«Θεωρείτε ότι χρειάζομαι δικηγόρο;»



Mε δείκτη νοημοσύνης στο 128 ο Τζόελ Ρίφκιν τελικά "κατάφερε" να καταδικαστεί σε 203 χρόνια φυλάκισης. Αυτή είναι η ιστορία του Ripper της Νέας Υόρκης



Με δείκτη IQ, 128 ο Τζόελ Ρίφκιν κατατάσσεται μόλις στο 3% του παγκοσμίου πληθυσμού. Αυτό όμως δεν τον βοήθησε πολύ καθώς το μοναδικό του "επίτευγμα" ήταν ότι τελικά καταδικάστηκε σε 203 χρόνια φυλάκισης. Ο "Ripper" έδρασε για περίπου πέντε χρόνια στην περιοχή της Νέας Υόρκης σκοτώνοντας αποκλειστικά πόρνες. "Αρχικά κορόιδευα τον εαυτό μου ότι αν κάνω κάτι φρικτό μια φορά δεν θα το έκανα πάλι. Τελικά ήταν ένα είδος εξάρτησης" λέει σε μια συνέντευξη του το 2018.
Η περίπτωση του είναι μοναδική καθώς έχει απόλυτη συναίσθηση των όσων έκανε και δεν προσπάθησε  να κρύψει κάτι. Με ειλικρίνεια που παγώνει το αίμα λέει ότι σκότωσε δεκαεπτά κοπέλες γιατί του άρεσε και γιατί μπορούσε και περιγράφει τους φόνους χωρίς ίχνος συναισθήματος. Με έναν συνδυασμό εφευρετικότητας και άγνοιας κινδύνου κατάφερε να γλιτώσει τη σύλληψη αρκετές φορές. Όταν τελικά τον έπιασαν ήταν στωικός και παραδέχτηκε τα πάντα. "Ήταν ένας απλός άνθρωπος που θα μπορούσε να είναι ο γείτονας σου. Ήταν τρομακτικό το πως μιλούσε για τα εγκλήματα. Δεν έδειχνε κανένα συναίσθημα. Μας είπε ότι τα θύματα ήταν 17 και μας μιλούσε για ώρες για το πως τις σκότωσε και πως διαμέλιζε και ξεφορτωνόταν τα πτώματα. Μιλούσε ασταμάτητα χωρίς να δείχνει ίχνος μετάνοιας. Θυμάμαι μόνο ότι σε κάποια στιγμή σταμάτησε και μας ευχαρίστησε που είχαμε βάλει air condition" τονίζει ντετέκτιβ που συμμετείχε στην ανάκριση.

Κινητή μονάδα κακοποίησης

Ο Ρίφκιν γεννήθηκε στις 20 Ιανουαρίου του 1959 στη Νέα Υόρκη και πέρασε πολύ δύσκολη παιδική και εφηβική ηλικία. Είχε σοβαρό μαθησιακό πρόβλημα (δυσλεξία βαριάς μορφής και ήταν μόνιμα θύμα μπούλινγκ από τους συμμαθητές του.  Ντροπαλός, απόμακρος με χοντρά γυαλιά και αστεία ρούχα ο μικρός Τζόελ ήταν πάντα ο στόχος.

Όσοι τον γνώριζαν στα παιδικά του χρόνια μιλούν για μια «κινητή μονάδα κακοποίησης». Οι... νταήδες του σχολείου του έκαναν τη ζωή κόλαση. Δεκάδες είναι οι ιστορίες που έχουν αναφερθεί για τον Ρίφκιν. Τον χτυπούσαν, τον έγδυναν, του έριχναν αυγά, του έκοβαν τα μαλλιά και όταν επιχείρησε να πάει ραντεβού με κάποια κοπέλα τον περίμεναν και τον εξευτέλισαν. Στο σχολείο δεν άκουγε σχεδόν ποτέ το όνομα του, ήταν γνωστός είτε σαν "χελώνα", είτε σαν "χοντροκώλης".

Χίτσκοκ και πόρνες

Μετά το σχολείο ασχολήθηκε με την κηπουρική και τη φωτογραφία αλλά το πάθος του ήταν οι ταινίες του Χίτσκοκ, και οι πόρνες. «Εκείνη την εποχή όλη η ζωή μου είχε επικεντρωθεί στις πόρνες. Ό,τι έβγαζα πήγαινε εκεί» τονίζει. Όσο ο καιρός περνούσε κλεινόταν περισσότερο στον εαυτό του, άρχισε να έχει φαντασιώσεις για βιασμούς, βασανιστήρια και απέκτησε εμμονή με τον «Τζακ τον Aντεροβγάλτη». Το 1987 ο πατριός του, που έπασχε από καρκίνο, έβαλε τέλος στη ζωή του γιατί δεν άντεχε τους πόνους. Όσοι γνωρίζουν τον Ρίφκιν λένε ότι αυτό το γεγονός έβαλε το τελευταίο... καρφί στο φέρετρο της κανονικής του ζωής.

Συνέχισε να ζει στο ίδιο σπίτι με τη μητέρα του και την αδελφή του και η ζωή του ήταν οι πόρνες. Έτσι έβρισκε την επιβεβαίωση που έψαχνε τόσα χρόνια και ένιωθε δυνατός.
Μετά από σχεδιασμό μηνών τον Μάρτιο του 1989 έκανε τον πρώτο του φόνο και δεν σταμάτησε μέχρι να συλληφθεί. Ακολουθούσε μια συγκεκριμένη μέθοδο. Κατά τη διάρκεια του σεξ χτυπούσε και στραγγάλιζε τα θύματα. Στη συνέχεια διαμέλιζε τα πτώματα, τα έβαζε σε βαρέλια και τα πετούσε σε ποτάμια ή τα έθαβε. Κάποιες φορές γυρνούσε όλη νύχτα με το φορτηγάκι του έχοντας ένα βαρέλι-φέρετρο μαζί του. Σε μια τέτοια περίπτωση η αστυνομία τον σταμάτησε αλλά τους έπεισε ότι απλά έχασε τον δρόμο και δεν του έκαναν έλεγχο. Έτσι δεν ανακάλυψαν το μακάβριο φορτίο του.

Λειτουργούσε με αδιανόητη άγνοια κινδύνου και αντιμετώπιζε τις δυσκολίες με άνεση. Κάποτε έδωσε το αυτοκίνητο στη μητέρα του για να πάει για ψώνια και στην καρότσα υπήρχε ένα πτώμα ενώ κρατούσε νεκρές κοπέλες για εβδομάδες στο υπόγειο του λέγοντας στους γείτονες πως η μυρωδιά που έβγαινε από εκεί προερχόταν από φυτοφάρμακα που είχε για τη δουλειά του. 

«Μια μέρα είπα "τέλος", αλλά...»

Επιχείρησε να σταματήσει γιατί έβλεπε που τον οδηγούσε αυτή η κατάσταση. «Μια μέρα είπα "τέλος". Βγήκα στο δρόμο και πήρα μια πόρνη. Μέσα μου έλεγα ότι δεν θα ξαναγίνει αυτό. Είχα τον έλεγχο. Ξαφνικά άρχισε να κλαίει και να μου λέει συνέχεια ότι θέλει να πεθάνει. Τι μπορούσα να κάνω τότε;» δήλωσε σε μια συνέντευξη που έδωσε μέσα από τη φυλακή. Στις τέλη Ιουνίου 1993 η περίοδος τρόμου για τα κορίτσια των δρόμων της Νέας Υόρκης θα τελείωνε.

Ο Ρίφκιν βγήκε για... κυνήγι και πήρε στο αυτοκίνητο το 17ο και τελευταίο του θύμα. Η Τίφανι Μπρεσιάνι ήταν η δεύτερη πόρνη που είχε πάρει εκείνη τη νύχτα, η δεύτερη και η πιο άτυχη. Την στραγγάλισε και τέσσερις μέρες μετά επιχείρησε να ξεφορτωθεί το πτώμα της που το είχε κρύψει το υπόγειο. Στις 28 Ιουνίου το βράδυ αστυνομικοί του ζήτησαν να σταματήσει για έλεγχο. Το φορτηγάκι δεν είχε πινακίδες. Ξεκίνησε μια καταδίωξη που ολοκληρώθηκε όταν ο Ρίφκιν συγκρούστηκε με μια πινακίδα. Όταν βγήκε για να δώσει εξηγήσεις οι αστυνομικοί παραξενεύτηκαν από την άσπρη κρέμα που είχε πάνω στο μουστάκι του. Προσπάθησε να τους εξηγήσει αλλά δεν πείστηκαν ενώ μια πολύ άσχημη μυρωδιά τους οδήγησε να ψάξουν το φορτηγάκι. Μέσα σε ένα χαλί στην καρότσα ήταν τυλιγμένο το σε προχωρημένη αποσύνθεση πτώμα μιας κοπέλας. Η κρέμα που είχε ο Ρίφκιν στο μουστάκι ήταν για τη μυρωδιά και όπως δήλωσε ήταν κάτι που είχε δει στην «Σιωπή των Αμνών». Όταν ρωτήθηκε για το πτώμα δήλωσε: «Είναι μια πόρνη που πήρα στο Μανχάταν. Κάναμε σεξ και τα πράγματα πήγαν άσχημα. Την έπνιξα. Θεωρείτε ότι χρειάζομαι δικηγόρο;». Μια εβδομάδα μετά ο σύντροφος της κοπέλας αυτοκτόνησε, ήταν ο τελευταίο του θύμα έστω και αν δεν τον σκότωσε με τα χέρια του.

"Ήξερε ακριβώς τι είναι"

Μετά από λίγες ώρες ανάκρισης αποφάσισε να τα πει όλα. Έδωσε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες και οδήγησε την αστυνομία στα μέρη που είχε αφήσει τα πτώματα. "Στο σπίτι του είχε κρατήσει αντικείμενα των θυμάτων. Είχε επίσης μια πολύ μεγάλη συλλογή από άρθρα και βιβλία για άλλους serial killer. Ήταν σαν να γνώριζε πολύ καλά τι ήταν και έκανε τη διατριβή του πάνω σε άλλες περιπτώσεις σαν τη δική του" θυμάται ένας αστυνομικός. 

Ο Ρίφκιν βρίσκεται στις περίφημες φυλακές «Άτικα» στην πτέρυγα Κλίντον μαζί με άλλους 200 κρατουμένους οι οποίοι δεν έχουν επαφή με τον υπόλοιπο πληθυσμό της φυλακής λόγω συνεχών προβλημάτων που δημιουργούσαν. Θα πεθάνει εκεί καθώς έχει δικαίωμα για αίτηση αποφυλάκισης το 2197.

Ζωγραφίζει, διαβάζει βιβλία νομικής και δίνει κάποιες συνεντεύξεις. Το 2000 έκανε μήνυση κατά των φυλακών για την απομόνωση του και ζήτησε αποζημίωση 500.000 δολαρίων. Δεν δικαιώθηκε. Σε μια από τις συνεντεύξεις του τόνισε πως πρέπει να δημιουργηθεί  ένα «Δωμάτιο κινήτρου» για κορίτσια. Για να τις αποτρέψουν να γίνουν πόρνες, θα βλέπουν φωτογραφίες από ιερόδουλες που δολοφονήθηκαν εν ώρα εργασίας. Η ιδέα του λέει πολλά για τον τρόπο που αντιμετωπίζει την πραγματικότητα.