«Όταν τους έτρωγα γίνονταν για πάντα κομμάτι μου»


Στο μυαλό του κτήνους. Ο Τζέφρι Ντάμερ μιλάει με ανατριχιαστική ειλικρίνεια για τα φρικτά του εγκλήματα. Ο κανιβαλισμός, τα κίνητρα και η εμμονή που δεν έφυγε ποτέ

«Τα τέρατα είναι αληθινά, ζουν μέσα μας και κάποιες φορές επικρατούν» έχει πει ο συγγραφέας Στίβεν Κινγκ. Το τέρας που κρυβόταν μέσα στον Τζέφρι Ντάμερ κυριάρχησε πλήρως και η νοσηρή φαντασίωση έγινε τρόπος ζωής.  

«Είναι δύσκολο για μένα να πιστέψω ότι ένα ανθρώπινο ον μπορεί να κάνει αυτά που έκανα εγώ. Ξέρω όμως ότι τα έκανα» έχει δηλώσει ο ίδιος ο Ντάμερ. Η ιστορία του «κανίβαλου του Μιλγουόκι» είναι μοναδική στην ιστορία της εγκληματολογίας.

Για πάνω από μια δεκαετία ο Ντάμερ είχε θέσει, όπως θα πει, τους δικούς του κανόνες.  Είχε αποπροσωποποιήσει τα θύματα του και τα αντιμετώπιζε σαν αντικείμενα τα οποία χρησιμοποιούσε με κάθε διεστραμμένο τρόπο για προσωπική του ικανοποίηση.

Ένας θηρευτής που κυκλοφορούσε στα γκέι μπαρ και τα σημεία όπου σύχναζαν ομοφυλόφιλοι και κυνηγούσε νεαρά αγόρια. Δελεάζοντας με μια επί πληρωμή φωτογράφιση τα πήγαινε στο σπίτι του και όταν η πόρτα έκλεινε το κτήνος εμφανιζόταν και ζητούσε ικανοποίηση.

Ο Ντάμερ είχε αυτή την άρρωστη ιδέα να δημιουργήσει έναν άβουλο σκλάβο. Το επιχείρησε τρυπώντας τα κρανιά μερικών από τα θύματα του και ρίχνοντας μέσα χλωρίνη ή βραστό νερό. Όταν μοιραία το… πείραμα του αποτύγχανε αντιμετώπιζε τα σώματα σαν ένα σκεύος για να ικανοποιήσει τη διαστροφή του.

Τα τεμάχιζε, τα έγδερνε, τα κανιβάλιζε και κρατούσε όργανα και κομμάτια σάρκας για μελλοντικά γεύματα. Αποθήκευε τα κρανιά και κάποιους σκελετούς για να δημιουργήσει, όπως αποκάλυψε ο ίδιος, έναν βωμό (!). Ό,τι απέμενε το έριχνε σε ένα βαρέλι με οξύ που είχε στο δωμάτιο του και στη συνέχεια το ξεφορτωνόταν.

Η γειτόνισσα του τον είχε καταγγείλει γιατί δεν μπορούσε να αντέξει την απίστευτη οσμή που αναδυόταν από το διαμέρισμα του και η γκέι κοινότητα του Μιλγουόκι έκρουε των κώδωνα του κινδύνου για νεαρούς που εξαφανίζονται. 

Ακόμα όμως και όταν ένα από τα θύματα του ξέφυγε, ο Ντάμερ βρήκε τρόπο να γλιτώσει. Έπεισε την αστυνομία ότι ο 14χρονος που έδειχνε να μην καταλαβαίνει τι συμβαίνει (του είχε τρυπήσει το κρανίο, του είχε ρίξει μέσα χλωρίνη και πήγε να πιεί μια μπίρα) είναι σύντροφος του και απλά ήταν μεθυσμένος. «Θα τον πάω στο σπίτι και θα τον προσέχω» υποσχέθηκε. Τον σκότωσε τον διαμέλισε και κράτησε το κεφάλι του στο ψυγείο.  

Τελικά ο Τζέφρι Ντάμερ πρόλαβε να σκοτώσει 17 άτομα (τρία από τα θύματα του ήταν ανήλικα). Συνελήφθη στις 22 Ιουλίου 1991 όταν ένα ακόμα υποψήφιο θύμα ξέφυγε και πήγε στην αστυνομία. Δύο ένστολοι πήγαν στο διαμέρισμα του Ντάμερ ο οποίος επιχείρησε και πάλι να γλιτώσει. Σε ένα ανοιχτό συρτάρι όμως ένας αστυνομικός είδε μια σειρά από φωτογραφίες polaroid. Ο Ντάμερ απαθανάτιζε τη διαδικασία του διαμελισμού και στη συνέχεια έβλεπε τις φωτογραφίες και αυνανιζόταν. Χλωμός και σοκαρισμένος ο αστυνομικός είπε στον συνάδελφο του: «Αυτές είναι αληθινές».

Ο «Κανίβαλος του Μιλγουόκι» επιχείρησε να αντισταθεί αλλά οι αστυνομικοί τον ακινητοποίησαν. Μέσα στο ψυγείο βρήκαν ένα κεφάλι. Όταν πλέον ο Ντάμερ αποδέχθηκε ότι όλα έχουν τελειώσει είπε: «Για ό,τι έκανα θα έπρεπε να πεθάνω».

Μέσα στο σπίτι του βρέθηκαν τέσσερα κεφάλια, επτά κρανιά και δύο σκελετοί. Δύο καρδιές, κομμάτια σάρκας, ένα ολόκληρος κορμός και ανθρώπινα όργανα. Εντοπίστηκαν επίσης δύο κομμένα χέρια, δύο πέη, ένα σκαλπ και μέσα στο βαρέλι με το οξύ τρεις ανθρώπινοι κορμοί. Ο Ντάμερ είχε συνολικά 74 φωτογραφίες με τον διαμελισμό των θυμάτων. Ο ιατροδικαστής που πήγε στο διαμέρισμα είπε: «Ήταν περισσότερο σαν να αποδομούσες το μουσείο κάποιου παρά μια σκηνή εγκλημάτων».

Η περίπτωση του Τζέφρι Ντάμερ απασχόλησε και απασχολεί εγκληματολόγους και ψυχιάτρους. Αναζητήθηκαν οι ρίζες της διαστροφής στην παιδική ηλικία και την οικογένεια του. Οι γονείς του προσπαθούσαν να καταλάβουν τι πήγε τόσο στραβά με τον γιο τους.

Η συνέντευξη

Τον Φεβρουάριο του 1994 ο Ντάμερ δέχθηκε να μιλήσει μέσα από τη φυλακή για τα αποτρόπαια εγκλήματα του. Στο πλευρό του στάθηκε ο πατέρας του ο οποίος άκουγε παγωμένος τα όσα εξιστορούσε το παιδί του. Εκείνη η συνέντευξη είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος να αποκρυπτογραφηθεί το τέρας. Ο Ντάμερ μίλησε για τα πάντα και επιχείρησε να εξηγήσει πώς και γιατί έφτασε στο σημείο να μην έχει κανέναν σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή.

«Δεν συζητάω με τον πατέρα μου αυτά που έγιναν. Παρουσιάστηκαν με τόσες λεπτομέρειες στον Τύπο που δεν χρειάζεται να εμβαθύνουμε. Μιλάμε περισσότερο για την οικογένειά μας και πώς ήταν τα πράγματα πριν από αυτά. Μου δίνει ένα αίσθημα άνεσης να μιλάω για τις λίγες καλές στιγμές που περάσαμε», θα πει αρχικά.

Αναφερόμενος στην παιδική του ηλικία θα τονίσει: «Όχι δεν ήμουν ιδιαίτερα δυστυχισμένος. Τα παιδικά μου χρόνια δεν ήταν γεμάτα τραγωδίες. Υπήρχαν καλές και κακές στιγμές. Θα έλεγα ότι ήταν μια κανονική παιδική ηλικία. Απλά όταν η ένταση στο σπίτι ήταν πολύ μεγάλη εγώ ζούσα στον δικό μου φανταστικό κόσμο».

Από μικρός του άρεσε να ανοίγει σώματα ζώων και να παρατηρεί τα όργανα τους, να βλέπει πως συνδέονται τα κόκκαλα. «Στο σχολείο είχαμε αυτό το μάθημα ανατομίας. Έπαιρνα τα ζώα στο σπίτι και κρατούσα τους σκελετούς. Σταδιακά το έκανα με πολλά ζώα. Σκύλους, γάτες, διάφορα. Αυτό θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα χόμπι και να γίνω ταριχευτής αλλά δεν συνέβη αυτό.

Δεν ξέρω γιατί. Αυτό που ξέρω είναι ότι με ενθουσίαζε να βλέπω τα όργανα των ζώων, να βλέπω πως είναι μέσα τους και να τα αγγίζω. Υπήρχε μια ικανοποίηση στο να τα ανοίγω. Όχι σεξουαλική. Υποθέτω ότι ήταν θέμα δύναμης και ελέγχου. Έγινε μια παρόρμηση και πέρασα από τα ζώα στους ανθρώπους. Δεν το καταλαβαίνω και έτσι δεν ξέρω το γιατί», θα πει ο Ντάμερ.

«Θα τον έπαιρνα όμηρο και θα έκανα ό,τι ήθελα μαζί του»

Για το σημείο όπου πλέον δεν υπήρχε επιστροφή θα πει: «Ήμουν 14-15 όταν άρχισα να έχω εμμονικές βίαιες σεξουαλικές σκέψεις. Γινόταν όλο και χειρότερο και δεν μπορούσα να το πω σε κανέναν και τα κράτησα όλα μέσα μου. Δεν γινόταν να μοιραστώ τις σκέψεις που έκαναν μετά τα 15 μου. Κλείστηκα λοιπόν τον εαυτό μου και φόρεσα μια μάσκα κανονικότητας. Δεν ξέρω από πού ήρθε όλο αυτό αλλά ποτέ δεν περίμενα ότι θα γίνει πραγματικότητα.

Στα 15 μου είχα αυτή την επαναλαμβανόμενη φαντασίωση ότι θα συναντούσα κάποιον που κάνει ωτοστόπ στο δρόμο. Θα τον έπαιρνα όμηρο και θα έκανα ό,τι ήθελα μαζί του. Τρία χρόνια μετά (1978), στα 18, επέστρεφα στο σπίτι με το αυτοκίνητο και είδα αυτό τον νεαρό να κάνει ωτοστόπ περίπου 2χλμ μακριά από εκεί που έμενα. Σκέφτηκα αν πρέπει να σταματήσω ή να συνεχίσω. Εύχομαι να συνέχιζα στο δρόμο μου αλλά δεν το έκανα. Σταμάτησα, τον πήρα και τότε ο εφιάλτης μετατράπηκε σε πραγματικότητα. Μου φάνηκε τόσο περίεργο που έβλεπα ότι υπήρχαν οι συνθήκες να υλοποιηθούν όλες αυτές οι εμμονές και οι φαντασιώσεις που είχα.

Τον πήγα λοιπόν στο σπίτι όπου εκείνη την περίοδο ήμουν μόνος. Είχα όλο το μέρος δικό μου. Έπινα πολύ τότε και αναζητούσα μια ολοκλήρωση, μια ικανοποίηση. Πραγματοποίησα λοιπόν τις φαντασιώσεις μου και όλα πήγαν στραβά. Από τη στιγμή που συνέβη την πρώτη φορά ήταν σα να ήλεγχε πλέον τη ζωή μου. Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να το ξανακάνω γιατί δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να το επαναλάβω. Τη δεύτερη φορά (1987) γνώρισα έναν τύπο σε ένα γκέι μπαρ και πήγαμε σε ένα ξενοδοχείο. Θέλαμε να μεθύσουμε και του έβαλα υπνωτικά στο ποτό του. Ήθελα να τον αναισθητοποιήσω και να περάσω τη νύχτα μαζί του. Όταν ξύπνησα το πρωί τα χέρια μου ήταν μελανιασμένα, το στήθος του ήταν μελανιασμένο και είχε αίμα στο στόμα του. Δεν θυμάμαι να τον χτυπάω και να τον σκοτώνω. Πρέπει να το έκανα όμως και όλα ξεκίνησαν και πάλι. Τον έβαλα σε μια βαλίτσα και τον μετέφερα στο σπίτι της γιαγιάς μου. Τότε ήταν που η εμμονή κυριάρχησε απόλυτα».

Όταν ρωτήθηκε αν σκέφτηκε ποτέ ότι πρέπει να σταματήσει ανέφερε: «Ναι αλλά μετά τη δεύτερη φορά φαινόταν ότι η παρόρμηση ήταν πολύ δυνατή. Δεν προσπάθησα καν να το σταματήσω μετά από αυτό. Πριν τη δεύτερη φορά η κατάσταση κλιμακώθηκε σταδιακά. Πήγαινα σε μαγαζιά με περιοδικά, σε μπαρ και χαμάμ. Έριχνα υπνωτικά σε διάφορους άντρες και τους εκμεταλλευόμουν αλλά όλο και κλιμακωνόταν, αργά αλλά σταθερά. Μετά τη δεύτερη φορά, η οποία δεν ήταν σχεδιασμένη, ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Έγινε σχεδόν εθιστικό, ένιωθα μια έκρηξη ενέργειας».

«Χρειαζόμουν όλο και κάτι πιο διεστραμμένο για να ικανοποιήσω τις ορμές μου»

Για τον ρόλο που έπαιξε το σεξ στα εγκλήματα του ο Ντάμερ θα πει: «Ήταν ένα μεγάλο μέρος. Ο μοναδικός μου στόχος ήταν να βρω τον πιο όμορφο άντρα που μπορούσα. Δεν με ενδιέφερε η σεξουαλική του προτίμηση ούτε η φυλή. Οι πρώτοι δύο ήταν λευκοί, ο τρίτος ήταν ιθαγενής Αμερικάνος, ο τέταρτος και ο πέμπτος Λατίνοι. Λοιπόν όχι η φυλή δεν είχε καμία σχέση, ήταν μόνο η εξωτερική τους εμφάνιση.

Καθώς ο χρόνος περνούσε έβρισκα σεξουαλική ικανοποίηση και στον διαμελισμό των πτωμάτων. Άρχισα να κρατάω τους σκελετούς και να διατηρώ μέρη του σώματος. Το ένα οδηγούσε στο άλλο. Χρειαζόταν όλα και κάτι πιο διεστραμμένο για να ικανοποιήσω τις ορμές μου και όλα αυτό με κατάπιε χωρίς έλεγχο».

«Έλεγχος και λαγνεία, αυτά ήταν τα κίνητρα»

Αναφερόμενος στο κανιβαλισμό τόνισε: «Με έκανε να νιώθω ότι γίνονταν ένα μόνιμο κομμάτι μου. Πέραν βέβαια από την καθαρή περιέργεια του να δω πώς θα είναι. Παράλληλα μου έδινε σεξουαλική ικανοποίηση να το κάνω. Η δολοφονία ήταν απλά ο τρόπος να φτάσω στον σκοπό μου. Ήταν το λιγότερο ικανοποιητικό κομμάτι. Δεν απολάμβανα να το κάνω. Γι’ αυτό άλλωστε προσπάθησα να δημιουργήσω ζωντανά ζόμπι με το τρυπάνι και τη χλωρίνη. Όμως ποτέ δεν δούλεψε. Ο φόνος δεν ήταν ο στόχος. Απλά ήθελα να έχω το άτομο υπό τον πλήρη έλεγχο μου, χωρίς να πρέπει να λαμβάνω υπόψη μου τις επιθυμίες του. Να μπορώ να το κρατήσω όσο θα ήθελα. Δεν είναι εύκολο να το λέω αλλά αυτό ήταν το κίνητρο μου».

Πώς γεννήθηκε όμως αυτή η ανάγκη για έλεγχο; «Ίσως ως παιδί και ως έφηβος ένιωθα ότι δεν είχα τον έλεγχο και αυτό αναμείχθηκε με τη σεξουαλικότητα μου και κατέληξα έτσι. Κάνοντας ό,τι έκανα ήταν ο τρόπος μου να νιώθω ότι έχω τον απόλυτο έλεγχο. Δημιούργησα τον δικό μου μικρόκοσμο που είχα το πάνω χέρι. Βρίσκοντας τον πιο όμορφο άντρα που μπορούσα και έχοντας τον απόλυτο έλεγχο πάνω του για όσο ήθελα. Η λαγνεία μου έπαιξε τεράστιο ρόλο σε όλο αυτό. Έλεγχος και λαγνεία, αυτά ήταν τα κίνητρα. Είναι βλακείες αυτά που λένε ότι τα έκανα όλα λόγω της παιδικής μου ηλικίας. Το μόνο μου κίνητρο ήταν να ελέγξω απόλυτα ένα άτομο το οποίο έβρισκα ελκυστικό και να το κρατήσω μαζί μου όσο περισσότερο γίνεται. Ακόμα και αν αυτό σήμαινε ότι θα κρατήσω μόνο ένα κομμάτι του» λέει ο Ντάμερ.

«Τίποτα δεν θα με σταματούσε»

Στην ερώτηση αν θα άλλαζε κάτι σε περίπτωση που είχε αποφασίσει να μιλήσει στους γονείς του για την σεξουαλικότητα και τις φαντασιώσεις του τονίζει: «Δεν νομίζω ότι κάτι θα με απέτρεπε από το να πάρω αυτό τον δρόμο. Το να μιλήσω γι’ αυτό δεν νομίζω ότι θα έκανε διαφορά. Όπως είπα υπήρχαν πράγματα μέσα στο μυαλό μου για τα οποία ποτέ δεν θα ανοιγόμουν, για τα οποία ποτέ δεν θα μιλούσα με κανένα. Δεν υπήρχαν σημάδια που θα μπορούσε η οικογένεια μου να δει και να καταλάβει τι γίνεται. Υπήρχαν σκέψεις και φαντασιώσεις αλλά δεν έδειχνα τίποτα προς τα έξω. Τα κρατούσα όλα μέσα μου. Νομίζω είναι λάθος οι άνθρωποι που διαπράττουν εγκλήματα να προσπαθούν να ρίξουν την ευθύνη αλλού. Στους γονείς τους και τον τρόπο που μεγάλωσαν ή την κοινωνία. Μετά από κάποιο σημείο είχα εστιάσει απολύτως σε αυτό που έκανα και μου έδινε ικανοποίηση και τίποτα δεν θα με σταματούσε».

Για το αν ένιωθε ενοχές είπε: «Ήμουν τρομερά εγωιστής, σκεφτόμουν μόνο την ικανοποίηση μου και τα διεστραμμένα πάθη μου. Όταν έφυγα από το σπίτι και έμεινα μόνος μου δημιούργησα τον δικό μου κόσμο όπου δεν υπάκουα σε εντολές κανενός. Δεν ένιωθα ότι πρέπει να δώσω λογαριασμό κανέναν. Δεν ένιωθα ότι θα πρέπει ποτέ να αντιμετωπίσω τα όσα έκανα. Έφτασε η στιγμή όμως να γίνει και μόνο εγώ ήμουν υπεύθυνος για ό,τι συνέβη. Υπήρξαν στιγμές που έβλεπα τα πτώματα στο σπίτι και έλεγα είναι φρικτό αλλά η εμμονή μου και η ικανοποίηση που μου έδινε αυτό που έκανα πάντα υπερνικούσε κάθε συναίσθημα αποστροφής. Συχνά αναρωτιέμαι γιατί δεν έχω εφιάλτες για όλα όσα κάνει. Μάλλον ο εγκέφαλος μου τα έχει μπλοκάρει».

Το κουτί…

Ρωτήθηκε και για το κουτί στο οποίο κρατούσε ένα κεφάλι. «Ήταν στην ντουλάπα στο υπνοδωμάτιο μου. Κρατούσα εκεί το κεφάλι και τα γεννητικά όργανα ενός νεαρού που γνώρισα σε ένα μπαρ. Ήταν ένα σιδερένιο κουτί με κλειδαριά. Ο πατέρας μου με επισκέφθηκε και το είδε. Άρχισε ένα καβγάς γιατί δεν το άνοιγα. Το πήρε στο υπόγειο και ήθελε να το σπάσει. Σκεφτόμουν ότι πρέπει να τον σταματήσω. Τελικά το κουτί δεν άνοιξε ποτέ, τουλάχιστον όχι με τον πατέρα μου παρόντα. Μιαν άλλη φορά βρήκε τα λιωμένα από οξύ ανθρώπινα απομεινάρια στον κάδο απορριμμάτων που είχαμε έξω από το γκαράζ. Δεν κατάλαβε όμως τι είναι. Σε κάποιες περιπτώσεις έπαιρνα το κουτί με το κεφάλι μαζί μου στο εργοστάσιο σοκολάτας που δούλευα και κανείς δεν το ήξερε. Έτσι το σενάριο συνεχίστηκε για χρόνια», θα αποκαλύψει ο Ντάμερ. Όταν η συνέντευξη ολοκληρώθηκε είδε ένα κουτί που έμοιαζε με το δικό του και με ενθουσιασμό είπε: «Να σαν κι αυτό ήταν το κουτί που κρατούσα το κεφάλι».

Ο βωμός και ο Εξορκιστής

Για το γεγονός ότι φωτογράφιζε τα θύματα του και τον διαμελισμό τους ανέφερε: «Ήταν ένας τρόπος να θυμάμαι πώς ήταν, την εμφάνιση τους. Ήταν κι αυτό μέσα στα πλαίσια της επιθυμίας μου να κρατάω κάτι από αυτούς. Έφτασα στο σημείο να σχεδιάζω να φτιάξω έναν βωμό με σκελετούς και κρανία. Ένα μέρος όπου θα κάθομαι και θα σκέφτομαι όλα όσα έχω κάνει και θα ταΐζω την εμμονή μου».

Αναφερόμενος στην εμμονή με την ταινία «Εξορκιστής 3» είπε: «Ένιωθα μοχθηρός, διεστραμμένος και το συγκεκριμένο φιλμ μου έδινε ιδιαίτερη ικανοποίηση. Το έβλεπα συνέχεια. Είχα πάρει αυτή την ιδέα από την ταινία και κάποιες φορές, στα γκέι μπαρ που πήγαινα, φορούσα κόκκινους φακούς επαφής».

Όσο για το αν ένιωσε ανακούφιση όταν όλα τελείωσαν τόνισε: «Ένα κομμάτι μου ναι και ένα άλλο όχι. Είναι σαν να είσαι χαρούμενος για κάτι και από την άλλη να μην είσαι. Ήταν ανακούφιση που πλέον δεν έπρεπε να κρατάω αυτό το γιγάντιο μυστικό. Όταν είδα ότι δεν είχα άλλη επιλογή από το να το αντιμετωπίσω το πήρα απόφαση και τα ομολόγησα όλα. Είμαι χαρούμενος που τα μυστικά τελείωσαν».

«Αν δεν με είχαν συλλάβει θα συνέχιζα»

Όσο για το αν νιώθει ότι αυτή η εμμονή τού έχει φύγει ο Ντάμερ θα πει: «Ναι είναι ακόμα εκεί. Ποτέ δεν θα φύγει τελείως. Πιθανότατα θα πρέπει να ζήσω με αυτή το υπόλοιπο της ζωής μου. Εύχομαι να μπορούσε να φύγει, εύχομαι να μπορούσα να ξεφορτωθώ τις παρορμητικές σκέψεις, αυτά τα συναισθήματα. Δεν είναι τόσο άσχημα γιατί τώρα δεν έχω διόδους να τις υλοποιήσω. Όμως, όχι φαίνεται ότι ποτέ δεν θα εξαφανιστούν εντελώς. Κάποιες φορές οι σκέψεις επιστρέφουν, υπάρχουν στιγμές που έχω τις ίδιες παρορμήσεις. Αν δεν με είχαν συλλάβει αναμφίβολα θα συνέχιζα. Δεν νομίζω ότι θα με σταματούσε κάτι άλλο».

Το τέλος

Στο δίκη ο Τζέφρι Ντάμερ εμφανίστηκε χωρίς γυαλιά γιατί όπως αποκάλυψε δεν ήθελε να βλέπει κανέναν. «Το γεγονός ότι δεν μπορούσα να δω καθαρά τα πρόσωπα ήταν ο τρόπος που να αποστασιοποιηθώ από αυτό που συνέβαινε» τόνισε.  Καταδικάστηκε σε ισόβια χωρίς αναστολή. «Μου άξιζε η θανατική ποινή και ειλικρινά δεν καταλαβαίνω πώς δεν μου επιβλήθηκε. Αυτό μου άξιζε, μου άξιζε ο θάνατος» θα πει.

Ο θάνατος θα ερχόταν στις 28 Νοεμβρίου 1994. Μαζί με δύο συγκρατούμενους του, τον Τζέσι Άντερσον και τον Κρίστοφερ Σκάρβερ καθάριζαν το γυμναστήριο. Ο Σκάρβερ πήρε μια μπάρα και χτύπησε τους άλλους δύο στο κεφάλι. Ο Ντάμερ όσο και ο Άντερσον μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο όπου πέθαναν από τα τραύματα τους. O «Κανίβαλος του Μιλγουόκι» ήταν 34 ετών.