Η Κίτι δεν πέθανε μόνη της



Η αλήθεια πίσω από την υπόθεση της δολοφονίας της Κίτι Τζενοβέζε που για δεκαετίας αποτέλεσε σύμβολο κοινωνικής απάθειας και αναισθησίας των κατοίκων των μεγαλουπόλεων


Η υπόθεση της δολοφονίας της Κίτι Τζενοβεζε (οι Αμερικάνοι προφέρουν το όνομα Τζένοβιζ) τον Μάρτιο του 1963 χαρακτηρίστηκε ως "μνημείο ακραίας κοινωνικής απάθειας". Αναλύθηκε από διακεκριμένους επιστήμονες και έφτασε να διδάσκεται στα Πανεπιστήμια. Οι πληροφορίες ανέφεραν ότι 38 άτομα είδαν ή άκουσαν τη δολοφονία της 28χρονης και είτε αντέδρασαν απλά φωνάζοντας, είτε επέλεξαν να αδιαφορήσουν. Ήταν τόσο τεράστιος ο αντίκτυπος που είχαν οι αποκαλύψεις για τις συνθήκες της δολοφονίας της Τζενοβέζε, ώστε το σύνδρομο του θεατή-παρευρισκομένου πήρε το όνομα της.

Για το "σύνδρομο Τζενοβέζε", με αφορμή τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, η ψυχοθεραπεύτρια Χριστίνα Καραπάνου τονίζει: "Δημιουργείται εσωτερικά στο άτομο που παρακολουθεί το γεγονός ένα δίπολο στις σκέψεις του με τις εξής διαστάσεις: Ο θεατής πρώτα μπαίνει σε μία φάση ασάφειας, δηλαδή δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει και χρειάζεται μερικά δευτερόλεπτα για να δημιουργήσει στο μυαλό του τη συνοχή. Μερικά δευτερόλεπτα μετά αρχίζει να καταλαβαίνει τι συμβαίνει. Αμέσως μετά έρχεται η επόμενη συνειδητοποίηση του ποιος έχει την ευθύνη. Ποιος είναι το θύμα και ποιος είναι ο θύτης. Ο εγκέφαλος προσπαθεί να διαγνώσει αν η κατάσταση είναι επείγουσα και μέσα σε πέντε δευτερόλεπτα παίρνει 50% ερεθίσματα από το ίδιο συμβάν και κατά 50% επηρεάζεται από τα πρόσωπα και τη στάση των άλλων παρευρισκόμενων. Αν αυτοί δεν αντιδρούν, ο εγκέφαλος ερμηνεύει εσωτερικά την κατάσταση ως μη επείγουσα.

Ο ανθρώπινος εγκέφαλος μέσα σε δευτερόλεπτα διερωτάται:

1. Χρειάζεται τη βοήθεια μου αυτός που βρίσκεται κάτω;

2. Έχει τις ικανότητες να αντεπεξέλθει στη βία που δέχεται;

3. Τι σχέση έχει ο θύτης με το θύμα;

Επίσης ο τύπος βοήθειας που θα παράσχει ο παρευρισκόμενος, τον επηρεάζει στο αν τελικά θα παρέμβει, καθότι αναρωτιέται για το αν θα πληγεί η δική του σωματική ακεραιότητα. Η πλειοψηφική αντίδραση των ανθρώπων είναι να σκεφτούν ότι πολύ πιο εύκολα θα φωνάξουν "βοήθεια, σταματήστε, τον σκοτώνετε" από το να καλέσουν την αστυνομία. Όσο πιο μεγάλος ο αριθμός των παρευρισκόμενων τόσο λιγότερες είναι οι πιθανότητες βοήθειας" αναφέρει.

Με πάνω από μισό αιώνα να έχει περάσει, η δολοφονία της Τζενοβέζε αποτελεί ακόμα σημείο αναφοράς για την κοινωνική αδιαφορία. Είναι όμως τα πράγματα έτσι;.

Η Κίτι

Η Κάθριν Σούζαν Τζενοβεζε γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου 1935 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Οι γονείς της ήταν Ιταλοί μετανάστες. Όλοι την φώναζαν Κίτι. Σε ηλικία 19 ετών παντρεύτηκε αλλά ο γάμος ακυρώθηκε μέσα σε λίγους μήνες. Γρήγορα κατάλαβε ότι την ελκύουν περισσότερο οι γυναίκες.

Άρχισε να εργάζεται ως μπαργούμαν. Το 1961 συνελήφθη και της επιβλήθηκε πρόστιμο γιατί παρανόμως δεχόταν στοιχήματα για ιπποδρομίες. Το 1963 ανέλαβε το Ev's Eleventh Hou στο Κουίνς. Ο ιδιοκτήτης απλά περνούσε και έπαιρνε τα έσοδα. Η Κίτι ζούσε σε ένα συγκρότημα κατοικιών μαζί με τη σύντροφο της Μαίρη Άν και δούλευε διπλές βάρδιες με το όνειρο να αποταμιεύσει χρήματα και να ανοίξει ένα ιταλικό εστιατόριο.


O φόνος

Η Κίτι έφυγε από το μπαρ στις 2:30 το πρωί της 13ης Μαρτίου 1964. Οδηγούσε προς το διαμέρισμα της όταν σε ένα φανάρι την παρατήρησε ο δολοφόνος της, που βρισκόταν μέσα στο παρκαρισμένο του όχημα. Την ακολούθησε.

Στις 3:15 έφτασε στο σπίτι της και πάρκαρε περίπου 30 μέτρα από την είσοδο του διαμερίσματος της, που βρισκόταν σε ένα μικρό δρομάκι στο πίσω μέρος του συγκροτήματος κατοικιών.
Ο δολοφόνος την πλησίασε με ένα κυνηγητικό μαχαίρι στο χέρι του. Η Κίτι τον είδε και έτρεξε προς την μπροστινή πλευρά του κτιρίου. Την έφτασε και την μαχαίρωσε δύο φορές στην πλάτη. Ούρλιαξε και φώναξε. "Θεέ μου με μαχαίρωσε. Βοηθήστε με". Ένας γείτονας βγήκε στο παράθυρο και φώναξε στον δολοφόνο: "Άσε το κορίτσι ήσυχο".

Ο δολοφόνος έφυγε τρέχοντας, μπήκε στο αυτοκίνητο του και πάτησε γκάζι. Η Κίτι περπατώντας αργά πήγε στην πίσω είσοδο του κτιρίου και κατέρρευσε μπροστά στην πόρτα. Δέκα λεπτά μετά ο δολοφόνος επέστρεψε φορώντας ένα μεγάλο καπέλο. Έψαξε για την Κίτι και τελικά την βρήκε στο χώρο της εισόδου. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη και δεν είχε καταφέρει να μπει μέσα. Την μαχαίρωσε δεκαπέντε φορές ακόμα, τη βίασε και της έκλεψε τα 49 δολάρια που είχε πάνω της.

Η επίθεση κράτησε περίπου μισή ώρα με τα τραύματα στα χέρια της Κίτι να αποδεικνύουν ότι είχε τις αισθήσεις της και αντιστάθηκε. Μια γειτόνισσα κατέβηκε στην είσοδο και την βρήκε αιμόφυρτη να χαροπαλεύει. Στις 4:15 την παρέλαβε ένα ασθενοφόρο και ξεψύχησε στη διαδρομή προς το νοσοκομείο.


Ο δολοφόνος

Ο άνθρωπος που σκότωσε την Κίτι ήταν ο 29χρονος (τότε) Γουίνστον Μόουζλι. Παντρεμένος με τρία παιδιά, δεν είχε απασχολήσει ποτέ τις Αρχές. Στις 19 Μαρτίου 1964, ενώ οδηγούσε,  η αστυνομία τον σταμάτησε για έλεγχο. Ένας αστυφύλακας θυμήθηκε ότι στην υπόθεση της Τζενοβέζε υπήρχαν μαρτυρίες για μια λευκή Chevrolet Corvair, σαν αυτή του Μόουζλι. Τον οδήγησαν στον τμήμα για ανάκριση.

Εκεί ο 29χρονος ομολόγησε τα πάντα. Είχε δολοφονήσει την Τζενοβέζε αλλά και δύο ακόμα γυναίκες- την 24χρονη Άνι Μέι Τζόνσον και τη 15χρονη Μπάρμπαρα Κράλικ-, ενώ είχε διαπράξει περίπου 40 κλοπές. Υποβλήθηκε σε ψυχιατρικές εξετάσεις με τους γιατρούς να αποφαίνονται ότι είναι νεκρόφιλος. Μετρήθηκε με πολύ υψηλό δείκτη IQ (135).

Στην απολογία του για τη δολοφονία της Τζενοβέζε τόνισε ότι ξύπνησε στις δύο το πρωί και απλά ήθελε να σκοτώσει μια γυναίκα. Βγήκε και έψαχνε για θύμα μέχρι που είδε την Κίτι.

Στη δίκη η υπεράσπιση έπαιξε το χαρτί της παράνοιας αλλά τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο. Δεν δήλωσε μετανιωμένος ούτε έδειξε κάποιο συναίσθημα. Στις 23 Ιουνίου 1964 εμφανίστηκε και πάλι στο δικαστήριο για να ομολογήσει αυτή τη φορά τον φόνο της Μπάρμπαρα Κράλικ.

Το 1967 η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια. Έναν χρόνο μετά ο Μόουζλι απέδρασε, κατά τη μεταφορά του σε νοσοκομείο. Κρύφτηκε σε ένα άδειο σπίτι στο νησί Γκαρντ στη Νέα Υόρκη. Μετά από τρεις μέρες το ζευγάρι των ιδιοκτητών πήγε στο σπίτι. Τους κράτησε ομήρους και βίασε τη γυναίκα. Πήρε το αυτοκίνητο τους και αφού οδήγησε για λίγο εισέβαλε σε ένα άλλο σπίτι όπου κράτησε για λίγο ομήρους μια γυναίκα και την κόρη της. Τελικά παραδόθηκε στην αστυνομία.

Το 1971 συμμετείχε στην εξέγερση της φυλακής Άτικα. Από το 1984 είχε το δικαίωμα να ζητήσει αποφυλάκιση υπό όρους. Έκανε πέντε αιτήσεις και απορρίφθηκαν όλες. Σε μια από αυτές είπε ότι ο ίδιος είναι περισσότερο θύμα από τις γυναίκες που σκότωσε. "Για το θύμα είναι υπόθεση μιας στιγμής, λίγων λεπτών ή λίγων ωρών. Για αυτόν που συλλαμβάνεται είναι για πάντα" είπε προσπαθώντας να πείσει τις Αρχές να τον ελευθερώσουν. Δεν τα κατάφερε.

Πέθανε σε ηλικία 81 ετών στις 28 Μαρτίου 2018 έχοντας εκτίσει 52 χρόνια στη φυλακή.


Το άρθρο των New York Times

Αρχικά η δολοφονία της Τζενοβέζε δεν πήρε μεγάλη δημοσιότητα. Στις 27 Μαρτίου 1964 όμως οι New York Times παρουσίασαν την υπόθεση με άρθρο στο πρωτοσέλιδο τους. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ συνολικά 38 άτομα (στον τίτλο από λάθος είχε γραφτεί 37) άκουσαν την Κίτι να ζητά βοήθεια ή είδαν την επίθεση και δεν αντέδρασαν. Το άρθρο υπέγραφε ο Μάρτιν Γκέινσμπεργκ και μεταξύ άλλων ανέφερε: "Για πάνω από μισή ώρα 38 σεβαστοί, νομοταγείς πολίτες στο Κουίνς παρακολουθήσαν έναν δολοφόνο να κυνηγά και να μαχαιρώνει μια γυναίκα. Κανείς δεν τηλεφώνησε την ώρα της επίθεσης. Μόνο ένας τηλεφώνησε, αφού η γυναίκα ήταν νεκρή. Ο υπεύθυνος για την υπόθεση αστυνομικός είναι σοκαρισμένος. Όχι γιατί η υπόθεση είναι φόνος αλλά γιατί οι... καλοί άνθρωποι απέτυχαν να ενημερώσουν την αστυνομία. Ένα τηλεφώνημα θα ήταν αρκετό αλλά δεν έγινε.

Πλέον το ερώτημα είναι αν ο μάρτυρας μπορεί να θεωρηθεί νομικά υπεύθυνος για το γεγονός ότι δεν ανέφερε ένα έγκλημα.

"Νομίζαμε ότι ήταν καβγάς μεταξύ εραστών", λέει μια νοικοκυρά που άκουσε τις φωνές, "ειλικρινά φοβόμασταν", λέει ένα ζευγάρι. "Δεν ήθελα ο άντρας μου ανακατευτεί", λέει μια κυρία.

"Βγήκαμε στο παράθυρο να δούμε τι συμβαίνει αλλά το φως στο δωμάτιο δεν μας επέτρεπε να δούμε τι γίνεται στο δρόμο. Το έσβησα και είδαμε καλύτερα" λέει μια άλλη γυναίκα και στο ερώτημα γιατί δεν τηλεφώνησε στην αστυνομία απαντά ότι δεν ξέρει.

Ένας άντρας είδε τη δεύτερη επίθεση. Γιατί δεν τηλεφώνησε στην αστυνομία; Ήμουν κουρασμένος, πήγα πίσω στο κρεβάτι, λέει χωρίς κανέναν συναίσθημα.

Μόνο όταν έφυγε το ασθενοφόρο με την κ.Τζενοβέζε ο κόσμος βγήκε έξω, μας λέει ένας αστυνομικός".

Ο αντίκτυπος

Το άρθρο των New York Times προκάλεσε σάλο σε εθνικό επίπεδο και έδωσε άλλες διαστάσεις στην υπόθεση. Πλέον η δολοφονία της Τζενοβέζε ήταν το απόλυτο παράδειγμα της απάθειας και της σκληρότητας των πολιτών των μεγάλων πόλεων.  

Γράφτηκαν εκατοντάδες άρθρα, έγιναν αναλύσεις και εκδόθηκαν βιβλία με θέμα την αντίδραση των μαρτύρων στη δολοφονία της 28χρονης.

Τα γεγονότα διαστρεβλώθηκαν. Η νέα εκδοχή ήθελε την Κίτι να ουρλιάζει επί μισή ώρα, τον κόσμο να κλείνει τα παράθυρα του και τον δολοφόνο της να... δηλώνει: "Της επιτέθηκα γιατί ήξερα ότι κανείς δεν θα κάνει τίποτα. Ο κόσμος ποτέ δεν κάνει τίποτα". Για δεκαετίες κείμενα αναφέρονταν στην Κίτι και αναφερόταν πάντα σε παρόμοιες υποθέσεις. Σειρές και ταινίες βασίστηκαν στην ιστορία της.

Πάνω στη δολοφονία της και την απάθεια των μαρτύρων γίνονταν μαθήματα που διδάσκονταν σε Πανεπιστήμια. Μαθήματα για την ψυχολογία του ατόμου που παρακολουθεί ένα συγκλονιστικό γεγονός αλλά και το πώς η σκληρή-απρόσωπη ζωή σε μια μεγαλούπολη επηρεάζει τον άνθρωπο. Τελικά ακόμα και το "σύνδρομο θεατή-παρεβρισκομένου" πήρε το όνομα τις Κίτι, έγινε "συνδρομο Τζενοβέζε" για να τιμηθεί η μνήμη της.


Η πραγματικότητα

Το 2004, με την συμπλήρωση 40 ετών από τη δολοφονία της Κίτι, ένα άρθρο του Τζιμ Ρέιζενμπεργκ στους New York Times έγειρε τα πρώτα ερωτηματικά αναφορικά με το πόσο ακριβείς ήταν οι αναφορές του κειμένου που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα το 1964.

Τρία χρόνια μετά (2007) μια έρευνα έδειξε ότι δεν υπήρχαν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την παρουσία 38 μαρτύρων, ούτε ότι όσοι αντιλήφθηκαν την επίθεση δεν αντέδρασαν. Την ίδια χρονιά το περιοδικό American Psychologist έκανε τη δική του έρευνα και σε κείμενο που δημοσίευσε ανέφερε ότι "η ιστορία ήταν περισσότερο μια παραβολή παρά γεγονότα. Η κάλυψη του γεγονότος είναι ιδιαιτέρως ανακριβής".

Το 2015 ο αδελφός της Κίτι, Μπιλ, παρουσίασε το ντοκιμαντέρ "Ο μάρτυρας" το οποίο τελικά προτάθηκε και για Όσκαρ. Ήταν το αποτέλεσμα μιας έρευνας έντεκα ετών με τον Μπιλ να προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα "γιατί κανείς δεν βοήθησε την αδελφή του".

Ο Τζενοβέζε αποκάλυψε ότι τελικά ελάχιστοι άκουσαν τις φωνές και σχεδόν κανείς δεν κατάλαβε ότι πρόκειται για δολοφονία. Το άτομο που φώναξε κατά την πρώτη επίθεση πήρε στη συνέχεια την αστυνομία αλλά αυτή δεν αξιολόγησε την υπόθεση ως επείγουσα. Από το κτίριο έγιναν ακόμα δύο τηλεφωνήματα στις Αρχές για το θέμα.

Μετά την πρώτη επίθεση η Κίτι σταμάτησε να φωνάζει και όταν πλέον κατέρρευσε μπροστά στην πόρτα, όπου την βρήκε τη δεύτερη φορά ο Μόουζλι, βρισκόταν σε σημείο όπου δεν θα μπορούσε κανείς να δει τι συνέβαινε.

Ο Τζενοβέζε μέσα από την έρευνα του κατέληξε ότι οι μάρτυρες ήταν πολύ λίγοι και στην πλειονότητα δεν κατάλαβαν πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση. Ενημέρωσαν έγκαιρα την αστυνομία που δεν έστειλε κάποιον άμεσα γιατί θεωρήθηκε ότι πρόκειται για κάποιο καβγά.

Μετά το ντοκιμαντέρ ο ρεπόρτερ του WNBC, Ντάνι Μίχαν μίλησε με τον αρθρογράφο Μάρτιν Γκέινσμπεργκ που είχε γράψει το κείμενο του 1964. Σε ερώτηση γιατί δεν παρουσίασε όλα τα στοιχεία που είχε του απάντησε "γιατί θα κατέστρεφε την ιστορία". Ο Γκέινσμπεργκ γνώριζε ότι η υπόθεση δεν ήταν όπως την είχε παρουσιάσει. Δεν είχε στοιχεία για 38 μάρτυρες και ήξερε ότι είχαν γίνει τηλεφωνήματα στις αρχές. Η ιστορία του όμως άρεσε στον αρχισυντάκτη Άμπε Ρόζενθαλ και αυτό είναι που μετρούσε. Είχε όμως μοιραστεί την αλήθεια με τον συνάδελφο και φίλο του, Γκέιμπ Πρέσμαν.

Ο Πρέσμαν δίδασκε δημοσιογραφία και σε ένα μάθημα παρουσίασε την υπόθεση. Έπαιξε τον ρόλο του Ρόζενθαλ και ζήτησε από τους μαθητές του να τον αντιμετωπίσουν με τα στοιχεία που τους έδωσε.

Ο Ρόζενθααλ, που έγραψε και βιβλίο για τους 38 απαθείς μάρτυρες,  έμαθε για το μάθημα και πήρε οργισμένος τηλέφωνο τον Πρέσμαν ζητώντας του να το σταματήσει. 

Η απολογία

Τον Οκτώβριο του 2016 οι New York Times παραδέχθηκαν ότι το κείμενο δεν παρουσίαζε την αληθινή εικόνα της υπόθεσης. "Η παρουσίαση 38 μαρτύρων που κατανοούσαν απόλυτα τι συνέβαινε και δεν αντέδρασαν ήταν λανθασμένη. Το κείμενο υπερέβαλε τρομακτικά στον αριθμό των μαρτύρων και στο τι είχαν δει. Κανείς δεν είδε όλη την επίθεση. Ελάχιστοι είδαν κάτι ή αναγνώρισαν τις φωνές για βοήθεια. Οι περισσότεροι νόμισαν ότι ήταν καβγάς εραστών ή μεθυσμένων.
Μόνο ένα άτομο είδε την πρώτη επίθεση και μόνο ένα κατάλαβε τη δεύτερη.

Οι επιθέσεις ήταν δύο και όχι τρεις όπως είχε αρχικά γραφτεί και στη συνέχεια δύο άτομα είχαν τηλεφωνήσει στις αρχές. Στην πρώτη επίθεση ο Μόουζλι μαχαίρωσε την Τζενοβέζε στον πνεύμονα και έτσι στη συνέχεια δεν μπορούσε να φωνάξει. Τελικά μια 70χρονη βγήκε έξω και πήγε στην Κίτι και την κρατούσε αγκαλιά μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο", αναφέρει η απολογία της εφημερίδας. Το κείμενο του 1964 έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της New York Times και πλέον υπάρχει η σημείωση ότι τα στοιχεία δείχνουν ότι η εικόνα που παρουσιάζει αμφισβητείται έντονα.


Η λύτρωση

Ο Μπιλ Τζενοβέζε έψαχνε για χρόνια απαντήσεις για τη δολοφονία της αδελφής του. Δεν μπορούσε να κατανοήσει πως αυτό το εξωστρεφές, δραστήριο κορίτσι πέθανε ολομόναχο χωρίς να το βοηθήσει κανείς. Πώς 38 άτομα δεν αντέδρασαν και... επέτρεψαν τη δολοφονία της. Όπως ο ίδιος δηλώνει τα στοιχεία που ανακάλυψε ήταν λυτρωτικά. Οι ελάχιστοι που άκουσαν την Κίτι και κατάλαβαν ότι δεν πρόκειται για έναν απλό καβγά δεν αδιαφόρησαν. Η πρώτη επίθεση σταμάτησε μετά από την παρέμβαση ενός γείτονα και οι αρχές ειδοποιήθηκαν άμεσα. Η Κίτι δεν πέθανε μόνη της, η 70χρονη Σοφία Φαράρ κατέβηκε στην είσοδο και την κρατούσε στην αγκαλιά της μέχρι που την παρέλαβε το ασθενοφόρο.

"Είναι μια ιστορία που στοιχειώνει την οικογένεια μου αλλά τουλάχιστον τώρα ξέρουμε ότι η Κίτι είχε κάποιον μαζί της εκείνες τις τελευταίες στιγμές της. Αυτό που δεν θα μάθουμε ποτέ, αυτό που δεν θα αποδεχθούμε είναι το γιατί δολοφονήθηκε" λέει ο Τζενοβέζε.

Τελικά η ιστορία της Κίτι αποδείχθηκε ένα "μνημείο" κακής δημοσιογραφίας που θυσίασε την αλήθεια στο βωμό ενός θέματος που θα ιντριγκάρει τον αναγνώστη. Παρ' όλα αυτά η κοινωνική απάθεια και η αποστασιοποίηση ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις είναι ένα γεγονός. "Πιστεύω ότι στην εφημερίδα είδαν το θέμα ως ευκαιρία για να στείλουν κάποια μηνύματα και γι' αυτό δεν θέλω να τους κατηγορήσω" τονίζει ο Μπιλ Τζενοβέζε.