Andersonville: Το πρώτο στρατόπεδο μαζικής εξόντωσης στην ιστορία



Περίπου έναν αιώνα πριν το Ολοκαύτωμα, κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου, οι Νότιοι είχαν "εφεύρει" τη δική τους... τελική λύση


Το 1864 ο Αμερικανικός Εμφύλιος βρισκόταν στο τρίτο του έτος όταν η διοίκηση των Νοτίων (Confederates) αποφάσισε να ανοίξει, στο Άντερσονβιλ της Τζόρτζια, το Camp Sunmter. Η συμφωνία ανταλλαγής αιχμαλώτων, ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, είχε καταρρεύσει λίγους μήνες πριν λόγω της άρνησης των Νοτίων να φερθούν ανθρώπινα στους έγχρωμους στρατιώτες των Βορείων (Union). Έτσι κρίθηκε αναγκαίο να δημιουργηθούν νέοι χώροι κράτησης.

Επισήμως το σχέδιο για το Camp Sumter ανέφερε ότι θα ήταν φυλακή για περίπου 10.000 αιχμαλώτους. Τον Φεβρουάριο του 1864, ενώ ακόμα βρισκόταν υπό κατασκευή, υποδέχθηκε τους πρώτους τροφίμους. Δεν χρειάστηκε να δουν πολλά για να καταλάβουν ότι στόχος δεν ήταν η κράτηση, αλλά η εξόντωση τους. Για 14 μήνες το Andersonville, όπως έμεινε γνωστό, ήταν το απόλυτο κολαστήριο και το πρώτο στρατόπεδο μαζικής εξόντωσης στην ιστορία. Περίπου 46.000 αιχμάλωτοι θα περνούσαν τις πύλες του, οι 13.000 από αυτούς θα πέθαιναν και το συντριπτικό ποσοστό των επιζώντων θα αντιμετώπιζε προβλήματα μέχρι το τέλος της ζωής του.

Το... στρατόπεδο

Το σκεπτικό λειτουργίας του Andersonville ήταν φρικτά απλό. Μέσα σε έναν χώρο ο οποίος δεν είχε καμία υποδομή θα στοίβαζαν τους αιχμαλώτους πολέμου με στόχο, όπως αναφέρουν επίσημα έγγραφα, να "τους καταστήσουν ανίκανους να πολεμήσουν ξανά". Ήταν η "τελική λύση" που σκαρφίστηκαν οι Νότιοι και δούλεψε τόσο καλά που μέσα στους πρώτους μήνες η έκταση του στρατοπέδου σχεδόν διπλασιάστηκε για να "υποδεχθεί"  περισσότερο κόσμο.

Η λέξη στρατόπεδο βέβαια αποτελεί ευφημισμό για το Andersonville καθώς ουσιαστικά ήταν ένας τεράστιος χώρος κλεισμένος από διπλή σειρά ξύλινου τείχους 4,90 και 2,37 μέτρων αντίστοιχα. Τα κτίρια που κατασκευάστηκαν ήταν ελάχιστα και εξυπηρετούσαν τους φύλακες ενώ οι αιχμάλωτοι ζούσαν είτε σε σκηνές, είτε απλά στο χώμα. Τουαλέτες δεν υπήρχαν και η μοναδική πηγή νερού ήταν ένα ρυάκι που περνούσε μέσα από το στρατόπεδο. Δεν παρεχόταν ούτε καν βασική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, δεν δίνονταν νέα ρούχα και το φαγητό που λάμβαναν οι αιχμάλωτοι ήταν ελάχιστο.

Όταν το στρατόπεδο επεκτάθηκε η ανώτερη χωρητικότητα του έφτασε τα 10.000 άτομα. Τον Ιούνιο του 1864 κρατούνταν εκεί 26.000 ψυχές και δύο μήνες μετά το νούμερο ανέβηκε στις 33.000.

The Dead Line

Μέσα στους πρώτους μήνες λειτουργίας του στο Andersonville τοποθετήθηκε η γνωστή ως "Dead Line". Ήταν ουσιαστικά ένα φράχτης όμοιος με αυτούς που χρησιμοποιούνταν για να περιορίσουν κοπάδια ζώων και απείχε περίπου έξι μέτρα από το εξωτερικό τείχος. Περιέκλειε όλο το χώρο κράτησης και όποιος περνούσε ή απλά άγγιζε το συγκεκριμένο όριο εκτελούνταν αμέσως από τους φρουρούς που βρίσκονταν στις υπερυψωμένες σκοπιές.


Πείνα και ασθένειες

Στο στρατόπεδο η εξόντωση ερχόταν... φυσικά και όχι μέσω μαζικών εκτελέσεων (αν και γίνονταν απαγχονισμοί για διάφορους λόγους). Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα οι ασθένειες, η έκθεση στα φυσικά φαινόμενα και η πείνα θέριζε τους αιχμαλώτους. Σκορβούτο, δυσεντερία και τυφοειδής πυρετός σκότωναν εκατοντάδες άτομα σε καθημερινή βάση. Αποστεωμένοι -σε αδιανόητο βαθμό - άνθρωποι απλά σταματούσαν να αναπνέουν. Όλοι τους θάβονταν σε έναν τεράστιο λάκκο που λειτουργούσε ως ομαδικός τάφος.

Ο Ρόμπερτ Κέλογκ ήταν ένας από τους αιχμαλώτους που επέζησαν από το κολαστήριο και έχει γράψει: "Καθώς μπήκαμε στο στρατόπεδο το θέαμα που αντίκρισαν τα μάτια μας σχεδόν μας πάγωσε το αίμα από τον τρόμο και έκανε τις καρδιές μας να σταματήσουν. Μπροστά μας μορφές που κάποτε ήταν ενεργά και δυνατά παλικάρια πλέον είχαν γίνει περιφερόμενοι σκελετοί κολλημένοι με βρωμιά και παράσιτα. Πολλοί από τους άντρες μας αναρωτιούνταν: Αυτό είναι η κόλαση; Ζητούσαν από το Θεό να τους προστατέψει. Στο κέντρο υπήρχε ένα βάλτος και σε μια άκρη ένα ελώδες μέρος που χρησιμοποιούσαν σαν βόθρο. Ακαθαρσίες βρίσκονταν παντού στο έδαφος και η μυρωδιά ήταν αποπνικτική. Μας τοποθέτησαν δίπλα σε αυτό το έλος και αναρωτιόμασταν πώς θα επιζήσουμε".

Ένας άλλος αιχμάλωτος, ο Σάμουελ Κορτέλ αναφέρει: "Το στρατόπεδο ήταν γεμάτο με ακαθαρσίες και ζωύφια. Δεν μπορούσες να καθίσεις πουθενά. Αν το έκανες έστω και για λίγο κολλούσαν πάνω σου. Ανάμεσα σε δύο λόφους ήταν αυτή η ελώδης μαύρη λάσπη. Εκεί άδειαζαν όλες τις ακαθαρσίες του στρατοπέδου. Ήταν σαν να ήταν κάτι ζωντανό γιατί υπήρχε μόνιμα ένα βουητό από τα έντομα και κινούταν λόγω των χιλιάδων σκουληκιών".

Raides και Regulators

Όπως συμβαίνει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις μέσα στο στρατόπεδο δημιουργήθηκε μια μικρή κοινωνία και έγινε ξεκάθαρο πως για να επιζήσεις έπρεπε να ανήκεις σε κάποια ομάδα. Όσο μεγαλύτερο κοινωνικό κύκλο είχες τόσες περισσότερες ήταν οι πιθανότητες να βρεις βοήθεια και να επιβιώσεις. Υπήρξαν όμως και αυτοί που επέλεξαν να ζήσουν εις βάρος των άλλων αιχμαλώτων. Ήταν οι Raiders, μια συμμορία οπλισμένη με ρόπαλα που έκανε επιθέσεις και έκλεβε ό,τι είχε αξία. Από φαγητό μέχρι κουρέλια. Οι Raiders έγιναν μάστιγα μέσα στο στρατόπεδο. Ο αιχμάλωτος Πίτερ Όμπρεϊ οργάνωσε όμως τους Regulators με σκοπό να βάλει τέλος στις επιθέσεις και το πλιάτσικο. Οι Regulators κατάφεραν να συλλάβουν όλους τους Raiders και να τους οδηγήσουν σε ένα είδος δίκης, για να λογοδοτήσουν για τα εγκλήματα τους. Έξι μέλη της συμμορίας εκτελέστηκαν και οι υπόλοιποι έλαβαν βαριές τιμωρίες όπως λιντσάρισμα και καταναγκαστική εργασία.

Αποδράσεις

Αρκετοί ήταν αυτοί που αρνήθηκαν να αποδεχθούν τη μοίρα τους και επιχείρησαν να αποδράσουν. Κυρίως το έκαναν σκάβοντας τούνελ που οδηγούσαν έξω από το στρατόπεδο. Η φυσική κατάσταση των αιχμαλώτων όμως ήταν τόσο άθλια που οι περισσότεροι συλλαμβάνονταν άμεσα. Ένας άλλος τρόπος απόδρασης, κυρίως τους πρώτους μήνες, ήταν ο εικονικός θάνατος. Οι ταφές δεν γίνονταν καθημερινά και τα πτώματα στοιβάζονταν. Κάποιοι κρατούμενοι παρίσταναν τους νεκρούς ώστε να τους μεταφέρουν στη σωρό με τα πτώματα και όταν νυχτώσει να σηκωθούν και να χαθούν μέσα στο δάσος. Η διοίκηση του Andersonville κατάλαβε το τέχνασμα και μετά τους πρώτους μήνες επέβαλε ιατρική εξέταση σε όλα τα σώματα που έβγαιναν εκτός στρατοπέδου. Τα αρχεία δείχνουν ότι έγιναν συνολικά 352 αποδράσεις αλλά υπολογίζεται ότι περισσότεροι από τους μισούς συνελήφθησαν και πάλι.


Οι προσπάθειες και η λύτρωση

Κατά τη διάρκεια των 14 μηνών λειτουργίας του Andersonville έγιναν δύο σημαντικές προσπάθειες για να λυτρωθούν οι αιχμάλωτοι. Η πρώτη ήταν τον Ιούλιο του 1864 όταν με την παρότρυνση της διοίκησης του στρατοπέδου μια ομάδα φυλακισμένων μετέφερε μήνυμα στο στρατόπεδο των Βορείων ζητώντας ανταλλαγή αιχμαλώτων. Το αίτημα απορρίφθηκε. Τον επόμενο μήνα η διοίκηση των Νοτίων πρότεινε στους Βόρειους να στείλουν καράβι και να παραλάβουν τους αιχμαλώτους που βρίσκονταν στο στρατόπεδο. Οι εξελίξεις στον πόλεμο δεν επέτρεψαν να συμβεί κάτι τέτοιο.

Στις 9 Απριλίου 1865 ο στρατηγός Λι υπέγραψε την παράδοση των Νοτίων και ο Εμφύλιος έληξε. Ένα περίπου μήνα μετά ο στρατός των Βορείων μπήκε στο Andersonville. Το θέαμα που αντίκρισε ήταν φρικτό. Όπως χαρακτηριστικά τονίζουν αναφορές βρήκαν "σκελετούς που ανέπνεαν". Η φωτογραφία του αποστεωμένου αιχμαλώτου που με κάποιο τρόπο κατάφερε να επιζήσει σοκάρει μέχρι σήμερα (φωτο).


Ο διοικητής του κολαστηρίου

Διοικητής του στρατοπέδου εξόντωσης ήταν ο Χένρι (Xάινριχ) Βιρτς. Ένας μετανάστης από την Ελβετία που είχε εγκατασταθεί το 1849 στις ΗΠΑ. Ανέβαλε τη διοίκηση του Andersonville τον Απρίλιο του 1864 και τη διατήρησε μέχρι το τέλος του πολέμου όταν και συνελήφθη (7/5/1864).  Οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι παρότι σίγουρα είχε μεγάλο μερίδιο ευθύνης δεν ήταν ο βασικός υπεύθυνος για την κατάσταση στο στρατόπεδο. Έχει αποδειχθεί ότι έστειλε αναφορές στους ανωτέρους του για τις τεράστιες ελλείψεις που αντιμετώπιζε και τους θανάτους των αιχμαλώτων. Αυτοί όμως τον αγνοούσαν.

Παρότι πέρασε από δίκη η μοίρα του ήταν ουσιαστικά προδιαγεγραμμένη καθώς παρουσιαζόταν ως "δαίμονας". Το Νοέμβριο του 1865 καταδικάστηκε σε θάνατο. Το βράδυ πριν την εκτέλεση του προσέφεραν μια συμφωνία. Αν κατέθετε στοιχεία που θα ενοχοποιούσαν τον πρόεδρο των Νοτίων, Τζέφερσον Ντέιβις σχετικά με το έγκλημα στο Andersonville, θα λάμβανε χάρη. Απέρριψε την προσφορά και στις 10 Νοεμβρίου 1865 πέθανε, αργά και βασανιστικά, στην αγχόνη καθώς ο λαιμός του δεν έσπασε κατά την πτώση. Σύμφωνα με μαρτυρία τα τελευταία του λόγια απευθύνονταν στον αξιωματικό που του φόρεσε τη θηλιά στο λαιμό.  Φέρεται να του είπε: "Ξέρω τι σημαίνουν οι διαταγές. Με απαγχονίζετε γιατί τις υπάκουσα".
O Χένρι Βιρτς και ο στρατιώτης Τσαμπ Φέργκιουσον ήταν οι μοναδικοί που εκτελέστηκαν μετά τον Εμφύλιο για εγκλήματα πολέμου.    

Οργανωμένο σχέδιο εξόντωσης

Το Andersonville δεν ήταν το μοναδικό στρατόπεδο συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου και είναι ιστορικά αποδεδειγμένο πως τόσο οι Νότιοι όσο και οι Βόρειοι κρατούσαν τους αιχμαλώτους υπό άθλιες συνθήκες. Συνολικά 56.000 άτομα πέθαναν ενώ βρίσκονταν υπό κράτηση.  

Το κολαστήριο της Τζόρτζια όμως είναι ίσως η πρώτη περίπτωση στην ιστορία που εκτελέστηκε οργανωμένο σχέδιο εξόντωσης κρατουμένων. Οι διοικούντες των Νοτίων γνώριζαν πολύ καλά το αποτέλεσμα που είχαν οι άθλιες συνθήκες κράτησης και είχαν ενημερωθεί για τους εκατοντάδες θανάτους που καταγράφονταν καθημερινώς. Οι διαταγές τους όμως ήταν να συνεχίσουν να στέλνουν αιχμαλώτους στο στρατόπεδο καθώς ήταν η ενδεδειγμένη λύση για να μην πολεμήσουν ποτέ ξανά.  

Σήμερα το Andersonville είναι ο τόπος ταφής των ανθρώπων που έχασαν εκεί τη ζωή τους και έχει ανακηρυχθεί ιστορικό εθνικό μνημείο. Χάρη στον αιχμάλωτο, Ντόρενς Ατγουότερ μόνο 452 από τις ταφόπλακες δεν έχουν όνομα. Ο Ατγουότερ είχε επωμιστεί την επίσημη καταγραφή των στοιχείων όλων των αιχμαλώτων. Έφτιαξε ένα αντίγραφο της επίσημης λίστας, το έκρυψε και τελικά το παρέδωσε στους Βορείους, μετά την απελευθέρωση του Andersonville.