Ζώντας σήμερα σε μια πόλη-γκουλάγκ



Πώς είναι να ζει κανεις σήμερα σε μια από τις πιο απομακρυσμένες και πιο παγωμένες περιοχές της Ρωσίας που στο παρελθόν ήταν συνώνυμο του θανάτου και των γκούλαγκ


Έτος 1938. Ο Εντουάρντ Μπέρζιν, οδηγείται στο εκτελεστικό απόσπασμα. Πέντε χρόνια νωρίτερα ως αρχηγός του τρομερού Νταλστρόι, του οργανισμού της Σοβιετικής Ένωσης που διαχειριζόταν τα γκουλάγκ της Ανατολής εκμεταλλευόμενος τον ορυκτό πλούτο της περιοχής, είχε δημιουργήσει έναν ενδιάμεσο σταθμό που θα γινόταν συνώνυμο της σκληρότητας και της βαναυσότητας: το Μαγκαντάν. Ο Μπέρζιν τώρα θεωρούνταν προδότης και κατηγορούνταν από τις σοβιετικές αρχές ότι ήταν κατάσκοπος των Βρετανών και των Γερμανών και σχεδίαζε να παραχωρήσει τον έλεγχο του Μαγκαντάν στην Ιαπωνία. Δικάστηκε και εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες.

Έτος 2020. Λιγότεροι από 100.000 άνθρωποι παραμένουν στην πόλη που γεννήθηκε στο σημείο που ο Μπέρζιν έφτιαξε τον ενδιάμεσο σταθμό του πριν τα ορυχεία του ποταμού Κολίμα, τα οποία ακόμα και σήμερα παραμένουν γεμάτα με χρυσό. Οι περισσότεροι από αυτούς ονειρεύονται να φύγουν, όπως ονειρεύονταν και οι κρατούμενοι των γκουλάγκ της περιοχής.

«Πραγματικά ονειρεύομαι να φύγω από αυτό το μέρος. Δεν μπορώ να περιμένω», λέει ο 29χρονος μάγειρας Ντινάτ Γιουρ στον δημοσιογράφο Άντριου Χίγκινς που ταξίδεψε ως το Μαγκαντάν.

Το μακρινό Μαγκαντάν

Πέντε χιλιάδες εννιακόσια χιλιόμετρα μακριά από την Μόσχα, το Μαγκαντάν βρίσκεται στο πιο ανατολικό μέρος της Ρωσίας και είναι η πρωτεύουσα και η μοναδική πόλη ολόκληρης της περιφέρειας Μαγκαντάν. Ο χειμώνας κρατάει έξι μήνες και ο ήλιος ανατέλλει λίγες φορές με το θερμόμετρο να δείχνει σχεδόν μόνιμα κάτω από το μηδέν- έως και 50 βαθμούς- εκτός από τον Ιούλιο που μπορεί να αγγίξει και τους 12 βαθμούς κελσίου.

Το Μαγκαντάν ιδρύθηκε από τον Εντουάρντ Μπέρζιν ως ένας ενδιάμεσος σταθμός για στρατόπεδα εργασίας – γκούλαγκ της περιοχής και τα ορυχεία του ποταμού Κολίμα. Για δεκαετίες αποτέλεσε το σύμβολο του θανάτου και της εξόντωσης.

Το παγωτό

Σήμερα εκεί, ο Ντινάτ Γιουρ έχει τη δική του επιχείρηση: κατασκευάζει παγωτό. Μέσα στο χιόνι ανακατεύει γάλα, ζάχαρη και μούρα που τα εισάγει κυρίως από την Ιταλία για να δημιουργήσει το δικό του παγωτό.



Η περίεργη αγάπη των Ρώσων για το παγωτό αποτέλεσε πάντοτε αντικείμενο συζήτησης  και πολλοί την συνέδεσαν με την ικανότητα της χώρας να επιβιώνει και να συνεχίζει παρά τις δυσμενείς συνθήκες και τις δυσκολίες. Μάλιστα υπάρχει μια ανεκδοτολογική ιστορία, αμφιβόλου πιστότητας, σύμφωνα με την οποία ο Ουίνστον Τσόρτσιλ σε ένα ταξίδι του στην Μόσχα τον χειμώνα του 1944 παρατήρησε ότι οι Ρώσοι έτρωγαν παγωτό, ενώ περπατούσαν στο χιόνι και είπε ότι «τέτοιοι άνθρωποι δεν θα κατακτηθούν ποτέ». Κι όλα αυτά ενώ στη Μόσχα το θερμόμετρο φτάνει μόνο λίγο κάτω από το μηδέν.

Ο Ντινάτ πάντως παραδέχεται ότι στο Μαγκαντάν δεν είναι καλή ιδέα να φας το παγωτό στον δρόμο: «Σύντομα το παγωτό θα γίνει πάγος πάνω στα δόντια σου. Ωστόσο, σε όλους εδώ αρέσει να κάθονται στο σπίτι τους μπροστά στην τηλεόραση και να τρώνε παγωτό», λέει ο ίδιος.

Η χρυσή πόλη

Χτισμένη στη θάλασσα του Οχότσκ, βόρεια της Ιαπωνίας, το Μαγκαντάν είναι η ρωσική πόλη του χρυσού. Τα εδάφη της είναι πλούσια σε αυτό μόνο που όσοι βρέθηκαν εκεί στις αρχές του 1930 δεν ήταν τυχοδιώκτες χρυσοθήρες που συνέρρευσαν για να πλουτίσουν, αλλά άνθρωποι που σύρθηκαν διά της βίας καθώς θεωρήθηκαν «επικίνδυνοι» για το καθεστώς. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε όλα τα στρατόπεδα γύρω από το Μαγκαντάν εξαιτίας των συνθηκών, της πείνας και της σκληρής δουλειάς και δεκάδες χιλιάδες δολοφονήθηκαν.

Σήμερα, η πόλη του Μαγκαντάν προσπαθεί να απεκδυθεί το σκοτεινό της παρελθόν. Πλέον αυτοαποκαλείται «η χρυσή καρδιά της Ρωσίας», ένα έξυπνο λογοπαίγνιο που κάνει αναφορά σε αυτό που βρίσκεται στο υπέδαφός της. Τον χρυσό, όχι τους νεκρούς.

Ωστόσο, οι νέοι της πόλης δεν μοιάζουν να εντυπωσιάζονται από αυτά που έχει να τους προσφέρει αυτή η «χρυσή καρδιά», όπου οι περισσότεροι ασχολούνται με την εξόρυξη και την πώληση χρυσού, τα ναυπηγεία και την αλιεία. Ο δήμαρχος της πόλης, Γιούρι Γκρίσιν, προσπαθεί να πείσει τους νέους τους να μείνουν εκεί. Ένα μεγάλο αθλητικό κέντρο βρίσκεται υπό κατασκευή, νέα εστιατόρια ανοίγουν συνεχώς και η πόλη καλλωπίζεται διαρκώς, για να γίνει πιο ελκυστική. Ύστερα από χρόνια δραματικής μείωσης του πληθυσμού που ξεπέρασε το 40%, ο Γκρίσιν πιστεύει ότι πλέον οι κάτοικοι έχουν σταθεροποιηθεί στους 91.000. Ωστόσο, ο ίδιος δεν μπόρεσε να κρατήσει στην πόλη τα τρία παιδιά του.

Ο ίδιος λέει ότι δεν μπορεί να το καταλάβει. «Γιατί κάποιος να ανταλλάξει το Μαγκαντάν για την Μόσχα, όπου ζουν σε μικροσκοπικά διαμερίσματα και περνούν τρεις ώρες την ημέρα κολλημένοι στην κίνηση», αναρωτιέται εν μέρει και για το δικό του παιδί που ζει στην πρωτεύουσα.

Στην πραγματικότητα παρά το αβάσταχτο κρύο και την σκοτεινή ιστορία του, το Μαγκαντάν δεν διαφέρει πολύ από πολλές πόλεις της ρωσικής επαρχίας. Έχει τα ίδια ετοιμόρροπα συγκροτήματα κατοικιών, ένα ίδιο κτίριο θεάτρου με κίονες, την ίδια κεντρική πλατεία με το όνομα του Λένιν όπως και κάθε άλλη πόλη. Έχει ακόμα τρεις κινηματογράφους, δυο εσωτερικές πισίνες, μια εξαιρετική φήμη για την συντροφικότητα των κατοίκων της και έναν τεράστιο καθεδρικό ναό με χρυσό τρούλο.
Και μέσα σε όλα, η κλιματική αλλαγή μοιάζει να έχει βοηθήσει το Μαγκαντάν. Οι χειμώνες είναι πια πιο ήπιοι και το χιόνι δεν πέφτει πλέον πριν από τα τέλη Νοεμβρίου.



Ακόμα κι έτσι όμως, οι νέοι δεν σταματούν να ονειρεύονται να «αποδράσουν». Η τάση φυγής από το Μαγκαντάν είναι τόσο μεγάλη  που σύμφωνα με έναν τοπικό ψυχολόγο οι κάτοικοι πάσχουν από «σύνδρομο καθυστέρησης της ζωής», μιας ψυχολογικής πάθησης που κάνει το άτομο να μεταφέρει τις ελπίδες του και τις φιλοδοξίες του στο μέλλον αποκολλώντας τες από την τωρινή του ζωή.
«Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι είναι εδώ προσωρινά και ότι μόνο αν φύγουν θα ζήσουν πραγματικά», λέει ο Αντρέι Γκρισάν, ο 31χρονος ιδρυτής και εκδότης μια τοπικής ηλεκτρονικής εφημερίδας, του Vesma Today. Τόσο ο ίδιος όσο και η γυναίκα του με την οποία παντρεύτηκαν πρόσφατα λένε ότι θα ήθελαν κάποια στιγμή να φύγουν.

Οι «καλές» εποχές

Το 1991, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, το Μαγκαντάν αριθμούσε 155.000 κατοίκους. Πολλοί από αυτούς ήταν άνθρωποι που γεννήθηκαν εκεί, απόγονοι παλιών κρατουμένων ή φυλάκων των γκουλάγκ , και άλλοι άνθρωποι που πήγαν ως εκεί για να δουλέψουν. Τους έπειθαν οι ελκυστικοί μισθού, οι οποίοι για χρόνια ήταν υψηλότεροι από κάθε άλλο μέρος της χώρας, χάρη στο «βόρειο μπόνους», το οποίο δινόταν σε όσους ήθελαν να δουλέψουν σε αυτές τις περιοχές.

Ωστόσο, το τέλος της Σοβιετικής εποχής για πολλούς από τους κατοίκους του Μαγκαντάν σήμαινε και οικονομική καταστροφή. Οι σοβιετικές επιχορηγήσεις περικόπηκαν και οι μισθοί του Μαγκαντάν έπαψαν πια να είναι ζηλευτοί. Πολλά εργοστάσια έκλεισαν και κάποιοι μάλιστα τεχνοκράτες της Μόσχας πρότειναν να «κλείσει» κι ολόκληρη η πόλη.

Ωστόσο, ο Βλαντιμίρ Πούτιν θεώρησε ότι θα πρέπει να κρατήσουν ζωντανές όλες τις απομονωμένες περιοχές της Ρωσίας ανεξαρτήτως κόστους. Εξάλλου εκτός από τα θέμα της ασφάλειας και του πατριωτισμού στη μέση έμπαινε και η οικονομία. Κάτω από τους πάγους πόλεων όπως το Μαγκαντάν κρύβεται ο περισσότερος φυσικός πλούτος της χώρας.

Η κυβέρνηση εγκρίνει συνεχώς κονδύλια για νέους δρόμους, αθλητικά κέντρα και δίκτυα ίντερνετ υψηλής ταχύτητας για τις πόλεις όπως το Μαγκαντάν. Παρέχει ακόμα στεγαστικά δάνεια με πολύ χαμηλά επιτόκια για τους κατοίκους, ενώ από το 2016 παρέχεται και δωρεάν γη για όποιον θέλει να ζήσει στην Μαγκαντάν ή σε άλλες αραιοκατοικημένες πόλεις της Ρωσίας. Περίπου τέσσερις χιλιάδες άτομα έχουν αξιοποιήσει αυτή την ευκαιρία στο Μαγκαντάν ωστόσο σχεδόν όλοι είναι ντόπιοι και όχι κάτοικοι από άλλες περιοχές, όπως ήλπιζε το Κρεμλίνο.

«Το Μαγκαντάν ήταν, είναι και θα είναι»

Παρά το πλούσιο υπέδαφός του, οι σκληρές συνθήκες ζωής στο Μαγκαντάν θέτουν ακόμα και σήμερα την ύπαρξή του υπό εξέταση. Πολλοί οικονομολόγοι αμφισβητούν ότι η πόλη προσφέρει περισσότερα απ’ όσο κοστίζει και προτείνουν να διατηρηθεί μόνο ως σημείο μετακίνησης των εργατών που πάνε στα παρακείμενα ορυχεία χρυσού στον ποταμό Κολίμα.

Με αυτόν τον τρόπο ωστόσο, το Μαγκαντάν θα γίνει αυτό που ήταν όταν πρωτοχτίστηκε: ένας ενδιάμεσος σταθμός, τον οποίο ο Σολζενίτσιν στο βιβλίο του «Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ» περιέγραφε ως «το άκρο του ψύχους και της βαρβαρότητας».

Στα λεωφορεία της πόλης, η δήλωση είναι κατηγορηματική: «Το Μαγκαντάν ήταν, είναι και θα είναι», μια φράση που θυμίζει την αντίστοιχη που κυριαρχούσε στην σοβιετική Ρωσία: «Ο Λένιν έζησε, ζει και θα ζει».

Σήμερα, το Μαγκαντάν έχει 20.000 εργάτες λιγότερους από αυτούς που χρειάζεται για τα κατασκευαστικά της έργα και άλλες εργασίες και ο δήμος αναγκάζεται να προχωρά σε ολιγόμηνες συμβάσεις εργασίας.

«Με ενοχλεί που οι άνθρωποι σκέφτονται το Μαγκαντάν σαν ένα μεγάλο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η πόλη επαναπροσδιορίζει τον εαυτό της ως ένα φωτεινό, πολύχρωμο και χαρούμενο μέρος», αναφέρει.

Ωστόσο, ο κατασκευαστής παγωτού Ντινάτ Γιουρ δεν το βλέπει έτσι. Όπως λέει κάθε καλοκαίρι προσπαθεί να φεύγει ταξίδι σε κάποια χώρα της Ασίας, επειδή είναι πολύ πιο κοντά από την Ευρώπη ή ακόμα και από κάποιες περιοχές της Ρωσίας, κι όταν επιστρέφει είναι πάντα δύσκολα.
«Όταν γυρίζω εδώ, πέφτω σε βαθιά κατάθλιψη».



*Το κείμενο αποτελεί ελεύθερη απόδοση του άρθρου "It’s 50 Below. The Past Is a Horror Show. You’d Dream of Escaping Too" του  Andrew Higgins στους New York Times