«Επέζησα τρεις μέρες μέσα σε βυθισμένο πλοίο στον βυθό του ωκεανού»


Ο Χάρισον Οκένε αφηγείται τη συγκλονιστική ιστορία της επιβίωσης του. Εγκλωβίστηκε μέσα σε καμπίνα ρυμουλκού στα 30 μέτρα βάθος

Ο Χάρισον Οκένε βρισκόταν στην τουαλέτα όταν ένα τεράστιο κύμα χτύπησε το ρυμουλκό στο οποίο εργαζόταν και το αναποδογύρισε. «Προσπαθούσα να ανοίξω την πόρτα για να βγω και η λεκάνη της τουαλέτας με χτύπησε στο κεφάλι. Πριν σβήσουν τα φώτα πρόλαβα να δω το αίμα να τρέχει. Τα πάντα σκοτείνιασαν και η τουαλέτα άρχισε να γεμίζει νερό. Πέρασαν λίγα λεπτά και ένιωσα το καράβι να χτυπά στον βυθό» λέει.

Το ρυμουλκό είχε αναποδογυρίσει, είχε βυθιστεί στα 30 μέτρα και ο Χάρισον ήταν μέσα. Το ημερολόγιο έγραφε 26 Μαΐου 2013.

«Ήταν μια συνηθισμένη μέρα μέχρι το περιστατικό. Ήμουν 29 ετών τότε και εργαζόμουν ως μάγειρας στο ρυμουλκό Jascon-4. Βοηθούσαμε ένα πετρελαιοφόρο περίπου 20 μίλια από τις ακτές τις Νιγηρίας. Ο καιρός δεν ήταν καλός και το ρυμουλκό μας συνέβαλε στη σταθεροποίηση του τάνκερ. Ξύπνησα και πήγα στην κουζίνα να ανάψω τις εστίες. Δεν είχa ντυθεί καν, φορούσα μόνο το μποξεράκι μου. Πήγα στα μπάνιο και σκεφτόμουν ότι σε τρεις μέρες θα έφευγα με άδεια. Τότε μας χτύπησε το κύμα» θυμάται.  

Όταν είδε το νερό να γεμίζει τον μικρό χώρο ο Χάρισον πανικοβλήθηκε. Κατάφερε να ανοίξει την πόρτα και να βγει στο δίπλα δωμάτιο. Το πλοίο ήταν γυρισμένο ανάποδα και τα πάντα ήταν σκοτεινά. Δεν μπορούσε να προσανατολιστεί. Περπάτησε σε έναν διάδρομο και συνάντησε τρεις συναδέλφους του που προσπαθούσαν να ανοίξουν μια μπουκαπόρτα.

«Δεν είχα την υπομονή να περιμένω. Έφυγα και προχώρησα. Έφτασα στην τουαλέτα που βρίσκεται δίπλα στην καμπίνα του 2ου μηχανικού. Η πόρτα ήταν κλειστή. Κατάφερα να την ανοίξω και μπήκα. Το νερό δεν είχε γεμίσει εντελώς τον χώρο. Οξυγόνο είχε εγκλωβιστεί εκεί μέσα. Έμεινα όρθιος κοντά στο ταβάνι, δηλαδή το πάτωμα μια και το πλοίο ήταν ανάποδα. Κλεισμένος εκεί μέσα στο σκοτάδι άκουγα συνέχεια φωνές. Οι συνάδελφοι μου ούρλιαζαν, έκλαιγαν.

Σκέφτηκα ότι πρέπει να βρω μια έξοδο κινδύνου αλλά στην προσπάθεια μου να βγω έσπασα το πόμολο της πόρτα. Δεν πανικοβλήθηκα και από εκείνη τη στιγμή ήμουν σε μια κατάσταση απίστευτης ψυχραιμίας.

Έπεισα τον εαυτό μου ότι έχω τον έλεγχο της κατάστασης. Χρησιμοποίησα ένα σίδερο για να ανοίξω την πόρτα. Όσο προσπαθούσα οι φωνές των συναδέλφων μου χάνονταν, η μια μετά την άλλη. Κάποια στιγμή επικράτησε σιωπή και σκέφτηκαν ότι διέφυγαν» τονίζει.

Ο Χάρισον άνοιξε τελικά την πόρτα της τουαλέτας και στη συνέχεια μπήκα στην καμπίνα του 2ου μηχανικού. Εκεί βρήκε δύο σωσίβια τα οποία είχαν πάνω τους από έναν φακό.

«Έβαλα τον έναν φακό στο στόμα και τον άλλο στο μποξεράκι μου. Ήθελα να πάω προς την αεροστεγή πόρτα για να διαφύγω αλλά οι διάδρομοι ήταν γεμάτοι νερό. Κολυμπούσα μέχρι την έξοδο και επέστρεφα στην καμπίνα όπου υπήρχε οξυγόνο. Στη πρώτη διαδρομή παραλίγο να μην βρω την καμπίνα. Ήταν απόλυτο σκοτάδι και τόσες πολλές οι πόρτες. Αν δεν ενεργούσα γρήγορα θα έχανα τη ζωή μου.

Σταδιακά άρχισα να οργανώνομαι. Βρήκα κονσέρβες, αναψυκτικά κι έφτιαξα με ύφασμα ένα σχοινί. Το έδεσα στην πόρτα της καμπίνας και στην πόρτα της εξόδου. Έτσι θα το ακολουθούσα και δεν θα χανόμουν».

Έβγαλε τα ξύλινα πάνελ από την οροφή κι έφτιαξε μια μικρή σχεδία για να ξεκουράζεται πάνω της. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι και την τρομακτική σιωπή ο Χάρισον αποφάσισε ότι έπρεπε να παραμείνει στην καμπίνα και να ελπίζει ότι θα έρθει κάποιος να τον σώσει.

«Ένιωθα τα ψάρια να με δαγκώνουν σε όλο μου το σώμα και το νερό ανέβαινε αργά αλλά σταθερά. Προσευχόμουν και τραγουδούσα κομμάτια που είχαμε μάθει στην εκκλησία. Σκεφτόμουν τη μητέρα και τη σύζυγο μου. Προσπαθούσα να σκοτώσω τον φόβο. Ο φόβος είναι αυτό που μπορεί σε σκοτώσει γρήγορα. Ο πανικός σε σκοτώνει πριν έρθει ο πραγματικός θάνατος. Από τη στιγμή που πανικοβάλλεσαι χρησιμοποιείς πάρα πολύ οξυγόνο».

Ένας ήχος έσπασε τη σιωπή. Τον πλησίαζε. «Άρχισα να χτυπάω ό,τι μπορούσε με την ελπίδα ότι θα με ακούσουν. Δεν ήξερα πόσος χρόνος είχε περάσει. Ξαφνικά είδα ένα αμυδρό φως. Βούτηξα και την πρώτη φορά δεν ξεχώρισα κάτι. Τη δεύτερη όμως είδα τον δύτη.

Η στιγμή είναι συγκλονιστική κι έχει καταγραφεί από την κάμερα του διασώστη. Νομίζει ότι έχει εντοπίσει ένα ακόμα πτώμα όταν το χέρι του Χάρισον αρπάζει το δικό του. Είχε μείνει μέσα στο σκάφος τρεις ολόκληρες μέρες.

Ακολούθησε μια διαδικασία αποσυμπίεσης τριών ημερών πριν επιστρέψει στην επιφάνεια. «Οι εξετάσεις έδειξαν ότι όλα είναι καλά. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Το πρώτο διάστημα ήταν πολύ δύσκολο. Ένιωθα ότι το κρεβάτι βούλιαζε. Άρπαζα τη γυναίκα μου και της έλεγα ότι πρέπει να βγούμε έξω».

Τελικά ένα ατύχημα τον βοήθησε να ξεπεράσει το τραύμα. Περίπου έναν χρόνο μετά τη βύθιση του «Jascon-4» πήγαινε έναν φίλο του στη δουλειά όταν το αυτοκίνητο τους έπεσε από γέφυρα στο νερό.

«Άνοιξα τα μάτια και ήμασταν ανάποδα μέσα στο νερό. Κολύμπησα έξω αλλά συνειδητοποίησα ότι ο φίλος μου είναι ακόμα μέσα. Επέστρεψα και τον έβγαλα.

Στη συνέχεια ήμουν αυτός που βούτηξα και πάλι για να δέσω το αυτοκίνητο ώστε να το βγάλουμε. Σκέφτηκα ότι δεν γίνεται να φοβάμαι μετά από αυτό που έζησα. Αφού επιβίωσα μετά από αυτό δεν υπήρχε τίποτα που πρέπει να με φοβίζει».

Ο Χάρισον πήγε σε σχολή καταδύσεων και πήρε επαγγελματικό δίπλωμα. «Αυτό ήταν που με έσωσε όταν χώρισα με τη γυναίκα μου και έπεσα σε κατάθλιψη. Είχα αντιμετωπίσει τους φόβους μου και επέστρεψα στον ωκεανό. Αναπρογραμμάτισα τις σκέψεις μου και ισορρόπησα το μυαλό μου».

Ο Χάρισον εργάζεται πλέον ως δύτης και κάνει υποβρύχιες επισκευές. «Το γεγονός ότι επιβίωσα άλλαξε τη ζωή μου με τόσους πολλούς τρόπους. Βλέπω τη ζωή διαφορετικά και μπορώ να πω ότι αφού βγήκα από εκείνο το βυθισμένο πλοίο τα πράγματα έγιναν καλύτερα. Ξέρω ότι υπάρχει Θεός και είναι δίπλα μου. Ξέρω ότι έχει έναν σκοπό για εμένα και νιώθω άνετα. Προσπαθώ να εμπιστεύομαι τη ζωή. Οι άνθρωποι καταλαβαίνουν όταν φτάνουν κοντά στον θάνατο. Είμαστε όλοι ένα, το νόημα είναι στις ζωές που αγγίζεις» λέει.

Το όνειρο του είναι να αγοράσει ένα σπίτι κοντά στον ωκεανό. «Ποτέ δεν σταμάτησα να αγαπώ τη θάλασσα. Πλέον την αγαπώ περισσότερο» τονίζει.