Το DNA αποκάλυψε το πρόσωπο του μυστηριώδη προγόνου μας


Μια πρωτοποριακή μέθοδος επιστημόνων αποκάλυψε το πρόσωπο του ανθρώπου της Ντενίσοβα


Πριν εκατοντάδες  χιλιάδες χρόνια εμφανίστηκε στον πλανήτη ο Homo Sapiens, ο πιο κοντινός προϊστορικός πρόγονος των σημερινών ανθρώπων και για χιλιάδες χρόνια συμβίωνε με άλλα ανθρωποειδή. Μέχρι πολύ πρόσφατα, οι επιστήμονες θεωρούσαν ότι ο Homo Sapiens είχε έρθει σε επαφή με ένα άλλο είδους ανθρωποειδούς, τον Νεάντερταλ, με τον οποίο είχε προχωρήσει σε προσμίξεις. Υπολογίζεται μάλιστα, ότι ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να έχει ποσοστό γονιδιώματος 1-4% που προέρχεται από τον άνθρωπο του Νεάτερνταλ (με εξαίρεση τους κατοίκους της υποσαχάριας Αφρικής). Μια ανακάλυψη όμως που έγινε πριν από μια δεκαετία στη Σιβηρία έφερε νέα δεδομένα στο προσκήνιο και μόλις τώρα η ανακάλυψη αυτή απέκτησε και πρόσωπο.

Ο μυστηριώδης άνθρωπος της Ντενίσοβα

Όπως όλα δείχνουν οι σημερινοί άνθρωποι δεν κρύβουν μέσα τους DNA μόνο από τον Homo Sapiens και τον Νεάτερνταλ, αλλά και από ένα νέο μυστηριώδες ανθρωποειδές που ονομάστηκε «άνθρωπος της Ντενίσοβα» καθώς ανακαλύφθηκε στο σπήλαιο της Ντενίσοβα στη Ρωσία κοντά στα σύνορά της με την Κίνα, το Καζακστάν και τη Μογγολία.

Οι αρχαιολόγοι το 2008 ανακάλυψαν στη Ντενίσοβα υπολείμματα οστών από αυτό το νέο αυτό είδος ανθρωποειδούς που δεν γνώριζαν ως τότε, ενώ λίγο αργότερα βρέθηκαν και σε ορεινά μέρη της Κίνας. Ωστόσο, τα οστά αυτά ήταν ελάχιστα: ένα κομμάτι σιαγόνας, ένα οστό δακτύλου, ένα κομμάτι βραχιόνα και λίγα δόντια που προέρχονταν από έξι διαφορετικούς Ντενισόβιαν. Ο μυστηριώδης πρόγονός μας πιστεύεται ότι έζησε ταυτόχρονα με τον Homo Sapiens αλλά και τους Νεάτερνταλ. Όλα τα ευρήματα από τους Ντενοσόβιαν χρονολογούνται 40 με 60 χιλιάδες χρόνια πριν, ωστόσο οι επιστήμονες πιστεύουν ότι υπήρξαν προσμίξεις με τον σύγχρονο άνθρωπο ως και 15.000 χρόνια πριν.

Πουθενά ωστόσο δεν βρέθηκαν κομμάτια από το κρανίο τους κάτι που έκανε σχεδόν αδύνατο την αναπαράσταση του προσώπου τους.

Η πρωτοποριακή αναπαράσταση

Μέχρι τώρα, όλες οι αναπαραστάσεις ανθρώπων και ανθρωποειδών του παρελθόντος γίνονταν χρησιμοποιώντας ως «καλούπι» τα κρανία που είχαν βρεθεί. Ωστόσο τώρα, Ισραηλινοί επιστήμονες κατάφεραν κάτι μοναδικό. Μπόρεσαν να αναπαραστήσουν την μορφή του μυστηριώδους ανθρώπου της Ντενίσοβα χρησιμοποιώντας μόνο το DNA τους, σε μια άκρως πρωτοποριακή τεχνική που δεν έχει εφαρμοστεί ξανά.


Συγκεκριμένα, οι επιστήμονες από το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ έλεγξαν το κωδικό του DNA αναζητώντας εκείνα τα γονίδια που καθορίζουν την εμφάνισή μας και συνέκριναν τις διαφορές που υπήρχαν σε αυτά σε κάθε εύρημα.

Το αποτέλεσμα ήταν το πρόσωπο ενός κοριτσιού 13 περίπου ετών που υπολογίζεται ότι έζησε πριν από 50.000 χρόνια.

 «Καταφέραμε να αναπαραστήσουμε την ανατομία του σκελετού των ανθρώπων της Ντενίσοβα. Από πολλές απόψεις, οι Ντενισόβιαν έμοιαζαν πολύ με τους Νεάτερνταλ και σε πολλά σημεία έμοιαζαν με εμάς. Ωστόσο είχαν και κάποια μοναδικά στοιχεία», αναφέρει ο δρ. Λίραν Καρμέλ του Εβραϊκού Πανεπιστημίου στη The Telegraph.

Οι επιστήμονες ανακάλυψαν 56 ανατομικά χαρακτηριστικά στο DNA των Ντενισόβιαν που είναι διαφορετικά από τον σύγχρονο άνθρωπο και τους Νεάτερνταλ, εκ των οποίων τα 34 βρίσκονταν στο κρανίο. Έτσι, για παράδειγμα, το κρανίο αυτού του προγόνου μας ήταν πιθανότατα πιο πλατύ από αυτό του  Homo Sapiens και των Νεάτερνταλ. Πιθανότατα είχαν επίσης και μεγαλύτερη οδοντοστοιχία και κατ’ επέκταση και μεγαλύτερο στόμα και πιο πεταχτό σαγόνι.

Αρχικά, οι ερευνητές συνέκριναν το μοτίβο του DNA μεταξύ του Homo Sapiens, των Νεάτερνταλ και των Ντενισόβιαν για να βρουν τα γονίδια που ήταν διαφορετικά. Στη συνέχεια, αναζήτησαν στοιχεία για το τι σημαίνουν αυτές οι διαφορές και πώς θα επηρέαζαν τα ανατομικά χαρακτηριστικά ενός ατόμου. Για το κομμάτι αυτό βασίστηκαν στα όσα είναι γνωστά για τις παραμορφώσεις στην ανθρώπινη ανατομία που προκαλούνται από διαταραχές του DNA στα συγκεκριμένα γονίδια.

«Με αυτόν τον τρόπο μπορέσαμε να προβλέψουμε ποια κομμάτια του σκελετού επηρεάζονται από την διαφορετική δομή κάθε γονιδίου και με ποιον τρόπο το αντίστοιχο ανατομικό μέρος θα επηρεαζόταν, για παράδειγμα αν θα είχαμε μεγαλύτερο ή μικρότερο μηριαίο οστό», αναφέρει ο δρ Ντέιβιντ Γκόχμαν.

Στη συνέχεια επιβεβαίωσαν τα αποτελέσματα ελέγχοντας δύο είδη για τα οποία γνωρίζουν πλήρως την ανατομία τους: τον Νεάτερνταλ και τον χιμπαντζή. Κατέληξαν ότι όντως το 85% όσων είχαν ήδη προβλέψει θεωρητικά ήταν ακριβή. Τέλος, προχώρησαν στην κατασκευή του ανατομικού προφίλ του ανθρώπου της Ντενίσοβα.

«Μελετώντας την ανατομία των ανθρώπων μπορούμε να μάθουμε πολλά για την προσαρμοστικότητα του ανθρώπου, τους περιορισμούς της εξέλιξης, την ανάπτυξη, την σχέση γονιδίου – περιβάλλοντος και τις δυναμικές των ασθενειών», προσθέτει ο δρ. Καρμέλ.

 «Σε ένα πιο γενικό επίπεδο, η μελέτη αυτή αποτελεί ένα βήμα παραπέρα για να καταλάβουμε την ανατομία ενός ανθρώπου βασιζόμενοι στο DNA τους», τονίζει.

Πού «επιζεί» ο άνθρωπος της Ντενίσοβα

Ήδη από τις αρχικές μελέτες είχε γίνει κατανοητό ότι ο άνθρωπος της Ντενίσοβα είχε έρθει σε επαφή με τους Homo Sapiens και τους Νεάτερνταλ. Η σπηλιά της Ντενίσοβα, όπου ανακαλύφθηκε το κόκκαλο του δακτύλου ενός έφηβου κοριτσιού, ήταν ένα μέρος όπου έχουν βρεθεί οστά Νεάτερνταλ και ανθρώπων.

Σύμφωνα με την ανάλυση του μιτοχονδρικού DNA από τα στοιχεία που βρέθηκαν, οι επιστήμονες κατέληξαν ότι ο άνθρωπος της Ντενίσοβα προέρχεται από μια πρώιμη μετανάστευση από την Αφρική σε άλλα εδάφη, διαφορετική από αυτή του Homo Erectus και πολύ προγενέστερη των σύγχρονων ανθρώπων.

To DNA του ανθρώπου της Ντενίσοβα βρίσκεται ως σήμερα σε αρκετά υψηλό ποσοστό – 4% με 6%- στους ανθρώπους που κατοικούν στην Μελανησία, το σύμπλεγμα νησιών βορειοανατολικά της Αυστραλίας. Ακόμα, σε μικρότερο ποσοστό έχει εντοπιστεί στους πληθυσμούς της νοτιοανατολικής Ασίας και των νησιών του Ειρηνικού.


Ένα από τα στοιχεία που κληροδότησε ο άνθρωπος της Ντενίσοβα σε όσους φέρουν το DNA του είναι το γονίδιο EPAS1, το οποίο σχετίζεται με τη ρύθμιση της παραγωγής αιμοσφαιρίνης, της πρωτεΐνης που περιέχεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια και τροφοδοτεί με οξυγόνο το αίμα. Η ύπαρξη του γονιδίου αυτού επιτρέπει στους ανθρώπους να ζουν σε περιοχές με μεγάλα υψόμετρα και μικρότερη περιεκτικότητα σε οξυγόνο, όπως το Θιβέτ, χωρίς προβλήματα καθώς χάρη σε αυτό η ρύθμιση των επιπέδων οξυγόνου στο αίμα γίνεται πολύ ομαλά, χωρίς κίνδυνο για τον οργανισμό. Χωρίς το γονίδιο αυτό, η  παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων αυξάνεται για να ανταπεξέλθει στην έλλειψη οξυγόνου. Έτσι, αυξάνεται η πηκτικότητα του αίματος και μαζί με αυτήν ο κίνδυνος θρομβώσεων ή εγκεφαλικού.