Το podcast που κατάφερε να λύσει μια δολοφονία μετά από 40 χρόνια

Η δημοσιογραφία στην υπηρεσία της δικαιοσύνης: Η σημαντική βοήθεια αλλά και τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργήσει


Η Λινέτ Σιμς και ο Κρις Ντόσον ήταν το αγαπημένο ζευγαράκι του λυκείου στο Σίδνεϊ, όπου φοιτούσαν. Γνωρίστηκαν στα 16 τους το 1965 και από τότε ήταν κάθε μέρα μαζί. Λίγα χρόνια αργότερα παντρεύτηκαν και έκαναν δύο παιδιά και ο γάμος τους έμοιαζε υποδειγματικός. Στις 9 Ιανουαρίου 1982 η Λινέτ Σιμς θα εξαφανιζόταν. Ο θλιμμένος Ντόσον θα έλεγε σε όλους ότι η Λινέτ είχε παρατήσει αυτόν και τα παιδιά τους για να ζήσει ελεύθερη τη ζωή της. Θα χρειαζόταν να μεσολαβήσουν 40 ακριβώς χρόνια, εξαντλητικές αστυνομικές έρευνες και ένα δημοσιογραφικό podcast για να αποδειχθεί ότι ο Ντόσον τελικά είχε δολοφονήσει την Λινέτ.

Ο δημοσιογράφος που έκανε ερωτήσεις

Δεκαεννέα χρόνια μετά την εξαφάνιση της Λινέτ, το 2001, ο δημοσιογράφος Χέντλεϊ Τόμας βγήκε από το αστυνομικό τμήμα του Σίδνεϊ και ήταν εντελώς έκπληκτος. Ως τότε πολύ λίγοι γνώριζαν για την εξαφάνιση της νεαρής μητέρας Λινέτ Ντόσον και ο Τόμας μόλις είχε μάθει γι’ αυτήν την ανεξιχνίαστη υπόθεση εξαφάνισης καθώς είχε ξεκινήσει μια νέα έρευνα γύρω από αυτή. Όπως λέει ο ίδιος από την πρώτη στιγμή είχε εντυπωσιαστεί από το πόσο παράλογη έμοιαζε η ιστορία.

«Μια νεαρή μητέρα, η οποία ήταν πάντα αφοσιωμένη στις δύο κόρες της, είχε πλέον χαρακτηριστεί ως μια γυναίκα που δε νοιαζόταν γι’ αυτές, που απλώς τις παράτησε. Κι όλα αυτά ενώ ο σύζυγός της είχε μια απίστευτη σχέση με μια έφηβη που είχε τα μισά χρόνια από την γυναίκα του», ανέφερε ο Ντόσον στο τοπικό ραδιόφωνο Seven.

Κι όσο ο δημοσιογράφος έψαχνε πιο βαθιά τόσο μεγάλωνε η σύγχυσή του. Η Λινέτ είχε φύγει με ελάχιστα ρούχα, χωρίς να πάρει βαλίτσα, κοσμήματα, ούτε καν τους φακούς επαφής της. Και δεν είχε καμία δουλειά ούτε αυτοκίνητο και ελάχιστα-αν όχι καθόλου-χρήματα. Υποτίθεται ότι μετά την φυγή της δεν επικοινώνησε με κανέναν εκτός από τον σύζυγό της, που όμως νωρίτερα την είχε προδώσει και ταπεινώσει.

«Είναι τελείως γελοίο. Οι άνθρωποι πιστεύω σήμερα θα το καταλάβαιναν», ανέφερε ο Τόμας (ΦΩΤΟ) στο Australian Broadcasting Corporation.

Και πράγματι την περασμένη εβδομάδα, ο δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου τη Νέας Νότιας Ουαλίας το κατάλαβε. Παρόλο που δεν βρέθηκε ποτέ το πτώμα της Λινέτ Ντόσον ακόμα και 40 χρόνια μετά, ο δικαστής Ίαν Χάρισον κατέληξε ότι ο σύζυγός της, ο Κρις Ντόσον, δολοφόνησε την Λινέτ υποκινούμενος από τον έρωτά του για την έφηβη νταντά των παιδιών τους, η οποία ήταν επίσης και μαθήτριά του στο σχολείο που δίδασκε ο ίδιος ως καθηγητής φυσικής αγωγής.

«Δεν έχω καμία αμφιβολία… είμαι πεπεισμένος ότι το μόνο λογικό συμπέρασμα είναι πως η Λινέτ Ντόσον πέθανε στις 8 Ιανουαρίου 1982, ή περίπου τότε, ως αποτέλεσμα μιας συνειδητής ή εκούσιας πράξης που διέπραξε ο Κρίστοφερ Ντόσον», ανέφερε ο δικαστής.

Το podcast που βοήθησε στη λύση του «μυστηρίου»

Παρόλο που ο Τόμας ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την υπόθεση της Ντόσον το 2001, χρειάστηκε να περάσουν 15 χρόνια για να ασχοληθεί επισταμένα με αυτή.

Μέχρι τότε ήδη δύο δικαστικές έρευνες είχαν καταλήξει ότι η Λινέτ Ντόσον δεν ήταν εξαφανισμένα αλλά δολοφονημένο και μάλιστα από κάποιο «οικείο της πρόσωπο». Η δεύτερη μάλιστα έρευνα είχε ζητήσει την ξεκάθαρη ευθύνη του Κρίστοφερ Ντόσον. Και τις δύο φορές ωστόσο, οι εισαγγελείς είχαν αρνηθεί την δίωξη του Ντόσον λέγοντας ότι δεν υπήρχαν αρκετά στοιχεία για να απαγγελθούν κατηγορίες.

Έτσι, το 2016 ο Τόμας άρχισε να μιλά με φίλους της Ντόσον, συγγενείς και γείτονές της καθώς και με την έφηβη που είχε κλέψει τότε την καρδιά του Κρις Ντόσον, η οποία πλέον είχε γίνει η δεύτερη σύζυγός του, και η οποία για λόγους προστασίας των προσωπικών δεδομένων της είναι γνωστή μόνο ως JC.

Επίσης, πήρε συνεντεύξεις με αστυνομικούς που είχαν εμπλακεί στην έρευνα για την εξαφάνισή της, συμπεριλαμβανομένου του αρχηγού της αστυνομίας στην Πολιτεία της Νέας Νότιας Ουαλίας, καθώς και έναν δικαστή ερευνητή που είχε επιμείνει ιδιαίτερα για να απαγγελθούν οι κατηγορίες στον σύζυγο.

Το αποτέλεσμα ήταν μια σειρά podcast που κυκλοφόρησε στο The Australian-μια από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της Αυστραλίας- με τίτλο «The Teacher's Pet». Το podcast ανέλυε την υπόθεση εξετάζοντας αναφορές για σωματική κακοποίηση του Ντόσον κατά της συζύγου του και ισχυρισμούς ότι είχε προσλάβει έναν πληρωμένο δολοφόνο για να την σκοτώσει.

Το podcast κυκλοφόρησε στα μέσα του 2018 και αποτέλεσε τεράστια επιτυχία. Κέρδισε μάλιστα το ανώτερο βραβείο δημοσιογραφίας της χώρας και «κατέβηκε» πάνω από 60 εκατομμύρια φορές, μπαίνοντας στα πιο δημοφιλή podcast όλου του κόσμου.

«Η Λιν και ο Κρις Ντόσον μοιάζουν να έχουν τον τέλειο γάμο. Εκείνος, αστέρι του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου και πολύ αγαπητός καθηγητής γυμνασίου. Εκείνη, μια αφοσιωμένη σύζυγος και μητέρα. Μοιράζονταν ένα όμορφο σπίτι πάνω από τις βόρειες παραλίες του Σίδνεϊ. Αλλά όταν η Λιν εξαφανίζεται, σκοτεινά μυστικά θάβονται. Δεν είναι παραμύθι, αλλά μια δυσώδης ιστορία δίδυμων αδερφών με νοσηρές σχέσεις με έφηβες μαθήτριες και μιας πιθανής δολοφονίας. Ο Αυστραλός δημοσιογράφος Χέντλεϊ Τόμας σκάβει βαθιά σε μια υπόθεση που παραμένει ανεξιχνίαστη εδώ και 36 χρόνια (σημ. το 2018), αποκαλύπτοντας νέα εντυπωσιακά στοιχεία», ήταν τα λόγια με τα οποία ξεκινούσε το podcast.

Ο Τόμας τόνιζε τις ανακολουθίες στους ισχυρισμούς του Ντόσον παρουσιάζοντάς τον ως πιθανό δολοφόνο, ενώ συμπεριέλαβε και μια εικασία για το πώς θα μπορούσε να έχει ξεφορτωθεί το πτώμα. Παράλληλα, έκανε λόγο για νέα στοιχεία που έδειχναν ότι ο Κρίστοφερ Ντόσον μπορεί να δολοφόνησε την σύζυγό του, προκειμένου να συνεχιστεί η σχέση του με μια πρώην μαθήτριά του. Επίσης, σημείωσε τα «σοβαρά λάθη» της αστυνομίας στην έρευνα για την υπόθεση, όπως και την αποτυχία της εισαγγελίας να ασκήσει δίωξη στον σύζυγο, παρότι δύο δικαστικές έρευνες έδειχναν ότι ήταν υπεύθυνος για τον θάνατο της Λινέτ Ντόσον.

Λίγους μετά την κυκλοφορία του podcast, απαγγέλθηκαν τελικά κατηγορίες κατά του Ντόσον.

Η αστυνομία είχε προσπαθήσει για χρόνια να διαλευκάνει την υπόθεση και γι’ αυτό πολλοί απ’ όσους μίλησαν στο podcast το έκαναν ελπίζοντας να αποδοθεί τελικά δικαιοσύνη. Αυτή ήρθε τελικά στις 30 Αυγούστου 2022, όταν ο Ντόσον κρίθηκε ένοχος για την δολοφονία της συζύγου του.

Ο αδερφός της Ντόσον, Γκρεγκ Σιμς, ευχαρίστησε τον Τόμας επειδή «έδωσε φωνή στην αδερφή του και βοήθησε να καθαρίσει το όνομά της». «Αγαπούσε την οικογένειά της και δεν την άφησε ποτέ με τη θέλησή της. Αντίθετα, προδόθηκε από τον άντρα που αγαπούσε», δήλωσε ο Σιμς.

Ο 73χρονος, σήμερα, Κρίστοφερ Ντόσον επιμένει ότι δεν εμπλέκεται στην εξαφάνισή της και πολύ περισσότερο στο θάνατό της.


Η εισαγγελία ωστόσο υποστήριξε ότι δολοφόνησε τη σύζυγό του για να συνεχιστεί η σχέση του με την JC, την μπέιμπι σίτερ της οικογένειας, πρώην μαθήτριά του όταν εκείνος ήταν καθηγητής φυσικής αγωγής. Ο δικαστής συμφώνησε με την εισαγγελία ότι ο Ντόσον είχε αποκτήσει εμμονή με την έφηβη ερωμένη του και ότι δολοφόνησε την σύζυγό του για να διασφαλίσει ότι θα μπορούσε να συνεχιστεί η σχέση.

«Το δικαστήριο είναι πεπεισμένο ότι η προοπτική να χάσει την νεαρή κοπέλα τον βύθιζε σε απελπισία που τελικά τον κυρίευσε ώστε αποφάσισε τελικά να σκοτώσει τη γυναίκα του», αναφέρεται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Νέας Νότιας Ουαλίας.

Τα ευρήματα, σημείωσε ο δικαστής Ίαν Χάρισον, «ενισχύθηκαν» από τα ψέματα που είπε ο Ντόσον μετά τη δολοφονία της συζύγου του. Μεταξύ άλλων, ο Ντόσον δήλωνε τότε ότι ήθελε να συνεχιστεί ο γάμος του με την Λινέτ Ντόσον, αλλά σύντομα επισημοποίησε τη σχέση του με την πρώην μαθήτριά του. Παράλληλα, ο δικαστής τόνισε τα ψέματα που είπε ο Ντόσον θέλοντας να δείξει ότι η Λινέτ ήταν ακόμη ζωντανή και ότι μπορεί να έφυγε από το σπίτι τους οικειοθελώς. Ο δικαστής είπε ότι δεν μπορούσε να δεχθεί ως αληθινή την περιγραφή που έδωσε ο Ντόσον για τη σύζυγό του και τα όσα του είχε πει πριν εξαφανιστεί όπως ότι χρειαζόταν περισσότερο χρόνο, ότι ήθελε να ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα και ότι δεν έπρεπε να ανησυχεί γι’ αυτήν.

«Κατά την άποψή μου αυτές οι συζητήσεις δεν έχουν πραγματικό περιεχόμενο και είναι γεμάτες με κλισέ», ανέφερε ο δικαστής Χάρισον.

Ο δικαστής απέρριψε την πιθανότητα η Λινέτ Ντόσον να εγκατέλειψε τον σύζυγο και τα παιδιά τους, για να εξαφανιστεί χωρίς να αφήσει ίχνη. Ο Χάρισον σημείωσε μεταξύ άλλων ότι η γυναίκα λάτρευε τα παιδιά της, ήταν ψυχολογικά σταθερή, όπως και ότι δεν πήρε ρούχα ή προσωπικά αντικείμενα μαζί της και πως είχε κάνει σχέδια για το μέλλον.

Επίσης, απέρριψε τους ισχυρισμούς ότι η Λινέτ Ντόσον εθεάθη ζωντανή μετά τον Ιανουάριο του 1982 ή ότι είχε επικοινωνήσει με τον σύζυγό της, όπως είχε υποστηρίξει εκείνος. «Είναι εντελώς παράλογο», σημείωσε ο δικαστής, «το μόνο πρόσωπο που θα κρατούσε επαφή φεύγοντας από το σπίτι της να είναι το ίδιο άτομο που ήταν ο λόγος της φυγής της. Τα στοιχεία με πείθουν ότι η Λινέτ Ντόσον είναι νεκρή και ότι δεν εγκατέλειψε οικειοθελώς το σπίτι της», τόνισε ο Χάρισον.

Το χρονοδιάγραμμα της υπόθεσης

H Λινέτ και ο Κρίστοφερ Ντόσον ήταν μαζί από την ηλικία των 16 ετών. Ο Κρίστοφερ ή αλλιώς Κρις και ο δίδυμος αδερφός του Πολ ήταν από μικρά αστέρια στις ομάδες ράγκμπι του σχολείου τους καριέρα που ακολούθησαν μετά και ημιεπαγγελματικά παίζοντας στην ομάδα Newtown Jets.

Το 1975 μάλιστα τα αδέρφια Ντόσον και οι σύζυγοί τους είχαν εμφανιστεί στην εκπομπή του ABC, Chequerboard, συζητώντας πώς οι στενοί δεσμοί των διδύμων επηρεάζουν τις ζωές τους. Όταν τα αδέρφια αποσύρθηκαν από την ενεργό αθλητική δράση άρχισαν να εργάζονται ως καθηγητές φυσικής αγωγής σε Λύκεια. Ωστόσο και για τους δύο υπήρχε η φημολογία ότι είχαν εμπλακεί σε ανάρμοστες σεξουαλικές σχέσεις με μαθήτριές τους.


Μια από τις μαθήτριες του Κρις ήταν και η JC, η οποία ενώ φοιτούσε ακόμα στο σχολείο ανέλαβε να προσέχει τις ανήλικες κόρες του καθηγητή της. Τότε αναπτύχθηκε μεταξύ τους ερωτικός δεσμός.

Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα της υπόθεσης που παρουσίασε η εισαγγελία και το οποίο αποδέχθηκε ο δικαστής, περίπου στις 22 Δεκεμβρίου 1981 ο Ντόσον και η JC ταξίδεψαν από το Σίδνεϊ στο Κουίνσλαντ σε μια απόπειρα να ξεκινήσουν εκεί μια νέα ζωή. Ωστόσο αυτό απέτυχε, όταν η JC άρχισε να μην νιώθει καλά και είπε ότι της έλειπε η οικογένειά της.

Αφού γύρισαν σπίτι είπε στον Ντόσον ότι ήθελε να τερματίσει τη σχέση, κάτι που ο ίδιος αρνήθηκε. Το ζευγάρι πέρασε μαζί την ημέρα των Χριστουγέννων και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.

Την Πρωτοχρονιά ή στις 2 Ιανουαρίου 1982, η JC πήγε στο South West Rocks με τις αδελφές της και φίλους. Επικοινωνούσε κάθε ημέρα τηλεφωνικά με τον Ντόσον, όπως της είχε ζητήσει εκείνος.

Η Λινέτ μίλησε τηλεφωνικά με την μητέρα της στις 8 Ιανουαρίου 1982 και αυτή ήταν η τελευταία φορά που κάποιος θα μιλούσε με τη γυναίκα. Κανόνισαν να συναντηθούν με όλη την οικογένεια στα Northbridge Baths την επόμενη ημέρα, ωστόσο η Λινέτ δεν εμφανίστηκε ποτέ. Γι’ αυτό η εισαγγελία κατέληξε ότι ο Ντόσον σκότωσε την Λινέτ στις 8 Ιανουαρίου 1982.

Μεταξύ 10-12 Ιανουαρίου 1982 ο Ντόσον παρέλαβε την JC από το South West Rocks και την πήγε πίσω στο Σίδνεϊ. Της είπε: «Η Λιν έφυγε, δεν θα γυρίσει. Έλα πίσω στο Σίδνεϊ, βοήθα να φροντίσω τα παιδιά και ζήσε μαζί μου».

Η JC δύο μέρες μετά τη δολοφονία της Λινέτ μετακόμισε στο σπίτι των Ντόσον με το πρόσχημα να προσέχει τα παιδιά σε μόνιμη βάση.

Ο Κρις Ντόσον δεν ενημέρωσε τις αρχές για την εξαφάνιση της συζύγου του παρά έξι εβδομάδες μετά στις 18 Φεβρουαρίου 1982. Υποστήριξε ότι είχαν προβλήματα στον γάμο τους και γι’ αυτό η γυναίκα του τον παράτησε. Μάλιστα δήλωσε στις αρχές ότι η Λινέτ είχε ενταχθεί σε μια θρησκευτική οργάνωση υπονοώντας ότι ίσως έχει φύγει μαζί τους. Τελικά, ο Ντόσον προχώρησε στην έκδοση διαζυγίου, το οποίο οριστικοποιήθηκε το 1983. Ένα χρόνο μετά παντρεύτηκε με την JC.

Βοήθεια ή τροχοπέδη;

Η ειρωνεία ωστόσο είναι ότι ενώ το podcast ανέδειξε την υπόθεση την ίδια στιγμή έθεσε σε κίνδυνο τις διαδικασίες για να αποδοθούν κατηγορίες κατά του Ντόσον.

Οι συνήγοροι του Ντόσον υποστήριξαν φτάνοντας μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας ότι η υπόθεση θα έπρεπε να απορριφθεί. Σύμφωνα με αυτούς τα όσα ακούγονταν στο podcast, στοχοποιούσαν εξ αρχής τον Ντόσον ως δολοφόνο και έτσι αυτός δεν θα μπορούσε να έχει ποτέ δίκαιη δίκη καθώς όλοι οι δικαστές και οι ένορκοι θα ήταν προκατειλημμένοι εναντίον του.

Υποστήριξαν επίσης ότι η φερόμενη δολοφονία είχε συμβεί πριν από σημαντικό χρονικό διάστημα, ότι υπήρξε αλλοίωση στοιχείων ή/και σκευωρία ανάμεσα στους μάρτυρες κατηγορίας.

Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι το «The Teacher's Pet» ήταν όντως προβληματικό για διάφορους λόγους, όπως αναφέρει ο καθηγητής Νομικής στο πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, Τζέρεμι Γκανς.

Πρώτα απ’ όλα μετέδωσε ένα μεγάλο αριθμό στοιχείων-συμπεριλαμβανομένου και εικασιών- τα οποία δεν θα μπορούσαν να έχουν γίνει ποτέ δεκτά σε μια επίσημη δίκη.

Υπήρχε επίσης η ανησυχία ότι όντως το εξαιρετικά δημοφιλές podcast θα δημιουργήσει προκαταλήψεις κατά του Ντόσον μεταξύ των πιθανών ενόρκων αλλά και ότι θα επηρεάσει τις καταθέσεις των μαρτύρων.

Στη συνέχεια ο δημοσιογράφος και η αστυνομία συνεργάστηκαν ώστε να διαπιστωθεί αν ο Τόμας είχε επηρεάσει τους εισαγγελείς με την έρευνά του. Τελικά, ο δικαστής Χάρισον υποστήριξε κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης της ετυμηγορίας του στις 30 Αυγούστου ότι η προσέγγιση του Τόμας στην ιστορία δεν ήταν καθόλου ισορροπημένη.

«Οι δικαστές συμπέραναν ότι η οπτική του Χέντλεϊ Τόμας δεν ήταν απλώς αυτή του ρεπόρτερ. Προωθούσε μια συγκεκριμένη ρητορική και ήταν πολύ πρόθυμος να τους πείσει όλους, συμπεριλαμβανομένου των εισαγγελέων, για την ενοχή του Κρις Ντόσον», ανέφερε ο Γκανς.

«Ορισμένοι είπαν ότι δεν τον ενδιέφερε καθόλου το τεκμήριο της αθωότητας και αμφισβήτησαν την δημοσιογραφική του ηθική», συμπλήρωσε.

Ο Τόμας από την πλευρά του χαρακτήρισε αυτήν την αρνητική κριτική εναντίον του ως άδικη, αλλά ύστερα από τη συμβουλή των εισαγγελέων κατέβασε από το διαδίκτυο το podcast του πριν ξεκινήσει η δίκη του Ντόσον.

Το δικαστήριο από την πλευρά του καθυστέρησε την έναρξη της δίκης ελπίζοντας ότι το ενδιαφέρον που είχε προκαλέσει το podcast γύρω από την υπόθεση θα καταλαγιάσει. Παράλληλα, ορίστηκε ότι ο Ντόσον θα δικαστεί ενώπιον ενός δικαστή αντί ενός σώματος ενόρκων. Και οι δύο αυτές αποφάσεις δεν ήταν ιδανικές, ανέφερε ο Γκανς.

Πρώτα απ’ όλα κατά τη διάρκεια αυτής της αναβολής της δίκης πιθανοί μάρτυρες έφυγαν από τη ζωή. Από την άλλη οι δίκες ενώπιον ενός μόνο δικαστή είναι λιγότερο πιθανό να καταλήξουν σε καταδίκη. Οι δικαστές, σε αντίθεση με τους ενόρκους, πρέπει να εξηγήσουν αναλυτικά το σκεπτικό τους και τείνουν να έχουν έναν αυστηρότερο ορισμό του τι συνιστά βάσιμη αμφιβολία.

«Για τους ενόρκους, το γεγονός ότι δεν χρειάζεται να δώσεις αιτιολογία για την καταδίκη σημαίνει ότι μπορείς να βασιστείς λίγο περισσότερο στο ένστικτό σου. Πάντα πίστευα ότι ένα σώμα ενόρκων ήταν πιο πιθανό να εκδώσει μια καταδικαστική απόφαση σε σχέση με έναν δικαστή», ανέφερε ο Γκανς.

Όταν τελικά ο δικαστής Χάρισον καταδίκασε τον Ντόσον, ο Γκανς είπε ότι εξεπλάγη. Ωστόσο, τόνισε ότι αυτές οι αποφάσεις είναι εύκολο να ανατραπούν μετά από έφεση.

«Υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι που μπορείς να χρησιμοποιήσεις για μια έφεση και να ανατρέψεις την απόφαση και τώρα ο Ντόσον τους έχει», συμπλήρωσε ο Γκανς.

Οι δικηγόροι του Ντόσον έχουν ήδη υποβάλει αίτημα για έφεση.

Ο δικαστής Χάρισον στην απόφασή του πάντως επισήμανε ότι το podcast «μπορεί να έχει καταστήσει άχρηστα μερικώς ή πλήρως κάποια αποδεικτικά στοιχεία». Παράλληλα, ο ίδιος αγνόησε πολλές από τις νέες πληροφορίες που είχε αποκαλύψει το podcast.

Αυτό που λέει ο Τόμας από την πλευρά του ότι προσπάθησε να κάνει είναι να αποδώσει δικαιοσύνη.

«Η ιδέα ότι το νομικό σύστημα δικαιοσύνης μπορεί να τα καταφέρει και να μην χάσει τίποτα είναι ένα ψέμα», ανέφερε ο ίδιος στο The Australian.

«Πάντα υπάρχει πολύ περισσότερο υλικό, πολλοί περισσότεροι μάρτυρες στους οποίους μπορείς να μιλήσεις, πιο πολλά στοιχεία να βρεις. Ο βασικότερος σκοπός μου γι’ αυτά τα podcast είναι να λύσουν εγκλήματα», τόνισε.

Όπως λέει ήταν μια πολύ μεγάλη ανακούφιση γι’ αυτόν η απόφαση του δικαστή Χάρισον.

«Όταν ο πέλεκυς της δικαιοσύνης έπεσεσ τον Κρις Ντόσον και κηρύχθηκε ένοχος από τον δικαστή ήταν μια πολύ δυνατή στιγμή», ανέφερε στο Seven.

«Δολοπλοκούσε, χειραγωγούσε και έλεγε ψέματα για τουλάχιστον 40 χρόνια. Ελπίζω ότι θα τιμωρηθεί κατάλληλα», κατέληξε αναφερόμενος στην απόφαση της ποινής του που θα ανακοινωθεί στις 11 Νοεμβρίου. Ωστόσο, δεν είναι ακόμα γνωστό πώς θα εκτίσει την ποινή του καθώς ο Ντόσον έχει εμφανίσει ήδη τα πρώτα δείγματα άνοιας.