Έντ Κεμπερ: Η ανατριχιαστική ενδοσκόπηση ενός ευφυούς τέρατος


Ποτέ στην ιστορία της εγκληματολογίας ένας κατά συρροή δολοφόνος δεν μίλησε με τόση ειλικρίνεια και τόση συγκρότηση για τα εγκλήματα του. Η περίπτωση του Co-ed Killer μελετάτε μέχρι σήμερα και αποτελεί ψυχιατρική αντίφαση. Πώς ένας άνθρωπος συνδυάζει την απόλυτη παράνοια και τη λογική ανάλυση

Με ύψος πάνω από δύο μέτρα και IQ που ξεπερνούσε το 130, ο Έντουαρντ Κέμπερ δεν θύμιζε σε τίποτα τον τυπικό δολοφόνο. Στους αστυνομικούς της Σάντα Κρουζ ήταν ένας ευγενικός γίγαντας που απολάμβανε να πίνει καφέ μαζί τους σε τοπικά στέκια. Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν ο “Co-ed Killer”: ο άνθρωπος που σκότωσε τη μητέρα του, τους παππούδες του και τουλάχιστον οκτώ νεαρές γυναίκες.

Εκείνο που κάνει την υπόθεση του Κέμπερ να ξεχωρίζει δεν είναι μόνο η αγριότητα των εγκλημάτων του, αλλά η ψυχρή διαύγεια με την οποία μίλησε για αυτά. Σε μακροσκελείς συνεντεύξεις, περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια τι έκανε, πώς σκεφτόταν και γιατί. Όχι σαν ένας άνθρωπος που απολογείται, αλλά σαν ένας ερευνητής που αναλύει το ίδιο του το σκοτάδι.

Ο Έντουαρντ Κέμπερ παραμένει μέχρι σήμερα ένας γρίφος: για τους ψυχιάτρους, που δεν συμφώνησαν ποτέ στο τι πραγματικά ήταν· για την κοινωνία, που αδυνατεί να κατανοήσει την ψυχρότητα της εξομολόγησής του· και για κάθε αναγνώστη που τον αντικρίζει ως κάτι περισσότερο από έναν δολοφόνο —ως έναν άνθρωπο που μίλησε για το κακό με την καθαρότητα μιας ανατομίας.

Ι  - ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

Ο Έντμουντ Εμίλ Κέμπερ Γ’ γεννήθηκε το 1948 στην Καλιφόρνια, σε ένα σπίτι που έμοιαζε συνηθισμένο, αλλά μέσα του έκρυβε σκοτάδι. Ο πατέρας του Έντμουντ Εμίλ Κέμπερ τζούνιορ, βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σύντομα εγκατέλειψε την οικογένεια. Έμεινε με τη μητέρα του, Κλαρνέλ Στάγκε το πατρικό της όνομα μια γυναίκα σκληρή, αυταρχική και ψυχρή. Για τον μικρό Έντμουντ, η παιδική ηλικία δεν υπήρξε ποτέ χώρος ασφάλειας. Ήταν ένας διαρκής αγώνας για αποδοχή, γεμάτος ταπεινώσεις και φόβο.

Η Κλαρνέλ θεωρούσε τον γιο της «περίεργο» και «επικίνδυνο». Τον απομόνωνε από τις αδελφές του και τον έστελνε να κοιμάται στο υπόγειο του σπιτιού. Το σκοτεινό, γεμάτο υγρασία και απομονωμένο δωμάτιο έκανε τον Έντμουντ να νιώθει απόκληρος.

«Ήταν σαν να με είχαν εξορίσει. Ήμουν παιδί και κάθε βράδυ με έκλειναν εκεί κάτω. Άκουγα τα γέλια τους, τα βήματά τους πάνω από το κεφάλι μου. Κι εγώ ήμουν με τα τρωκτικά. Έμαθα να μιλάω μόνος μου. Έφτιαχνα ιστορίες με ήρωες και τέρατα. Και σιγά σιγά, ο ήρωας εξαφανίστηκε. Έμεινε μόνο το τέρας» θα πει ο ίδιος.

Οι αδελφές του τον έκαναν αντικείμενο ενός σκοτεινού «παιχνιδιού». Τον έδεναν σε καρέκλα, τον σκέπαζαν με κουβέρτα και παρίσταναν ότι τον εκτελούσαν. Για εκείνες ήταν αστείο· για τον Έντμουντ ήταν πρόβα θανάτου.

«Έπαιζαν το παιχνίδι της εκτέλεσης. Με έδεναν, με σημάδευαν, με “σκότωναν”. Για μένα δεν ήταν παιχνίδι. Ήταν μάθημα. Έμαθα πώς είναι να είσαι το θύμα. Αργότερα, αντέστρεψα τους ρόλους» υποστηρίζει.

Από πολύ μικρή ηλικία άρχισε να δείχνει σημάδια διαταραγμένης συμπεριφοράς. Σε ηλικία 10 ετών σκότωσε την γάτα της οικογένειας. Την έθαψε ζωντανή και έμεινε να ακούει τους ήχους που έβγαζε. Αργότερα ομολόγησε ότι την ξέθαψε για να βεβαιωθεί πως ήταν νεκρή.

«Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα έλεγχο. Η πρώτη φορά που ένιωσα δυνατός» λέει.

Η Κλαρνέλ δεν έδειχνε ποτέ στοργή. Αντίθετα, τον χλεύαζε. Του έλεγε ότι ήταν «άσχημος», ότι «καμία γυναίκα δεν θα τον ήθελε ποτέ». Αυτά τα σκληρά λόγια έγιναν φωνές που τον στοίχειωναν για πάντα.

«Κάθε φορά που γνώριζα μια κοπέλα, άκουγα τη φωνή της μητέρας μου μέσα στο κεφάλι μου. Καμία δεν θα σε αγαπήσει. Όλες εκείνες που σκότωσα… στην πραγματικότητα σκότωνα εκείνη».

Ακόμα και στα πρώτα του παιχνίδια, έδειχνε πώς οι σκέψεις του άρχισαν να παίρνουν σκοτεινή τροπή. Έπαιζε με κούκλες, αλλά αντί να τις ντύνει, τις αποκεφάλιζε. Στα 13, φαντασιωνόταν πώς θα σκότωνε τη δασκάλα του και μάλιστα εξομολογήθηκε ότι σκέφτηκε να μπει με όπλα στο σχολικό λεωφορείο.

Η μητέρα του, αντί να δει σημάδια κινδύνου, τον περιόριζε ακόμα περισσότερο. Ο Έντμουντ ήταν πλέον ένας πανύψηλος, αδέξιος, χωρίς φίλους νεαρός με μοναδική συντροφιά το σκοτάδι του υπογείου.

«Ένα παιδί που δεν το αγαπούν, που δεν το αγκαλιάζουν, ψάχνει αλλού να βρει τη δύναμή του. Εγώ τη βρήκα στην καταστροφή» υποστηρίζει.

Η μητέρα φόβος κι εχθρός

Η Κλαρνέλ (φωτό) δεν ήταν απλώς μια αυστηρή μητέρα· αλλά υπήρξε η κεντρική φιγούρα που σφράγισε όλη τη ζωή του Έντμουντ. Η σχέση τους ήταν γεμάτη συγκρούσεις, εξευτελισμούς και μια διαρκή αίσθηση απόρριψης.

Ο ίδιος την περιγράφει ως «γυναίκα που δεν έπρεπε ποτέ να έχει παιδιά». Είχε έναν τρόπο να τον πληγώνει βαθύτερα από κάθε άλλον: με λόγια που άφηναν μόνιμα σημάδια κι όπως λέει «Κάθε φορά που την άκουγα, κάτι μέσα μου έκλεινε. Αυτή η φωνή δεν έσβησε ποτέ»

Τον κρατούσε σε απόσταση από τις γυναίκες, λέγοντάς του ότι «είναι επικίνδυνος για αυτές». Όταν ο Έντμουντ έγινε έφηβος και ήθελε να βγει με κορίτσια, εκείνη τον απέτρεπε, τον ταπείνωνε. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: Δεν άξιζε αγάπη.

Η εχθρότητα αυτή δεν ήταν μόνο λεκτική. Σύμφωνα με μαρτυρίες, η Κλαρνέλ είχε εκρήξεις οργής, πετούσε αντικείμενα και έφτανε συχνά σε λεκτική κακοποίηση που άγγιζε τα όρια ψυχολογικού βασανιστηρίου.

«Καθόμουν στη γωνία και την άκουγα να με βρίζει για ώρες. Έλεγε ότι κατέστρεψα τη ζωή της. Ότι ήμουν σαν τον πατέρα μου, άχρηστος. Εκεί γεννήθηκε το μίσος» τονίζει.

Η εμμονή με τη μητέρα του τον ακολουθούσε μόνιμα. Όταν αργότερα σκότωνε νεαρές γυναίκες, ομολογούσε ότι συχνά άκουγε μέσα του τη φωνή της. «Τις στραγγάλιζα και άκουγα εκείνη να με κοροϊδεύει. Όταν τις αποκεφάλιζα, ήταν σαν να έκοβα το κεφάλι της μητέρας μου» λέει ο Εντ Κέμπερ.

Η ένταση κορυφώθηκε τα χρόνια πριν από τον τελευταίο του φόνο. Ο Έντ έμεινε πλέον σπίτι της μητέρας του. Εκείνη τον αποκαλούσε «χαμένο» και τον κατηγορούσε ότι θα μείνει για πάντα «ένα βάρος».

«Δεν θα βρεις ποτέ γυναίκα να σε θέλει. Είσαι σαν το τέρας του Φρανκενστάιν» του έλεγε.

Για τον Έντμουντ, εκείνα τα λόγια έγιναν προφητεία. Έβλεπε τον εαυτό του σαν τέρας κι αποφάσισε να ζήσει ως τέτοιο. «Η μητέρα μου μ’ έκανε τέρας. Αλλά ήμουν κι εγώ εκείνος που αποφάσισε να παίξει τον ρόλο» παραδέχεται

Τελικά η δολοφονία της ίδιας του της μητέρας δεν ήταν μια πράξη στιγμιαίας οργής· ήταν η κορύφωση μιας ζωής γεμάτης απόρριψη. Και ο ίδιος το παραδέχτηκε χωρίς περιστροφές: «Όλες οι δολοφονίες μου ήταν πρόβα. Εκείνη ήταν το τελικό θύμα».

ΙΙ – ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΦΟΝΟΙ

Στις 27 Αυγούστου 1964, ο 15χρονος Εντ βρισκόταν στο σπίτι των παππούδων του, στο Νορθ Φορκ της Καλιφόρνιας. Ζούσε μαζί τους επειδή η μητέρα του, αδυνατώντας να τον διαχειριστεί, τον είχε στείλει εκεί.

Η σχέση του με τη γιαγιά του ήταν τεταμένη. Ο Έντ ένιωθε πως η γιαγιά του είχε την ίδια καταπιεστική στάση με τη μητέρα. Εκείνη την ημέρα, καθισμένη στην κουζίνα και γράφοντας μια επιστολή, η γιαγιά του άρχισε να τον επικρίνει ξανά για τη συμπεριφορά του.

Ο Έντ πήρε το κυνηγετικό όπλο που είχε στο σπίτι. Την πυροβόλησε στην πλάτη και στη συνέχεια στο κεφάλι. «Δεν ήταν κάτι που είχα σχεδιάσει. Ήταν μια παρόρμηση. Είχα θυμό μέσα μου και ξαφνικά τον ξέσπασα. Ήθελα να δω πώς είναι να σκοτώνεις» θα πει

Όταν λίγο αργότερα γύρισε ο παππούς του, ο Έντ τον περίμενε στην αυλή. Τον πυροβόλησε κι εκείνον θανάσιμα, χωρίς να του δώσει καμία εξήγηση. «Δεν ήθελα να δει τι είχα κάνει στη γιαγιά. Σκέφτηκα ότι το καλύτερο ήταν να τον σκοτώσω κι αυτόν» εξηγεί.

Μετά τους φόνους, ο Kemper τηλεφώνησε στη μητέρα του, η οποία τον συμβούλευσε να καλέσει την αστυνομία. Όταν οι αστυνομικοί έφτασαν, παραδόθηκε χωρίς αντίσταση.

Η δολοφονία των παππούδων του συγκλόνισε τους ψυχιάτρους: δεν υπήρχε προφανές οικονομικό ή πρακτικό κίνητρο. Η ωμή παραδοχή πως «ήθελε να δει πώς είναι» έδειχνε τον ψυχοπαθητικό του πυρήνα.

Στη δίκη του κρίθηκε ότι έπασχε από σοβαρές ψυχικές διαταραχές και στάλθηκε στο ψυχιατρικό νοσοκομείο Atascadero State Hospital, αντί για τη φυλακή.

Παρανοϊκή ιδιοφυία

Μετά τη δολοφονία των παππούδων του πέρασε σχεδόν πέντε χρόνια στο ψυχιατρικό νοσοκομείο Atascadero State Hospital. Εκεί, οι ψυχίατροι «μέτρησαν» το IQ στο 136 (έως 145) και τον αξιοποίησαν σε προγράμματα αξιολόγησης. Του επέτρεψαν μάλιστα να έχει πρόσβαση σε φακέλους άλλων εγκληματιών, κάτι που του έδωσε γνώσεις για το πώς να μιλάει ώστε να φαίνεται «υγιής». Στο ψυχιατρείο ο Έντ θα αναπτύξει τις γνώσεις του για την ψυχολογία και θα αξιοποιήσει αυτές τις πληροφορίες  για να ξεγελάσει τους γιατρούς και να αποφυλακιστεί. Το 1969, στα 21 του χρόνια, οι γιατροί έκριναν ότι είχε «βελτιωθεί» και τον απελευθέρωσαν, παρά τις προειδοποιήσεις ορισμένων ειδικών ότι παρέμενε επικίνδυνος.

Μετά την αποφυλάκισή του, ο Έντ δεν είχε πού να πάει και έτσι επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας του στη Σάντα Κρουζ. Η σχέση τους ήταν όπως πάντα δηλητηριώδης: εκείνη τον ταπείνωνε συνεχώς, εκείνος έβραζε μέσα του από θυμό και ταπείνωση. «Δεν μπορούσα να πάω πουθενά χωρίς να ακούω τη φωνή της. Με έκανε να αισθάνομαι ότι δεν αξίζω τίποτα» λέει.

Για ένα διάστημα ο προσπάθησε να ζήσει μια «κανονική» ζωή. Δούλεψε σε διάφορες δουλειές χαμηλής ειδίκευσης, αλλά λόγω του όγκου του (2,06 μέτρα ύψος, σχεδόν 140 κιλά) και του αδέξιου χαρακτήρα του δεν μπορούσε να ενταχθεί εύκολα.

Παρ’ όλα αυτά, προσπαθούσε να χτίσει κοινωνικές επαφές. Έπαιρνε συχνά ποτό με αστυνομικούς της περιοχής και μάλιστα έγινε γνωστός με το παρατσούκλι «Big Ed».

Η πιο χαρακτηριστική του προσπάθεια να βρει «θέση» στην κοινωνία ήταν η αίτηση του να ενταχθεί στην αστυνομία. Ονειρευόταν να γίνει τροχονόμος ή να περιπολεί. Η αίτηση του όμως απορρίφθηκε: το ύψος και ο όγκος του κρίθηκαν «ακατάλληλα».

«Ήθελα να γίνω ένας από αυτούς. Σκεφτόμουν: αν γίνω αστυνομικός, ίσως να καταφέρω να ξεφύγω από τον εαυτό μου. Όταν μου το αρνήθηκαν, κάτι μέσα μου έσπασε.»

Η απογοήτευση αυτή τον βύθισε ξανά στην απομόνωση. Για να παρηγορηθεί, αγόρασε μια μοτοσικλέτα και με την αποζημίωση από ατύχημα ένα αυτοκίνητο. Ένα πράσινο Ford Galaxie το οποίο θα γινόταν το «όχημα θανάτου» στη μετέπειτα δράση του.

Το σκοτάδι μέσα του

Πίσω από αυτή την ήρεμη μάσκα, όμως, κρυβόταν μια ασταμάτητη εσωτερική ορμή. Η μητέρα του εξακολουθούσε να τον μειώνει καθημερινά, και εκείνος έβρισκε διέξοδο σε σκέψεις όλο και πιο βίαιες.

Ξεκίνησε να παίρνει το αυτοκίνητο και να «δοκιμάζει», να παίρνει κοπέλες που έκαναν ωτοστόπ, μόνο και μόνο για να δει αν θα μπορούσε να τις αφήσει ζωντανές. Τα κορίτσια δεν ένιωθαν απειλή από τον αγαθό γίγαντα πίσω από το τιμόνι και το αυτοκόλλητο του Πανεπιστημίου της Σάντα Κρουζ που είχε βάλει στο αυτοκίνητο του συνέβαλε στο να μην φαίνεται ύποπτος.

«Τις έπαιρνα, οδηγούσα, τους μιλούσα. Όταν τις άφηνα σώες, ένιωθα νικητής. Αλλά κάθε φορά ήταν πιο δύσκολο να μην το κάνω. Η φωνή μέσα μου δυνάμωνε.

Η μια πλευρά μου έλεγε: Θέλω να της μιλήσω, να βγω ραντεβού μαζί της. Η άλλη πλευρά όμως έλεγε: Αναρωτιέμαι πως θα μοιάζει το κεφάλι της σε ένα παλούκι;»

Αυτό το παιχνίδι κράτησε μήνες. Υπολογίζει ότι πήρε πάνω από 150 κορίτσια με το αυτοκίνητο του. Κάποια στιγμή, όμως, η αυτοσυγκράτηση άρχισε να λυγίζει. Ο Κέμπερ δεν ήθελε πια να παίζει μόνο το ρόλο του «ευγενικού γίγαντα». Η οργή του γιγαντωνόταν και ήθελε να απελευθερώσει το τέρας που τον καλούσε από μέσα του. «Μου έτριβαν στη μούρη το γεγονός ότι έκαναν ό,τι γούσταραν και ότι η κοινωνία είναι διαλυμένη όπως είναι. Σκεφτόμουν: Γιατί να σταματάω εδώ; Έχω την ευκαιρία. Κανείς δεν ξέρει. Κανείς δεν θα με υποψιαστεί ποτέ. Γιατί να μην το κάνω;» θα πει.

 «Αόρατος» για τις αρχές

Όσοι γνώριζαν τον Έντμουντ Κέμπερ θεωρούσαν πως είναι ένας «ευγενικός γίγαντας». Με ήρεμη φωνή και συχνά χιουμοριστική διάθεση, έδινε την εντύπωση ενός καλοσυνάτου ανθρώπου που απλώς ήταν διαφορετικός λόγω του μεγέθους του.

Όσοι τον γνώριζαν στην Καλιφόρνια της δεκαετίας του ’70 θυμούνται έναν άντρα που μιλούσε ευγενικά, βοηθούσε τους γείτονες και συχνά προσέφερε αφιλοκερδώς μετακίνηση σε φοιτήτριες που έκαναν ωτοστόπ. Η αστυνομία αργότερα παραδέχθηκε ότι αυτό το στοιχείο της προσωπικότητας του τον έκανε σχεδόν «αόρατο» ως ύποπτο.

«Ήξερα πώς να χαμογελάω, πώς να μιλάω, πώς να κερδίζω εμπιστοσύνη. Ήταν η μάσκα μου. Όλοι έβλεπαν έναν ευγενικό τύπο που απλώς βοηθούσε. Κανείς δεν φανταζόταν τι έκρυβα στο πορτ-μπαγκάζ» θα πει.

Συχνά επισκεπτόταν μπαρ που σύχναζαν αστυνομικοί, έπινε μαζί τους μπύρες και έπιανε κουβέντα για την υπόθεση του κατά συρροή δολοφόνου που τότε σόκαρε την πολιτεία. Κανείς τους δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο δολοφόνος βρισκόταν ακριβώς δίπλα τους.

«Έπαιζα το παιχνίδι τους. Μιλούσα για τον τρελό που σκότωνε κοπέλες. Και μέσα μου γελούσα. Γιατί ήμουν εγώ. Ήμουν στο ίδιο μπαρ με τους αστυνομικούς που με έψαχναν».



ΙΙΙ – Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΡΙΩΝ
 

Ο Εντ άρχισε να κυκλοφορεί με μαχαίρια, σακούλες, κουβέρτες και χειροπέδες στο πορτ-μπαγκάζ του Ford. «Ένιωθα μικρές εξάψεις» θα πει για τις δολοφονικές-σεξουαλικές ορμές του.

Στις 7 Μαΐου παίρνει στο αυτοκίνητο του δύο 18χρονες φοιτήτριες, την Μέρι Αν Πέσκι και την Ανίτα Λουκέσα.

«Τις πήρα με το αυτοκίνητο. Ήταν όμορφες, νέες, γελούσαν. Τις επέλεξα γιατί φαίνονταν κορίτσια ανώτερες τάξης όχι ο κουρελιασμένος, βρώμικος χίπι τύπος ο οποίος δεν με ενδιέφερε καθόλου. Στο μυαλό μου έλεγα: Μπορείς ακόμα να κάνεις πίσω. Αλλά ήξερα ότι δεν θα το έκανα. Όταν το πρώτο αίμα χύθηκε, κάτι άλλαξε μέσα μου. Δεν ήμουν πια απλά κάποιος που το σκεφτόταν. Ήμουν δολοφόνος».

Τις στραγγάλισε και έβαλε τα σώματά τους στο πορτ-μπαγκάζ. Ο ίδιος ομολόγησε: «Οδήγησα ώρες με τα πτώματα στο πίσω μέρος. Σταμάτησα για καφέ, μίλησα με ανθρώπους. Κανείς δεν υποψιαζόταν τίποτα. Και μέσα μου έβραζα από ενθουσιασμό και φόβο».

Αστυνομικός τον σταμάτησε καθώς ήταν σπασμένο το ένα πίσω φανάρι του Ford.  Μίλησαν, ο Εντ του υποσχέθηκε ότι θα φτιάξει το φανάρι κι έφυγε. Όλα αυτά με δύο πτώματα στο πορτ-μπαγκάζ.

Ο συγκάτοικος, στο διαμέρισμα που έμενε εκείνο το διάστημα, έλειπε και πήγε εκεί τα πτώματα. Τα φωτογράφησε, τα κακοποίησε σεξουαλικά και τα διαμέλισε με πριόνι. Με τα κομμένα κεφάλια έκανε στοματικό σεξ.

Τελικά μετέφερε τα διαμελισμένα σώματα σε μια δασική περιοχή και τα άφησε εκεί. Βρέθηκε μόνο το κρανίο της Μέρι Αν Πέσκι.

Μιλώντας για το γεγονός ότι αποκεφάλιζε τα θύματα του θα εξηγήσει: «Οι φαντασιώσεις μου με τα κεφάλια είναι γιατί ήταν σαν τρόπαια. Ξέρετε στο κεφάλι βρίσκονται τα πάντα: Ο εγκέφαλος, τα μάτια, το στόμα. Αυτό είναι το άτομο. Θυμάμαι που μου είχαν πει, όταν ήμουν παιδί, ότι κόβεις το κεφάλι και το σώμα πεθαίνει. Το σώμα δεν είναι τίποτα αφού κόψεις το κεφάλι. Λοιπόν αυτό δεν είναι αληθές, απομένουν πολλά από το σώμα ενός κοριτσιού χωρίς το κεφάλι».

Modus Operandi

Ο Έντ Κέμπερ ακολούθησε μια συγκεκριμένη μέθοδο. Έπαιρνε φοιτήτριες που έκαναν ωτοστόπ, οδηγούσε σε απομονωμένες περιοχές και τις σκότωνε. Συχνά μιλούσε μαζί τους για ώρα, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη τους, πριν τις δολοφονήσει.

«Μου άρεσε να τις ακούω να μιλούν. Να μιλούν για τη ζωή τους, τα όνειρά τους. Ήξερα ότι σε λίγα λεπτά θα τα έχαναν όλα. Αυτή η αντίθεση με γέμιζε»

Μετά τις δολοφονίες, συχνά επέστρεφε στο σπίτι της μητέρας του με τα σώματα. Εκεί, διέπραττε σεξουαλικές πράξεις με τα πτώματα, αποκεφάλιζε και τεμάχιζε.

Ο ίδιος, με παγωμένη ειλικρίνεια, το περιέγραψε:«Ήταν η στιγμή που ένιωθα ότι τις κατείχα ολοκληρωτικά. Όταν ήταν νεκρές, δεν μπορούσαν να με απορρίψουν. Δεν μπορούσαν να γελάσουν μαζί μου όπως έκανε η μητέρα μου.»

Σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές του δηλώσεις θα παραδεχθεί: «Καθόμουν εκεί, δίπλα στο σώμα. Μιλούσα μαζί της σαν να ήταν ακόμα ζωντανή. Την έβαζα να μου κάνει παρέα. Ήξερα πόσο τρελό ήταν αυτό, αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν το μόνο που με έκανε να νιώθω άνθρωπος».

Υποστηρίζει ότι ο κάθε φόνος ήταν ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών: «Δεν ήταν απλά φόνοι. Ήταν το ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τον κόσμο που με είχε απορρίψει. Κάθε θύμα ήταν καθρέφτης. Και σε κάθε καθρέφτη έσπαγα το πρόσωπο της μητέρας μου.»

Το θύμα που του άνοιξε την πόρτα

Στις 14  Σεπτεμβρίου 1972 η 15χρονη μπαλαρίνα Αΐκο Κου (κορεατικής καταγωγής) κάνει ωτοστόπ. Έχει χάσει το λεωφορείο και θέλει να πάει γρήγορά στο μάθημα. Ο Κέμπερ προσφέρεται να τη μεταφέρει  και το κορίτσι μπαίνει στο αυτοκίνητο.

«Μιλούσα μαζί της, ήταν γλυκιά, σχεδόν παιδί. Ένιωθα μια πατρική τρυφερότητα. Μέσα μου όμως έβραζε η άλλη φωνή: Ξέρεις γιατί την πήρες. Δεν υπάρχει επιστροφή» αφηγείται ο Κέμπερ.

Οδηγεί σε ένα απομονωμένο σημείο, σταματά και απειλεί την Αΐκο με πιστόλι. Έχει τροποποιήσει την πόρτα του συνοδηγού ώστε να μην μπορεί να ανοίξει από μέσα.

Βγαίνει για να πάρει τα σύνεργα του από το πορτ-μπαγκάζ και συνειδητοποιεί ότι έχει αφήσει μέσα στο αυτοκίνητο τα κλειδιά, το όπλο και έχει κλειδωθεί απ’ έξω.

Ο Κεμπέρ μεταμορφώνεται για να βγει από τη δύσκολη κατάσταση. Με ήρεμη φωνή και χαμόγελο, της είπε ότι είχε κάνει μια «χαζή γκάφα» και την έπεισε να του ανοίξει την πόρτα. Το θύμα, που ακόμα δεν είχε συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συμβαίνει, πείστηκε. «Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα: αν είχε απλώς φύγει, τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί. Αλλά με εμπιστεύτηκε. Κι εγώ το εκμεταλλεύτηκα», αφηγήθηκε αργότερα ο ίδιος.

Η ιστορία αυτή δείχνει την τρομακτική διττή φύση του: από τη μια, η ανθρώπινη αδυναμία και η τύχη που θα μπορούσε να τον είχε εκθέσει· από την άλλη, η ικανότητά του να χειρίζεται τους ανθρώπους με πειστικότητα, να εμπνέει εμπιστοσύνη και να μετατρέπει την αμηχανία σε παγίδα.

Επιστρέφοντας στο αυτοκίνητο πνίγει την 15χρονη η οποία χάνει τις αισθήσεις της. Τη βιάζει και τη δολοφονεί. Με το πτώμα της στο πορτ-μπαγκάζ πάει σε ένα μπαρ για ένα ποτό. «Όταν βγήκα από το μπαρ άνοιξα το πορτ-μπαγκάζ για να δω τι έχω πιάσει, σαν ψαράς» θα αποκαλύψει.

Στο διαμέρισμα κακοποιεί σεξουαλικά το άψυχο σώμα(έπαιξα μαζί του σαν μαριονέττα, θα πει), το διαμελίζει και πετά τα κομμάτια σε δάσος.

Το απόλυτο περιστατικό αντίφασης

Υπάρχει μια λεπτομέρεια στους πρώτους φόνους του Εντ Κέμπερ που αποκαλύπτει τη σκοτεινή αντίφαση της ψυχοσύνθεσης του. Καθώς προσπαθούσε να δέσει με χειροπέδες ένα από τα νεαρά θύματά του, την ακούμπησε άθελά του στο στήθος. Για μια στιγμή δεν ήταν ο θηριώδης άνδρας που κρατούσε το όπλο, αλλά ένας αμήχανος έφηβος που φοβόταν μήπως φανεί αγενής.

«Την ακούμπησα κατά λάθος… και της είπα ‘ ωπ συγγνώμη’. Λες και αυτό θα διόρθωνε κάτι. Σαν να ήμουν ένας αδέξιος άντρας σε πρώτο ραντεβού. Και όμως, εκείνη τη στιγμή ετοιμαζόμουν να της πάρω τη ζωή. Η ειρωνεία αυτού δεν με άφησε ποτέ. Αυτό δείχνει πόσο μπερδεμένος ήμουν μέσα μου», αφηγήθηκε χρόνια αργότερα.

Η λεπτομέρεια αυτή έχει μείνει θρυλική στις αφηγήσεις του Κέμπερ γιατί φωτίζει το πώς μπορούσε να συνυπάρχει η πιο ακραία βία με στιγμές κοινωνικής «ευγένειας» ή τυπικότητας.

Δεν είναι ξεκάθαρο ποιο ήταν το θύμα στο συγκεκριμένο περιστατικό. Η Wikipedia και ορισμένα άρθρα το τοποθετούν στην πρώτη του διπλή δολοφονία τον Μάιο του 1972. Άλλες πηγές, βασισμένες σε συνεντεύξεις του ίδιου (π.χ. στον Γάλλο δημοσιογράφο Στεφάν Μπουρζόν και σε εγκληματολογικές βιογραφίες, το αποδίδουν στη δολοφονία της Αΐκο Κου  (Σεπτέμβριος 1972).

Η ασάφεια αυτή πιθανόν οφείλεται στον ίδιο τον Κεμπερ, ο οποίος σε διαφορετικές στιγμές μιλούσε γενικά για τα πρώτα του εγκλήματα χωρίς να ξεκαθαρίζει πάντα σε ποιο θύμα αναφερόταν. Όποια κι αν είναι η αλήθεια, το περιστατικό μένει ως παράδειγμα της παράλογης «διπλής φύσης» του: ένας άνθρωπος που ζητά συγγνώμη για ένα ακούμπημα, την ίδια στιγμή που ετοιμάζεται να αφαιρέσει μια ζωή με τον πιο βίαιο τρόπο.

Ένας εσωτερικός διάλογος

Ο Κέμπερ συχνά περιέγραφε την πάλη μέσα στο κεφάλι του: «Ένα κομμάτι μου ήθελε να σταματήσει. Να την αφήσει να φύγει. Το άλλο όμως έλεγε: Αν την αφήσεις, θα μιλήσει, θα σε συλλάβουν, όλα θα τελειώσουν. Ήταν σαν να υπήρχαν δύο φωνές που μάχονταν – και πάντα κέρδιζε η σκοτεινή.»

Αυτό που κάνει τις αφηγήσεις του τρομακτικές δεν είναι μόνο η ωμή βία, αλλά το πώς διατήρησε τον ρόλο του «ευγενικού» μέχρι το τέλος. Μπορούσε να σκοτώνει και ταυτόχρονα να συμπεριφέρεται με στοιχειώδη ευγένεια.

«Δεν ήθελα να τις κάνω να υποφέρουν παραπάνω από όσο έπρεπε. Τις έπνιγα γρήγορα. Αλλά αυτό δεν ήταν λύτρωση. Ήταν μόνο για μένα. Για να μην τις βλέπω να παρακαλούν.»

«Τώρα ήμουν εγώ ο κυρίαρχος»

Στις 7 Ιανουαρίου 1973, η 19χρονη Σίντι έγινε το επόμενο θύμα του Εντ Κέμπερ. Ο ίδιος περιέγραψε με ανατριχιαστική ακρίβεια εκείνη τη νύχτα:

«Την πήρα με το αυτοκίνητο, όπως πάντα. Ήταν ντροπαλή, μιλούσε σιγά. Σκεφτόμουν: Αν τη σκοτώσεις, δεν θα υπάρξει επιστροφή. Αλλά εκείνη τη στιγμή ήξερα πως το είχα ήδη αποφασίσει» θυμάται.

Την πυροβόλησε με 22άρι πιστόλι και στη συνέχεια μετέφερε το σώμα στο σπίτι της μητέρας του. Το έβαλε μέσα από την πίσω πόρτα, σαν να ήταν απλό αντικείμενο.

«Ήταν εκεί, ξαπλωμένη στο πάτωμα του δωματίου μου. Έκλεισα την πόρτα. Η μητέρα μου κοιμόταν στον πάνω όροφο. Και εγώ… έκανα ό,τι ήθελα με το σώμα»

Έβαλε το πτώμα στην ντουλάπα κι όταν το πρωί η μητέρα του έφυγε για δουλειά έβγαλε τη σφαίρα, το κακοποίησε σεξουαλικά και το διαμέλισε στην μπανιέρα του σπιτιού.

«Την αποσυναρμολόγησα. Το κεφάλι, τα χέρια, τα πόδια. Ήταν σαν να έπαιρνα πίσω την εξουσία που μου στέρησε η μητέρα μου. Τώρα ήμουν εγώ ο κυρίαρχος» θα πει.

Την αποκεφάλισε και κράτησε το κεφάλι για μέρες για να ικανοποιηθεί σεξουαλικά. Τελικά το έθαψε στο κήπο μπροστά από την κρεβατοκάμαρα της μητέρας του. «Το έθαψα έτσι ώστε να κοιτάει το υπνοδωμάτιο της» τόνισε και εξηγώντας γιατί το έκανε χρησιμοποίησε μια αγγλική έκφραση. «Η μητέρας πάντα ήθελε ο κόσμος να την θαυμάζει» (always wanted people to look up to her).

Πέταξε τα μέλη της και κάποια αυτά βρέθηκαν με τον ιατροδικαστή να αποφαίνεται ότι έχουν αποκοπεί με ηλεκτρικό πριόνι.

«Δεν ήξεραν ότι μιλούσαν με τον ίδιο τον άνθρωπο που έψαχναν»

Στις 5 Φεβρουαρίου 1973 ο Κέμπερ έχει ακόμα έναν έντονο τσακωμό με τη μητέρα του. Οργισμένος μπαίνει στο αυτοκίνητο και πηγαίνει στο Πανεπιστήμιο της Σάντα Κρουζ. Έχει φροντίσει να προμηθευτεί (από τη μητέρα του που εργαζόταν εκεί) ένα αυτοκόλλητο του Πανεπιστημίου. Η δράση του  «Co-ed Killer» είχε ήδη προκαλέσει πανικό στην φοιτητική κοινότητα και τα κορίτσια ήταν πολύ προσεκτικά. Ένα αυτοκίνητο όμως με αυτοκόλλητο του Πανεπιστημίου θα δημιούργησε ένα αίσθημα ασφάλειας.

Στην Πανεπιστημιούπολη συνάντησε πρώτα την 23χρονη Ρόσαλιντ Θορπ και μετά την 20χρονη Άλις Λιού. Με τα δύο κορίτσια στο αυτοκίνητο βγήκε από την Πανεπιστημιούπολη. Οι φύλακες τους είδαν, χαιρέτησαν τον «καλόκαρδο γίγαντα» και δεν υποψιάστηκαν τίποτα.

Κατά τη διαδρομή, τις ρώτησε για το πανεπιστήμιο, για τα αγόρια τους, ακόμα και για την ασφάλεια στο ωτοστόπ. Ειρωνικά, πολλές φορές έφερνε τη συζήτηση πάνω στον «δολοφόνο των φοιτητριών» που τότε η αστυνομία προσπαθούσε να εντοπίσει. «Τους έλεγα ιστορίες για τον co-ed killer. Έκαναν αστεία, έλεγαν ότι έπρεπε να προσέχουν. Δεν ήξεραν ότι μιλούσαν με τον ίδιο τον άνθρωπο που έψαχναν»

Τελικά σταμάτησε και πυροβόλησε. Πρώτα την Ρόσαλιντ, η οποία καθόταν δίπλα του, και μετά την Άλις που βρισκόταν στις πίσω θέσεις. Τρομοκρατημένο το κορίτσι προσπάθησε να κρυφτεί. Οι δύο πρώτες σφαίρες αστόχησαν αλλά η τρίτη βρήκε την Άλις στο μέτωπο .

«Τις σκότωσα σχεδόν μηχανικά. Μία σφαίρα. Μία κίνηση. Δεν υπήρχε πλέον ο δισταγμός που υπήρχε στην αρχή» θα πει.

Στη συνέχεια οδήγησε με τα σώματα στο πορτ-μπαγκάζ, περνώντας ξανά από τους φύλακες.

«Μιλούσα μαζί τους, τους χαμογέλασα. Και πίσω… πίσω ήταν η κόλαση. Αυτό με γοήτευε περισσότερο απ’ όλα – το να είμαι τόσο κοντά στην αποκάλυψη και να μη με καταλαβαίνει κανείς.»

Στο σπίτι, τα πτώματα έγιναν πάλι εργαλεία ικανοποίησης. Ο ίδιος το περιέγραψε χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης:

«Όταν ήταν νεκρές, μπορούσα να τις χρησιμοποιώ όπως ήθελα. Έκανα σεξ μαζί τους. Τις έβαζα σε καρέκλες, τους μιλούσα. Ήταν η μόνη συντροφιά που δε με απέρριπτε.»

Οι ώρες που περνούσε με τα πτώματα στο δωμάτιό του ήταν γεμάτες από ένα αποκρουστικό μείγμα φαντασίας, εξουσίας και μοναξιάς.

«Τα έπλενα, τα τοποθετούσα προσεκτικά. Τα αντιμετώπιζα σαν κούκλες. Ήθελα να υπάρχει κάποιος εκεί, κάποιος που δεν θα γελάσει μαζί μου, που δεν θα με μειώσει όπως έκανε η μητέρα μου.

Ήταν σαν να είχα δύο κόσμους. Τον κόσμο της μητέρας μου στον πάνω όροφο. Και τον κόσμο της απόλυτης εξουσίας στον κάτω όροφο. Δεν μπορούσαν να συναντηθούν. Αν συναντιόντουσαν, όλα θα τελείωναν».

IV – Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΩΠΑΣΕ

«Όλα όσα έκανα, όλα τα κορίτσια που σκότωσα, ήταν στην πραγματικότητα εκείνη. Κάθε φορά που τις στραγγάλιζα, στραγγάλιζα τη μητέρα μου» έχει πει ο Κέμπερ για τη μητέρα του. Το βράδυ της 20στής Απριλίου 1973 έφτασε η ώρα της απευθείας αντιπαράθεσης.

Ο Κέμπερ επέστρεψε, από ένα πάρτι, αργά στο σπίτι. Η μητέρα του ήταν ξύπνια και διάβαζε στο κρεβάτι. Αντάλλαξαν μερικά λόγια γεμάτα ειρωνεία. Εκείνη του είπε:

«Φαντάζομαι θα θες να κάτσεις να μιλήσουμε όλη νύχτα»

 O Κέμπερ απάντησε ψυχρά:

«Όχι, καληνύχτα»

Πήγε στο δωμάτιό του, αλλά μέσα του ήξερε ότι αυτή η νύχτα θα ήταν η τελευταία της.

Το Έγκλημα

Ξημερώματα, μπήκε στο δωμάτιό της με ένα σφυρί. Τη χτύπησε στο κεφάλι ενώ κοιμόταν και στη συνέχεια την αποκεφάλισε. Το μίσος που κρατούσε χρόνια ξεχύθηκε με μια σχεδόν τελετουργική πράξη.

«Έβαλα το κεφάλι της σε ένα ράφι και του φώναζα επί μια ώρα. Της μιλούσα, της φώναζα. Της έλεγα όλα όσα δεν μπόρεσα να πω όσο ζούσε. Ήταν η πρώτη φορά που εκείνη δεν μπορούσε να απαντήσει.»

 Μετά του πετούσα βελάκια και στο τέλος το διέλυσα. Έκοψα τη γλώσσα και τον λάρυγγα και τους έριξα στον σκουπιδοφάγο. Μου φαινόταν πρέπον με τόσο που μου είχε γκρινιάξει και φωνάξει για τόσο πολλά χρόνια» θα πει και θα προσθέσει: «Ήταν το τέλος. Το είχα σκεφτεί εκατοντάδες φορές. Όταν τελείωσε, δεν υπήρχε χαρά, μόνο μια σιωπή. Είχα αφαιρέσει τη ρίζα του κακού. Ανακούφιση. Σιωπή. Η φωνή της σώπασε».

Στη συνέχεια πήγε σε ένα κοντινό μπαρ για ένα ποτό. Όταν επέστρεψε κάλεσε στο σπίτι την καλύτερη φίλη της μητέρας του, την 59χρονη Σάλι Χάλετ. Όταν έφτασε τη στραγγάλισε. «Δεν ήθελα να την αφήσω να δει τη σκηνή. Δεν ήθελα να τη σοκάρει αυτό που είχα κάνει. Απλά τη σκότωσα. Ήταν η τελευταία πράξη» υποστηρίζει.

Έβαλε και τα δύο πτώματα στην ντουλάπα και άφησε ένα σημείωμα.

«Περίπου 5:15 μ.μ. Σάββατο. Δεν υπάρχει λόγος να υποφέρει πια στα χέρια αυτού του φρικτού δολοφονικού χασάπη. Ήταν γρήγορο, κοιμόταν, όπως το ήθελα. Όχι απρόσεκτος και ατελής κύριοι. Απλά έλλειψη χρόνου. Έχω πράγματα να κάνω!!!».

Πήρε χάπια καφεΐνης και οδήγησε για 1.600 χιλιόμετρα ως το Πουέμπλο του Κολοράντο. Είχε μαζί του τρία όπλα κι εκατοντάδες σφαίρες καθώς πίστευε ότι οι αρχές ήταν τον κυνηγούν. Κανείς όμως δεν είχε ανακαλύψει τι είχε συμβεί.

Πήγε σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο και επικοινώνησε με την αστυνομία. Ομολόγησε τη δολοφονία της μητέρας του και της φίλης του αλλά δεν τον πήραν σοβαρά. Του είπαν να τηλεφωνήσει αργότερα. Προσπάθησε ξανά και αυτή τη φορά ζήτησε έναν αστυνομικό που γνώριζε. Ομολόγησε τη διπλή δολοφονία και περίμενε να τον συλλάβουν. Όταν οι αστυνομικοί έφτασαν ομολόγησε πως είναι ο Co-ed Killer.

«Ο αρχικός σκοπός είχε χαθεί. Δεν ικανοποιούσε κάποιον ψυχολογικό, συναισθηματικό ή φυσικό σκοπό. Ήταν καθαρά χάσιμο χρόνου. Συναισθηματικά δεν μπορούσε να το αντέξω για πολύ ακόμα. Προς το τέλος άρχισα να νιώθω την παράνοια της όλης κατάστασης και στο σημείο που ήμουν κοντά στην εξάντληση, κοντά στην κατάρρευση, απλά είπα να πάει στο διάολο και το σταμάτησα» εξηγεί.

Η στιγμή της επίγνωσης

Μετά τη σύλληψή του, ο Εντ Κέμπερ μεταφέρθηκε σε ψυχιατρικό νοσοκομείο. Εκεί, για πρώτη φορά, ήρθε αντιμέτωπος με την ίδια του τη συνείδηση. Δεν ήταν πλέον στο δωμάτιο του σπιτιού του, με τα σώματα γύρω του· δεν ήταν στον δρόμο με το πορτ-μπαγκάζ γεμάτο πτώματα· ήταν σ’ ένα λευκό δωμάτιο, μόνος, χωρίς διέξοδο.

«Είχα επιχειρήσει να αυτοκτονήσω με ένα αλουμινένιο στυλό. Είχα πει τότε ότι η πένα είναι ισχυρότερη από το ξίφος κι εγώ μετέτρεψα μια πένα σε ξίφος αλλά ο Τύπος δεν το έπιασε.

Με πήγαν λοιπόν στο νοσοκομείο. Καθόμουν εκεί με δύο φύλακες και μια νοσοκόμα. Μου είχαν δώσει κάποιο ηρεμιστικό και μετά ο γιατρός μου έβαλε κάτι για να επανέλθω. Μου το έδωσε κι έφυγε. Και τότε με χτύπησε σαν τσουνάμι: όλα όσα έκανα ήταν πραγματικά. Δεν ήταν όνειρο, δεν ήταν παιχνίδι στο μυαλό μου. Ήταν αληθινό αίμα, αληθινά σώματα.

Άρχισα να τρέμω. Τα χέρια μου δεν υπάκουαν. Δεν έκλαιγα – δεν μπορούσα να κλάψω. Αλλά ένιωθα ότι θα καταρρεύσω. Ήταν σαν να έβλεπα έναν καθρέφτη και μέσα του τον εαυτό μου: έναν γίγαντα που είχε σφαγιάσει νέες γυναίκες. Και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι αυτός ο άνθρωπος ήμουν εγώ. Τότε είπε ότι πρέπει να με κρεμάσουν ανάποδα και να με δέρνουν καθημερινά.

Όλα όσα έκανα ήταν για να φτάσω εκεί. Στη στιγμή που θα έπρεπε να αντιμετωπίσω τον εαυτό μου. Δεν υπήρχε άλλο καταφύγιο, καμία άλλη δικαιολογία. Ήμουν ένα τέρας. Και το τέρας δεν είχε πού να κρυφτεί.»

Αυτό το επεισόδιο στο νοσοκομείο δείχνει το οξύμωρο του Εντ Κέμπερ: Ένας άνθρωπος ικανός να σκοτώσει με τρομακτική ψυχραιμία, αλλά ταυτόχρονα να περιγράφει με έντονη ενδοσκόπηση το βάρος της πράξης του. «Ήξερα τότε ότι δεν θα έπρεπε ποτέ να ξαναβγώ έξω. Όχι για εκδίκηση, όχι για τιμωρία. Γιατί αν έβγαινα, θα το ξαναέκανα. Και δεν μπορούσα να το επιτρέψω αυτό».



Ο Κέμπερ δαμάζει έναν άλλο κατά συρροή δολοφόνο

Η ζωή του Έντουαρντ Κέμπερ στη φυλακή υπήρξε εξίσου ιδιότυπη με την εγκληματική του δράση. Το πιο χαρακτηριστικό επεισόδιο είναι η σχέση του με τον Χέρμπερτ Μάλιν (φωτό), έναν άλλον κατά συρροή δολοφόνο που κρατούνταν την ίδια περίοδο. Ο Μάλιν είχε σκοτώσει δεκατρία άτομα στην Καλιφόρνια ισχυριζόμενος ότι έπρεπε να θυσιαστούν για να αποτραπεί σεισμός. Ο ίδιος ήταν γνωστός για την ασταθή του συμπεριφορά και κυρίως για το ότι τραγουδούσε και φώναζε ασταμάτητα μέσα στο κελί του.

Οι δύο άντρες δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικοί: Ο Μάλιν ένας ψυχωτικός που δρούσε παρορμητικά, και ο Κέμπερ, ο «λογικός γίγαντας» που σκότωνε μεθοδικά, συζητώντας αργότερα με τρομακτική ψυχραιμία για τα εγκλήματά του.

Σε συνέντευξή του, ο Κέμπερ περιγράφει με λεπτομέρειες το πώς αποφάσισε να «αναλάβει» την περίπτωση Mullin:

«Ο Mullin δεν σταματούσε να χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο και να κάνει ενοχλητικούς ήχους. Οι φύλακες δεν ήξεραν τι να τον κάνουν. Εγώ σκέφτηκα πως μπορούσα να τον εκπαιδεύσω».

Το σχέδιο του Κέμπερ είχε μια σχεδόν σουρεαλιστική διάσταση. Ζήτησε από έναν κατάδικό που βρισκόταν απέναντι του να του δείξει τη θέση του Μάλιν μέσα στο κελί. Όταν ήταν έτοιμος του έριχνε ένα ποτήρι νερό. «Ρώτησα τον τύπο στο κελί από πάνω: ‘Πού κάθεται ο Χέρμπι;’», θυμάται. «Μου είπε τη θέση του. Γέμισα ένα ποτήρι νερό και το πέταξα κατευθείαν στο κεφάλι του. Τον πέτυχα τη σωστή στιγμή. Έριξα το νερό πάνω του και του είπα: Αν συνεχίσεις έτσι, θα το ξαναπάθεις. Και ξέρεις τι; Δούλεψε».

Ο ίδιος συνέχισε να περιγράφει την «εκπαίδευση» αυτή σαν μια περίεργη ψυχοθεραπεία: «Δεν ξαναχτύπησε το κεφάλι του. Άρχισε να με ακούει. Σαν να είχα γίνει ο ψυχολόγος του».

Το πρώτο χτύπημα ήταν η αρχή ενός παράδοξου «πειράματος». Ο Kemper άρχισε να εφαρμόζει ένα είδος πρωτόγονης συμπεριφορικής τροποποίησης: κάθε φορά που ο Μάλιν φώναζε, τον μούσκευε με νερό. Κάθε φορά που ήταν ήσυχος, του έδινε φιστίκια.

Η αφήγησή του είναι χαρακτηριστική: «Ήταν απλό. Κάθε φορά που έκανε φασαρία, έπαιρνε νερό στο κεφάλι. Κάθε φορά που ήταν ήσυχος, έπαιρνε φιστίκια. Σε λίγο άρχισε να ζητάει άδεια: ‘Μπορώ να τραγουδήσω τώρα;’»

Το πιο εντυπωσιακό δεν είναι η πρακτική που εφάρμοσε, αλλά ο τρόπος που τη θυμάται: με ψυχραιμία, σχεδόν επιστημονική ακρίβεια, σαν να μιλά για πείραμα σε εργαστήριο. Ο ίδιος αυτοσαρκαζόταν μάλιστα ότι κατάφερε να «εκπαιδεύσει» τον Μάλιν όπως κανένας ψυχίατρος δεν είχε καταφέρει. «Δεν χρειαζόταν φάρμακα, δεν χρειαζόταν γιατρούς. Έπρεπε μόνο να του δείξει κάποιος πού είναι τα όρια. Εγώ, που έκανα όσα έκανα, έπαιξα τον ψυχολόγο. Εκείνοι [οι φύλακες] δεν μπορούσαν να τα καταφέρουν, κι εγώ μπόρεσα. Σταμάτησε να χτυπάει το κεφάλι του. Άρχισε να με σέβεται. Με έβλεπε σαν τον δάσκαλο».

Το περιστατικό αυτό αποτυπώνει κάτι βαθύτερο για τον ίδιο τον Κέμπερ: ακόμη και μέσα στη φυλακή. Ακόμη και απέναντι σε έναν άνθρωπο τόσο ασταθή όσο ο Μάλιν, αισθανόταν την ανάγκη να επιβάλλει έλεγχο, να ορίσει κανόνες και να γίνει ο απόλυτος ρυθμιστής της συμπεριφοράς των άλλων. Ένα μοτίβο που διαπερνά όλη τη ζωή και τη δράση του.

Για τους ψυχιάτρους και τους ερευνητές, το επεισόδιο με τον Mullin φανερώνει ένα ακόμη επίπεδο αντίφασης στην ψυχοσύνθεση του Κέμπερ. Ο ίδιος μπορούσε να κατανοήσει προβλήματα συμπεριφοράς και να τα «θεραπεύσει» με πρακτικές μεθόδους, την ίδια στιγμή όμως είχε διαπράξει εγκλήματα που ξεπερνούσαν κάθε όριο φαντασίας. «Δεν μπορείς να εξηγήσεις τι είμαι. Ούτε οι γιατροί δεν μπορούν. Αλλά ο Μάλιν έμαθε κάτι από μένα. Και ίσως αυτό να λέει πολλά».

V – Ψυχιατρική αντίφαση

Η υπόθεση του Έντουαρντ Κέμπερ παραμένει ένα από τα πιο προκλητικά ερωτήματα για την ψυχιατρική και την εγκληματολογία. Πώς γίνεται ένας άνθρωπος με υψηλή νοημοσύνη, γοητευτικό λόγο και φαινομενική αυτογνωσία να είναι υπεύθυνος για μερικά από τα πιο φρικτά εγκλήματα του 20ού αιώνα;

Οι ψυχιατρικές εκθέσεις για τον Κέμπερ είναι αντιφατικές. Από «παρανοϊκός σχιζοφρενής» στα 15 του, έως «υγιής» και «επανεντάξιμος» λίγα χρόνια αργότερα, και τελικά «αντικοινωνικός με σαδιστικά στοιχεία» μετά τις μαζικές δολοφονίες του.

Το πρώτο ψυχιατρικό πορτρέτο – Atascadero State Hospital

Μετά τη δολοφονία των παππούδων του το 1964, ο 15χρονος Κέμπερ στάλθηκε στο νοσοκομείο Atascadero. Εκεί:

Αρχικά διαγνώστηκε με παρανοϊκή σχιζοφρένεια, διάγνωση που δικαιολογούσε τον εγκλεισμό του.

Ωστόσο, γρήγορα οι ψυχίατροι εντυπωσιάστηκαν από την υψηλή του ευφυΐα (IQ 136–145) και την ικανότητά του να «διαβάζει» τους άλλους.

Εργάστηκε ως βοηθός σε ψυχομετρικά τεστ, φτάνοντας στο σημείο να γνωρίζει καλύτερα τα τεστ από κάποιους ειδικευόμενους.

Μία αναφορά ψυχιάτρου σημειώνει: «Ο ασθενής δείχνει καλή επίγνωση, δεν εμφανίζει ψευδαισθήσεις, κατανοεί τις πράξεις του. Η διάγνωση της σχιζοφρένειας ίσως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα».

Η λανθασμένη αποφυλάκιση

Το 1969, σε ηλικία 21 ετών, οι ψυχίατροι αποφάνθηκαν ότι ο Κέμπερ δεν αποτελούσε κίνδυνο και ότι μπορούσε να ενταχθεί στην κοινωνία. Παρά την προειδοποίηση κάποιων ειδικών —ότι «δεν πρέπει να επιστρέψει στη μητέρα του»— αφέθηκε ελεύθερος και πήγε ακριβώς εκεί.

Η «φυσιολογική» του ζωή περιλάμβανε μικροδουλειές, φιλικές σχέσεις με αστυνομικούς και αποτυχημένες προσπάθειες να γίνει ο ίδιος αστυνομικός. Είχε την κοινωνική ικανότητα να περνά απαρατήρητος.

Οι νέες αξιολογήσεις – μετά τις δολοφονίες

Όταν συνελήφθη το 1973, οι ψυχίατροι βρέθηκαν μπροστά σε έναν άνθρωπο που:

Μιλούσε με ψυχρή διαύγεια για τα εγκλήματα.

Δεν εμφάνιζε σύγχυση ή «τρέλα», αλλά σχεδιασμό και αυτοέλεγχο.

Δήλωνε: «Ήξερα ότι ήταν λάθος. Απλά ήθελα να το κάνω».

Οι περισσότερες αναφορές συμφώνησαν ότι:

Δεν ήταν σχιζοφρενής.

Ήταν αντικοινωνικός με βαριά ψυχοπαθητικά και σαδιστικά χαρακτηριστικά.

Ένας ειδικός τον χαρακτήρισε «υπερβολικά ορθολογικό» εγκληματία: «Δεν σκοτώνει επειδή χάνει την επαφή με την πραγματικότητα, αλλά επειδή επιθυμεί να ικανοποιήσει βαθιές ανάγκες ελέγχου και κυριαρχίας».

Η μητέρα ως καταλύτης

Παράλληλα με την ψυχιατρική ανάλυση, ο ίδιος ο Κέμπερ αναγνώριζε ότι το μίσος του για τη μητέρα του ήταν ο πυρήνας της βίας του. Οι ειδικοί συμφώνησαν ότι η συνεχής ταπείνωση, η απόρριψη και η συναισθηματική κακοποίηση που υπέστη έδρασαν σαν «εκρηκτική ύλη» πάνω σε μια ήδη αποκλίνουσα προσωπικότητα.

Η αντίφαση

Η υπόθεση του Κέμπερ αναδεικνύει ένα διαχρονικό πρόβλημα στην ψυχιατρική:

Αν ήταν σχιζοφρενής, πώς γινόταν να οργανώνει τόσο μεθοδικά και να αποκρύπτει τα εγκλήματά του;

Αν ήταν απλώς ψυχοπαθής, πώς εξηγείται η πρώιμη διάγνωση και τα βίαια ξεσπάσματα στην εφηβεία;

Η αλήθεια φαίνεται να βρίσκεται στο ενδιάμεσο: ένας άνθρωπος με σαφή ψυχοπαθητική δομή, ενισχυμένη από ένα οικογενειακό περιβάλλον που καλλιέργησε το μίσος και την επιθυμία για κυριαρχία.

Ένα αίνιγμα

Ο Έντουαρντ Κέμπερ παραμένει ένα «αίνιγμα» για την ψυχιατρική. Ούτε οι ειδικοί δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για το τι ακριβώς ήταν: σχιζοφρενής, ψυχοπαθής, ή κάτι ενδιάμεσο.

Κι εδώ βρίσκεται ίσως η πιο τρομακτική διάσταση: ένας άνθρωπος που κατανοούσε πλήρως τι έκανε, που μπορούσε να μιλήσει με ωμή ενδοσκόπηση για τα εγκλήματά του, αλλά που κανένα ψυχιατρικό πλαίσιο δεν μπορεί να εξηγήσει ολοκληρωτικά.

VI – ΕΓΩ ΗΜΟΥΝ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΕΡΑΣ

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, το FBI ίδρυσε τη Μονάδα Συμπεριφορικής Ανάλυσης (Behavioral Science Unit). Στόχος της ήταν να κατανοήσει το «προφίλ» των κατά συρροή δολοφόνων, ώστε να μπορεί να προλαμβάνει ή να λύνει εγκλήματα. Ο Εντ Κέμπερ, φυλακισμένος ήδη, έγινε ένας από τους πρώτους που δέχθηκαν να μιλήσουν σε βάθος για τα εγκλήματά τους.

Σύμφωνα με τους πράκτορες, ήταν ένας από τους πιο πρόθυμους και λεπτομερείς «μάρτυρες». Ξεδίπλωνε το μυαλό του με ψυχραιμία, εξηγούσε την παραμικρή σκέψη και φαντασίωση, έδινε στον κόσμο της εγκληματολογίας ένα παράθυρο στον νου ενός δολοφόνου.

«Δεν έχω λόγο να πω ψέματα. Έκανα ό,τι έκανα. Αν θέλετε να μάθετε γιατί, ρωτήστε με. Αν μπορώ να σας βοηθήσω να σταματήσετε άλλους σαν κι εμένα, τότε έχει κάποια αξία το να μιλήσω.»

Ο Κέμπερ απέκτησε μια περίεργη θέση στη λαϊκή κουλτούρα. Οι λεπτομερείς συνεντεύξεις του, η ψύχραιμη γλώσσα του, ακόμα και η ιδιαίτερα ήρεμη, «ευγενική» παρουσία του, έκαναν πολλούς να τον περιγράφουν ως τον πιο «καθαρό» καθρέφτη της ψυχολογίας του κατά συρροή δολοφόνου.

Στη δημοφιλή σειρά Mindhunter του Netflix, που βασίστηκε σε πραγματικές έρευνες του FBI, ο χαρακτήρας του Κέμπερ παρουσιάζεται ως ο «καθηγητής» των πρακτόρων· ένας κρατούμενος που μιλάει για τα εγκλήματα με τρομακτική λεπτομέρεια, σαν να παραδίδει μάθημα.

Ο ίδιος, σε δεκάδες ώρες συνεντεύξεων, δεν προσπάθησε ποτέ να δικαιολογηθεί. Αντίθετα, μιλούσε για τον εαυτό του σαν να μιλούσε για κάποιον ξένο:

«Ήξερα πως ήμουν επικίνδυνος. Ήξερα ότι μπορούσα να χειραγωγήσω. Αν με άφηναν ελεύθερο, θα το έκανα ξανά. Δεν ήθελα να σκοτώσω άλλους, αλλά ήξερα ότι θα το έκανα. Δεν υπήρχε τίποτα που θα με σταματούσε.»

Σε άλλη συνέντευξη, με τον χαρακτηριστικό του κυνισμό:

«Ένας άνθρωπος που σκοτώνει οκτώ ανθρώπους δεν είναι ‘άρρωστος’. Είναι κάτι πέρα από αυτό. Είναι τέρας. Εγώ ήμουν αυτό το τέρας.»

Η Ζωή στη Φυλακή

Στη φυλακή της Καλιφόρνια, ο Κέμπερ πέρασε δεκαετίες χωρίς προβλήματα πειθαρχίας. Μάλιστα εργάστηκε ως αφηγητής για βιβλία σε τυφλούς, δίνοντας τη βαθιά φωνή του σε εκατοντάδες ηχογραφήσεις. Αυτός ο διχασμός, ο άνθρωπος που διέπραξε φρικτά εγκλήματα, αλλά ταυτόχρονα βοηθούσε τυφλούς κρατούμενους να διαβάζουν,  τόνιζε ακόμα περισσότερο την παράδοξη φύση του.

Ο Κέμπερ σήμερα

Σήμερα, ο Κέμπερ είναι  76 ετών, σχεδόν τυφλός και με προβλήματα υγείας. Οι δημόσιες εμφανίσεις του έχουν σταματήσει, αλλά οι συνεντεύξεις του συνεχίζουν να μελετώνται. Για την εγκληματολογία, είναι ένα «βιβλίο ανοιχτό». Για την κοινωνία, παραμένει το ακραίο παράδειγμα της απόλυτης βίας, δεμένης με την ψυχρή λογική.

«Δεν περιμένω καμία συγχώρεση. Ξέρω τι έκανα. Το μόνο που μένει είναι να πεθάνω στη φυλακή. Και έτσι πρέπει να γίνει.»

VIΙ – Επίλογος

Ο Εντ Κέμπερ ήταν απλώς ένας κατά συρροή δολοφόνος. Ήταν ένας άνθρωπος που μπορούσε να συνομιλεί με γοητεία και ευγένεια, να δίνει λεπτομερείς αναλύσεις για τη δική του φρίκη, να συνεργάζεται με το FBI σαν να ήταν καθηγητής σε σεμινάριο εγκληματολογίας. Και όμως, πίσω από αυτή την ψυχραιμία, υπήρχε η πραγματικότητα: Δέκα άτομα νεκρά από τα χέρια του.

Εκείνο που τον κάνει να ξεχωρίζει από άλλους δολοφόνους της ιστορίας είναι η ωμή ενδοσκόπησή του. Ο Κέμπερ μίλησε για τα εγκλήματά του χωρίς φίλτρο, χωρίς υπεκφυγές. Ανέλυσε τα κίνητρα, τις εμμονές, τις φαντασιώσεις του, με μια ειλικρίνεια που σοκάρει. Δεν προσπάθησε να τα ωραιοποιήσει· αντίθετα, τα περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια, σαν να ήθελε να βάλει τον κόσμο μέσα στο ίδιο του το μυαλό.

«Δεν ήμουν ποτέ ένας άνθρωπος σαν τους άλλους. Ήμουν το τέρας που φοβόμουν μικρός.»

Αυτή η σπάνια διάθεση για αυτοανάλυση τον μετέτρεψε, παρά τη φρίκη των εγκλημάτων του, σε ένα «εργαλείο» για την εγκληματολογία. Οι ερευνητές μπόρεσαν να κατανοήσουν καλύτερα τον ψυχισμό του κατά συρροή δολοφόνου μέσα από τις δικές του εξομολογήσεις.

Κι όμως, όσο κι αν ανέλυσε τον εαυτό του, ποτέ δεν έδειξε ίχνος μεταμέλειας. Ήξερε απλώς ποιος ήταν. Η φωνή του,  βαθιά, αργή, ανατριχιαστικά γαλήνια, μένει στις συνεντεύξεις ως υπόμνηση ότι το κακό δεν έχει πάντα την όψη του θηρίου. Μπορεί να μιλά ευγενικά, να αναλύει λογικά, να κάθεται απέναντι σε μια κάμερα και να περιγράφει πώς διέλυσε μια ζωή.

Ίσως εκεί να κρύβεται το πραγματικό μάθημα που αφήνει πίσω του: ότι το «τέρας» δεν είναι πάντα έξω από εμάς. Μερικές φορές φοράει ανθρώπινο πρόσωπο,  και μας κοιτάζει πίσω από τον καθρέφτη.

Η περίπτωση Κέμπερ δείχνει την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου ψυχισμού. Δεν ήταν «αναπόφευκτο» θύμα μιας ανίατης ψύχωσης.  Δεν ήταν, όμως, και απλώς προϊόν κακής ανατροφής.

Ήταν το τοξικό κράμα μιας διαταραγμένης προσωπικότητας και μιας καταστροφικής οικογενειακής σχέσης. Χωρίς την ψυχρή λογική του, ίσως να μην μπορούσε να σχεδιάσει τόσο μεθοδικά τα εγκλήματα. Χωρίς τη μητέρα του, ίσως να μην έβρισκε ποτέ τον στόχο που έδωσε νόημα στη βία του.

Τελικά ο «Co-Ed Killer» δεν είναι μόνο ένα τέρας της ιστορίας του εγκλήματος· είναι και ένας καθρέφτης των ορίων και των αδιεξόδων της ψυχιατρικής ερμηνείας, της κοινωνίας και της ίδιας της ανθρώπινης ψυχής.»