψουν τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης) χρησιμοποίησαν τη σβάστικα για να αντικατοπτρίσουν την «νεοανακαλυφθείσα» ταυτότητά τους ως κυρίαρχη φυλή. Δεν είχε σημασία ότι το σύμβολο ήταν παραδοσιακά συνδεδεμένο με την καλή τύχη ή ότι το συναντάμε σε πάρα πολλούς πολιτισμούς. Δεν έπαιξε ρόλο ότι ουσιαστικά κανείς δεν ήταν πραγματικά σίγουρος για την προέλευσή του.

Σύμβολο του κτήνους

Καθώς η σβάστικα συνδυαζόταν όλο και περισσότερο με τον γερμανικό εθνικισμό, η επιρροή του Αδόλφου Χίτλερ μεγάλωνε και υιοθέτησε τον αγκυλωτό σταυρό ως σύμβολο του ναζιστικού κόμματος το 1920.  «Νομίζω ότι κατάλαβε επίσης ενστικτωδώς ότι έπρεπε να υπάρχει ένα σύμβολο τόσο ισχυρό όσο το [κομμουνιστικό] σφυροδρέπανο, που ήταν ο πλησιέστερος εχθρός τους» λέει ο Στίβεν Χέλερ, συγγραφέας του βιβλίου «The Swastika: Symbol Beyond Redemption».

Όπως έγραψε ο ίδιος ο Χίτλερ στο μανιφέστο του Mein Kampf (Ο Αγών μου): «Εν τω μεταξύ, εγώ προσωπικά, μετά από αμέτρητες απόπειρες, είχα καταλήξει πλέον σε μια τελική μορφή. Μια σημαία με κόκκινο φόντο, έναν λευκό δίσκο και μια μαύρη σβάστικα στο κέντρο. Μετά από εξοντωτικές δοκιμές βρήκα επιτέλους την ιδανική αναλογία μεταξύ του μεγέθους της σημαίας και του μεγέθους του λευκού δίσκου, καθώς και το ιδανικό σχήμα και πάχος για τις γραμμές της σβάστικας».

Η σβάστικα θα εξελισσόταν στη συνέχεια στο πιο χαρακτηριστικό σύμβολο της Ναζιστικής προπαγάνδας, αφού εμφανίστηκε σε προεκλογικές αφίσες, περιβραχιόνια και σήματα για στρατιωτικούς και άλλους οργανισμούς. Για να κατοχυρώσει περαιτέρω τη σβάστικα ως σύμβολο της ναζιστικής εξουσίας, ο Τζόσεφ Γκέμπελς (υπουργός προπαγάνδας του Χίτλερ) εξέδωσε ένα διάταγμα στις 19 Μαΐου 1933, το οποίο απέτρεπε τη μη εξουσιοδοτημένη εμπορική χρήση του αγκυλωτού σταυρού. Το σύμβολο εμφανίστηκε επίσης σε μεγάλο βαθμό στην προπαγανδιστική ταινία του 1936 της Λένι Ρίφενσταλ «Triumph of the Will».  Όπως γράφει ο ιστορικός Μάλκομ Κουίν στο «The Swastika: Constructing the Symbol»: «Όταν ο Χίτλερ απουσιάζει στην ταινία της Ρίφενσταλ, τη θέση του παίρνει η σβάστικα, η οποία, όπως η εικόνα του Φύρερ, γίνεται σταθμός αλλαγής προσωπικών και εθνικών ταυτοτήτων».

Στα μεταπολεμικά χρόνια, η Γερμανία απαγόρευσε τη δημόσια χρήση της σβάστικας και του ναζιστικού χαιρετισμού. Η χρήση του συμβόλου τιμωρείται με αυστηρές ποινές.

Στιγματισμένη για πάντα

Παρά την αθώα καταγωγή της η σβάστικα στιγματίστηκε πλέον για πάντα από τη ναζιστική περίοδο. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν γνωρίζει τι συμβολίζει και ποια περίοδο «εκπροσωπεί». Στην Ελλάδα είδαμε δυστυχώς πρόσφατα πολιτικούς και οπαδούς τους να χρησιμοποιούν τη σβάστικα και παραλλαγές της. Επιχείρησαν να διαστρεβλώσουν την πραγματικότητα αλλά τελικά ομολόγησαν με κυνικότητα ότι δεν ήταν Έλληνες πατριώτες, όπως υποστήριζαν, αλλά εθνικοσοσιαλιστές και θαυμαστές-νοσταλγοί των Ναζί.