Η υπόθεση του Θανάση Ντρούζου θυμίζει ελληνική τραγωδία. O γιός του παρασύρθηκε και σκοτώθηκε μαζί με ακόμα τέσσερα παιδιά. Απογοητευμένος από την πρωτόδικη απόφαση πήρε τον νόμο στα χέρια του με αποτέλεσμα να την πληρώσουν δύο αθώοι
Τα ξημερώματα
της 21ης Ιουλίου 1991 μια παρέα επτά νεαρών (από 15 έως 19 ετών) βγήκε από το
κλαμπ «Negro» στην περιοχή της Γλύφας, τέσσερα χιλιόμετρα έξω από την Χαλκίδα. Οι
πέντε είναι ντόπιοι και οι δύο έχουν έρθει από την Αθήνα για το Σαββατοκύριακο.
Τα παιδία
δεν βρίσκουν ταξί και αποφασίζουν να επιστρέψουν με τα πόδια στην Χαλκίδα. Πέντε
περπατούν μαζί και δύο προπορεύονται όταν σε μια κλειστή στροφή εμφανίζεται ένα
λευκό αυτοκίνητο το οποίο τρέχει με μεγάλη ταχύτητα.
Το όχημα
οδηγεί ο 32χρονος υποσμηναγός της Πολεμικής Αεροπορίας Δημήτρης Κουρούπης και
έχει συνοδηγό τον 26χρονο κουνιάδο του, αστυφύλακα της ομάδας «Ζ», Φώτη
Σακελλαράκη.
Κουρούπης
και Σακελλάράκης επιστέφουν από διασκέδαση και έχουν πιεί (η μέτρηση στον οδηγό
έδειξε ποσοστό αλκοόλ τρεις φορές πάνω από το όριο). Όταν εμφανίζεται μπροστά τους
η παρέα των παιδιών, ο Κουρούπης δεν προλαβαίνει να αντιδράσει και πέφτει πάνω τους.
Στη συνέχεια το αυτοκίνητο πέφτει σε μια ελιά.
Ο θάνατος
ήταν ακαριαίος για τον 18χρονο Βίκτωρ Μαΐσή, τον 17χρονο Μιχάλη Μπαξεβανίδη και
τον 15χρονο αδελφό του Παναγιώτη. Ο 17χρονος Παναγιώτης Κατράκης και ο 16χρονος
Κώστας Ντρούζος έχουν τραυματιστεί βαριά. Τους μεταφέρουν στο Γενικό Κρατικό
Νοσοκομείο Πειραιά όπου χάνουν τη μάχη. Τα δύο παιδιά κατοικούσαν μόνιμα στην
Αθήνα και στη Χαλκίδα τους φιλοξενούσε η οικογένεια Μπαξεβανίδη.
Ο 19χρονος
Αλέξης Σαμψών και ο 18χρονος Βάιος Κατσός ήταν τα παιδιά που προπορεύονταν και
γλίτωσαν από τον μακελειό. «Το δυστύχημα έγινε μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου.
Από τη στιγμή που το αυτοκίνητο χτύπησε τα παιδιά μέχρι να φτάσει δίπλα μου πέρασαν ελάχιστα δευτερόλεπτα. Εγώ έψαξα να βρω τους φίλους μου και να καταλάβω τι είχε
συμβεί. Δεν έδωσα σημασία στο αυτοκίνητο και τον οδηγό. Γλίτωσα για δέκα μέτρα.
Άκουσα το μπαμ και γύρισα. Είδα έναν καπνό και κάτι να έρχεται κατά πάνω μου.
Δεν αντιλήφθηκα τι είναι. Ενστικτωδώς κινήθηκα προς το οδόστρωμα κι αυτό με
έσωσε», θα πει ο Κατσός.
Η επίσημη
εκδοχή λέει ότι ο Κουρούπης έτρεχε με 90χλμ αλλά εμπειρογνώμονες των
οικογενειών θα μιλήσουν για ταχύτητα πολύ μεγαλύτερη. Μάλιστα, η δικηγόρος της οικογένειας
Ντρούζου θα καταγγείλει πως όταν την επόμενη του δυστυχήματος πήγε να
φωτογραφίσει το όχημα διαπίστωσε ότι έλειπε το ταχύμετρο.
Πρωτόδικα ο
Κουρούπης καταδικάζεται σε ποινή 4 ετών και 8 ½ μηνών και του αφαιρείται το
δίπλωμα για έξι μήνες. «Οδηγούσα με 90χλμ όταν εμφανίστηκε μπροστά μου η παρέα
με τα παιδιά. Πήγαιναν μπουλούκι στη μέση του δρόμου και δεν πρόλαβα να τα αποφύγω»
υποστήριξε. Μετά την ανακοίνωση της ποινής ο υποσμηναγός, που υπηρετούσε στη
Ριτσώνα, έκανε εισαγωγή σε νοσοκομείο και υποβλήθηκε σε επέμβαση στο πόδι. Παρέμεινε
νοσηλευόμενος μέχρι που εξαγόρασε το υπόλοιπο της ποινής του προς 988 δραχμές
την ημέρα.
«Να δεις πώς δικάζω εγώ»
Οι
οικογένειες άσκησαν έφεση της οποίας η εκδίκαση ορίστηκε για την Πρωταπριλιά του
1993 στο Στρατοδικείο στο Ρουφ.
Ο 47χρονος Θανάσης
Ντρούζος ήταν πατέρας του 16χρονου Κώστα. Είχε καταγωγή από την Κορινθία και
ζούσε με τον γιό του στην Αθήνα καθώς είχε χωρίσει με τη σύζυγο του. Ήταν
κατασκευαστής τζακιών αλλά τα τελευταία χρόνια είχε ανοίξει ένα ουζερί στην περιοχή
των Πατησίων. Μετά τον θάνατο του Κώστα πούλησε το ουζερί και ουσιαστικά είχε
παρατήσει τα πάντα. Ασχολούταν μόνο με την υπόθεση.
Η εκδίκαση της
έφεσης ξεκίνησε σε κλίμα εκνευρισμού και δυσπιστίας. Ο λόγος ήταν η πρωτόδικη ποινή
και φήμες που κυκλοφορούσαν για προστασία του κατηγορουμένου και του συνοδηγού.
Ο Ντρούζος
πήγε από νωρίς στο δικαστήριο κρατώντας έναν χαρτοφύλακα και εφημερίδα. Ενώ
μάρτυρας ήταν στο βήμα φώναξε εξοργισμένος: «Τι μας φέρατε εδώ; Αφού όλα
κανονισμένα είναι. Τι σόι δίκη είναι αυτή;». Ήταν πεπεισμένος πως δεν θα
επιβληθεί βαριά ποινή στον Κουρούπη και είχε αποφασίσει να πάρει τον νόμο στα
χέρια του.
Περίπου στις
επτά το απόγευμα ο Ντρούζος σηκώθηκε από τη θέση του και κρατώντας ένα πιστόλι,
έπιασε από τον λαιμό τον Σακελλαράκη. «Σήκω πάνω να δεις πώς δικάζω εγώ!» του
είπε και τον τράβηξε προς την έδρα.
Στη συνέχεια
ζητά από τον αστυφύλακα Κωνσταντίνο Κουτουλάκη, ο οποίος βρισκόταν στην
αίθουσα, να αφήσει το περίστροφο του στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Ο Κουτουλάκης
διστάζει αλλά ο πρόεδρος του δικαστηρίου τον προτρέπει να αφήσει το όπλο.
Με δύο όπλα
στα χέρια του πλέον, ο Ντρούζος ζητά να φωνάξουν δημοσιογράφους. Την ίδια ώρα ο
δεύτερος αστυφύλακας που ήταν στην αίθουσα, ο Ευτύχιος Λαμπρούσης φεύγει χωρίς
να γίνει αντιληπτός ώστε να ενημερώσει για το τι συμβαίνει.
«Πείτε την
αλήθεια, θα σας σκοτώσω όλους!» φωνάζει ο Ντρούζος και δίνει μια μονωτική ταινία
στον Κουτουλάκη. Τον υποχρεώνει να δέσει πλάτη με πλάτη με μονωτική ταινία, από
τη μια τον Σακελλαράκη και από την άλλη τους δύο δικηγόρους του κατηγορούμενου,
τον Χρήστο Μπάκα (43 ετών) και τον Δημοσθένη Αβράμη (32 ετών).
«Ασελγείτε
πάνω στο παιδί μου κωλοδικηγόροι για να κονομήστε τα εκατομμύρια σας. Αυτή
είναι η δικαιοσύνη;» λέει στους δικηγόρους ο Ντρούζος.
Ενώ ο δικός
του δικηγόρος προσπαθεί να ηρεμήσει τον Ντρούζο, ο Σακελλαράκης τον ρωτάει: «Δεν
μου λέτε κύριε Ντρούζο εσείς που ήσασταν τέσσερις το πρωί που έλειπε το παιδί σας;».
Η ερώτηση εξοργίσει τον Ντρούζο ο οποίος, μεταξύ άλλων, λέει: «Άρχισε η αντίστροφη
μέτρηση».
Στη συνέχεια,
αφού ζητά από τη σύζυγο του Κουρούπη να βγει από την αίθουσα, ζητά από τον ίδιο
να πει την αλήθεια, να ομολογήσει. «Λοιπόν ακούω πώς έγινε, πες μου ήσουν
μεθυσμένος και δεν τα είδες τα παιδιά; Την αλήθεια θέλω» του λέει.
«Είχα πιεί,
αλλά δεν ήμουν μεθυσμένος. Το είπα από την πρώτη στιγμή» του απαντά ο υποσμηναγός.
Ενώ ο Ντρούζος λέει πως από την ημέρα που σκοτώθηκε ο Κώστας πάει κάθε μέρα
στον τάφο του και του κάνει παρέα, ο Σακελλαράκης πετάγεται. «Είμαστε κι εμείς
άνθρωποι, δικαιούμαστε ένα ποτό» λέει και ο Κουρούπης προσθέτει: «Με έχετε
ρωτήσει πώς αισθάνομαι σαν άνθρωπος;».
Ενώ ο
Ντρούζος απαντά στον Κουρούπη ακούγονται σειρήνες περιπολικών. Με τα όπλα στα
χέρια ανεβαίνει στην έδρα και ζητά από τον στρατιωτικό επίτροπο να φύγει. Στη
συνέχεια πυροβολεί τον Κουρούπη, τον Σακελλαράκη και τους δικηγόρους τους. Στρέφει
το όπλο προς την έδρα και ρίχνει στους τρεις στρατοδίκες. Ως τραγικό επίλογο
έχει αφήσει μια σφαίρα για τον εαυτό του. Ο Θανάσης Ντρούζος αυτοκτονεί.
Οι δικηγόροι (ο Μπάκας αριστερά στη φωτό και δεξιά ο Αβράμης) σκοτώνονται επί τόπου από τα πυρά. Ο Κουρούπης μεταφέρεται στον Ευαγγελισμό με διαμπερές τραύμα στον λαιμό το οποίο δεν απειλούσε τη ζωή του. Τον κίνδυνο διαφεύγει ο Σακελλαράκης. Οι τρεις στρατοδίκες (οι συνταγματάρχες Δημήτρης Μπακόλας 41 ετών, Κώστας Παπασπύρου 53 ετών και ο 54χρονος ταξίαρχος Παναγιώτης Παναγιωτάκος) επίσης δεν τραυματίστηκαν σοβαρά.
Τα όσα
έγιναν, μέχρι τους πυροβολισμούς, κατέγραψε με δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι ο Βάιος Κατσός. Το ηχητικό πλέον έχει χαθεί. Πριν
πάει στο δικαστήριο ο Ντρούζος είχε αφήσει μια επιστολή στην πρώην σύζυγο του,
Κατερίνα στην οποία ανέλυε τις σκέψεις του και το πώς αποφάσισε να πάρει τον
νόμο στα χέρια του. «Θα δικάσω εγώ τους φονιάδες των παιδιών μας. Θα το κάνω
για τις αθώες ψυχές των πέντε παιδιών. Δεν αντέχω άλλο την κοροϊδία» έγραφε.
Ο Θανάσης
Ντρούζος τάφηκε δίπλα στο παιδί του σε νεκροταφείο στο Μπολάτι Κορινθίας.
Επίλογος
Οι
οικογένειες των θυμάτων απευθύνθηκαν στα πολιτικά δικαστήρια. Το 1995 το
Πρωτοδικείο Χαλκίδας έκανε δεκτές τις
αγωγές τους κι επιδίκασε εις βάρος του Κουρούπη συνολική αποζημίωση 48 εκατ.
δραχμών. Ο υποσμηναγός επικαλέστηκε οικονομική αδυναμία και από το δικαστήριο,
ως μέτρο αναγκαστικής εκτέλεσης, διατάχθηκε η προσωποκράτησή του στο στρατόπεδο
που υπηρετούσε στο Τατόι. Οι οικογένειες μίλησαν για εμπαιγμό καθώς τελικά ο
Κουρούπης δεν έμεινε ούτε μια μέρα στη φυλακή.
Η τραγική υπόθεση έκλεισε τελικά με οκτώ θύματα. Τα πέντε παιδία, τον Θανάση Ντρούζο και τους δύο δικηγόρους. Οι οικογένειες τους διεκδίκησαν αποζημιώσεις με την υπόθεση της κόρης του Χρήστου Μπάκα, Ελένης να τελεσιδικεί το 2016. Η Ελένη, η οποία ήταν εννέα ετών όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας της, προσέφυγε στα δικαστήρια ζητώντας ευθύνες από την αστυνομία και τον επίτροπο του στρατοδικείου για ελλιπή μέτρα ασφαλείας. Τελικά της επιδικάστηκε το ποσό των 187 ευρώ μηνιαίως.