Πώς ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας πήραν την απόφαση να
κατεβάσουν τη ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη. Ο Χίμλερ, τα συρματόσχοινα και
ο αστυνομικός που δεν μίλησε
Τον Μάιο του 1941 η Αθήνα ζούσε ήδη έναν μήνα υπό γερμανική
κατοχή. Η τεράστια ναζιστική σημαία ανέμιζε στην Ακρόπολη. Κάποιοι είχαν
κλειστεί στα σπίτια τους, κάποιοι συνεργάζονταν με τους κατακτητές για
προσωπικό όφελος και κάποιοι έψαχναν τρόπο να στείλουν ένα μήνυμα αντίστασης
στον κατακτητή.
Ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας ήταν μόλις 19 ετών.
Είχαν γεννηθεί το 1922 με λίγους μήνες διαφορά. Τον προηγούμενο χρόνο είχαν
αποφοιτήσει από το εξατάξιο 4ο Γυμνάσιο Αρρένων και έκαναν τα πρώτα τους βήματα
στο πανεπιστήμιο. Ο Μανώλης Γλέζος είχε μπει στην Ανωτάτη Εμπορική και ο Λάκης
Σάντας στη Νομική. Δύο έφηβοι που τριγυρνούσαν σε μια τρομοκρατημένη πόλη από
την Γκεστάπο και τους συνεργάτες της.
"Προσπαθούσαμε να σκεφτούμε τι πρέπει να κάνουμε να
αντιδράσουμε. Ιδέες έπεφταν στο τραπέζι, ιδέες απορρίπτονταν. Η σκληρή
πραγματικότητα ήταν όμως ότι δεν είχαμε τίποτα στα χέρια μας. Κάθε μέρα είχαμε
μια συνάντηση με τον Λάκη, οι δυο μας. Ξεκινούσαμε από την πλατεία Κουμουνδούρου,
περπατούσαμε στους δρόμους της Αθήνας και φτάναμε στο Ζάππειο. Καθόμασταν στα
σκαλιά εκεί και λέγαμε τις ιδέες μας. Αρκετές είχαν απορριφθεί. Και ο Λάκης
έριχνε ιδέες και ο εγώ έριχνα. Και ο Λάκης απέρριπτε τις δικές μου και εγώ
απέρριπτα τις δικές του" λέει ο Μανώλης Γλέζος σε τηλεοπτική του συνάντηση
με τον Λάκη Σάντα ο οποίος συμπληρώνει: "Λέγαμε να πάρουμε ένα πιστόλι να
πιάσουμε έναν Γερμανό αξιωματικό και να του το πάρουμε. Να βάλουμε φωτιά σε ένα
τανκ".
"Είχαμε φτάσει με τα πόδια μέχρι το αεροδρόμιο για να
δούμε πώς μπορούμε να κάψουμε αεροπλάνα. Υπήρχαν στην Αθήνα σταθμοί
αυτοκινήτων. Προσπαθήσαμε να τους κάψουμε ρίχνοντας βόμβες, αυτές που λένε
πλέον μολότοφ. Δεν ξέραμε όμως να τις φτιάξουμε. Ήμασταν εντελώς ανίδεοι από
αυτά τα πράγματα εκείνη την εποχή. Ρίχναμε και δεν έπιανε φωτιά. Είχαμε ρίξει
πολλές φορές αλλά τίποτα" τονίζει ο Γλέζος.
Στα σκαλιά του Ζαππείου
Ένα πρωί όμως, στα σκαλιά του Ζαππείου, η πράξη αντίστασης
που έψαχναν οι Γλέζος και Σάντας "αποκαλύφθηκε" χωρίς να χρειαστούν
πολλές λέξεις.
"Εκεί που είχαμε ανταλλάξει πολλές ιδέες λέω του Λάκη:
Λάκη το βλέπεις εκείνο εκεί; Γυρίζει το βλέπει και λέει εντάξει. Χωρίς να πούμε
καμία άλλη κουβέντα. Δεν είπαμε τίποτα άλλο παραπέρα. Μόνο εντάξει. Δεν ήταν
κάτι συνθηματικό αλλά η απόλυτη συμφωνία του Λάκη. Το "πάμε" λέει ο
Γλέζος. Του είχε δείξει την τεράστια ναζιστική σημαία (τέσσερα επί δύο μέτρα)
που ανέμιζε στον ιστό της Ακρόπολης.
Οι δυο τους είχαν καταφέρει να ανέβουν στην Ακρόπολη και
στις 9 Μαΐου 1941. Είχαν χρησιμοποιήσει τη στοά της Πανδρόσειου Άντρου που
βρίσκεται πιο δυτικά από το Ερέχθειο, που ήταν αφιερωμένη στη νύμφη Πάνδροσο.
"Είχαμε ανέβει και πιο νωρίς και γνωρίζαμε το δρόμο. Υπήρχε μια σκαλωσιά
εκεί με μαδέρια" θυμάται ο Σάντας. Την επόμενη μέρα (10/5/1941) τη στοά
επισκέφθηκε ο ιθύνων νους και ηθικός αυτουργός του Ολοκαυτώματος, Χάινρικ
Χίμλερ που βρέθηκε για λίγες μέρες στην Αθήνα. "Γι' αυτό όταν ανεβήκαμε
ξανά για να κατεβάσουμε τη σημαία έλειπε το τελευταία μαδέρι που πατούσες για
να ανέβεις στο βράχο. Το είχαν βγάλει μάλλον με οδηγίες του" τονίζει ο
Σάντας και προσθέτει: "Παρά τρίχα δηλαδή να συναντηθούμε με το θηρίο, τον
Χίμλερ".
Ο αγώνας πρέπει να
συνεχιστεί
Ενώ μελετούν τον χώρο και καταστρώνουν το σχέδιο στις 20 Μαΐου 1941 ξεκινά η μάχη της Κρήτης. "Είχαμε τεράστια αγωνία. Όταν είδαμε ότι
πλέον κάμπτεται η Κρήτη αποφασίσαμε με τον Λάκη ότι είχε έρθει η ώρα να το
κάνουμε, να κατεβάσουμε τη σημαία. Δεν ήταν μόνο μια συναισθηματική αντίδραση
με την έννοια ότι απλά θα κατεβάσουμε ένα σύμβολο. Η χρονική συγκυρία έδειχνε
και μια πολιτική σκέψη" τονίζει ο Γλέζος και ο Σάντας συμπληρώνει:
"Έπεσε το τελευταίο ακροπύργιο ελληνικό, πρέπει να συνεχιστεί ο αγώνας.
Πρέπει να πολεμήσουμε. Τη μέρα της 30στής Μαΐου έπεσε η Κρήτη, τη νύχτα
κατεβάσαμε τη σημαία".
Στις 21:30 το βράδυ μπαίνουν στο περίβολο της Ακρόπολης. Το
ναζιστικό φρουραρχείο βρίσκεται στα Προπύλαια. "Δώσαμε ραντεβού στις οκτώ
στην πλατεία Κουμουνδούρου. Αρχικά είχε έρθει και ο Αντώνης Μοσχοβάκης. Του
είπαμε το σχέδιο. Ο Αντώνης το σκέφτηκε και δεν ακολούθησε. Του είπαμε τότε
μείνε για να γράψεις την ιστορία γιατί εμείς δεν ξέρουμε ποια θα είναι η τύχη
μας. Ξεκινήσαμε λοιπόν με τον Μανώλη. Μπήκαμε εκεί στον περιφερειακό της
Ακρόπολης, πλησιάσαμε και ακούσαμε φωνές και τραγούδια. Ακούγαμε και γυναικείες
φωνές. Καταλάβαμε ότι γιόρταζαν την κατάκτηση της Κρήτης. Γυρίσαμε και πήγαμε
προς τη στοά. Εκεί είχε ένα σύρμα, το πηδήξαμε" θυμάται ο Σάντας.
Μαζί τους είχαν μόνο ένα κλεφτοφάναρο και ένα μικρό μαχαίρι.
Το φανάρι δεν μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν όμως με το φόβο ότι θα τους
εντοπίσουν. "Τα μαδέρια της σκαλωσιάς ήταν στενά και όταν ανεβήκαμε μέχρι
πάνω νιώσαμε ότι δεν υπήρχε το τελευταίο μαδέρι για να φτάσουμε στον βράχο.
Πίσω δεν μπορούσαμε να κάνουμε και έτσι πηδήξαμε. Ανεβήκαμε. Είχε ελάχιστο
φεγγάρι. Όταν είδαμε τα μνημεία νιώσαμε μεγάλη συγκίνηση. Αισθανθήκαμε ότι
είμαστε απόγονοι των μεγάλων προγόνων μας" αναφέρει ο Λάκης Σάντας.
Η... μάχη με τη σημαία
Στη συνέχεια οι δύο νεαροί αρχίζουν να πετούν πέτρες για να
διαπιστώσουν αν υπάρχει φρουρός. Αφού δεν είδαν κάποια κίνηση προχώρησαν προς
το σημείο που βρισκόταν ο ιστός της σημαίας. Η ώρα είναι πλέον 22:30.
Τον ιστό συγκρατούσαν τρία μεγάλα συρματόσχοινα ενώ με
συρματόσχοινο ανέβαινε και η σημαία. Ο αέρας και το μεγάλο μέγεθος της σημαίας
δυσκολεύει την προσπάθεια για υποστολή. "Την κατεβάσαμε μέχρι την μέση και
μετά είχε κολλήσει. Είχαμε κρεμαστεί και οι δύο πάνω αλλά δεν κατέβαινε με τίποτα.
Στη συνέχεια σκαρφάλωσε ο Μανώλης και μετά εγώ" τονίζει ο Σάντας. Όπως
αποκαλύπτουν άλλαξαν ρούχα για να ανέβει ο Λάκης Σάντας που φορούσε άσπρα.
"Φόρεσα τα μαύρα του Μανώλη για να μην λερωθώ και με δουν μετά και με
συλλάβουν" τονίζει.
Η σημαία όμως δεν κατέβαινε. Οι δύο νεαροί λύνουν με τη βοήθεια του μαχαιριού του Σάντα τα τρία
συρματόσχοινα στήριξης του ιστού και αρχίζουν να τον κουνάνε. "Κάποια
στιγμή η σημαία έπεσε και μας κουκούλωσε. Ξεκουκουλωθήκαμε. αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε,
χορέψαμε πάνω στο σύμβολο και την κόψαμε" λέει ο Μανώλης Γλέζος.
Συγκλονιστικό είναι το γεγονός ότι και οι δύο άφησαν πάνω
στο ιστό τα δακτυλικά τους αποτυπώματα. Τα χέρια τους ήταν λερωμένα και έπιασαν
σφιχτά τον ιστό. Ήθελαν να αφήσουν έτσι ένα στοιχείο ώστε να μην εκτελεστεί
κάποιος που δεν είχε σχέση με το περιστατικό.
Η σημαία ήταν τεράστια και δεν μπορούσαν να την μεταφέρουν
ολόκληρη. Έτσι έκοψαν από ένα κομμάτι ο καθένας και την υπόλοιπη τη μάζεψαν και
την πήραν μαζί τους. "Η κάθοδος στη σκαλωσιά με τη σημαία μαζί μας ήταν
πιο δύσκολη. Τελικά πήγαμε και ρίξαμε τη σημαία σε ένα ξεροπήγαδο. Ακούσαμε το
θόρυβο που έκανε όταν έφτασε κάτω. Ρίξαμε από πάνω πέτρες και την αφήσαμε
εκεί" τονίζει ο Σάντας.
Η σημαία έμεινε στο πηγάδι για δεκαετίες και παρότι έγιναν
προσπάθειες τόσο από τον Γλέζο και τον Σάντα όσο και από δημοσιογράφους, δεν
έγινε προσπάθεια από την αρχαιολογική υπηρεσία να βρεθεί.
Ο αστυνομικός που δεν
μίλησε
Οι δύο νεαροί κατέβηκαν από την Πλάκα, πέρασαν τη Μητρόπολη
και στην Καπνικαρέα ξαφνικά άκουσαν ένα αλτ. Τους σταματά ο Έλληνας φρουρός που
βρίσκεται μπροστά στο Δημόσιο Ταμείο. Του λένε ότι επιστρέφουν από ένα γλέντι.
Βλέπει την φοιτητική ταυτότητα του Σάντα, κρατά τα ονόματα τους και τους αφήνει
να φύγουν. Ο φρουρός ήταν ο αστυνομικός Παναγιώτης Βουτόπουλος και οι
πληροφορίες λένε ότι πέθανε στην Κατοχή. "Ο άνθρωπος αυτός ήταν πατριώτης
και πιστεύω ότι κάποια στιγμή πέρασε στην Αντίσταση. Το ότι δεν ανέφερε τίποτα
το αποδεικνύει. Σίγουρα την επόμενη μέρα κατάλαβε ποιοι είμαστε και τι
κάναμε" τονίζει ο Σάντας και ο Γλέζος αποκαλύπτει ότι ο Βουτόπουλος είχε
μιλήσει σε φίλο του για εκείνη τη συνάντηση. "Πριν αποκαλυφθούν τα ονόματα
μας ένας φίλος μου είχε έρθει στο σπίτι και μου είπε ότι ήξερε ότι εμείς
κατεβάσαμε τη σημαία. Μου αποκάλυψε ότι του το είχε πει ο αστυνομικός
Βουτόπουλος" τονίζει.
Μετά από δεκαετίες η σύζυγος του Αντιγόνη μίλησε σε
δημοσιογράφο και του επιβεβαίωσε ότι ο άντρας της ήξερε ποιοι ήταν και ότι
είχαν κατεβάσει τη σημαία και την έχει βάλει να ορκιστεί ότι δεν θα πει ποτέ
τίποτα.
Τα κομμάτια της σημαίας
Το περιστατικό με τη σημαία εξόργισε τους Γερμανούς.
Εκτέλεσαν άμεσα τους άντρες της φρουράς της Ακρόπολης και έδωσαν δυσμενή
μετάθεση σε διοικητές των τμημάτων ασφαλείας πέριξ της Ακρόπολης. Έλαβαν σκληρά
μέτρα και εξέδωσαν ανακοίνωση βάσει της οποίας «οι ένοχοι και συνεργοί αυτών
θα τιμωρηθούν δια της ποινής του θανάτου». Πιέζουν τις ελληνικές αρχές να
παραδώσουν τους ενόχους και απειλούν με αντίποινα αλλά αυτές αντιστέκονται. Οι
Έλληνες δικαστικοί και κυρίως ο εισαγγελέας Ηλίας Μικρουλέας στρέφει την έρευνα
προς ένα μυστηριώδες αυτοκίνητο που βρισκόταν εκείνο το βράδυ στην Ακρόπολη και
οδηγούσε κάποιος Αυστριακός αξιωματικός.
Το πρωί της επόμενης ο Γλέζος και ο Σάντας συναντήθηκαν και
πάλι με τον Μοσχοβάκη. "Κοίταξες σήμερα στην Ακρόπολη;" τον ρωτούν
και ο ένας βγάζει από το σακάκι του ένα κομμάτι της ναζιστικής σημαίας. Με ένα
ψαλίδι κόβουν ένα μικρό τμήμα και το δίνουν στο Μοσχοβάκη να το έχει ως
ενθύμιο. Οι Γερμανοί όμως ψάχνουν παντού. Σε συνεννόηση Γλέζος, Σάντα και
Μοσχοβάκης καίνε τα κομμάτια της σημαίας και έτσι δεν υπάρχει κάποιο
ντοκουμέντο σήμερα.
Τελικά ο ελληνικός λαός θα μάθει τα ονόματα των δύο γενναίων
νέων μετά τον πόλεμο, ανήμερα της 25ης Μαρτίου 1945, από σχετικό δημοσίευμα της
εφημερίδας «Ριζοσπάστης». Περίπου έναν χρόνο πριν (10 Μαΐου 1944) ο Μανώλης Γλέζος
έχει χάσει τον αδελφό του Νίκο. Εκτελέστηκε στην Καισαριανή μαζί με άλλους 91
αγωνιστές, ανάμεσα στους οποίους 10 γυναίκες.