Οι μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν τον ξεριζωμό και την Μικρασιατική Καταστροφή

Περισσότερο από έναν αιώνα μετά την Μικρασιατική Καταστροφή οι πληγές μοιάζουν να είναι ακόμα φρέσκιες και οι μαρτυρίες των ανθρώπων που τις έζησαν συνεχίζουν να συγκλονίζουν


15 Μαΐου 1919

Ο ελληνικός στρατός φτάνει στην Σμύρνη και εκατοντάδες Έλληνες – κι όχι μόνο- τον υποδέχονται με ενθουσιασμό και επευφημίες στην προκυμαία. Με απόφαση του «Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου» των νικητών συμμάχων του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου ο στρατός είχε αναλάβει το καθήκον για την διατήρηση της τάξης στην ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης. Αν και ορισμένοι μεμονωμένοι «ελεύθεροι σκοπευτές» των Τούρκων ανοίγουν πυρ από τις κρυψώνες τους εναντίον του πλήθους και δύο εύζωνες πέφτουν νεκροί λίγο αφού έχουν πατήσει το πόδι τους στην προκυμαία τίποτα δεν μπορεί να μειώσει την αισιοδοξία στον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής.

Η Φιλιώ Χαιδεμένου πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία και ιδρύτρια του Λαογραφικού Μικρασιατικού Μουσείου στο Άλσος Νέας Φιλαδέλφειας είχε πει για την υποδοχή των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919:

«Όλη νύχτα ράβαμε σημαίες. Θέλαμε τους Έλληνες να τους ντύσουμε να τους βάλουμε στα σπίτια μας. Οι μικρασιάτες τους υποδέχτηκαν σαν Βυζαντινούς αυτοκράτορες.  Με αγκαλιές, λουλούδια και γλυκά τους υποδέχτηκαν. Οι γυναίκες είχαν βγάλει τα στεφάνια τους και στεφάνωναν τους ναύτες. Αυτή η χαρά που αισθανθήκαμε δεν λέγεται με λόγια. Τα δικά μας παιδιά πηγαίναν εθελοντές. Τρία χρόνια περάσαμε με τους Έλληνες».

27 Αυγούστου 1922

Ο τουρκικός στρατός φτάνει στη Σμύρνη και χιλιάδες Έλληνες – κι όχι μόνο- προσπαθούν να σώσουν τη ζωές τους και να ξεφύγουν. Μια μέρα πριν οι Έλληνες είχαν μαζευτεί και πάλι στην προκυμαία της Σμύρνης αποχαιρετώντας αυτή τη φορά με λυγμούς τους Έλληνες στρατιώτες που έφευγαν άρον άρον από την περιοχή μετά την αποτυχία της Μικρασιατικής Εκστρατείας και την αντεπίθεση των Τούρκων.

Ο Αμερικανός συγγραφέας και φωτογράφος Έντουαρντ Μπιέρστατ, ο οποίος βρισκόταν στη Σμύρνη, έγραφε για εκείνες τις πρώτες στιγμές που ο τουρκικός στρατός μπήκε στην πόλη: «Οι πρώτοι που εισήλθαν ήταν ντυμένοι στα μαύρα, φορούσαν μαύρα φέσια με κόκκινο μισοφέγγαρο και άστρο, ήταν έφιπποι και έφεραν μακριά γιαταγάνια. Με σηκωμένο το ένα χέρι, φώναζαν στους κατοίκους να μη φοβούνται. Αλλά οι κάτοικοι της Σμύρνης, γνωρίζοντας τη φήμη των Τούρκων, ήταν κατατρομοκρατημένοι. Όλο το πρωί τα τουρκικά στρατεύματα παρέλαυναν στην πόλη και γύρω στις 15.00 το απόγευμα εκείνου του Σαββάτου άρχισαν τις λεηλασίες, τους βιασμούς και τους φόνους, που δεν είναι δυνατό να περιγραφούν με λέξεις».

Μέσα σε τρία χρόνια από την άφιξη του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία τα πάντα έχουν αλλάξει για τον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής. Βέβαια, αυτό που ονομάζουμε «Μικρασιατική Καταστροφή» δεν ξεκίνησε εκείνη την ημέρα του Αυγούστου του 1922. Ο διωγμός των Ελλήνων είχε ξεκινήσει ήδη από το 1914 από τις περιοχές της ανατολικής Θράκης και της δυτικής Μικράς Ασίας, όταν οι Έλληνες αναγκάζονταν να εγκαταλείπουν τις περιουσίες τους είτε διά της βίας είτε διά της ανταλλαγής των πληθυσμών και έφτασε τελικά στην κορύφωσή του το φθινόπωρο του 1922.

Οι μαρτυρίες όλων των Ελλήνων που έζησαν τον διωγμό, τον ξεριζωμό αλλά και την καταστροφή της πόλης της Σμύρνης με την πυρκαγιά της 13ης Σεπτεμβρίου φτάνουν ως σήμερα – σχεδόν έναν αιώνα μετά- και παραμένουν εξίσου ζωντανές και αποκαλυπτικές για να μας θυμίζουν όσα έζησαν και όσα μπορεί να προκαλέσει ο πόλεμος, το μίσος και η απληστία του ανθρώπου.

Διαβάστε επίσης ΕΔΩ: Ιστορικές αναφορές, μαρτυρίες προσφύγων και στοιχεία για τον τρόπο που αντιμετώπισε η Ελλάδα και οι Έλληνες την μεγαλύτερη εθνική συμφορά της σύγχρονης ιστορίας της

Οι κότες τσιμπολογούσαν το ακέφαλο πτώμα

Αλέξης Αλεξίου (Έφυγε από τη Σμύρνη για την Αθήνα):

«Ένα μεσημέρι έγινε μεγάλη φασαρία και κακό, μαθεύτηκε ότι οι Τούρκοι βάλαν φωτιά στη συνοικία της Αρμενίας. Είχα ένα προαίσθημα. Μια κατάθλιψη μου βάραινε την ψυχή και δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Δεν αργήσαμε να δούμε τους πρώτους καπνούς της φωτιάς. Δεν θυμούμαι αν την ίδια μέρα ή έπειτα από μερικές μέρες ο κόσμος άρχισε να φεύγει από τη Σμύρνη, γιατί η φωτιά όλο μεγάλωνε. Από κει φύγαμε∙ πήγαμε και μείναμε στο σπίτι της αδελφής της νενές μου που ήταν στην Πούντα, γιατί εκείνη ήταν παντρεμένη με έναν Ιταλό και βέβαια η οικογένειά της, σαν ιταλική που ήταν, ήταν εξασφαλισμένη.

Δε θυμούμαι ούτε τους λόγους, ούτε την αιτία που ύστερα από λίγες μέρες μας πήρε ο πατέρας μου όλους, εκτός από τον παππού και τη νενέ, και ξεκινήσαμε προς την παραλία της Πούντας, όπου ήταν διάφορα κέντρα. Προχωρήσαμε ακόμη πιο πολύ∙ περάσαμε το νεκροταφείο της Σμύρνης και το γήπεδο του αθλητικού ομίλου Πανιωνίου Σμύρνης. Από κει και πέρα άρχισε να μαζεύεται χιλιάδες κόσμος σε μια πορεία στο δρόμο που ήταν κοντά στην παραλία, με κατεύθυνση προς το Μπαργιακλί. Από το δρόμο προς τη θάλασσα ήταν διάφορα παραλιακά κέντρα. Σε ένα από αυτά είδα κάτι, που όσο ζω δεν θα το ξεχάσω∙ θα έχω τη φοβερή εικόνα, που αντίκρισα μπροστά μου.

Λίγο αριστερά από το δρόμο κι έξω από ένα κέντρο είδα ένα πτώμα ανάσκελα, αποκεφαλισμένο, ντυμένο μόνο μ’ ένα πουκάμισο και μαύρο πανταλόνι∙ το κεφάλι, λίγο πιο πέρα από το σώμα, το τσιμπολογούσαν οι κότες που βόσκαν αδέσποτες. Μια άλλη κότα ήταν ανεβασμένη στο στήθος του πτώματος και τσιμπολογούσε τον κομμένο λαιμό. Σε κάτι τραπέζια, που ήταν πάρα κάτω, ήταν πεταμένα δύο ή τρία πτώματα.

Όλος αυτός ο κόσμος, ο χιλιάδες κόσμος, προχωρούσε προς το Κορδελιό, γιατί διαδίδονταν πως στο Κορδελιό αράζουν διάφορα βαποράκια και σώνουν τον κόσμο. Κατά το απογευματάκι φτιάξαμε στο Μπαργιακλί που κι αυτό είχε εκκενωθεί από τους κατοίκους του. Οι δρόμοι και η πλατεία του χωριού με τα πλατάνια ήταν γεμάτα από κόσμο, που κάθισε να ξαποστάσει. Ο πατέρας μου βρήκε ένα ωραίο άδειο σπίτι και πήγαμε εκεί μαζί με άλλους να περάσουμε τη νύχτα. Αφού μας άφησε, βγήκε όξω να ζητιανέψει τρόφιμα∙ θυμούμαι που μας έφερε σατσόπιτες που του δώσαν άλλοι χριστιανοί. Φαίνεται πως κάπου βρήκαν λίγο αλεύρι, κάναν όπως-όπως λίγο ζυμάρι και το ψήσαν πάνω σε λαμαρίνα με κουκουνάρες που πέφταν από τα πεύκα. Νερά είχε τρεχούμενα. Όταν έπεσε η νύχτα, ήθελα να πάω κάπου, πριν να κοιμηθούμε.


Όλα γύρω πίσσα, σκοτάδι, μέσα κι όξω. Ανάβαμε σπίρτα κι ο πατέρας μου έψαχνε να βρει το αποχωρητήριο∙ στο ίδιο πάτωμα που μέναμε δεν υπήρχε∙ βρήκαμε μια σκάλα. Ανάβει κι άλλο σπίρτο στο σκοτάδι, βρήκε το αποχωρητήριο και με φώναξε να πάω. Ξεκινώ να πάω εγώ εκεί που έβλεπα τη φλόγα του σπίρτου. Το σπίρτο έσβησε, αλλά συγχρόνως σκουντούφλησα σε κάτι μαλακό∙ μπάζω τις φωνές. Ο πατέρας μου άναψε κι άλλο σπίρτο και προχωρούσε προς εμένα. Στο τρεμάμενο φως του σπίρτου είδαμε με φρίκη ότι είχα σκουντουφλήσει σ’ ένα κομμένο χέρι και λίγο πάρα κάτω είδα φευγαλέα ένα πτώμα γυναικείο. Είχε γίνει μέσα εκεί μακελειό. Ο πατέρας μου είπε να μην πω τίποτα απ’ αυτά που είδαμε στη μητέρα. Όταν έφεξε η μέρα, άρχισε ο κόσμος να φεύγει από το Μπαργιακλί με κατεύθυνση προς το Κορδελιό κι έτσι τους ακολουθούσαμε κι εμείς∙ όπως πηγαίναμε όμως, στ’ αριστερά του παραλιακού δρόμου, είδαμε να έρχεται από το Κορδελιό προς τη Σμύρνη τούρκικη καβαλαρία, οπλισμένη με σπαθιά. Κρατούσαν ακόμη στο δεξί τους χέρι ένα ακόντιο μ’ ένα σημαιάκι στην κορφή. Στήριζαν το ακόντιο στον αναβατήρα. Πιο πίσω ακολουθούσαν Τσέτες.

Τότε μας βρήκαν τα χειρότερα∙ οι Τσέτες πέσαν απάνω στον κόσμο και κάναν όλων των ειδών τα εγκλήματα. Χτυπούσαν τους άντρες και τους ζητούσαν παράδες, και μαλαματικά από τις γυναίκες. Αρπούσαν όποια κοπέλα τους σφαντούσε (τους έκανε εντύπωση) και την ντρόπιαζαν∙ φόβος και τρόμος μας έπιασε όλους. Οι καβαλαραίοι μόνο που μας τρόμαξαν, αλλά οι Τσέτες κάναν τα εγκλήματα. Ωστόσο, όπως πηγαίναμε, ένας από τους καβαλαραίους ξέκοψε από τη σειρά του, στάθηκε μπροστά στη μητέρα μου και της είπε σε καθαρά ελληνικά: «τσερά, δώσε μου τα δαχτυλίδια σου». Ο πατέρας κρατούσε αγκαλιά την αδερφή μου κι ένα μπόγο∙ ό,τι άρπαξε φεύγοντας από το σπίτι. Η μητέρα μου από το ένα χέρι κρατούσε τον αδερφό μου, ενώ στο δεξί της χέρι βαστούσε ένα μπόγο στηρίζοντάς τον στην πλάτη της, κι εγώ ένα μπόγο∙ πήγαινα κοντά στη μητέρα μου για να μη χαθούμε.

Έτσι σφάνταζαν τα δαχτυλίδια της μητέρας. Σταθήκαμε και η μητέρα προσπαθούσε να βγάλει τα δαχτυλίδια. Από την ταραχή της όμως και το φόβο της δεν μπορούσε να βγάλει τα δαχτυλίδια. Τότε ο Τούρκος καβαλάρης, επειδή έχασε τη σειρά της, βιαζόταν κι ετοιμάστηκε να κόψει το δάχτυλο της μητέρας με την κάμα του. Ο πατέρας τότε σάλιωσε το δάχτυλο της κι έτσι έβγαλε τα δαχτυλίδια και τα δώσε στον εξαγριωμένο Τούρκο.

Ήταν ο κόσμος θάλασσα, χιλιάδες κόσμος, που έκλαιε και βογκούσε. Προχωρούσαμε όπου προχωρούσαν όλοι, προς το Κορδελιό∙ από κει θα σωθούμε. Αλίμονο σ’ εμάς! Η ελπίδα να σωθούμε από κει, από τη θάλασσα του Κορδελιού, χάθηκε. -Θεέ μου, λυπήσου μας, έλεγε η μητέρα κι έκλαιγε. Ο κόσμος τα ’χασε πια, απελπίστηκε τελείως. Άλλοι κλαίγαν, άλλοι χτυπιούνταν και μοιρολογούσαν κι άλλοι σέρναν τα πόδια τους και σώπαιναν.

Ο βόγγος, ο θρήνος έγιναν ένα δυνατό βουητό. Σε μια στιγμή δεν πιστεύαμε τα μάτια μας∙ γυναίκες πολλές, μια σειρά ατελείωτη από το μπουλούκι που ερχόνταν από το Κορδελιό, σπρώχνοντας η μία την άλλη και σκύφτοντας, τραβούσαν κατά τους ψηλούς βράχους, εκεί στα Πετρωτά. Ώσπου να καλοκαταλάβεις, πηδούσαν και χάνονταν μέσα στη θάλασσα. Πολλές κρατούσαν αγκαλιά και τα μωράκια τους. Πλάι τους, πάνω από τα κεφάλια τους, ήταν οι Τσέτες, έτοιμοι να τις ντροπιάσουν, και ήθελαν να γλυτώσουν από τα χέρια τους, να πέσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν στο γκρεμό, να χαθούνε».

Πίναμε νερό και τα λίπη από το σπασμένο πτώμα κολλούσαν στα χείλη μας

Παναγιώτης Μαρσέλος (Έφυγε από τη Σμύρνη για την Αθήνα)

«Κάποια στιγμή έσπασε η ζώνη και άφησαν τον κόσμο να βγει προς τα όξω. Μετά από δυο-τρεις ημέρες ήρθε μια διαταγή να κατεβούν στην παραλία για να φύγουνε. Διώξαμε τον πατέρα μας, τη μητέρα μας, την αδελφή μας για την παραλία και μείναμε εκεί τα δύο αδέλφια. Μετά από μια ώρα φύγαμε κι εμείς και πήγαμε προς την παραλία. Φτάνοντας στην Πούντα μας πιάσαν Τούρκοι πολίτες και μας κλείσαν μέσα σε κάτι φυλακές. Κατά τις δέκα η ώρα το βράδυ μας βγάλαν και μας πήγαν στο εστιατόριο.

Η σφαγή συνέχιζε∙ γδύναν, παίρναν ρούχα, παπούτσια. Αφήναν τον κόσμο, που δεν εσκότωναν, γδυτό. Το πρωί συγκεντρωθήκαμε πέντε χιλιάδες αιχμάλωτοι. Περνούσαμε από τους τουρκομαχαλάδες. Περάσαμε και από την Οβριακή. Οι Οβραίοι μας αποδοκίμαζαν χειρότερα από τους Τούρκους. Φτάξαμε στον Άγιο Κωνσταντίνο, στα Χιώτικα, όπου άρχισε η μεγάλη σφαγή. Μέσα στις πέντε χιλιάδες ήταν και πενήντα παπάδες. Πρώτα πρώτα άρχισαν να σφάζουν τους παπάδες. Φτάσαμε στον Κουκλουτζά από κάτω, στο δημόσιο δρόμο.

Πιάνει ένας Τούρκος έναν παπά∙ ο παπάς, βλέποντας το θάνατο του, κατορθώνει και παίρνει το μαχαίρι του Τούρκου και τον βάζει κάτω για να τον σφάξει. Τρέξαν τότε οι Τούρκοι αξιωματικοί και γλύτωσαν τον Τούρκο. Φέραν τον παπά πάλι μαζί μας. Δεν πρόλαβε να πάει πέντε βήματα και τον σκοτώσαν. Εκεί, στην ίδια τοποθεσία, έγινε μεγάλη πανωλεθρία. Ξαναγκάστηκε ο αδελφός μου και μού λέει: “Θα πέσω κάτω να με σκοτώσουν, γιατί δεν πρόκειται να ζήσουμε”. Του λέω να κάνει υπομονή, και αν είναι το τυχερό μας, θα μας σκοτώσουνε.

Η σφαγή δε σταματάει. Προχωρούμε για το Μπουρνάρμπασι, όπου φθάσαμε το βράδυ και μας βάλανε σε συρματοπλέγματα. Άρχισαν και παίρναν πέντε πέντε και πηγαίναν και τους σφάζανε. Είχα μαζί μου ένα ψωμί και μέσα είχα μερικά λεπτά. Ήρθε κάποιος και έκοψε το ψωμί και βρήκε τα λεπτά και άρχισε και χτύπαγε τον κόσμο να μαρτυρήσουν ποιανού ήταν το ψωμί. Κανείς δεν μίλησε και δεν μπόρεσε να ανακαλύψει τίνος ήταν το ψωμί. Αφού ο Τούρκος δεν έβρισκε αυτόν που είχε το ψωμί, ήθελε να βρει κανένα ζευγάρι παπούτσια.

Έψαξε στα πόδια μου, γιατί ήμουν κοντά στο ψωμί, βλέπει τα παπούτσια μου που τα είχα κόψει, γιατί με στένευαν και με αρχινάει με το ξίφος στους ώμους. Η σφαγή εξακολουθούσε μέχρι το πρωί. Το πρωί φύγαμε από το Μπουρνάρμπασι. Άρχισαν και γδύναν όλους και τον αδελφό μου. Φτάνοντας ανάμεσα Μπουρνόβα και Μαγνησιά ήταν μια βρύση. Είχαμε τρεις μέρες να πιούμε νερό. Σταματούμε στη βρύση και διατάζουν τον κόσμο να πάει να πιει νερό. Μόλις πήγε ο κόσμος στη βρύση να πιει λίγο νερό, έβαλαν οι Τούρκοι το πολυβόλο και άρχισαν και σκότωναν γραμμή.

Εγώ βλέποντας αυτό, κατεβαίνω στο ποτάμι και πάω σε μια γούβα που είχε νερό μέσα, αλλά κι ένα ελληνικό πτώμα που από την πολυκαιρία είχε πρηστεί και είχε σπάσει. Ωστόσο δεν άντεχα τη δίψα∙ ήπια και γέμισα ένα καπέλο και το πήγα στον αδελφό μου. Ήπιε κι εκείνος και τα λίπη από το σπασμένο πτώμα κολλούσαν στα χείλη μας! Μετά κινήσαμε για τη Μαγνησιά. Εφτάξαμε το βράδυ και παραμείναμε εκεί. Έναν-έναν μας γδύσαν, όπως μας γέννησε η μάνα μας, και ψάχναν όλα τα μέρη των ρούχων, μήπως βρουν χρήματα. Το πρωί μπήκαμε μέσα στη Μαγνησιά.

Εμαζεύτηκαν όλοι οι Τούρκοι με σίδερα στα χέρια, με σπαθιά, και στάθηκαν από τη μια κι από την άλλη άκρια του δρόμου που θα περνούσαμε και ανεβοκατέβαζαν τα σίδερα και τα σπαθιά και όποιος πρόφταινε κι έσκυβε είχε καλώς, όποιος δεν πρόφταινε τον σκότωναν.

Ύστερα μας βάλαν στις αποθήκες κάποιου εργοστασίου. Οι αποθήκες αυτές ήταν από ασβέστη. Όπως επατούσαμε μέσα, σηκωνόταν η σκόνη του ασβέστη και με την αναπνοή μας απορροφούσαμε τη σκόνη του. Είχαν κάνει εγκαύματα τα χείλη μας και το στόμα μας. Δεν άκουγες τίποτε άλλο παρά μόνο τη φράση: “Θεέ μου, νερό!”. […] Τώρα από τις πέντε χιλιάδες μείναν μόνο πεντακόσιοι. Μας δίνουν από εκατό δράμια μπομπότα και ετοιμαζόμαστε να προχωρήσουμε για το Αϊδίνι. Εδιψάγαμε πάρα πολύ. Εκεί που στεκούμαστε, έρχεται ένας Τούρκος και αρχινάει να με γδύνει. Μου τα πήρε όλα και με αφήνει με ένα σωβρακάκι, το οποίο ζήτησε να μου το πάρει κι εκείνο, αλλά τον είπα: “Δεν είναι ντροπή να με γδύσεις τελείως και να περνάω να με βλέπουν οι γυναίκες σας και τα κορίτσια σας;”. Εκείνος μου είπε: “Περίμενε να σου φέρω ένα παλιό να μου δώσεις αυτό”.


Εγώ έπιασα και το έσκισα σε μερικές μεριές και το εγλύτωσα, αυτό κι ένα ζωνάρι, που το έβγαλα και το επρόσφερα σ’ ένα Τούρκο για να μου δώσει λίγο νερό. Ο Τούρκος πήρε το ζωνάρι και μου λέει: “Άνοιξε το χέρι σου”. Ανοίγω το χέρι μου με τις δύο φούχτες να μου ρίξει νερό, και μου λέει: “Όχι και τις δύο φούχτες, μόνο τη μία!”. Μου έριξε λίγο νερό και αφού ήπια τον λέω: “Δεν μου βάνεις λίγο να δώσω και στον αδερφό μου;”. Και μου λέει: “Άνοιξε τη φούχτα σου”. Μου έριξε λίγο∙ άρχισα και φώναζα τον αδερφό μου: “Τρέχα να πιεις νερό”. Ώσπου να έρθει κοντά μου, το νερό είχε φύγει από την παλάμη μου και, για να δροσιστεί, έγλυφε το χέρι μου. […] Στο στόμα μου εφόραγα χρυσά δόντια.

Οι Τούρκοι, όταν δεν εύρισκαν τίποτε άλλο, για να πάρουν, ζητούσαν να βγάζουν τα δόντια των αιχμαλώτων. Ήρθαν να με πιάσουν, να με σφάξουν, για να μου βγάλουν τα δόντια. Εγώ τους έλεγα: “Γιατί να με σφάξετε; Αφήστε να βγάλω εγώ τα δόντια μου και να σας τα δώσω”. Ξαναγκαζόμουν και έπαιρνα μόνος μου πέτρα και εβάραγα μέσα στο στόμα, για να τα βγάλω. Αλλά εστάθη αδύνατο. Εφτάξαμε στο Ντεμίσι. Εκεί μας βγάλαν τη νύχτα να μας ποτίσουν. Εχώρισαν εμένα από τον αδερφό μου και έναν Οντεμίση και μας βγάλαν μια κατηγορία ότι επήγαμε στο χωριό, ερίξαμε χειροβομβίδες και εκάναμε ζημιές. Μας χώρισαν από τους άλλους αιχμαλώτους.

Έβαλαν χωριστή φρουρά και μας φυλούσε. Έρχεται τη νύχτα ένας τσαούσης μ’ ένα σπαθί στα χέρια και μας λέει: “Εσείς οι δυο είσαστε αδέρφια, να σκοτώσω τον ένα, και να πάει ο άλλος στο σπίτι του, εάν γλυτώσει στο δρόμο”. Εσηκώθηκε ο αδερφός μου και του λέει: “Σφάξε εμένα”. Όταν είδε ο τσαούσης αυτό, λέει στον αδερφό μου: “Κάθισε χάμω”. Και λέει εμένα: “Σήκω απάνω, εσύ βρε!”. Εσηκώθηκα απάνω, ασφαλώς περιμένοντας τον θάνατό μου, αλλά μου λέει: “Δάγκασε το αυτί του Οντεμισλή, να του το κόψεις με τα δόντια σου”.

Τι να έκανα εγώ; Εξαναγκάστηκα και του δάγκωσα λίγο το αυτί και τον έσπρωχνα με το γόνατό μου ώστε να φωνάζει. Αλλ’ αυτός δεν μιλούσε καθόλου και ο τσαούσης το κατάλαβε. Σηκώνει τότε το σπαθί και μου λέει: “Κερατά γκιαούρη, με κοροϊδεύεις”. Αλλά προτού κατεβάσει το σπαθί, ξαναγκάστηκα να δαγκώσω δυνατότερα το αυτί του και, από τους πολλούς τους πόνους, ο άνθρωπος εφώναζε από τη γη ως τον ουρανό. Μας άφησε και έφυγε ο τσαούσης. Μετά από δέκα λεπτά ήρθανε και σφάξανε τον Οδεμισλή!».

Μπήκαν οι Τούρκοι, σφάξαν τον πατέρα μας, τη μάνα μας, το θείο μας, τη θεία μας και τα τρία αδέλφια μου

Θεοδώρα Κοντού (Έφυγε από την Κριτζαλιά και ήρθε στην Αθήνα)

«Κατεβήκαμε από το χωριό στη Σμύρνη. Λέγαμε πως θα γυρίσομε πίσω. Πήγαμε να ακουμπήσουμε στην εκκλησία του Άι-Γιάννη. Ήταν εκεί πολύς κόσμος. Ένας γνωστός του πατέρα μου μας πήρε στο σπίτι του. Εκεί καθίσαμε. Αυτός πήρε τους δικούς του κι έφυγε χωρίς να μας πει τίποτε∙ έφυγε κρυφά. Μπήκαν οι Τούρκοι, σφάξαν τον πατέρα μας, τη μάνα μας, το θείο μας, τη θεία μας και τα τρία αδέλφια μου.

Εγώ, με τα πιο μικρά αδερφάκια μου, το ένα ήταν δυόμισι χρονών και το άλλο τρεισήμισι, ήμασταν χωμένα κάτω από ένα παταράκι και δεν μας είδαν. Καθίσαμε εκεί δώδεκα μέρες∙ ούτε φαΐ, ούτε νερό. Το σπίτι είχε κάτι σα νεροχύτη και κυλούσε μέσα ένα τρεχούμενο νερό. Τι να κάνω; Να βρέξω τα χείλη μου ήθελα. Άπλωσα τον ποδόγυρο μου απάνω, έπιανα με το χέρι μου τη μύτη μου και έπινα μια γουλιά∙ από τη βρώμα σου ’ρχονταν εμετός. Το ένα αδερφάκι μου ήτανε τραυματισμένο με σφαίρα στο πόδι του.

Όσο περνούσαν οι μέρες τα πτώματα πρήζουνταν, ντουμπάνιαζαν και βρωμούσαν αφάνταστα. Μπαίναν οι Τουρκάλες για να κλέψουν και δεν μπορούσαν να προχωρήσουν. Κλέβαν ό,τι μπορούσαν∙ κότες, κουτάλια, μπακίρια και φεύγαν χωρίς να μας δούνε. Κάποτε μου ’ρθε έτσι σα Θεού φώτιση και βγήκα λίγο παρά όξω. Τότες είδα πολύ κόσμο που έφευγε, έπαιρνε των ομματιών του. Έκανα το σταυρό μου, πήρα στην πλάτη μου το τραυματισμένο αδερφάκι μου και από το χέρι το άλλο και βγήκα στο δρόμο. Έτρεχα να φτάξω τους άλλους, τους πολλούς. Εκεί βλέπω μια κοπέλα που κάθονταν σ’ ένα σωρό πέτρες. Της φώναξα, ήθελα έναν άνθρωπο να με βοηθήσει, να του μιλήσω. Αυτή η κοπέλα τίποτα∙ έστεκε ακούνητη. Εγώ δεν την πρόσεξα∙ μόνο ακόμα της μιλούσα.

Την έβλεπα που γούρλωνε τα μάτια της, μα δεν πήγε πουθενά το μυαλό μου∙ την προσέχω. Και τι να δω! Την είχαν χώσει ένα ξύλο από πίσω και έβγαινε από το στόμα της. Τότες ήταν που έτρεχα ακόμη πιο πολύ. Τι να κάνω με τα δύο μωρά; Μπήκα μέσα στην εκκλησία, μα επειδή βρωμούσαμε πολύ σάπιο αίμα, το πόδι του παιδιού, τα μαλλιά μας, τα ρούχα μας, μας διώξαν από την εκκλησία. Τι να κάνουμε; Ζαρώσαμε σαν τα σκυλάκια σ’ ένα παραγκώνι. Πάνε τόσα χρόνια, μα δεν τα ξεχνώ. Θαρρώ πως είναι τούτη η ώρα. Κλάψαμε, θρηνήσαμε, τα ’παμε, τα ξανάπαμε! Η μάνα μου δεν πέθανε την ίδια ώρα σαν τους άλλους. Της είχαν χύσει τα έντερα, την είχαν περιχύσει τα αίματα και κείνη με αρμήνευε και μου ’λεγε: “Παιδάκι μου, άμα δεις τα σκούρα, να πέσεις στη θάλασσα”. Έβγαλε και από την τσέπη της και μου ’δωσε το πορτοφόλι της και μια φωτογραφία περιχυμένη στα αίματα∙ την έχω ακόμη».

Πολλές αναγκάστηκαν και πνίξαν τα παιδιά τους για να μη φωνάζουν και φανερώσουν τους κρυμμένους

Σαρούλα Σκύφτη (Έφυγε από το Ερίκιοϊ και ήρθε στην Αθήνα)

«Ως το πρωί κάηκε η Αγία Φωτεινή. Να κλαίνε τα παιδιά, να τσιρίζουνε. Η καλή μας η τύχη∙ δυο σκοποί, ο ένας ήταν πολύ πονόψυχος κι είπε στο σύντροφό του: “Δεν μπορώ ν’ ακούω τα παιδιά να τσιρίζουν και να καίγουνται. Εσύ κάτσε”. Και γύρισε σ’ εμάς. “Εγώ πάω για καλό σας. Μη κάνετε απόπειρα να φύγετε. Θα φέρω διαταγή και θα σας βγάλω”. Όπως και το ’κανε. Πήγε κι έκανε τα παράπονα: πώς μπορείς να σταθείς; Πέφτουν φωτιές απάνου τους. Έφερε τη διαταγή και μας είπε: “Φύγετε, όσοι θέλετε”. Έπρεπε να φύγουμε μόνο από μια πόρτα, γιατί η διαταγή δεν ήταν γενική. Σπρωξιές, φωνές, αλαλαγμοί. Όλος εκείνος ο κόσμος να κοιτά να βγει από μια πόρτα.

Βγήκαμε στην παραλία. Ώσπου να ξημερώσει, καθούμασταν εκεί. Στη νύχτα άκουγες τις φωνές των ανθρώπων που πήγαιναν οι Τούρκοι να ψάξουν για καμιά κοπέλα, για χρήματα. Σα ρίχναν τα βαπόρια φωτοβολίδες, σταματούσαν για λίγο, ύστερα πάλι συνέχιζαν∙ αυτή η δουλειά γίνουνταν ώσπου να ξημερώσει ο Θεός τη μέρα. Πολλές αναγκάστηκαν και πνίξαν τα παιδιά τους για να μη φωνάζουν και φανερώσουν τους κρυμμένους. Σφάζαν όπου μπαίναν. Τ’ ακούγαμε κι εμείς πως μια πατριώτισσά μας έχασε μ’ αυτό τον τρόπο ένα παιδάκι. Τρέξαμε από δω κι από κει, μπας και βρούμε το γαμπρό μου. Δε μπορέσαμε, φοβούμαστε και τους Τούρκους. Βρήκαμε τη νύφη μας και το συμπέθερό μας. Μπήκαμε σε μια μαούνα και βγήκαμε στο Καρσίακα, στη θεία μου. Σαν μας είδαν, κλαίγαν. Κοντά ήταν μια φραγκοκλησιά∙ ο φραγκόπαπας τους αγαπούσε, ήταν καλός άνθρωπος. Τους έδωσε μια γαλλική σημαία και δεν έρχουνταν μέσα οι Τούρκοι».

Οι μαχαλάδες πλημμύρισαν στο αίμα

Ελένη Καραντώνη (Έφυγε από το Μπουνάρμπασι)

Άρχισε ο στρατός μας να φεύγει. Χτυπούσαν τις πόρτες μας και ζητούσαν ρούχα για να βγάλουν το χακί από πάνω τους. Πόσους δεν ντύσαμε! Οι μεγάλοι οι δικοί μας ξεκουμπίστηκαν και φύγανε κι αφήσαν τον κόσμο στο έλεος του Θεού. Εφταναν οι στρατιώτες ξυπόλυτοι, γυμνοί, κουρελιασμένοι, πρησμένοι, νηστικοί. Οι Τούρκοι κατεβαίναν και σφάζαν τους Ελληνες. Το ίδιο έκαναν και οι δικοί μας. Παντού φωτιά και μαχαίρι άκουες και έβλεπες. Από τους κατοίκους του Μπουνάρμπασι έμειναν καμιά δεκαριά οικογένειες… Μερικοί κατάφεραν να φύγουν, σέρνοντας με την κοιλιά προς το Σικλάρι και από κει στη Σμύρνη. Τους άλλους όλους τους ατιμάσανε, τους σφάξανε, τους κρεμάσανε, τους κάψανε. Κι εκείνους που κατάφεραν από το Σικλάρι να φτάσουν στη Σμύρνη, όταν ήρθε ο Κεμάλ, τους έπιασε και τους έσφαξε.

Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακριά. «Μη φοβάστε είναι μακριά», μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε. Σ’ ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σε μας. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο. Φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι Τσέτες βρίσκονταν στη μέση, και σφάζαν και σκοτώναν. Τη νύχτα οι Τσέτες έκαναν επίθεση ν’ αρπάξουν, να σφάξουν, ν’ ατιμάσουν. «Βοήθεια! Βοήθεια!», φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Εριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν για λίγο. Τη νύχτα θέλαμε να πάμε προς νερού μας. Πήγαμε λίγο πιο έξω, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα. Γύρω γύρω, στα χείλια της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά, και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια. Επαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρια της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα στη χαβούζα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω γύρω. Ηταν φοβερό. Οσοι το είδαν τρελάθηκαν. Το τρελοκομείο γέμισε από τρελούς σαν ήρθαμε. Εκεί σ’ αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδελφό μου τον έσφαξαν στο χωριό. Εβγαλαν, μετά, ιταλικά και ελληνικά πλοία και μας πήραν. Πόσους; Ούτε ένα είκοσι τοις εκατό δεν επήραν. Τέτοια καταστροφή δεν είδαν τα μάτια μου!».

Αποχαιρετώντας του πεθαμένους

Αννίκα Χαριτωνίδου (Έφυγε από το Κέσι και ήρθε στη Νίκαια)

«Πριν φύγουμε, η επιτροπή, κι ήταν επιτροπή ο κουνιάδος μου, ο δάσκαλος, κι ο παπάς, γύριζαν και έγραφαν τα χτήματά μας, αμπέλια, κήπους, σπίτια. Μετά πήγαμε στο Βέξε και κοινωνήσαμε γιατί δεν είχαμε δικό μας παπά. Ο παπάς του Βέξε, ο παπα-Ισαάκ, ερχότανε μια φορά τη βδομάδα στο χωριό μας και λειτουργούσε. Αυτή τη φορά πήγαμε εμείς στο Βέξε και κοινωνήσαμε, που θα μπαίναμε στο δρόμο. Μια μέρα φέραμε τον παπά στο νεκροταφείο και διάβασε τα μνήματά μας, γιατί να χωριστούμε ήτον. Κλάψαμε πολύ στα μνήματα. “Φεύγομε εμείς και σας αφήνομε μέσα στους Τούρκους”. Κείνη τη μέρα η ψυχή μας είχε πολύ βάρος. Η επιτροπή μάζεψε μετά τα πράματα της εκκλησίας. Έκαψε τις παλιές εικόνες κι όσα βιβλία ήταν παλιά. Τα άλλα κειμήλια τα μαζέψανε και τα φέραμε. Το σταυρό και τον επιτάφιο τα είχα βάλει στο δικό μου σεντούκι. Τα άλλα πράγματα τα φρόντισε ο κουνιάδος μου ο δάσκαλος...

Με τα πράματα της εκκλησίας είχα δώσει και μια δική μου εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνα. Ήταν πολύ μεγάλη και δε χωρούσε στο δικό μου σαντούκι. Σαν ήρθαμε, έδωσα στον κουνιάδο μου το σταυρό και τον επιτάφιο. Κάποιος πήγε και τα πήρε από το σπίτι του μαζί με τα άλλα πράματα της εκκλησίας. Μαζί με αυτά πήγε και η δική μου εικόνα, που ήταν πολύ παλιά. Που φεύγαμε από το σπίτι μας στενοχωρηθήκαμε, μα ούτε το σπίτι ούτε τα πράματά μας, ούτε τους φίλους μας Τούρκους σκεφτήκαμε, όσο σκεφτήκαμε την εκκλησία μας. Την αφήσαμε σαν ορφανή μέσα στους Τούρκους. Πριν φύγω πέρασα πάλι από κει. Δεν είχε εικόνες. Δεν είχε σταυρό. Πήγα να προσκυνήσω το αγιασμένο σανίδι, τη λειτουργημένη πέτρα της».

Σήμερα φεύγομε όλοι μας από τα Στέφανα

Αθηνά Γαλανοπούλου (Έφυγε από τα Στέφανα και ήρθε στην Αθήνα)

«Εμείς, καθένας μας, έκανε προετοιμασία. Κοινωνήσαμε. Πήραμε βαφτιστικό χαρτί. Φέραμε το μητροπολίτη, διάβασε τους τάφους μας. Θέλαμε να πάρομε τα κόκαλα μαζί μας, μα στο τέλος δε το κάναμε. Δεν ήμασταν όλα ένα. Οι φτωχοί δεν μπορούσαν. Ύστερα είπαμε όλοι να μείνουν εδώ. Τα διαβάσαμε. Τα κλάψαμε.

Μετά βγάλαμε τις εικόνες από τις εκκλησίες και τις στείλαμε στο μοναστήρι του Ζιντζίντερε. Είπαμε ό,τι θα γίνουν οι εικόνες του μοναστηριού να γίνουν κι οι δικές μας. Κάψανε και τις πιο παλιές και κατεστραμμένες. Ένα μεγάλο πολυέλαιο, ένα μαρμάρινο σκαλισμένο, που κάναμε μέσα τον αγιασμό, με το καπάκι του, σκάψαμε στη γη και τα χώσαμε. Μέσα στο μάρμαρο αυτό βάλαμε ένα χαρτί με όλα τα ονόματα των Χριστιανών του χωριού γραμμένα και με χρονολογία τη μέρα που φεύγαμε. “Σήμερα… φεύγομε όλοι μας από τα Στέφανα”. Ύστερα αδειάσαμε εκκλησία και έγινε σαν χάνι. Τότε ήρθε ένας Τούρκος μέσα. “Θέλομε να το κάμομε τζαμί, μα βλέπω δεν κάνει, γιατί κοιτάζει ανατολικά”. Η καρδιά μας μάτωσε, όταν τ’ ακούσαμε. Αχ! αχ! Οι Τούρκοι αγόρασαν ό,τι είχαμε, στασίδια, παγκάρια, τέμπλο. Σήμερα η εκκλησία μας, Παναγίας Γέννηση, είναι εργοστάσιο».

Γιατί να φύγετε; Τόσον καιρό σαν αδέρφια ζούσαμε μαζί

Σωκράτης Λουκίδης (Έφυγε από το Γκέλβερι για τη Ν. Ηράκλεια)

«Ο κόσμος άρχιζε να φεύγει παρτίδες παρτίδες. Η τοπική επιτροπή έβγαλε διαταγή να φύγουν πρώτα οι άποροι του χωριού κι αυτό για να μην ακριβαίνουν τα αγώγια και γίνει κερδοσκοπία σε βάρος των φτωχών. Η Επιτροπή Ανταλλαγής ήθελε να δώσει βοήθημα για τη μεταφορά των απόρων. Η ελληνική κοινότητα του Γκέλβερι αρνήθηκε να πάρει λεφτά. Είπε ότι δε θέλει να επιβαρύνει το ελληνικό δημόσιο. Μας κατευόδωσαν οι Τούρκοι του Γκέλβερι και των γύρω χωριών, απ’ όπου περνούσαμε πηγαίνοντας για Μερσίνα∙ μερικοί πηγαίναμε μέσω Άκσεραϊ - Έρεγλι, μερικοί μέσω Νίγδης-Ουλούκισλα. Μας έβγαζαν οι Τούρκοι αριάνι να δροσιστούμε∙ οι φίλοι μάς αγκάλιαζαν. Έκλαιγαν και έλεγαν: “Γιατί να φύγετε; Τόσον καιρό σαν αδέρφια ζούσαμε μαζί”.


Ανάμεσα στο Άκσεραϊ - Έρεγλι, καθώς πηγαίναμε οικογενειακώς με τους αραμπάδες, βλέπουμε έναν καβαλάρη να τρέχει καταπάνω μας, ήταν ένας Τούρκος από τα χωριά του Γκέλβερι που χρωστούσε στο θείο μου Νίκο Λουκίδη, δήμαρχο του Γκέλβερι. Δεν του ’φτασαν όμως τα λεφτά. Λέει τότε του θείου μου: “Tα υπόλοιπα θα σ’ τα στείλω στην Ελλάδα”. Του απαντάει αυτός: “Χαλάλι σου! Δεν τα θέλω”. Ησύχασε ο Τούρκος (δίνουν μεγάλη σημασία οι Τούρκοι στο χαλάλι. Πιστεύουν πως, αν δεν πάρουν χαλάλι, στον άλλο κόσμο θα τους κυνηγούν οι δανειστές και δεν θα βρίσκουν ησυχία.

Γι’ αυτό, όταν ήταν οι μέρες να φύγουμε από το Γκέλβερι, ερχόταν και πλήρωναν στους δικούς μας χρέη παλιά, των παππούδων τους ακόμα). Στο Έρεγλι μπήκαμε σε φορτηγά βαγόνια, στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, και τραβήξαμε για τη Μερσίνα. Έξω από την Ταρσό κάτι Τουρκάκια άρχισαν να πετροβολούν το τρένο. Από τη Μερσίνα ο κόσμος έφευγε τμηματικά για την Ελλάδα, άλλοι με ελληνικά καράβια της Ανταλλαγής, δωρεάν, άλλοι με ξένα καράβια, με πληρωμή. Οι περισσότεροι Γκελβεριώτες έφυγαν με το τούρκικο Ριζέ, εκεί φορτώθηκαν και τα πράγματα της εκκλησίας (φορτωτής εργολάβος ήμουνα εγώ, έφυγα όμως με άλλο βαπόρι, ιταλικό)».

Μας κυνηγούσε η φωτιά και το βόλι του Τούρκου

Εριφύλη Σταματιάδου (Έφυγε από το Κιόσκι)

Μας κυνηγούσε η φωτιά και το βόλι του Τούρκου. Αλλοφροσύνη ήτανε, ο άνθρωπος έχανε τα λογικά του. Εκεί που τρέχαμε,  άκουσα πυροβολισμό πίσω μου και γυρίζω και βλέπω τη μάνα μου κάτω πεθαμένη. Το κορίτσι μου είδε μπρος στα μάτια του να σκοτώνουν τη γιαγιά του. Στα χέρια του μείνανε τα αίματα. Εγώ έτρεχα με το αγόρι μου. Λογικό δεν είχα πια! Ένας Τούρκος μ' άρπαξε το παιδί απ' τα χέρια και το μπασε σ' ένα σπίτι. Τότες με έπιασε η μεγάλη τρέλα. Φώναζα, έκλαιγα, τραβούσα τα μαλλιά μου. Ποιος να δώσει προσοχή σ' εμένα! Όλοι χαμένοι ήτανε. Βρέθηκε ένας Τούρκος, Αλής, φίλος του αδελφού μου, και με είδε έτσι που ήμουνα· μπήκε αμέσως στο σπίτι, μίλησε, φώναξε, και έβγαλε το παιδί και μου το παράδωσε στα χέρια μου.

Γέμισε η προκυμαία πτώματα

Απόστολος Ρουκουνιώτης (Έφυγε από το Αϊβαλί)

Οι καπνοί ανεβαίνανε μέχρι τον ουρανό και ο κόσμος κατέβαινε στην παραλία για να βρει μέσον να φύγει, αλλά με τι να φύγει αφού όσα καΐκια ήταν στο λιμάνι φόρτωναν κόσμο και μικρά παιδιά. Οι βάρκες χωρούσαν 50 άτομα και έμπαιναν 100 για να γλυτώσουν οπότε και οι βάρκες βούλιαζαν επιτόπου. Είχε γεμίσει η προκυμαία πτώματα, παντού υπήρχε μια ολοκληρωμένη καταστροφή. Βλέποντας αυτά ο πατέρας μου τότε, φύγαμε με τη βάρκα που ήμασταν όλοι μέσα. Πήγαμε κι εγκατασταθήκαμε σ' ένα νησί που βρισκόταν ανάμεσα στο Αϊβαλί και τη Μυτιλήνη.

Το πρώτο παιδάκι το κλάψαμε και το θάψαμε…

Γιώργος Γρηγορίου (Έφυγε από το Μπουγιουκλή)

Στο δρόμο βρήκαμε ένα παιδάκι πεθαμένο. Πρησμένο και μελανιασμένο ήτανε, σε κακό χάλι. Ρωμιόπουλο ήτανε. Το κλάψαμε και σκάψαμε ένα λάκκο και το θάψαμε… Την άλλη μέρα στο δρόμο μας βρήκαμε κι άλλο παιδάκι πεθαμένο – ήτανε δεν ήτανε δέκα χρονών – και πιο κάτω άλλο και πιο κάτω άλλο. Πόσα απαντήσαμε κι εγώ δεν ξέρω. Το πρώτο το κλάψαμε, το θάψαμε· και το δεύτερο το ίδιο. Ύστερα όμως τα παρατούσαμε έτσι στη μέση του δρόμου, άκλαφτα και άθαφτα, Ούτε ένα κλαδάκι δεν ρίχναμε επάνω τους να τα σκεπάσουμε. Βλακεία κι απομωρία και κτηνωδία πέφτει στον άνθρωπο άμα δυστυχήσει πολύ. Κτηνώδεις πράξεις κάνει χωρίς να το καταλαβαίνει.

Αγόραζαν αιχμαλώτους, για να τους κρεμάσουν

Θεόδωρος Λουκίδης (Έφυγε από τα Τσομπανησιά)

Καθώς τους περνούσαν από τα τούρκικα χωριά οι Τούρκοι δίναν λεφτά για να αγοράσουν έναν αιχμάλωτο μόνο και μόνο για να τον σκοτώσουν και να εκδικηθούνε. Μεταξύ των πολλών που πήραν με τον τρόπο αυτό, έναν τον πήγε ο αφέντης του στο χωράφι. Εκεί φύτρωνε μια γκορτζιά. Έδεσε ένα σκοινί κι ετοιμαζόταν να τον κρεμάσει. Μαζεύτηκαν κι άλλοι χωριανοί για να ευχαριστηθούνε με το θέαμα… Την ώρα που ετοίμαζε τη θελιά, πήγε κι ένας γείτονας και του λέει: «Να σου δώσω είκοσι παγκανότες μου τον δίνεις; Να τον κρεμάσω εγώ στην αυλή μου, να κάνουν κι οι δικοί μου σεΐρι (χάζι); Στον δίνω. Έτσι τον πήρε ο άλλος για να τον κρεμάσει. Δεν το έκανε όμως· μόνο τον πήγε στο κτήμα του και του λέει: «Είδες τη θελιά; Ήταν για σένα. Ήσουν για τον άλλο κόσμο. Τώρα γλύτωσες. Είδα καλό από τους Χριστιανούς και θα το ανταποδώσω, Θα σε προστατεύσω». Του ΄δωσε ένα τσαπιστηράκι και του ΄πε: «Αν σε ρωτήσει κανείς να πεις ότι σκάβεις». Τελικά τόσο τον αγάπησε που ήθελε να τον κάνει γαμπρό του.

Τι ασήμι ήταν εκείνο! Τι πλούτη!

Μαρία Πορλόγλου ή Κοσμίδου (Έφυγε από την Κερμίρα και ήρθε στην Αθήνα)

«Μάιος - Ιούνιος ήταν. Μας ήρθε ειδοποίηση από την Καισάρεια. “Να ετοιμαστείτε, γιατί φεύγομε”. Λειτουργηθήκαμε και κοινωνήσαμε όλοι. Στα 23, πριν χαλάσουν την εκκλησά του Ζιντζίντερε οι Τούρκοι, σηκωθήκαμε κάμποσες οικογένειες από το χωριό μας και πήγαμε. Πήγαμε στο μοναστήρι του Ιωάννου του Προδρόμου, για να προσκυνήσουμε τη χάρη του. Εκεί, όσοι ήσαν άρρωστοι, πιο πολύ οι τρελοί, γίνονταν καλά. Περνούσαμε από το σχολείο.

Οι Τούρκοι το είχαν κάμει σχολείο δικό τους. Ακούσαμε τα Τουρκόπαιδα που τραγουδούσαν “Από κάτω μας χαλιά μεταξένια, από πάνω μας κλωνιά χουρμαδιάς και τα καλά που τρώμε είναι των γκιαούρηδων”. Μείναμε μια μέρα και γυρίσαμε. Δεν πήγε όλο το χωριό. Η επιτροπή μας άρχισε να μαζεύει τα πράγματα της εκκλησίας. Τα βάλαμε σε μεγάλες κάσες. Πολυελαίους ασημένιους, μανουάλια, όλα τα φέραμε.

Καταστρέψαμε μόνο τις μικρές εικόνες. Τι ασήμι ήταν εκείνο! Μέχρι τους δίσκους που μαζεύαμε τα λεφτά τούς είχαμε ασημένιους. Τι πλούτη! Τι πλούτη! Μεγάλες περιουσίες είχαν δώσει στην εκκλησία αυτοί που ξενιτεύονταν: εφτά πολυελαίους ασημένιους, δεκατέσσερα άγια ποτήρια, όλα μας ήσαν μεγάλης αξίας. Τα φέραμε και τα παραδώσαμε στο κράτος. Στο Βυζαντινό Μουσείο βρίσκεται ένα άγιο ποτήρι δικό μας. Στο ίδιο μουσείο βρίσκεται και ένας επιτάφιός μας, μεγάλης αξίας…»

Αφήσαμε το τραπέζι μας όπως ήταν μετά το φαγητό για να φύγουμε

Δέσποινα Τσαλίκογλου (Έφυγε από τη Σκοπή και ήρθε στην Αθήνα)

«Πριν φύγομε στρώσαμε ένα μεγάλο τραπέζι το πρωί, για να φάμε όλοι μαζί οι συγγενικές οικογένειες που απομείναμε. Οι χανούμισσες μας χαιρετούσαν κλαίγοντας. Μετά πήγα με τον αδερφό μου στο αμπέλι μου κι ήπιαμε για τελευταία φορά νερό. Εγώ έκλαιγα και ο αδερφός μου μού είπε να μην στεναχωριέμαι γιατί κι εκεί που θα πάμε κάτι θα βρούμε. Ακόμη θυμάμαι το αμπέλι μου, δίπλα στα χωράφια μου και τον κήπο. Ήταν τόσο καθαρά! Σαν σκουπισμένα. Όποιος περνούσε απ’ το δρόμο στεκόταν και το καμάρωνε.

Αφήσαμε το τραπέζι μας όπως ήταν μετά το φαγητό για να φύγουμε. Τι να κάνομε; Να τα παίρναμε μαζί μας; Είχαμε ένα άλογο κι ένα σκυλάκι – Καρσί Καγιά το λέγαμε. Ο αδερφός μου σκέφτηκε να τα δώσει σε έναν Τούρκο. Τι να κάνομε; Να τα πουλούσαμε; Ποιος να τ’ αγοράσει; Έτσι, όταν ήρθε η ώρα να φύγομε, δίνει τα ζώα στον Τούρκο και ξεκινάμε. Πιστεύεις, παιδί μου, πως τα μάτια του αλόγου έτρεχαν; Σαν άνθρωπος έκανε, έτρεχε πίσω από τον αδερφό μου, και το σκυλί μας. Τρεις άντρες συγκράτησαν το ζώο να μη μας ακολουθήσει».

Δίνομε το χρυσό μας για να μας δώσουν τον μπρούντζο

Αθηνά Γαλανοπούλου (Έφυγε από τα Στέφανα και ήρθε στη Ν. Ηράκλεια)

«Τη μέρα που φεύγαμε μαζεύτηκαν όλοι οι Τούρκοι. Οι μεγάλοι τους έβγαζαν λόγους, και όλοι οι άλλοι κλαίγανε. “Αχ! Δίνομε το χρυσό μας για να μας δώσουν τον μπρούντζο”. Χρυσό έλεγαν εμάς και μπρούντζο τους Τούρκους που ήρθαν από την Ελλάδα. Την ώρα που έφευγα είδα τον Τούρκο συνεταίρο μας. Για να πάει στο σπίτι του, έπρεπε να περάσει μπροστά από τη συνοικία μας. Αντί όμως τον ίσιο δρόμο πήγαινε γύρω από την άκρη του χωριού. “Νύμφη, δεν μπορώ να περάσω μέσα από το χωριό. Η καρδιά μου έπαθε που είδα τις πόρτες και τα παράθυρά σας κλειστά”. Ο σκύλος μας, μάθαμε, σαν φύγαμε, ανέβηκε στην ταράτσα του σπιτιού μας, κοίταζε το δρόμο μας και έκλαιγε τρεις μέρες συνέχεια».

 

Διαβάστε επίσης:

«Αλήθεια πόσα ανθρωπόμορφα θηρία υπάρχουν ανάμεσά μας;»