Η άνοια μού κλέβει μέρα με τη μέρα τον πατέρα μου


Μια απλή αλλά συγκλονιστική ιστορία ενός γιου που βλέπει κάθε μέρα να βλέπει τον πατέρα του να «χάνεται» 



Ο Ρομπ Καζαντζιάν πρέπει να προετοιμαστεί για να αντιμετωπίσει το αναπόφευκτο: τη στιγμή που ο πατέρας του θα τον κοιτάξει στα μάτια και θα δει έναν άγνωστο, έναν άνθρωπο που στο μυαλό του μοιάζει με έναν ακόμα περαστικό. Ο άνθρωπος που τον γέννησε δεν θα τον θυμάται πια.

Ο πατέρας του Καζαντζιάν βρίσκεται στα πρώτα στάδια της άνοιας και κάθε μέρα ξεχνά και κάτι περισσότερο. Μια αόρατη δύναμη του κλέβει μέρα με τη μέρα όσα έχτισε μέσα στις δεκαετίες της ζωής του. Γι’ αυτόν πια μοιάζει σαν μην έχει ζήσει τίποτα.

Ο γιος του, Ρομπ Καζαντζιάν, σε ένα συγκινητικό κείμενο που δημοσιεύεται στην Huffington Post μιλά για τον πατέρα του, ο οποίος μερικές μέρες τον θυμάται και κάποιες όχι. Τον πατέρα του που θα μπορούσε να είναι ο πατέρας ή μητέρα οποιουδήποτε από εμάς.  Τον πατέρα που κάποια στιγμή ίσως είμαστε εμείς.

Ακολουθεί το κείμενο όπως αναρτήθηκε στην βρετανική Huffington Post:

Φαντάζομαι τον πατέρα μου σε έναν μακρύ διάδρομο. Οι αναμνήσεις του είναι σαν λάμπες πάνω από το κεφάλι του. Αυτές που βρίσκονται πιο κοντά του έχουν ήδη σβήσει. Αυτές που είναι πιο μακριά εκπέμπουν ακόμα λίγο φως και θερμότητα. Ωστόσο, κι αυτές θα σβήσουν σύντομα. Μετά θα υπάρχει σκοτάδι. Κάπως έτσι θα με ξεχάσει.

Τα χρόνια έχουν πάρει το μερίδιό τους πάνω του. Το σταρένιο δέρμα του έχει χάσει την γλυκιά του λάμψη και ζωντάνια του. Περνά λιγότερο χρόνο στο πάρκο φωνάζοντας στους άντρες και στους εφήβους που παίζουν μπάσκετ και ντυμένος πάντα σαν να ετοιμάζεται για αποστολή στην Αρκτική, άσχετα από το τι καιρό κάνει. Οι ώμοι του, κάποτε τόσο φαρδιοί ώστε να μπορούν να κουβαλήσουν την ιστορία της οικογένειάς μας τώρα είναι συρρικνωμένοι από τα βάρη, για τα οποία δεν μπορεί να βρει καν τα λόγια να τα περιγράψει. Η μύτη του είναι περήφανα αρμενική όπως πάντα, αλλά τα μάτια του τώρα θυμίζουν ένα ζευγάρι θολές λίμνες. Δεν μπορώ πια να δω πίσω από την συννεφιασμένη τους επιφάνεια και είναι αδύνατο να αντιληφθώ την σύγχυση που επικρατεί στα βάθη τους.

Ο θυμός του πατέρα μου, τον οποίο έβρισκα εντυπωσιακό και ταυτόχρονα τρομακτικό ως παιδί, τώρα πια έχει καταλαγιάσει. Ήταν εντυπωσιακός όταν απευθυνόταν στους πολιτικούς που μεταμφίεζαν τα μίση τους μέσα από την τηλεόρασή μας ή σε έναν άντρα  που με είχε περάσει για ηλίθιο στους δρόμους. Ήταν τρομακτικός όταν εγώ όντως ήμουν ένας ηλίθιος στους δρόμους. Ήταν η βροντερή φωνή του ή οι δυνατές γροθιές του που άφησαν κρατήρες στην πόρτα του δωματίου μου; Σήμερα, στρέφει αυτόν τον εξασθενισμένο θυμό του κυρίως προς τον ίδιο – όταν προσπαθεί να δέσει τα παπούτσια του ή όταν χάνεται μεταξύ των τριών γλωσσών που κάποτε ήξερε άπταιστα.
Ο πατέρας μου είναι ένας πλανήτης που πεθαίνει κι εγώ είμαι το φεγγάρι, ένας αδύναμος παρατηρητής της μοίρας του. Δεν μπορώ να απελευθερωθώ από την έλξη του, δεν μπορώ να σταματήσω να γράφω για την σχέση μου μαζί του και την άνοια μέσα στην οποία ζει.

Ξεχνάει πολλά πράγματα. Ξεχνάει να βάλει το λουρί στο σκύλο μας πριν βγουν για βόλτα νωρίς το πρωί γύρω από το τετράγωνο. Μερικές φορές ξεχνά τον δρόμο της επιστροφής. Ξεχνά να βράσει το νερό όταν φτιάχνει καφέ. Και μετά ξεχνά ότι έχει ήδη έναν κρύο καφέ και αμέσως φτιάχνει έναν ακόμα. Ξεχνά να προσθέσει γάλα στα δημητριακά του και δημητριακά στο γάλα του. Ξεχνά να κάνει μπάνιο. Ξεχνά την ηλικία μου και τα γενέθλιά μου και ότι δουλεύω με μικρά παιδιά εδώ και μια δεκαετία, ενώ από την άλλη προσπαθώ να γίνω και συγγραφέας.

Αλλά ποτέ μα ποτέ δεν ξεχνά να αποκαλέσει τον Μπόρις Τζονσον μ@λ@κ@ όταν τον βλέπει στην τηλεόραση.

Ο αδερφός μου κι εγώ αρχικά αγνοήσαμε την ασθένεια και τα συμπτώματά της. Συμπεριφερθήκαμε με την απάθεια δύο νεαρών που δεν θέλουν να παραδεχτούν την θνητότητα του πατέρα τους. Πάνε σχεδόν δέκα χρόνια τώρα. Μια σχεδόν δεκαετία γεμάτη σύγχυση, σιωπηλή υπομονή, τρόμο, αλλά και γέλια μέχρι να σε πονέσει η κοιλιά σου. Γιατί το θέαμα να βλέπεις τον πατέρα σου να προσπαθεί να βγει από το αυτοκίνητο φορώντας την ζώνη ασφαλείας και μετά να παλεύει να ξεφύγει σαν τεράστιο ψάρι είναι αστείο. Μεταξύ της θλίψης και του παρηγορητικού γέλιου έχω περάσει ατελείωτες ώρες αναλογιζόμενος.

Σκέφτομαι τι γιος ήμουν. Ήμουν ένας κανονικός μπάσταρδος μεγαλώνοντας που προκαλούσα στους γονείς μου τεράστια ντροπή και άγχος με κρατητήρια, αναστολές, ναρκωτικά και βλακείες στους δρόμους για κανέναν άλλο λόγο παρά μόνο γιατί νόμιζα ότι αυτά κάνουν οι άντρες. Προσπάθησα να αποκαταστήσω τα όσα έκαναν ως ενήλικος, αλλά έκανα αρκετά; Ήμουν αρκετά παρών;

Σκέφτομαι και τι πατέρας ήταν ο «γέρος» μου. Αφού περίμενα για είκοσι περίεργα χρόνια να σταματήσει τα τυχερά παιχνίδια, τελικά το έκανε. Πλέον ξεχνά τι πρέπει να κάνεις για να παίξεις ένα στοίχημα. Όμως, δεν υπάρχει καμία ευχαρίστηση σε αυτό. Η γεύση στο στόμα μου είναι απίστευτα πικρή όταν τώρα μου λέει ότι δεν θέλει να παίζει στοίχημα κάθε μέρα.

Για κάθε ευχάριστο απόγευμα που περνούσαμε στο πάρκο ή μπροστά στην τηλεόραση βλέποντας την αγαπημένη μας United να νικά με την απόλυτη δύναμη της θέλησής της, υπήρχαν και αυτά που χάνονταν μπροστά στην έλξη ενός πρακτορείου στοιχήματος. Πόσο απεχθανόμουν αυτά τα γεμάτα καπνό μέρη με το φως από τις λάμπες φθορίου που με σημάδευσαν με την άσχημη λάμψη τους.
Ήταν πολύ συχνά μαζί μας σωματικά, αλλά όχι πνευματικά. Το μυαλό του ήταν φανερό ότι έτρεχε στα πολλαπλά στοιχήματα και σε αυτά με τις μεγάλες αποδόσεις. Μπορείς να είσαι αλήθεια παρών, όταν το μυαλό σου είναι αλλού;

Βλέποντας ταινίες στο στενό σαλόνι μας ήταν το τέλειο φάρμακο για κάθε απουσία του μυαλού. Ο πατέρας μου έπινε μπύρα από το κουτάκι καθώς η ιστορία προχωρούσε και ο Μάρλεϊ ο γάτος τεντωνόταν μπροστά στην ηλεκτρική σόμπα.

Οι ταινίες που βλέπαμε μαζί ήταν ο τρόπος για να με διδάξει ο πατέρας μου πώς να γίνω άντρας, μαθήματα που είχαν διδαχθεί και στον ίδιο πριν από δεκαετίες. Σκεφτείτε φυσική υπεροχή, ισχύ και δύναμη. Σκεφτείτε τον Γουέσλεϊ Σνάιπς να χτυπά ανόητους με τσεκούρι στο Passenger 57, τον Άρνι και το «Get to the chopper!».

Όμως, η τριλογία του Karate Kid ήταν η αγαπημένη μου. Πώς να μην αγαπήσει κανείς την κλοτσιά-γερανό του Ντάνιελ Λαρούσο στο πρόσωπο του ξανθού γαλαζομάτη νταή; Ή τον μίστερ Μιγιάγκι να βγάζει εκτός τον Τζον Κρις χωρίς ούτε μια μπουνιά πριν του ζουλήξει την μύτη σαν κόρνα αυτοκινήτου.

Ωστόσο, μια σκηνή στα μέσα της δεύτερης ταινίας με χτύπησε στο στήθος σαν μπουνιά Κόμπρα Κάι.
Στην σκηνή, ο Ντάνιελ συναντά τον μίστερ Μιγιάγκι στην παραλία της Οκινάουα για να συμπαρασταθεί στον δάσκαλό του μετά τον θάνατο του πατέρα του. Ο Ντάνιελ θυμάται πώς ένιωσε ο ίδιος με τον θάνατο του πατέρα του και πώς αναρωτιόταν συνεχώς αν ήταν καλός γιος. Όμως στο τέλος το γεγονός ότι ήταν παρών κρατώντας το χέρι του πατέρα του και μπόρεσε να πει αντίο ήταν αρκετό. Ο μίστερ Μιγιάγκι κοιτά τον ωκεανό ήρεμος αρχικά αλλά μόλις συνειδητοποιεί τα λόγια του Ντάνιελ τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα. Η σκηνή τελειώνει με τον Ντάνιελ να περνά το χέρι στον ώμο του μέντορά του, μια όμορφη, τρυφερή σκηνή στην οποία η δυναμική μεταξύ μαθητή και δασκάλου είναι συγκλονιστική.

Η σκηνή με είχε συνταράξει. Οι ήρωες έχουν κι οι δύο χάσει τους γονείς τους. Συνειδητοποιούσα ότι ήταν στη μοίρα μου να χάσω και τον δικό μου. Δοκίμασα κάθε κόλπο για να μην κλάψω . Δάγκωσα τα μάγουλά μου, έχωσα τα νύχια μου στην παλάμη μου. Προσπάθησα να αναβιώσω στο μυαλό μου το γκολ-ρουκέτα του Έρικ Καντονά κατά της Άρσεναλ. Δεν δούλεψε τίποτα. Κοίταξα κλεφτά τον πατέρα μου προσπαθώντας να αντλήσω δύναμη από ένα παράδειγμα αρρενωπότητας, αλλά τον είδα να προσπαθεί να στεγνώσει τα δάκρυά του πριν αρχίσουν να τρέχουν στα μάγουλά του. Για μια μοναδική στιγμή αποδέχθηκα όλη την θλίψη που ένιωθα χωρίς ντροπή.

Ζώντας πια πλήρως την καθημερινή, αργή αλλά σταθερή απώλεια του πατέρα μου και παλεύοντας να συμφιλιωθώ με όλα αυτά, έψαξα μια μέρα αυτή τη σκηνή στο YouTube.

Ο Ντάνιελ είχε δίκιο. Δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω ο τέλειος γιος. Ούτε ο μπαμπάς μου να γίνει ο τέλειος πατέρας. Αυτό δεν έχει πια σημασία. Στο ετοιμόρροπο κάστρο του μυαλού του πατέρα μου, το παρελθόν είναι πια μόνο χαλάσματα. Αυτό που έχει σημασία τώρα περισσότερο είναι να είμαι παρών Όταν με χρειάζεται να τον βοηθήσω να βάλει το λουρί στον σκύλο μας πριν βγουν έξω και να βράσω το νερό για τον καφέ του όταν αυτός δεν θα μπορεί. Πρέπει να του θυμίζω να βάλει γάλα στα δημητριακά του και να πλυθεί μετά το πρωινό. Κάθε φορά που θα με ρωτά, να του απαντώ ότι είμαι 33 ετών και ότι μπορώ να πληρώνω το ενοίκιό μου δουλεύοντας ως δάσκαλος και συγγραφέας και να χαμογελώ όταν λέει ότι είναι περήφανος για μένα.

Το βράδυ θα τον ρωτήσω αν θέλει να δούμε μαζί μια ταινία.


Το κείμενο αναρτήθηκε αρχικά στην βρετανική Huffington Post ΕΔΩ