Υβόν Σανσόν: Ποια ήταν η «Μπιμπί» από το «Μια ζωή την έχουμε»


Μια πλούσια καριέρα που διακόπηκε ξαφνικά. Ποια ήταν η ηθοποιός που έγινε αντικείμενο του πόθου παίζοντας δίπλα στον Δημήτρη Χορν. Η… αμφιλεγόμενη καταγωγή, η συμπεριφορά ντίβας και η απομάκρυνση από τα φώτα

Για την Υβόν Σανσόν μια εμφάνιση στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες ήταν αρκετή. Έμεινε για πάντα στη συνείδηση του ελληνικού κοινού ως η εντυπωσιακή (και ιδιαίτερα αισθησιακή για την εποχή) μελαχρινή με το «φιλόπτωχο ταμείο» του «Μια Ζωή την Έχουμε». H Ευλαμπία Κουμουνδρουπούλου που έγινε «Μπιμπί» και μπήκε σε μια σχέση αλληλοεκμετάλλευσης με τον Δημήτρη Χορν. Ποια ήταν όμως η ηθοποιός η οποία, με μόλις μια κινηματογραφική εμφάνιση στην χώρα μας, κέρδισε την «αθανασία»;

Η αλήθεια για την καταγωγή της

Αυτό που αναφέρεται συνήθως για την Υβόν Σανσόν είναι πως γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 29 Αυγούστου 1925. Για τους γονείς της οι πληροφορίες είναι αντικρουόμενες. Κάποιες πηγές μιλούν για μητέρα Τουρκάλα και πατέρα Γαλλορωσικής καταγωγής. Άλλες υποστηρίζουν ότι η μητέρα της ήταν Ελληνίδα και σε ένα δημοσίευμα βρίσκουμε την ιστορία ότι ο πατέρας της ήταν Έλληνας αξιωματικός και η μητέρα της Ρωσίδα που γνωρίστηκαν στην ταβέρνα της κυρίας Κοβαλένκο στη Θεσσαλονίκη. Οι περισσότερες πηγές υποστηρίζουν ότι το πραγματικό της όνομα είναι Φωτεινή Σαπουντζάκη (υπάρχει και μια που την αναφέρει ως Ελένη).

Πιθανότατα όμως (σχεδόν) όλα τα παραπάνω δεν ισχύουν. Σε αφιέρωμα που είχε κάνει στην ηθοποιό το περιοδικό «Οικογενειακός Θησαυρός» στο τεύχος της 25ης Ιανουαρίου 1953 παρουσιάζεται μια διαφορετική ιστορία.

Η Υβόν γεννήθηκε στην Κέρκυρα. Πατέρας της ήταν ο Γάλλος Ανρί Σαμσόν (φαρμακοποιός σύμφωνα με μια πηγή) και η μητέρα της Ελληνίδα από το νησί. Αυτό λοιπόν σημαίνει ότι το Υβόν Σανσόν ήταν το πραγματικό της όνομα. Στο συγκεκριμένο αφιέρωμα τονίζεται ότι ο Σανσόν πέθανε νέος και η Υβόν με τη μητέρα της μετακόμισαν και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Για λόγο που δεν διευκρινίζεται, αλλά πιθανότατα πρόκειται για νέο γάμο, η μητέρα της Υβόν πήρε το όνομα Σαπουντζάκη.

Στο κείμενο του «Οικογενειακού Θησαυρού» τονίζεται ότι ένας Ιταλός αξιωματικός έσωσε την Υβόν από πνιγμό και έτσι γεννήθηκε ένας μεγάλος έρωτας. Μετακόμισε μαζί του στη Ρώμη. Η Υβόν όμως έμεινε χήρα σε ηλικία 20 ετών όταν, κατά τον Β’ Παγκόσμιο, ο αξιωματικός εστάλη στο ρωσικό μέτωπο και δεν επέστρεψε ποτέ.

Σταρ του μελοδράματος

Η Υβόν είχε από πολύ μικρή το «μικρόβιο» της υποκριτικής και στην Ιταλία βρήκε την ευκαιρία να κάνει το όνειρο της πραγματικότητα. Εργάστηκε για ένα διάστημα ως μοντέλο σε επιδείξεις ρούχων κι έκανε την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση το 1946 στο «Aquilla Nera» και συμμετείχε σε δεκάδες ιταλικές παραγωγές. Για πολλά χρόνια ήταν συμπρωταγωνίστρια του Αμεντέο Νατσάρι σε μελοδραματικές ταινίες της εποχής. Η εντυπωσιακή της εμφάνιση αποτέλεσε «διαβατήριο» στον ιταλικό κινηματογράφο κι έγινε μια χαρακτηριστική μορφή του «strappalacrime», όπως αποκαλούν το είδος οι Ιταλοί. Είχε όμως τη φήμη της ηθοποιού η οποία, όπως λένε χαρακτηριστικά στον χώρο, «δεν τα λέει».

Η «Μπιμπί» έφερε τουαλέτες

Αν και στην Ιταλία δεν υπήρξε ποτέ μεγάλη σταρ το 1957 ο Φίνος τη φέρνει στην Ελλάδα για το «Μια Ζωή την Έχουμε» και την παρουσιάζει σαν την Ελληνοϊταλίδα ηθοποιό με την τεράστια καριέρα. Ήλπιζε πως με την παρουσία της Σανσόν η ταινία θα καταφέρει να κάνει ευρωπαϊκή… καριέρα.

Η άφιξη της στην Αθήνα αποτελεί κορυφαίο κοσμικό γεγονός. Διοργανώνονται δεξιώσεις προς τιμή της και ο Φίνος κάνει την… υπέρβαση.

Στα στούντιο των Αγίων Αναργύρων φτιάχνει τουαλέτες. Μέχρι τότε οι ηθοποιοί πήγαιναν στα γύρω χωράφια για να κάνουν την ανάγκη τους. Έτσι προέκυψε και η επική ατάκα του Ορέστη Μακρή ο οποίος εκείνη την περίοδο γύριζε στα ίδια στούντιο την «Θεία από το Σικάγο». «Έπρεπε να 'ρθει η ακατονόμαστη για να κατουρήσουμε σαν άνθρωποι» θα πει ο θρυλικός ηθοποιός.

Η Σανσόν είναι πράγματι εντυπωσιακή αλλά ουσιαστικά δεν γνωρίζει ελληνικά. Την φωνή της ντουμπλάρει η ηθοποιός Θεανώ Ιωαννίδου.

Η… Λοσπέκιο

Διευθυντής φωτογραφίας της ταινίας είναι ο Ντίνος Κατσουρίδης. Μιλώντας για την Σανσόν και τα γυρίσματα θα πει:

«Ο αγαπημένος Δημήτρης Χορν και το ξυλάγγουρο εξ Ιταλίας Υβόν Σανσόν, η επονομαζόμενη «Λοσπέκιο» «Lo specchio» (για τους μη ιταλομαθείς πάει να πει «καθρέφτης»). Καθώς είχε περάσει η γυναίκα τέσσερις δεκαετίες καλοκαίρια, είχε μπει πια στο φθινόπωρο και το ήξερε. Επί τρεις και βάλε ώρες «κτιζόταν» στο μακιγιάζ, μιλούσε χωρίς να ανοίγει το στόμα της, για να μη ραγίσει ο «σοβάς», και, κάθε φορά που πηγαίναμε για πλάνο και έλεγε ο Τζαβέλλας: «Μοτέρ», αυτή τον σταματούσε. «Momento» του έλεγε και ούρλιαζε στην παρατρεχάμενη, που είχε φέρει μαζί της. «Irene, lo specchio…». Έτρεχε η άλλη αλαλιασμένη και έφερνε τον καθρέφτη, έριχνε η «Λοσπέκιο» μια τελευταία ματιά, έφτιαχνε κάποια τρίχα, «pronta» έλεγε και πηγαίναμε για πλάνο.

Και ήρθε η ώρα να γυρίσουμε τη σκηνή, όπου, ξυπνώντας το πρωί ύστερα από την πρώτη ερωτική τους νύχτα σε κάποιο νησάκι του Αιγαίου (το γύρισμα ήταν φυσικά στο πλατό), η «Λοσπέκιο» έπρεπε να ανασηκωθεί στο κρεβάτι, να τυλίξει τη γύμνια της με ένα σεντόνι και να βγει από το πλάνο. Το μόνο που θα βλέπαμε γυμνό ήταν τόσο δα λίγο η πλάτη της. Πρόβες και ξανά πρόβες, δεν της «έβγαινε» με τίποτε. Ο Χορν ασκούσε το χιούμορ του, ο Τζαβέλλας την υπομονή του και εμείς (το συνεργείο) το είχαμε ρίξει στην ξερή.

Έρχεται ο Τζαβέλλας και μου ψιθυρίζει στο αφτί: «Η «Λοσπέκιο» θέλει να φύγει το συνεργείο από το πλατό γιατί δεν μπορεί να την κοιτάζουν». Εξαλλος εγώ. «Ποιος την κοιτάζει, ρε Γιώργο, είσαι καλά; Κάνε μου τη χάρη, ρε Ντίνο, τι να κάνω τώρα;». «Εντάξει, Γιώργο». «Παιδιά, η κυρία Σανσόν θέλει να βγούμε έξω γιατί δεν μπορεί». Και φεύγω πρώτος εγώ. Εγινε το σώσε. Ειδοποιήθηκε ο Φίνος, αλλά η απόφασή μας δεν έπαιρνε νερό ­ ή όλοι μέσα ή κανένας. Τελικά γυρίσαμε το πλάνο (όλοι μέσα) και εγώ πήρα όρκο να μην ξαναφωτογραφίσω γυναίκα «σταρ». Πού να φανταστώ ο δύσμοιρος ότι στη γωνία με περίμενε μια άλλη, υπό… εκκόλαψη «εθνική» σταρ (εννοεί φυσικά την Αλίκη Βουγιουκλάκη)».

Αν και πλέον το «Μια Ζωή την Έχουμε» θεωρείται μια από τις κορυφαίες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, όταν κυκλοφόρησε στις αίθουσες δεν έκανε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία ούτε προκάλεσε ευρωπαϊκό ενδιαφέρον.

Επιστροφή στην Ιταλία

Η Υβόν Σανσόν επέστρεψε στην Ιταλία και συνέχισε να συμμετέχει σε πάρα πολλές παραγωγές. Εκτός από μελόδραμα έπαιξε και σε κωμωδίες. Κορυφαία στιγμή στην καριέρα της ο ρόλος στο «Κομφορμίστα» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι το 1970. Ήταν και μια από τις τελευταίες ταινίες της καριέρας της. Το 1972 έπαιξε σε δύο ακόμα ιταλικές παραγωγές και επισήμως ο τελευταίος της ρόλος ήταν, την ίδια χρονιά, στο «Θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι εμείς οι δυο...» του Κωστή Ζώη. Ήταν μόλις η δεύτερη συμμετοχή της σε ελληνική ταινία όμως το συγκεκριμένο φιλμ δεν βγήκε ποτέ στις αίθουσες και πλέον θεωρείται χαμένο. Ο Ζώης συνάντησε τη Σανσόν στη Ρώμη και της πρότεινε τον ρόλο ενώ η ταινία ήδη γυριζόταν. Από το φιλμ έχει διασωθεί μια φωτογραφία της Σανσόν η οποία τότε ήταν 47 ετών (φωτό πάνω).

Τα φώτα σβήνουν

Από εκεί και πέρα η καριέρα της «Μπιμπί» φαίνεται να σταματά ξαφνικά και τετελεσμένα. Σύμφωνα με τον ιταλικό Τύπο η Σανσόν αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 όταν και πέθανε ο σύζυγος της. Με το «strappalacrime» να θεωρείται πλέον ξεπερασμένο δεν έβρισκε ρόλους ενώ είχε περιπέτειες με την ιταλική εφορία η οποία τελικά κατάσχεσε τη βίλα της και ό,τι είχε μέσα.

Εργάστηκε ένα διάστημα στην ελληνική πρεσβεία στη Ρώμη και στη συνέχεια μετακόμισε μόνιμα στην Μπολόνια για να ζήσει με την κόρη της Τζάνα η οποία είναι αρχιτέκτονας. Πέθανε το βράδυ της 23 Ιουλίου 2003 σε ηλικία 78 ετών.

Για το ελληνικό κοινό θα είναι πάντα η γοητευτική «Μπιμπί» που αναζητά τρόπους να ενισχύσει το… φιλόπτωχο ταμείο της.