Ο απατεώνας με τα πολλά πρόσωπα

Ένας άνθρωπος, πολλά πρόσωπα και ακόμα περισσότερα ονόματα. Μια ιστορία που ξεπερνά κάθε σενάριο με πολλές απάτες, μια απαγωγή και τουλάχιστον μια δολοφονία


Μια ηλιόλουστη Κυριακή του Ιουλίου του 2008 στην Βοστώνη, ο Κλαρκ Ροκφέλερ, γόνος της γνωστής οικογένειας μεγιστάνων των ΗΠΑ, ετοιμάστηκε να συναντήσει την επτάχρονη κόρη του, την οποία πλέον έβλεπε σπάνια και μόνο υπό επίβλεψη καθώς ο χωρισμός από την μητέρα του παιδιού δεν ήταν καθόλου εύκολος.

Μαζί με την κόρη του Σνουκς, όπως την φώναζε, μπήκαν σε μια μαύρη λιμουζίνα SUV την οποία ο Ροκφέλερ είχε νοικιάσει για 3.000 δολάρια. Ο Ροκφέλερ είχε ήδη ενημερώσει τον οδηγό του ότι εκείνη την ημέρα θα έπρεπε να… ξεφορτωθούν έναν ενοχλητικό φίλο που θα ήταν μαζί με αυτόν και την κόρη του. Ο φίλος δεν ήταν άλλος από τον κοινωνικό λειτουργό που είχε οριστεί από το δικαστήριο να είναι πάντα μαζί με τον πατέρα όταν θα συναντούσε την κόρη του. Όταν οι τρεις έφτασαν στο αυτοκίνητο, ο Ροκφέλερ άνοιξε ξαφνικά την πόρτα, πέταξε μέσα την κόρη του και μπήκε γρήγορα και αυτός και είπε στον οδηγό να ξεκινήσει αμέσως. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που η μικρή Σνουκς χτύπησε το κεφάλι της στην πόρτα, ενώ ο κοινωνικός λειτουργός που έμεινε απέξω κρεμάστηκε από την πόρτα και μάλιστα το αυτοκίνητο τον έσυρε για λίγο πριν ελευθερωθεί.

Μετά από λίγα λεπτά οδήγησης, ο Ροκφέλερ είπε στον οδηγό να σταματήσει καθώς ο ίδιος και η κόρη του θα έπαιρναν ένα ταξί ώστε να πάνε στο νοσοκομείο, για να δουν το χτύπημα στο κεφάλι της Σνουκς. Ο οδηγός έκανε όπως του είπε και περίμενε για δύο ώρες σε ένα πάρκινγκ τον Ροκφέλερ ωστόσο αυτός δεν εμφανίστηκε ποτέ. Είχε πάρει ένα ταξί με προορισμό το σπίτι μιας φίλης του. Είχε κανονίσει μαζί της να τον πάει οδικώς μέχρι την Νέα Υόρκη με αντάλλαγμα 500 δολάρια. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητό της της ζήτησε να βιαστεί καθώς αυτός και η κόρη του θα έπρεπε να προλάβουν ένα τρένο για να τους πάει σε ένα δείπνο που είχαν κανονίσει εν πλω στο Λονγκ Άιλαντ.

Φτάνοντας στο Μανχάταν, το αυτοκίνητο κόλλησε στην κίνηση και τότε ο Ροκφέλερ πέταξε έναν φάκελο με χρήματα στο μπροστινό κάθισμα και βγήκε μαζί με την κόρη του χωρίς να πει καν αντίο. Λίγο αργότερα το τηλέφωνο της γυναίκας χτύπησε και ένας φίλος την ρωτούσε αν είχε δει την ειδοποίηση Amber Alert για την απαγωγή της Σνουκς από τον πατέρα της. Τότε κατάλαβε τι είχε κάνει.

Πίσω στην Βοστώνη, σε μια σουίτα του ξενοδοχείου Four Seasons η πρώην γυναίκα του Ροκφέλερ, η Σάντρα Μπος- μια απόφοιτος του Χάρβαρντ που κέρδιζε περίπου 1,4 εκατ. δολάρια τον χρόνο ως βασιλή μέτοχος στην McKinsey & Company, μια πολυεθνική εταιρία μάνατζμεντ και συμβουλευτικής- ενημερώθηκε ότι ο πρώην σύζυγός της είχε εξαφανιστεί με την κόρη τους. Η ίδια είχε ταξιδέψει από το Λονδίνο όπου ζούσε πλέον με την κόρη της για μια από τις τρεις συναντήσεις της χρονιάς που δικαιούνταν ο Ροκφέλερ με την Σνουκς.

Την ίδια στιγμή, η αστυνομία της Βοστώνης έβαλε το όνομα του Ροκφέλερ στην εθνική βάση δεδομένων και το αποτέλεσμα ήταν περισσότερο σοκαριστικό απ’ό,τι περίμεναν.

Δεν βρήκαν τίποτα.

Ο Ροκφέρλερ δεν είχε δίπλωμα αυτοκινήτου, δεν είχε αριθμό κοινωνικής ασφάλισης, δεν είχε φορολογικές δηλώσεις ούτε πιστωτικές κάρτες καθώς όλες ήταν στο όνομα της πρώην γυναίκας του. Το κινητό του ήταν δηλωμένο στο όνομα ενός φίλου του. Όταν η αστυνομία ρώτησε την Μπος αν έχει οποιοδήποτε χαρτί που να πιστοποιεί ποιος ήταν ο επί έντεκα χρόνια σύζυγός της αυτή απαντούσε πάντα όχι.

Την υπόθεση ανέλαβε το FBI και η ντεντέκτιβ Νορίν Γκλίσον, η οποία ξεκίνησε την έρευνά της τηλεφωνώντας στην οικογένεια Ροκφέλερ. Αυτοί την διαβεβαίωσαν ότι δεν ήξεραν κανέναν Κλαρκ Ροκφέλερ και σίγουρα δεν είχαν καμία απολύτως σχέση μαζί του.

Πριν την εξαφάνισή του με όσους φίλους είχε μιλήσει δήλωνε έναν διαφορετικό τόπο όπου θα ταξίδευε σύντομα. Σε έναν είχε πει ότι θα πάει για ιστιοπλοΐα στο Περού, σε άλλους ότι θα πάει στις Μπαχάμες ή στην Αλάσκα ή στα νησιά Κάικος.

Τελικά, παρά τον τέλειο σχεδιασμό της εξαφάνισής του ο ανύπαρκτος Κλαρκ Ροκφέλερ προδόθηκε από ένα ποτήρι κρασί. Το βράδυ πριν εξαφανιστεί είχε επισκεφτεί έναν φίλο του και είχε πιει μαζί του ένα ποτήρι κρασί. Όταν την επόμενη μέρα η αστυνομία επισκέφτηκε τον φίλο του αναζητώντας στοιχεία αποκαλύφθηκε ότι το ποτήρι ήταν ακόμα εκεί χωρίς να έχει πλυθεί και γεμάτο με τα στοιχεία του πραγματικού άντρα πίσω από τον Ροκφέλερ.

Όσο η αστυνομία περίμενε τα αποτελέσματα από την ανάλυση του ποτηριού έδωσε στη δημοσιότητα την φωτογραφία του Ροκφέλερ με την ελπίδα ότι κάποιος θα τον αναγνωρίσει. Τα αποτελέσματα για ακόμα μια φορά τους άφησαν με ανοιχτό το στόμα. Αυτοί που αναγνώρισαν την φωτογραφία ήταν δεκάδες, ωστόσο το άτομο που αναγνώριζαν κάθε φορά ήταν διαφορετικό! Κάποιοι είπαν ότι το άτομo στη φωτογραφία ήταν σίγουρα ο Κρις Γκέρχαρτ, ένας φοιτητής κινηματογράφου του Πανεπιστημίου του Ουινσκόνσιν. Άλλοι ορκίζονταν ότι ήταν ο Κρίστοφερ Τσίτσεστερ, ένας απόγονος μιας βρετανικής αριστοκρατικής οικογένειας, ο οποίος είχε μαγέψει τους κατοίκους ενός προαστίου του Λος Άντζελες τη δεκαετία του ’80. Άλλοι τον θυμούνταν ως Κρίστοφερ Κρόου, έναν τηλεοπτικό παραγωγό, ο οποίος είχε δουλέψει τουλάχιστον για τρεις επενδυτικές εταιρίες της Γουόλ Στριτ στα τέλη του ’80 πριν τελικά εξαφανιστεί. Υπήρχαν φυσικά και αυτοί που τον αναγνώρισαν ως τον Κρίστοφερ Ροκφέλερ, έναν γόνο της ισχυρής οικογένειας Ροκφέλερ, ο οποίος είχε φίλους σημαντικούς καλλιτέχνες, συγγραφείς, παραγωγούς, επενδυτές και μέλη των καλύτερων ιδιωτικών κλαμπ.

Και τότε βγήκαν τα αποτελέσματα από τα εργαστήρια του Κουάντικο του FBI.

Ένα παιδί που τον έλεγαν Κρίστιαν

Τα αποτυπώματα στο ποτήρι τελικά άνηκαν στον Κρίστιαν Καρλ Γκερχαρτσράιτερ, έναν 47χρονο Γερμανό μετανάστη, Ο οποίος είχε πάει στις ΗΠΑ το 1978 για να σπουδάσει μέχρι που εξαφανίστηκε. Ο νεαρός Κρίστιαν είχε γεννηθεί σε μια μικρή πόλη των Βαυαρικών Άλπεων, το Μπέργκεν. Εκεί, σε ένα τρένο είχε γνωρίσει ένα ζευγάρι από την Αμερική, το οποίο του είπε ότι αν ποτέ πήγαινε στις ΗΠΑ μπορούσε να πάει να τους βρει. Έτσι, ο Κρίστιαν βρέθηκε στο σπίτι τους στο Μέριντεν του Κονέκτικατ λίγο μετά. Λίγο αργότερα ξεκίνησε τις σπουδές του στον κινηματογράφο στο Πανεπιστήμιο του Μιλγουόκι κάνοντας την πρώτη μικρή αλλαγή στο όνομά του: έγινε ο Κρις Κένεθ Γκέρχαρτ. Το 1981 έγινε και επίσημα Αμερικανός πολίτης καθώς παντρεύτηκε, πήρε την πράσινη κάρτα και λίγο αργότερα χώρισε.

Ένας αριστοκράτης που τον έλεγαν Κρίστοφερ Τσίτσεστερ

Κι επίσημα ως Αμερικανός πολίτης πια ταξίδεψε ως το Λος Άντζελες για να μπει στην βιομηχανία του κινηματογράφου και πήρε το όνομα Κρίστοφερ Τσίτσεστερ. Σε μια πόλη 30 χλμ ανατολικά του Λος Άντζελες άρχισε να εμφανίζεται στα τοπικά επιχειρηματικά και κοινωνικά κλαμπ όπου σύχναζε όλη η υψηλή κοινωνία της περιοχής. Στα χρόνια που είχε ήδη ζήσει στις ΗΠΑ είχε εξασκηθεί στα αγγλικά του και σε τρόπους αριστοκρατών κι έτσι πολύ εύκολα άρχισε να συγχρωτίζεται με τον κόσμο εκεί. Εκτύπωσε μάλιστα μια εντυπωσιακή κάρτα με τυπωμένο το όνομά του αλλά και το έμβλημα της οικογένειας Τσίτσεστερ – έναν ερωδιό με ανοιχτά φτερά- όπου παρουσιαζόταν ως «Κρίστοφερ Τσίτσεστερ, 13ος Βαρώνος». Όπως έλεγε άνηκε σε μια αριστοκρατική οικογένεια της Αγγλίας. Όσοι τον γνώριζαν έμεναν εντυπωσιασμένοι από την παρουσία του. Ευγενικός και σοβαρός μπορούσε να μιλά για όλα τα σοβαρά θέματα, ενώ τις κυρίες τις χαιρετούσε πάντα φιλώντας το χέρι τους. Ωστόσο, ο Τσίτσεστερ φιλοξενούνταν στο σπίτι της Ρουθ Σόχους σε μια από τις φτωχικές γειτονιές του Σαν Μαρίνο. Στο σπίτι κάποια στιγμή ήρθε να μείνει ο γιος της Τζον με τη σύζυγό του Λίντα. 

Ως Κρίστοφερ Τσίτσεστερ

Στις αρχές του 1985, ο Τζον και η Λίντα είπαν στους φίλους τους ότι είχαν προσληφθεί σε μια πολύ σημαντική δουλειά για την αμερικανική κυβέρνηση που σχετιζόταν με τους δορυφόρους. Η δουλειά υποτίθεται ότι θα ήταν άκρως μυστική, ωστόσο της Λίντα τής ξέφυγε σε έναν φίλο ότι θα έπρεπε να φύγουν σύντομα για τη Νέα Υόρκη. Ωστόσο, όπως είπε, θα επέστρεφαν σε δύο εβδομάδες για να πάρουν τα πράγματά τους. Όμως δεν γύρισαν ποτέ και όταν η αδερφή της Λίντα ανησύχησε έμαθε από την μητέρα του Τζον για τη νέα δουλειά του ζευγαριού. Η Ντίντι Σόχους είπε μάλιστα ότι είχε λάβει γράμμα από τους δύο με σφραγίδα από το Παρίσι, ενώ μια «πηγή» της έδινε πληροφορίες γι’ αυτούς, όπως είπε μετά στην αστυνομία. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός μέχρι που και η «πηγή» της εξαφανίστηκε. Όπως παραδέχτηκε η Ντίντι αργότερα, η «πηγή» δεν ήταν άλλος από τον Κρίστοφερ Τσίτσεστερ, ο οποίος λίγο καιρό πριν είχε φύγει κι αυτός από το σπίτι χωρίς να αφήσει πίσω του στοιχεία για το πού θα πήγαινε. Αμέσως η προσοχή στράφηκε σε αυτόν. Οι αρχές ανακάλυψαν ότι ο Τσίτσεστερ είχε φύγει με το βανάκι του ζευγαριού, το οποίο εμφανίστηκε το 1988 στο Γκρίνγουιτς του Κονέκτικατ. Εκεί, ένας Κρίστοφερ Κρόου είχε επιχειρήσει να το πουλήσει ανεπιτυχώς. Κατάλαβαν ότι ο Κρόου και ο Τσίτσεστερ ήταν τα ίδια άτομα ωστόσο αμέσως μετά τα ίχνη του Κρόου είχαν χαθεί και η υπόθεση «πάγωσε».

Πέρασαν δέκα περίπου χρόνια μέχρι που τον Μάιο του 1994 μια ομάδα εργατών που έσκαβε τον κήπο της Ντίντι- η οποία είχε φύγει πια από τη ζωή- για κάποιες εργασίες ήρθε αντιμέτωπη με ένα μακάβριο εύρημα: μια σειρά από ανθρώπινα οστά. Δεν άργησε να αποκαλυφθεί ότι τα οστά αυτά άνηκαν στον Τζον Σόχους και οι υποψίες έπεσαν στον μυστηριώδη, αλλά εξαφανισμένο, Κρίστοφερ Τσίτσεστερ. Χωρις κανένα καινούργιο στοιχείο δεν μπορούσε να αποδοθεί δικαιοσύνη.

Ένα golden boy που τον έλεγαν Κρίστοφερ Κρόου

Ο Κρίστοφερ Κρόου εμφανίστηκε στο Κονέκτικατ με τον ίδιο αριστοκρατικό αέρα του Κρίστοφερ Τσίτσεστερ και άρχισε να συχνάζει σε όλες τις ιδιωτικές λέσχες των πλουσίων εντυπωσιάζοντας τους πάντες με τα κατά παραγγελία κοστούμια και το μονόγραμμα CCC στις τσέπες του Burberry παλτού του. Είχε πει σε όλους ότι ήταν παραγωγός ταινιών από το Λος Άντζελες που είχε κάνει όλα τα ριμέικ ταινιών του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Μάλιστα, αν κάποιος έψαχνε θα έβρισκε ότι 20 χρόνια νωρίτερα υπήρχε όντως κάποιος παραγωγός ονόματι Κρίστοφερ Κρόου.

Ως Κρίστοφερ Κρόου

Σύντομα, έδωσε συνέντευξη στον Σταν Φελπς, έναν απόφοιτο του Γέιλ και του Χάρβαρντ, ο οποίος τον προσέλαβε ως ειδικός στα κομπιούτερ. Η δουλειά του όμως εκεί τελείωσε άδοξα όταν κάποιος έλεγξε τα στοιχεία του με βάση τον αριθμό κοινωνικής ασφάλισης που είχε δώσει. Όπως αποδείχτηκε αυτός άνηκε στον Ντέιβιντ Μπέρκοβιτς, τον γνωστό και ως Son of Sam, τον σίριαλ κίλερ που είχε στοιχειώσει τη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του ’70.

Παρόλο που δεν είχε καμία σύσταση ή εμπειρία και κανένα πτυχίο, ο Κρόου προσελήφθη ξανά για να διοικήσει το αμερικανικό παράρτημα της εταιρίας Nikko Securities Ltd. στην Γουόλ Στριτ με μισθό περί τα 150.000 δολάρια τον χρόνο. Είχε πείσει τον υπεύθυνο ότι είχε υπάρξει πρόεδρος του Οργανισμού Battenberg-Crowe-von-Wettin. Ωστόσο, σύντομα όλοι κατάλαβαν ότι δεν είχε ιδέα από την δουλειά και έτσι απολύθηκε. Κατάφερε να βρει όμως δουλειά σε μια εξίσου υψηλή θέση για τα γραφεία της εταιρίας ασφαλειών Kidder, Peabody and Co. στο Μανχάταν. Ως τότε όμως, οι αρχές του Κονέκτικατ είχαν αρχίσει να αναζητούν τα ίχνη του Τσίτσεστερ που έγινε Κρόου και πιθανότατα έχοντας πληροφορηθεί σχετικά παραιτήθηκε από τη νέα του δουλειά. Και κάπως έτσι έφτασε στον τελευταίο του, αλλά και πιο επιτυχημένο, ρόλο.

Ένας πλούσιος γόνος που τον έλεγαν Κλαρκ Ροκφέλερ

Ο Κλαρκ Ροκφέλερ κατάλαβε ότι δεν θα έπρεπε ποτέ ξανά να πλησιάσει το Κονέκτικατ. Έτσι, εγκαταστάθηκε σε ένα διαμέρισμα στη  Νέα Υόρκη και σύντομα άρχισε να «μαγεύει» τον κόσμο με τους τρόπους του στο πλούσιο Μανχάταν. Μάλιστα απαγόρευε σε οποιονδήποτε ήταν μαζί του να περάσουν από το Κονέκτικατ. Αν χρειαζόταν να ταξιδέψουν από τη Βοστώνη στη Νέα Υόρκη (μεταξύ των οποίων μεσολαβεί το Κονέκτικατ) απαγόρευε να κάνουν στάση ακόμα και για τουαλέτα! Υποστήριζε ότι προερχόταν από την οικογένεια του Πέρσι Ροκφέλερ, δηλαδή όχι του ζάμπλουτου Τζον Ροκφέλερ, αλλά του αρκετά πλούσιου ανιψιού του. Έλεγε ότι ο ίδιος εργάζεται για να μειώσει το χρέος του Τρίτου Κόσμου. Ωστόσο, αν και ήταν κάποτε πλούσιος παραδεχόταν ότι έχασε τα περισσότερα χρήματά του όταν ο εκλιπών πατέρας του έχασε την περιουσία του εξαιτίας μιας μήνυσης.

Η ζωή του άλλαξε όταν γνώρισε την Σάντρα Μπος. Η Σάντρα ήταν μια απόφοιτος του Στανφορντ με μεταπτυχιακό στο Χάρβαρντ που εργαζόταν σε εντυπωσιακές θέσεις με εξίσου εντυπωσιακούς μισθούς. Οι δυο τους ερωτεύτηκαν σχεδόν αμέσως. Όπως έλεγε η Σάντρα, λάτρευε το γεγονός ότι ο Κλαρκ την έκανε να γελά, ότι ήταν πανέξυπνος και μοιραζόταν μαζί της το πάθος της για τους κλασικούς λογοτέχνες του 20ου αιώνα. Ήταν γοητευτικός, μιλούσε αρκετές ξένες γλώσσες και δεν τον ενδιέφεραν τα λεφτά, αλλά προσπαθούσε κι αυτός- όπως και η ίδια- να βοηθήσει  στην καταπολέμηση της παγκόσμιας φτώχειας.

Οι δυο τους παντρεύτηκαν το1995 σε μια εκκλησία Κουακέρων και ο Κλαρκ Ροκφέλερ δεν είχε μαζί του  κανέναν από την οικογένειά του. Οι γονείς του, είπε, είχαν πεθάνει σε ένα τροχαίο δυστύχημα, ενώ κάποια μέλη της οικογένειας Ροκφέλερ που ήταν να έρθουν δεν μπόρεσαν εξαιτίας ενός συμβάντος της τελευταίας στιγμής. Όλα τα χαρτιά του γάμου (υποτίθεται ότι) τα συμπλήρωσε ο Κλαρκ Ροκφέλερ, ωστόσο στις εκκλησίες των Κουακέρων είναι πολύ πιο εύκολο να ξεφύγεις από τις κλασικές νομικές διαδικασίες. Είναι μάλιστα πολύ πιθανό το ζευγάρι να μην παντρεύτηκε ποτέ κανονικά στα μάτια της πολιτείας.

Μετά τον γάμο, οι δυο τους μετακόμισαν μαζί στο σπίτι της Σάντρας στη Νέα Υόρκη. Ο Ροκφέλερ έλεγε ότι διευθύνει τον οργανισμό Asterisk συμβουλεύοντας χώρες του Τρίτου Κόσμου για τα οικονομικά τους. Ωστόσο, δεν έβγαζε χρήματα από τη δουλειά του καθώς οι χώρες ήταν πολύ φτωχές για να τον πληρώσουν, όπως έλεγε, και έδινε τις συμβουλές του δωρεάν. Εξάλλου, η καριέρα της Σάντρα στην μεγαλεπήβολη συμβουλευτική εταιρία McKinsey & Company  άνθιζε κερδίζοντας τόσα χρήματα που έφταναν και για τους δύο. Ο ίδιος ο Ροκφέλερ, αφού συνελήφθη, θα υποστήριζε ότι το όνομά του άνοιξε πολλές πόρτες στην Σάντρα, η οποία ανέβηκε τόσο ώστε έφτασε να διευθύνει την εταιρία.

Ενώ αρχικά το ζευγάρι φαινόταν ευτυχισμένο, η Σάντρα άρχισε να δυσανασχετεί με τον Κλαρκ που έλεγχε κάθε της κίνηση και την υπέβαλε συχνά σε συναισθηματική «και ορισμένες φορές σωματική» κακοποίηση, όπως δήλωσε αργότερα, ενώ ήταν μανιακός με την ασφάλεια και την μυστικότητα. Μάλιστα παρόλο που αυτή έφερνε όλα τα χρήματα στο σπίτι, ο Κλαρκ έλεγχε κάθε οικονομική τους κίνηση απαιτώντας παράλληλα όλες τις ανέσεις που θα συντηρούσαν την εικόνα του πλούσιου που ήθελε να δείχνει. Παράλληλα, έκανε τα πάντα για να κρύβει την ταυτότητά του και από τη γυναίκα του. Επέμενε συνεχώς η Μπος να κάνει φορολογική δήλωση ως ανύπαντρη, ενώ στον λογιστή της είπε ότι ήταν αδερφός της και έτσι αυτός συνέχιζε να καταθέτει την φορολογική της δήλωση ως ανύπαντρη. Στις αρχές του 2000, η Μπος θέλησε να κάνει αίτηση διαζυγίου ωστόσο ο Ροκφέλερ την κέρδισε ξανά με τη γοητεία του και η Σάντρα έμεινε έγκυος.

Το ζευγάρι μετακόμισε στο Νέο Χάμσαϊρ, όπου και πάλι ο Ροκφέλερ… εντυπωσίαζε τα πλήθη. Παρουσιαζόταν ως γόνος της οικογένειας Ροκφέλερ και διέδιδε ότι είναι απόφοιτος του Γέιλ και ότι έχει μια επιχείρηση στον Καναδά. Τον Μάιο του 2001 ήρθε στη ζωή η κόρη του, την οποία ο ίδιος αποκαλούσε Σνουκς και επέμενε να πάρει το επίθετο της γυναίκας του- Μπος- αντί για το δικό του-Ροκφέλερ ώστε το παιδί να μην υποστεί διακρισης λόγω του ονόματός του. Ο Ροκφέλερ αφιερώθηκε στην κόρη του δίνοντάς της πραγματική αγάπη. Ωστόσο, η σχέση του με τη γυναίκα του περνούσε ξανά κρίση μέχρι που η Σάντρα του ζήτησε διαζύγιο.

Χωρίς χρήματα πια άρχισε να προσπαθεί να πουλάει τα αυτοκίνητα – αντίκες που έκανε συλλογή και είχε αγοράσει με τα χρήματα της γυναίκας του, ενώ διέδιδε ότι η Μπος τον παντρεύτηκε λόγω του ονόματός του και τώρα θέλει να του πάρει τα λεφτά.

Ο πατέρας της Μπος, Γουίλιαμ, αποφάσισε να ελέγξει το παρελθόν του γαμπρού του. Άρχισε ψάχνοντας στο διαδίκτυο για τους γονείς του. Ο Κλαρκ έλεγε ότι η μητέρα του ήταν η Αν Κάρτερ, που είχε γίνει γνωστή ως παιδί-ηθοποιός. Όπως είχε πει η μητέρα του είχε σκοτωθεί σε τροχαίο. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, η Αν Κάρτερ ήταν ζωντανή, δεν είχε ποτέ παντρευτεί κάποιον Ροκφέλερ και φυσικά ο Κλαρκ δεν ήταν παιδί της. Έτσι, μαθαίνοντας αυτό το νέο η Σάντρα άρχισε να αναρωτιέται τι άλλα ψέματα μπορεί να της είχε πει ο άντρας της και προσέλαβε το 2006 έναν ιδιωτικό ερευνητή. Η Σάντρα ανακάλυψε και επίσημα ότι ο άντρας της δεν έχει καμία σχέση με την οικογένεια Ροκφέλερ, αν και δεν έμαθε ποιος ήταν στην πραγματικότητα. Οι δυο τους χώρισαν κι επίσημα και η Μπος πήρε όλη την περιουσία που είχαν φτιάξει όσο ήταν μαζί, καθώς και την πλήρη επιμέλεια της κόρης τους και μετακόμισε μαζί της στην Αγγλία, όπου πλέον εργαζόταν. Ο Κλαρκ θα μπορούσε να βλέπει την κόρη του μόνο τρεις φορές τον χρόνο και μάλιστα υπό την επίβλεψη κάποιου κοινωνικού λειτουργού. Όπως αποκάλυψε αργότερα η Μπος, ο Κλαρκ είχε συμφωνήσει σε αυτές τις αποφάσεις καθώς έλαβε ως αντάλλαγμα 800.000 δολάρια, δύο αυτοκίνητα, το δαχτυλίδι των αρραβώνων τους, ένα φόρεμα που της είχε αγοράσει και την υπόσχεση ότι δεν θα γίνει περαιτέρω έρευνα για την ταυτότητά του.

Ένας καπετάνιος που τον έλεγαν Τσιπ Σμιθ

Όταν ο άνθρωπος με όλα αυτά τα ονόματα απήγαγε την κόρη του, οι αρχές κίνησαν γη και ουρανό για να βρουν τον ίδιο και κυρίως το παιδί. Ο  Ροκφέλερ για τον οποίο πλέον ήξεραν ότι ονομαζόταν κανονικά Κρίστιαν Καρλ Γκερχαρτσράιτερ έμοιαζε να έχει εξαφανιστεί. Μέχρι που τελικά το FBI έλαβε ένα τηλεφώνημα από έναν μεσίτη ακινήτων στην Βαλτιμόρη. Είχε αναγνωρίσει την φωτογραφία του απαγωγέα στην τηλεόραση και ενημέρωσε τις αρχές ότι έμοιαζε πάρα πολύ με έναν άντρα στον οποίο είχε πουλήσει ένα σπίτι έναντι 432.000 δολαρίων. Η πώληση είχε γίνει την προηγούμενη εβδομάδα και ο άντρας είχε πληρώσει με μετρητά. Ο άντρας του είχε συστηθεί ως Τσιπ Σμιθ και του είχε πει ότι μεγάλωνε μόνος του την κόρη του Μάφι, ενώ ήταν καπετάνιος πλοίου που επέστρεφε από την Χιλή.

Μια περίπου εβδομάδα μετά την απαγωγή, η αστυνομία περικύκλωσε το σπίτι λίγο μετά τις δύο τα ξημερώματα ωστόσο δεν είδαν καμία κίνηση μέσα. Έχοντας ως προτεραιότητα να σώσουν το κορίτσι αποφάσισαν να παίξουν με τον Ροκφέλερ, όπως έκανε κι αυτός όλα αυτά τα χρόνια. Οι ερευνητές είχαν ήδη ανακαλύψει ένα καταμαράν που άνηκε σε αυτόν και ήταν σε μια κοντινή μαρίνα. Πηγαίνοντας εκεί είδαν μέσα στο καταμαράν από το παράθυρο ένα φάκελο με γραμμένο το όνομα «Τσιπ Σμιθ» απέξω. Έβαλαν τον υπεύθυνο της μαρίνας να καλέσει τον Ροκφέλερ και να του πει ότι το σκάφος του βυθίζεται. Οι αστυνομικοί πίσω στο σπίτι είδαν κίνηση μέσα σε αυτό και σύντομα είδα τον Ροκφέλερ να βγαίνει έξω. Ένας πράκτορας χωρίς στολή του φώναξε: «Έι Κλαρκ! Πού πηγαίνεις;». Αυτός του απάντησε ότι πάει να πάρει ένα σάντουιτς για να φάει λέγοντας το τελευταίο ψέμα της… καριέρας του! Πριν ολοκληρώσει καλά καλά τη φράση του, περίπου είκοσι αστυνομικοί όρμησαν πάνω του και τον συνέλαβαν, ενώ οι υπόλοιποι μπήκαν στο σπίτι, για να σώσουν το κορίτσι.

Το τέλος του μύθου

Οι αναλυτές του FBI μπόρεσαν σύντομα να επιβεβαιώσουν ότι άνθρωπος που είχαν στα χέρια τους ήταν πέραν πάσης αμφιβολίας ο Γερμανός μετανάστης Κρίστιαν Καρλ Γκερχαρτσράιτερ που είχε εισέλθει στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του ’70.


Ο Γκερχαρτσράιτερ δικάστηκε τόσο για την απαγωγή της κόρης του όσο και για απάτη με χρήσης ψεύτικου ονόματος. Οι δικηγόροι του υποστήριξαν αρχικά ότι ο Γκερχαρτσράιτερ χρησιμοποιούσε άλλο όνομα όχι με σκοπό την εξαπάτηση αλλά προσπαθώντας να απλοποιήσει το δύσκολο γερμανικό όνομα, όπως κάνουν πολλοί μετανάστες. Στη συνέχεια κατέθεσαν αίτημα για πνευματική αστάθεια με τον Γκερχαρτσράιτερ να υποστηρίζει ότι επικοινωνούσε τηλεπαθητικά με την κόρη του από το Λονδίνο όπου βρισκόταν και αυτή τον παρακαλούσε να την σώσει. Ένας από τους ψυχολόγους που είχε διορίσει η υπεράσπιση υποστήριξε ότι ο Γκερχαρτσράιτερ έπασχε από παραληρηματική διαταραχή και σύνδρομο μεγαλείου και ναρκισσισμού, ενώ ένας άλλος υποστήριξε ότι ο Γκερχαρτσράιτερ του είχε πει πως ο πατέρας του τον κακοποιούσε όταν ήταν παιδί. Ο γιατρός που ορίστηκε από την εισαγγελία κατέθεσε ότι ο Γκερχαρτσράιτερ έπασχε από μια «ανάμεικτη διαταραχή προσωπικότητας» με ναρκισιστικά και αντικοινωνικά στοιχεία, αλλά υποστήριξε ότι ο Γκερχαρτσράιτερ υπερέβαλε με τα συμπτώματα και ότι ήξερε να ξεχωρίζει το σωστό από το λάθος. Ο ίδιος ο Γκερχαρτσράιτερ δεν κατέθεσε κατά τη διάρκεια της δίκης. Τελικά, το 2009 καταδικάστηκε για τέσσερα με πέντε χρόνια για την απαγωγή μαζί με δύο έως τρία χρόνια για επίθεση στον κοινωνικό λειτουργό.

Λίγα χρόια μετά, σε μια δεύτερη δίκη, ο Γκερχαρτσράιτερ δικάστηκε και για την δολοφονία του Τζόναθαν Σόχους, τα οστά του οποίου είχαν βρεθεί στον κήπο του σπιτιού του και σύμφωνα με τον ιατροδικαστή είχε πεθάνει από χτυπήματα με αντικείμενο σαν ρόπαλο. Αν και τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν περισσότερο περιστασιακά, οι ένορκοι πείστηκαν για την ενοχή του Γκερχαρτσράιτερ  εξαιτίας δύο μπλε πλαστικών τσαντών που βρέθηκαν μαζί με τα οστά. Η μια ήταν από το Πανεπιστήμιο του Μιλγουόκι και η άλλη από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας, όπου και στα δύο είχε φοιτήσει ο Γκερχαρτσράιτερ. Φυσικά το γεγονός ότι ο Γκερχαρτσράιτερ είχε πάρει το φορτηγάκι του Τζον για να φύγει ήταν καταλυτικό. Τελικά, τo 2013 καταδικάστηκε σε ισόβια παρόλο που ο ίδιος επέμενε ότι είναι αθώος για τους φόνους. Υποστήριξε ότι η Λίντα είχε σκοτώσει τον Τζον και γι’ αυτό στη συνέχεια εξαφανίστηκε. Μέχρι σήμερα κανείς δεν ξέρει πού μπορεί να βρίσκεται η Λίντα – νεκρή ή ζωντανή.

Ο Κρίστιαν Καρλ Γκερχαρτσράιτερ σήμερα παραμένει στη φυλακή και θα μπορεί να καταθέσει αίτημα για αποφυλάκιση τον Δεκέμβριο του 2029, όταν πια θα είναι 68 ετών…