Η Σβετλάνα Γκουμπάρεβα επέζησε από την ομηρία στο θέατρο Ντουμπρόβκα. Έχασε όμως την κόρη και τον σύντροφο της. Η μαρτυρία της συγκλονίζει
Το 2002 ο επονομαζόμενος «Δεύτερος Πόλεμος της Τσετσενίας» βρισκόταν ήδη στον τρίτο χρόνο του. Η Ρωσία δεν θα επέτρεπε σε καμία περίπτωση την ύπαρξη ενός φονταμενταλιστικού κράτους (ουσιαστικά ενός χαλιφάτου) στους κόλπους της και είχε μπει με όλες τις δυνάμεις της στη μάχη. Ήταν μια σύρραξη χωρίς κανόνες, χωρίς κανέναν σεβασμό στους αμάχους. Οι Ρώσοι βίαζαν και σκότωναν αδιακρίτως με σκοπό να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό και να μην υποστηρίζει τους αυτονομιστές. Από την άλλη οι Τσετσένοι βασάνιζαν και αποκεφάλιζαν αιχμαλώτους. Βλέποντας όμως πως στο πεδίο της μάχης θα ήταν αδύνατο να επικρατήσουν επιχείρησαν να τρομοκρατήσουν την... καρδιά της Ρωσίας. Στις 23 Οκτωβρίου 2002 ο Μοβσάρ Μπαράγεφ, ανιψιός του δολοφονημένου ηγέτη των αυτονομιστών Αρμπί Μπαράγεφ, οδήγησε μια τρομοκρατική ομάδα περίπου 50 ατόμων στο θέατρο Ντουμπρόβκα, στη Μόσχα. Το μιούζικαλ Nord-Ost ήταν μια από τις δημοφιλέστερες παραστάσεις που ανέβαιναν στη ρωσική πρωτεύουσα και το θέατρο ήταν κατάμεστο. Περίπου 900 άτομα βρίσκονταν στο κτίριο. Ο Μπαράγεφ ανέβηκε στη σκηνή και πυροβόλησε στον αέρα. Είπε στο κοινό ότι είναι πλέον όμηροι μέχρι η ρωσική κυβέρνηση να ανακοινώσει την απόσυρση του στρατού από την Τσετσενία. Τρείς μέρες μετά, στις 26 Οκτωβρίου 2002, η ομηρία στο Ντουμπρόβκα θα έληγε με τον πιο τραγικό τρόπο. Οι ρωσικές αρχές θ' αποφάσιζαν να ρίχνουν ένα, απροσδιόριστο ακόμα, αέριο στην αίθουσα. Συνολικά 171 άτομα θα έχαναν τη ζωή τους και 700 θα τραυματίζονταν.
«Στην αρχή σκέφτηκα
ότι ήταν κάποια φάρσα»
Η Σβετλάνα Γκουμπάρεβα, μαζί με την 13χρονη κόρη της Σάσα και τον Αμερικάνο μνηστήρα της Σάντι Μπούκερ βρίσκονταν στο Ντουμπρόβκα όταν εισέβαλαν οι τρομοκράτες. Κατάφερε να επιζήσει και η μαρτυρία της για τις 57 ώρες ομηρίας συγκλονίζει.
«Εκείνη την ημέρα ήμουν σε καλή διάθεση. Είχαμε πάρει τις βίζες μας από την αμερικάνικη πρεσβεία και θα μπορούσαμε να ταξιδέψουμε στις ΗΠΑ και να ζήσουμε εκεί. Αποφασίσαμε να πάμε στο θέατρο, η παράσταση ήταν πολύ γνωστή. Η αίθουσα ήταν γεμάτη, δεν πρέπει να είχε μείνει απούλητο ούτε ένα εισιτήριο. Στην αρχή της δεύτερης πράξης είδαμε οπλισμένους άντρες να εμφανίζονται μέσα στο θέατρο. Ήταν η περίοδος που γινόταν πόλεμος στην Τσετσενία και όλοι συζητούσαν γι' αυτό. Αρχικά σκεφτήκαμε ότι είναι μέρος της παράστασης, κάτι που προσέθεσαν οι σεναριογράφοι. Ένας από τους άντρες όμως ανέβηκε στη σκηνή, πυροβόλησε στον αέρα και μας ανακοίνωσε ότι πλέον είμαστε όλοι όμηροι.
Στην αρχή σκέφτηκα ότι ήταν κάποια φάρσα. Όταν συνειδητοποίησα τι γινόταν είπα στον εαυτό μου: Είμαι πολύ τυχερή, έρχομαι στη Μόσχα και να που καταλήγω.
Τις πρώτες στιγμές δεν φοβήθηκα. Μετά είδα αυτή την ομάδα ανθρώπων στον διάδρομο αριστερά μου, άντρες και γυναίκες. Οι γυναίκες ήταν ντυμένες στα μαύρα και κρατούσαν χειροβομβίδες και πιστόλια. Οι άντρες φορούσαν καινούργιες στολές και είχαν πολυβόλα.
Ο κόσμος αντέδρασε με διαφορετικούς τρόπους. Κάποιοι διατήρησαν την ψυχραιμία τους ενώ κάποιοι άλλοι πανικοβλήθηκαν. Οι γυναίκες με τα μαύρα μοίρασαν ηρεμιστικά σε όσους βρίσκονταν σε πανικό.
Η Σάσα στην αρχή το έβρισκε συναρπαστικό αλλά μετά φοβήθηκε. Κράτησε όμως την ψυχραιμία της, ήταν πραγματικά γενναία.
Συχνά οι τρομοκράτες πυροβολούσαν αλλά έλεγαν ότι δεν θέλουν να κάνουν κακό σε κανέναν. Άρχισαν να μετακινούν τον κόσμο. Ζήτησαν να φύγουμε από τους διαδρόμους και να συγκεντρωθούμε στις κεντρικές θέσεις.
Βλέπαμε ότι υπάρχει μια μεγάλη τσάντα με βόμβα. Όταν ήρθε η σειρά μας να μετακινηθούμε δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να καθίσουμε κοντά στην βόμβα. Την είχαν βάλει στην 9η σειρά και εμείς καθίσαμε στην 11η. Κανείς δεν ήθελε να καθίσει δίπλα στην βόμβα. Μια από τις γυναίκες με τα μαύρα μας είπε: "Μην ανησυχείτε. Δεν θα σας βλάψει λιγότερο αν δεν κάθεστε κοντά. Αν πυροδοτηθεί θ' ανατιναχθεί ολόκληρο το κτίριο".
«Δεν ήξεραν τι να κάνουν με τόσο κόσμο»
Ο Μπαράγεφ κάθισε σε μια θέση πίσω μας. Όλοι στράφηκαν σε αυτόν και τον ρωτούσαν: "Γιατί εμάς; Γιατί δεν παίρνετε ομήρους κάποιους που κατέχουν κυβερνητικές θέσεις;". Απάντησε: "Γιατί είναι πολύ καλά προστατευμένοι και ασφαλείς".
Κάποιοι του έλεγαν ότι υποστηρίζουν τον σκοπό του και τους είπε: "Τότε γιατί δεν διαμαρτύρεστε για τις φρικαλεότητες που γίνονται στην Τσετσενία; Εμείς υποφέρουμε κι εσείς ζείτε μια άνετη ζωή και έρχεστε στο θέατρο".
Μέσα στις επόμενες μέρες θα μιλούσα με αρκετούς από τους
τρομοκράτες. Ένας από αυτούς ήταν ένα αγόρι κοντά στην ηλικία της κόρης μου.
Έβλεπες την φωτιά στο βλέμμα του. Ο Μπαράγεφ είχε επίσης τον ίδιο ενθουσιασμό.
Όσο περνούσε όμως ο χρόνος αυτό χανόταν. Σκέφτονταν "και τώρα τι;". Κάποιες
από τις γυναίκες είχαν αφήσει τα όπλα τους και προσεύχονταν συνέχεια.
Είχαν όλο αυτόν τον κόσμο που έπρεπε να φάει, έπρεπε να πιεί και να πάει στην τουαλέτα. Δεν ήξεραν τι να κάνουν με τόσο κόσμο.
Συγκέντρωσαν νερό, χυμούς και τρόφιμα από την καφετέρια του θεάτρου. Τα είχαν συγκεντρώσει κοντά σε έναν τοίχο. Αν ήθελες κάτι έπρεπε να σηκώσεις το χέρι σου. Το ίδιο και αν ήθελες να πας στην τουαλέτα. Στα παρασκήνια υπήρχε ένα δωμάτιο στα δεξιά και πήγαιναν εκεί όποιον ήθελε να κάνει την ανάγκη του.
Όταν η Σάσα πήγε εκεί έμεινε έκπληκτη. Ήταν ένα δωμάτιο, δεν υπήρχε τουαλέτα. Σύντομα ήταν αδύνατο να μπεις γιατί το δωμάτιο πλημμύρισε. Από ένα σημείο και μετά χρησιμοποιούσαμε τον χώρο που καθόταν η ορχήστρα. Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη, ειδικά για όσους κάθονταν στις πρώτες σειρές.
Κάποια στιγμή έφεραν ένα κουτί με χρήματα και μας είπαν "ποιος χρειάζεται λεφτά;". Μείναμε σιωπηλοί και πέταξαν το κουτί στο πάτωμα. Αργότερα στον χώρο της ορχήστρας που χρησιμοποιούσαμε σαν τουαλέτα είδα ότι κάποιοι είχαν σκουπιστεί με χαρτονομίσματα.
«Στις 03:20 είδα τη Σάσα
να κοιμάται στην αγκαλιά του Σάντι»
Είδαμε να σκοτώνουν την Όλγα Ρομανόβα που κατάφερε να μπει στο θέατρο. Εκτέλεσαν ακόμα δύο, τον Ντένις Γκριμπγκόφ και τον Πάβελ Ζαχάροφ.
Ο Γριμπκόφ έχασε την ψυχραιμία του και τον πυροβόλησαν, έγινε λίγο πριν την επιχείρηση διάσωσης. Τους πλησίασε με ένα μπουκάλι στο χέρι και άρχισαν να πυροβολούν. Εκεί τραυμάτισαν τον Ζαχάροφ, ο οποίος πέθανε τελικά στο νοσοκομείο, και την Ταμάρα Σταρκόβα.
Σε κάποια φάση μας είπα ότι θα αφήσουν ελεύθερα τα παιδιά έως 12 ετών. Η Σάσα όμως ήταν 13. Καθώς τα παιδιά έβγαιναν είδα μια μητέρα να πλησιάζει τον Μπαράγεφ και να τον παρακαλά να την αφήσει να βγει μαζί τους. "Είναι μικρά, δεν ξέρουν την πόλη, θα χαθούν" του έλεγε κλαίγοντας. Την άφησε να τα ακολουθήσει.
Προσωπικά δεν έχασα ποτέ την ελπίδα μου. Όμως κάποιες φορές απογοητεύτηκα. Ήταν τότε που πιστέψαμε ότι θα μας αφήσουν ελεύθερους και δεν έγινε. Μας είπαν ότι θα αφήναν όποιον έδειχνε ξένο διαβατήριο. Ο Σάντι τους έδειξε το δίπλωμα οδήγησης. Το τρίτο βράδυ, λίγο πριν την επιχείρηση διάσωσης, μας έδωσαν έναν τηλέφωνο επικοινωνήσαμε με την αμερικάνικη πρεσβεία και ο Μπαράγεφ τους είπε ότι θα μας ελευθέρωνε και τους τρεις το πρωί. "Δεν θέλουμε να σας αφήσουμε τη νύχτα, να σας σκοτώσουν οι Ρώσοι και να λένε ότι το κάναμε εμείς" υποστήριξε.
Για να περάσει πιο γρήγορα η ώρα αποφασίσαμε να κοιμηθούμε όσο πιο γρήγορα γινόταν. Στις 03:20 είδα τη Σάσα να κοιμάται στην αγκαλιά του Σάντι. Την τελευταία φορά που κοίταξα το ρολόι μου ήταν 04:00. Μετά ήρθε το αέριο και μετά το κώμα. Έριξαν το αέριο μέσα από τους αεραγωγούς και εμείς καθόμασταν δίπλα σε έναν, έτσι λάβαμε μεγάλη δόση.
Ξύπνησα σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου. Είχα ξυπνήσει από το κώμα. Δίπλα μου ένας άντρας άκουγε ραδιόφωνο, έλεγαν τα ονόματα των θυμάτων. Άκουσα και το όνομα της Σάσα. Την επόμενη μέρα η αδελφή μου ήρθε να με πάρει από το νοσοκομείο για να πάμε στην κηδεία της κόρης μου. Στη συνέχεια τηλεφώνησα στην αμερικάνικη πρεσβεία για να μάθω για τον Σάντι. Μου είπαν ότι είναι νεκρός και μου ζήτησαν να πάω στο νεκροτομείο για να τον αναγνωρίσω.
Με ρωτάνε για τους τρομοκράτες. Ήταν εγκληματίες. Όσο και άσχημα να είναι τα προβλήματα σου δεν τα λύνεις έτσι, δεν τα λύνεις σκοτώνοντας ανθρώπους. Αν σκεφτούμε όμως τον Μπαράγεφ, δεν ήταν πολύ πάνω από 20 ετών. Στον Πρώτο Πόλεμο της Τσετσενίας πρέπει να ήταν 12. Μέσα σε ένα πολεμικό κλίμα αδυνατούσε να κατανοήσει τι είναι σωστό και τι λάθος. Όσο για τις γυναίκες που είχαν χάσει την οικογένεια τους, τις καταλαβαίνω, ίσως να έκανα το ίδιο.
Όμως και οι ρωσικές αρχές δεν είναι λιγότερο ένοχες. Έριξαν το αέριο και μετά στοίβαξαν το σώματα των ανθρώπων όπως έκαναν και με την κόρη μου. Μας ζήτησαν να τους συγχωρήσουμε, ο Πούτιν έβγαλε έναν λόγο και είπε ότι λυπάται. Πώς μπορώ όμως να συγχωρήσω κάτι τέτοιο;»