Κοραή 4: Ένα κολαστήριο στο κέντρο της Αθήνας, ένας χώρος ιστορικής μνήμης!


Η ιστορία του κτιρίου που μετέτρεψαν σε κόλαση οι Ναζί, οι ιστορίες στους τοίχους και η μαρτυρία ενός από τους επιζήσαντες

Την Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου ο χώρος Ιστορικής Μνήμης Κοραή 4 πέρασε και επισήμως από την Εθνική Τράπεζα και την Εθνική Ασφαλιστική στο Υπουργείο Πολιτισμού και στον Δήμο Αθηναίων, που από κοινού αναλαμβάνουν την ευθύνη λειτουργίας του. Διασφαλίστηκε έτσι πως το κολαστήριο της Γκεστάπο, το οποίο λειτούργησε στα χρόνια της Κατοχής, θα μείνει για πάντα ένα μνημείο ιστορικής μνήμης που θα τιμά όσους κρατήθηκαν-βασανίστηκαν στα υπόγεια και στην πλειονότητα τους εξοντώθηκαν.

Η ιστορία του κτιρίου

Τον Αύγουστο του 1894 η νεοσυσταθείσα τότε Εταιρία Γενικών Ασφαλειών «Η ΕΘΝΙΚΗ» αγοράζει την οικία Ρόσελς (Rossels), στην οδό Κοραή 4 και εγκαθίσταται εκεί. Σαράντα χρόνια αργότερα, ανακοινώνεται στα πρακτικά του Δ.Σ της Εταιρίας η απόφαση για ανοικοδόμηση του κτηρίου. Τρεις επίλεκτοι αρχιτέκτονες-μηχανικοί, οι Μ. Λυκούδης, Ι. Αξελός και Α. Κριεζής αναλαμβάνουν να εκπονήσουν σχέδια και μελέτες «…περί ανοικοδομήσεως των επί της οδού Κοραή Κτημάτων της Εταιρίας…». Στο σχέδιο υπάρχει και το απαραίτητο για την εποχή αντιαεροπορικό καταφύγιο.

Στις 11 Ιουνίου 1936 ξεκινούν οι εργασίες ανέγερσης από τους αρχιτέκτονες Α. Μεταξά και Ε. Κριεζή και ολοκληρώνονται στις 30 Δεκεμβρίου του 1938, σε μια πανηγυρική τελετή. Μετά την εγκατάστασή της στο κτήριο της οδού Κοραή 4, η Εθνική Ασφαλιστική προετοιμαζόταν για τον εορτασμό των 50 χρόνων από την ίδρυσή της, το 1941.

Λίγο μετά την κήρυξη του πολέμου, τα Υπουργεία Εσωτερικών και Τύπου και Τουρισμού προέβησαν σε αναγκαστική μίσθωση μεγάλου μέρους του νέου κτιρίου. Στις 27 Απριλίου 1941 εισήλθαν στην Αθήνα τα γερμανικά στρατεύματα τα οποία λίγες μέρες αργότερα, στις 6 Μαίου, επίταξαν με τη σειρά τους το κτίριο της οδού Κοραή καθώς και ολόκληρη την επίπλωση. Για την εκτέλεση της διαταγής δόθηκε προθεσμία μιας μέρας. Η αγωνία της Διοίκησης είναι αποτυπωμένη στα πρακτικά του Δ.Σ: «Παρά των Γερμανικών αρχών της κατοχής επετάχθησαν διάφορα διαμερίσματα του Μεγάρου της Εταιρίας εν οις ήτο εγκατεστημένον το καταργηθέν Υπουργείον Τύπου και Τουρισμού. Από της χθές ειδοποιήθημεν ότι η επίταξις θέλει εκταθεί επί ολοκλήρου του προς την οδόν Κοραή τμήματος των Γραφείων της Εταιρείας μετά του μεγίστου μέρους της επιπλώσεως, ταχθείσης προθεσμίας μέχρι της σήμερον εσπέρας προς αποχώρησιν ημών εκ του κατασχεθέντος διαμερίσματος, όπερ αποτελεί τα ¾ περίπου του όλου χώρου των Γραφείων μας».

Στο Μέγαρο ήταν εγκατεστημένες πλέον διάφορες υπηρεσίες των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής και η Kommandatur. Στην κορυφή κυμάτιζε ο αγκυλωτός σταυρός και τα υπόγεια αντιαεροπορικά καταφύγια μετατράπηκαν σε φυλακές.

Στα δύο υπόγεια (έξι μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης) οι μηχανικοί Ε. Κριεζής και Α. Μεταξάς είχαν κατασκευάσει τα πιο σύγχρονα αντιαεροπορικά καταφύγια, με μεταλλικές πόρτες (γερμανικής προέλευσης) που έκλειναν αεροστεγώς, αλλά και επικοινωνία μεταξύ των 2 ορόφων με εσωτερικό κλιμακοστάσιο, γεγονός που διευκόλυνε τον κατακτητή. Τα κρατητήρια ήταν κυρίως κέντρα μεταγωγών. Οι κρατούμενοι μεταφέρονταν στη συνέχεια στις φυλακές Αβέρωφ, στα γερμανικά στρατοδικεία, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, σε καταναγκαστικά έργα ή σε τόπους εκτελέσεων.

Στους χώρους αυτούς κρατήθηκαν πολλοί Έλληνες πατριώτες αλλά και κάποιοι Γερμανοί και Ιταλοί αντιφασίστες, ενώ «πέρασαν» πολλοί Έλληνες πολίτες κάθε ηλικίας, μέχρι και παιδιά 14 ετών, για ασήμαντα παραπτώματα. Σε όλη την έκταση των τοίχων του δευτέρου και σε περιορισμένο τμήμα του πρώτου υπογείου οι κρατούμενοι έγραφαν ή χάραζαν με όποιο αιχμηρό αντικείμενο είχαν στη διάθεσή τους μηνύματα, ονόματα, χρονολογίες και σχέδια (ανθρώπινες φιγούρες, καράβια, τραμ, αυτοκίνητα, ακόμα και τον δικέφαλο αετό και το όνομα της ΑΕΚ), κληροδοτώντας στις επόμενες γενιές ανεξίτηλη την ιστορική μνήμη. Οι Γερμανοί έβαφαν επανειλημμένα τους τοίχους, οι οποίοι κάθε φορά ξαναγέμιζαν με μηνύματα.

Στις 12 Οκτωβρίου 1944 τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής αποχώρησαν από την Αθήνα, και ενώ η Εθνική Ασφαλιστική ετοιμαζόταν να εγκατασταθεί στο κτήριο, στις 31 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, το Μέγαρο επιτάχθηκε για τρίτη φορά από το ΕΑΜ. Στις αρχές Ιανουαρίου 1945 βρίσκονται «ήδη στρατωνισμέναι προσωρινώς Αγγλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις» και μόλις αυτές αποχωρούν το κτήριο ξαναεπιτάσεται από την Ελληνική Κυβέρνηση για να στεγασθούν «αι Ηλεκτρικαί Εταιρίαι Μεταφορών και Διανομής».

Στα επόμενα χρόνια η Εθνική Ασφαλιστική ανέλαβε έργα για τη διάσωση και επισκευή του Μεγάρου, από τις φθορές που είχε υποστεί από τις συνεχιζόμενες επιτάξεις. Πλέον ο χώρος ανήκει στο Υπουργείο Πολιτισμού και τον Δήμο Αθηναίων.

Η ιστορία στους τοίχους

Οι Γερμανοί φρόντισαν να μην μείνει πίσω κάποιο αρχείο. Μικροαντικείμενα των κρατουμένων, όπως μια ταμπακιέρα, δύο κύπελλα, πακέτα τσιγάρων, σπίρτα, καραμέλες, μια κονσέρβα είχαν απομείνει στα κρατητήρια, επίσης μια σφαίρα, κάποια σημειώματα και ένα γράμμα που δεν έφτασε ποτέ στην προορισμό του, κρυμμένο στο κούφωμα μιας πόρτας.

Η ιστορία καταγράφηκε μέσω μαρτυριών και κυρίως μέσω των επιγραφών και τον σχεδίων στους τοίχους. Επιβεβαιώθηκαν συνολικά 239 ονόματα κρατουμένων αλλά σίγουρα ήταν πολύ περισσότεροι. Οι Κατακτητές εξαφάνιζαν τα στοιχεία με μπογιά τρεις φορές, δύο με χρώμα μπεζ και την τρίτη με γκρι για να μην μπορούν οι κρατούμενοι να γράψουν με μολύβι. Το 1944 όμως δεν πρόλαβαν να καλύψουν τους τοίχους του δεύτερου υπογείου.

«Είσοδος 18/12/42, έξοδος άγνωστος» γράφει ο Φρειδερίκος Αντωνόπουλος. «Είσοδος 8/4/44. Κατηγορηθείς για λάστιχα και ποδήλατα του Άξονος. Συλληφθείς από τους τσολιάδες. Αχ Βαχ. Και κάνω Πάσχα στα σίδερα αυτά, στον υγρό αυτόν τάφο. Κάτοικος συνοικίας Μεταξουργείου, Δεληγιώργη 47. Αχ Βαχ» η μαρτυρία του Γιώργου Καρούσου.

Ο Κωνσταντίνος Κομπενάς γράφει: «20/7/44. Μας έπιασαν οι Γερμανοί, διότι είμεθα αναρριχώμενοι επί των θυρών των τραμ της ΗΕΜ (σσ Ηλεκτρική Εταιρεία Μεταφορών). Εδώ είμεθα 80 κρατηθένετες επί 24ωρο»,

Ο Ελευθέριος Ψούνης έχει γράψει σε αρκετά σημεία των τοίχων. «Ελευθέριος Ψούνης, Καισαριανή, 29/6/44. Με δέσαν οι χαμούρες» διαβάζουμε στο ένα. «Ζηλεύουνε, δεν θέλουνε ντυμένο να με δούνε, μπατίρη θέλουν να με δουν για να ευχαριστηθούνε. Ελ Ψούνης» σε ένα άλλο.

Ο Κώστας Στραβός «συστήνεται» ως σαλταδόρος και γράφει: «Να με τουφεκίσουνε και να ζήσει ο αδερφός μου ο Μιχάλης».

Ο Λουδοβίκος Μαριόλας: «Ποινή Θανάτου». Ο Κώστας Χάλαρης: «Ένα πρωί κάθομαι μες στο περιβολάκι και έρχονται δυο ρουφιάνοι χωροφυλάκοι και με παραδίδουνε στους Γερμανούς», Λάμπρος Τζίτζας: «Από ελληνική ρουφιανιά». Και από κάποια ακιδογραφήματα, όπου τα ονόματα είναι δυσανάγνωστα: «Στη φυλακή με ρίξανε χωρίς καμιά αιτία και τρέμουν τα ποδάρια μου από την αγωνία», ενώ σε άλλο θάλαμο διαβάζουμε «Υπομονή. Και προ πάντως, μην αγωνιάτε».

«Στης φυλακής τα σίδερα, παρηγοριά ζητούμε, μα δεν ευρέθηκε κανείς, τον πόνο μας να πούμε. Μαρία και Κατίνα», «Λίντα Καράμπελα, Λίτσα Καστόρη και Ντίνα Διαμαντοπούλου. 24/8/44 άδικοκρατούμενες» είναι κάποιες από της επιγραφές γυναικών. Δεν λείπουν και κάποια χαράγματα στα ιταλικά.

Η μαρτυρία του Δημήτρη Μωραΐτη

Ο Δημήτρης Μωραΐτης έχει χαράξει «24 ώρες χωρίς φαΐ και νερό. Μόνο μυρίζοντας γιασεμί». Η μαρτυρία του είναι από τις ελάχιστες που έχουν καταγραφεί. «Ήμουν 18 χρονών ήμουν οργανωμένος στην ΕΠΟΝ (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωσης Νέων που υπαγόταν στο ΕΑΜ). Δουλεύαμε στον Σταθμό Λαρίσης. Περιμέναμε τα τρένα με τους Γερμανούς στρατιώτες και όταν κατέβαιναν μπαίναμε στα βαγόνια ψάχνοντας πράγματα που ενδεχομένως είχαν ξεχάσει. Πλησιάζαμε επίσης Γερμανούς που θεωρούσαμε ότι είναι στα μέτρα μας με το πρόσχημα ότι θέλουμε να τους βοηθήσουμε. Πλησίασα έναν και του πρότεινα να τον πάω εκεί που ήθελε. Ήταν ώρα που η κυκλοφορία απαγορευόταν. Πέρασε ένα τραμ και του είπα να μπει μέσα αλλά αυτός μου απάντησε να μπω εγώ πρώτος. Κατάλαβα ότι τους είχαν ενημερώσει ότι υπήρχε κόσμος που έκλεβε μέσα στα τραμ. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής στρατιώτες σταμάτησαν το τραμ. Από την πίσω πόρτα μπήκε ένας στρατιώτης και ένας πολίτης που μπορούσε στο μπράτσο του τον αγκυλωτό σταυρό. Με πλησίασαν και με κατέβασαν κάτω. Με έπιασαν από τα μπράτσα και με πήγαν στο αρχηγείο της Γκεστάπο στην οδό Μέρλιν. Μου πήραν στοιχεία και αποτυπώματα και μετά με πήγαν στον ανακριτή. Με κράτησε σε ένα κενό δωμάτιο και μου είπε ότι θα με μεταφέρουν. Το πρωί με πήραν και με πήγαν στην Kommandatur.

Εκεί με ανέβασαν στον πρώτο όροφο και μου πήραν στοιχεία και αποτυπώματα. Στη συνέχεια με κατέβασαν στο υπόγειο.

Μόλις μπήκα μέσα τα 'χασα. Γινότανε χαμός, κόσμος πολύς. Δεν το περίμενα. Άρχισα να προσπαθώ να βρω μια θέση να ακουμπήσω. Τελικά αφού έψαξα, βρήκα μια θέση που θα μπορούσα να σταθώ γιατί όλοι ήταν σωρηδόν. Άλλοι κοιμόντουσαν κάτω, άλλοι καθόντουσαν, άλλοι όρθιοι μιλάγανε, φωνάζανε. Μιλούσαν διάφορες γλώσσες. Πολλοί ήταν Έλληνες.

Γνώρισα και έναν άλλον συναγωνιστή της ηλικίας μου με τον οποίο πιάσαμε κουβέντα. Τον είχαν φέρει από το Χαϊδάρι και δεν ήξερε πού θα μας πάνε. Ρωτούσαμε κάποιους Έλληνες τι θα μας κάνουν εδώ, πού θα μας πάνε, δίνουνε φαΐ, δίνουνε νερό; Εκείνοι μας είπαν: Τίποτα από όλα αυτά. Ή θα μας πάνε στη Γερμανία να δουλέψουμε σαν εργάτες ή να μας εκτελέσουν ή να μας πάνε κάπου αλλού. Όλοι έλεγαν το ίδιο.

Δεν ξεχωρίζαμε τη μέρα από τη νύχτα. Κάναμε συζητήσεις, λέγαμε που μένει ο καθένας ώστε αν βγει κάποιος να ενημερώσει τις οικογένειες των υπολοίπων. Το παιδί που είχαν φέρει από το Χαϊδάρι τον έλεγαν Δημήτρη και έμενε στην Ελευσίνα.

Κάναμε έρευνες να δούμε μήπως μπορέσουμε να βρούμε κάποια τρύπα να το σκάσουμε, πράγμα που ήταν αδύνατο, οι πόρτες ήταν αμπαρωμένες, και περιμέναμε.

Στις βόλτες που κάναμε στον χώρο βρήκαμε ένα μπουλούκι ανθρώπων. Ήταν καθισμένοι άντρες, γυναίκες, παιδιά. Αναρωτιόμασταν τι ήταν, γιατί τους είχαν κάνει ένα σημάδι στο κεφάλι με μηχανή κουρέματος. Μας είπαν ότι είναι Εβραίοι και δεν είχαν ιδέα πού θα τους πήγαιναν. Τους είχαν φέρει από διάφορα μέρη.

Σκαλίζαμε τους τοίχους για να δώσουμε σήμα στους δικούς μας, αν χανόμασταν, ότι εδώ κάποτε βρεθήκαμε και εμείς. Μείναμε γύρω στις 3 μέρες νηστικοί και διψασμένοι. Μόνο μια τουαλέτα υπήρχε. Κάποια στιγμή ένας στρατιώτης φώναξε το όνομα μου. Τον ακολούθησα και με ανέβασε πάνω στον χώρο που μου είχαν πάρει αποτυπώματα. Εκεί βρισκόταν ένας χωροφύλακας και με κατέβασε στην Κοραή. Μου είπε να μην μιλάω και θα μου εξηγούσε μόλις απομακρυνθούμε. Τελικά μου είπε ότι ξέρει τη μητέρα μου και θα με πάει σπίτι μου. Μπήκαμε σε λεωφορείο και όταν φτάσαμε στη στάση που ήταν το σπίτι μου χαιρετηθήκαμε. Η αδελφή μου είχε σχέση με τον χωροφύλακα και η μητέρα μου του είχε ζητήσει να με βοηθήσει. Την άλλη μέρα πήγα στην Ελευσίνα για να βρω τη μάνα του Δημήτρη. Ρώτησα σε όλα τα σπίτια της περιοχής που μου είχε πει. Δεν κατάφερα να τη βρω».

Το 239 ονόματα των κρατηθέντων:

Αγγελόπουλος Νικ.

Αθανασόπουλος Νίκος

Αθηναίος Γεώργιος

Αλεξανδράκης Νίκος

Αλμπερτάς Δημήτριος

Αναγνωστόπουλος

Αναγνώστου Σ.

Αναστασιάδης Νώντας

Αναστασόπουλος Κων/ος

Αντωνάκης

Αντωνόπουλος Φρειδερίκος

Αργυρόπουλος Λάμπρος

Αρχοντόπουλος Ιωάννης

Ασβεστάς Λάκης

Ασλάνης Γεώργιος

Αυγερινός Ιωάννης

Badoglio

Bari Giuseppe

Βάγιος

Βακρινός Θ.

Βαλλιανά(τ)ος Θεόδ.

Βαλτζής

Βαμσάλης

Βαρδάνης Κ.

Βαρδάνης Μιχάλης

Βασιλειάδης Βασίλης Κων.

Βασιλειάδης Πλάτων

Βασιλείου Σπύρος

Βαφιός Βασίλειος

Βελέντζας Φραγκίσκος

Βυτόπουλος Μαρίνος

Γαβαλάς Γεώργιος

Γαβαλάς Νικήτας

Γεραμάνης Δημήτριος

Γεωργακόπουλος Γ.

Γιαννόπουλος

Γιατράκος Νικόλαος

Γκίκας Ιωάννης

Γκιόκας Ηλίας Κ.

Γκότσης Αλ.

Γούβας Κ.

Γρίβας Δημήτρης

Demetriades

Δασκαλάκης Δημήτριος

Δεληγιώργης Χρήστος

Δελημάρκος Τάκης

Δενδρινός

Δεντρινός Χρήστος

Δέρβας Αλέξανδρος

Δημητρίου Κων/νος

Διαμαντόπουλος Απόστολος

Διαμαντόπουλος Φίλιππος

Δωρής Κ.

Ευαγγελάτος Κοσμάς

Ζάγρης

Ζαρούλιας Β.

Ζαφειρίου Μιχάλης

Ζαχάρος Φώτιος

Ζεϊμπέκος Αντώνης

Ζέρβας Δ.

Ζέρβας Ν.

Ζηνακόπουλος Κων/νος

Ζωγράφος Γεώργ. Β.

Ζωγράφος Π. ή Γ.

Θαλασσινός Ιωάννης

Θεοδωρόπουλος Τάσης

Ιωαννίδης Παντελής

Ιωσηφάκης Κ.

Κα(φ/ψ)ιμάλης Βάσιος

Κακουλίδης Ιωάννης

Καλαμποκίδης Γεώργ. Αλεξ.

Καλογε(?ρ)ογιάννη

Καλογήρου Μίμης

Καμπάνης Νίκος

Καμποσούλης Ευάγγ. Ιωάνν.

Καμπουράκης

Καραβέλος (? Κολέγιος)

Καραβέλος Γ.

Καραγιαννάκης Γεώργιος

Καραμιχάλης Λουκάς

Καράς

Καραφάκης Σπύρος

Καρβέλλας Μαρ.

Καρελλάς Δ.

Καριανάκης Νίκος

Καρόζης Στέλιος

Καρούσος Γεώργιος

Καρούσος Χρήστος

Καρύδης Δημ.

Καρώζης Βασίλειος

Κασσανδρέλης Παύλος

Κασφίκης Χ.

Κατσαρός Παντελής

Κατσουρίδης Στυλιανός

Καφετζής Δημήτριος

Κεφαλας Α.

Κλάβης

Κον(τ/ι)αβήτης Χρήστος Λ.

Κονιαβίτης

Κοντος Αλέξανδρος

Κοσμετάτος Π.

Κοσμετάτος Σ.

Κουδούν(ο/α)ς Βάιος

Κουμπενάς Κ.

Κουπνής

Κουτσοθανάσης Κων. Αθ.

Κωνσταντόπουλος Ιωάννης

Λ(ε/υ)βάκος Μιχάλης

Λαγγίδης Ανδρέας

Λαζάρου Σταύρος

Λαλέλης Γεώργιος

Λαμπράκης Χαράλαμπος

Λεμπέσης Σ.

Λέφας Ηρακλής

Λέφας Ιωάννης

Λίβας Χρήσ.

Λόλος Βάγιος

Λουκάκης Ιωάννης

Μακρυγιάννης Κωνσταντίνος

Μαλάνδρας Μαουρίζιος

Μαλιμόγλου Μηνάς

Μαμού(θ/τ)ης Κώστας

Μαν(ε/ω)λόπουλος Θεόφιλος

Μανάλης Νικόλαος

Μανταλβάνος Δημοσθένης

Μαριέτης

Μαριέτης

Μαρκάκης Σταμ.

Μάρκου

Ματόγλου Δ.Α.

Μαυρέλης Μαυρίκιος Ν.

Μαυρέπης Χ.

Μαυρομάττης Αλέξανδρος

Μαχαίρας

Μελλάς (Κ-Α)

Μικές Δημήτριος

Μισιρλής Λάμπρος

Μιχαλόπουλος Παναγιώτης

Μόσχος Παναγιώτης

Μουλουσίνης ?

Μπαμπινιώτης Κων.

Μπαρμπαρής Νικόλαος

Μπαρμπιέρι Λορένζο

Μπάρτσος Νικόλαος

Μπατινος Δημ.

Μπατίνος Δημ.

Μπέσκος Νικόλαος

Μπόλας

Μπούκος Ανδρέας

Μπουρνάκης Κ.

Μπριόλας Λουδοβίκος

Μπροχάρδος Αλμπέρτος

Naldini

Νέρης Γεώργιος

Νικηταράς Μάριος

Νικολαΐδης Εμμαν.

Νικολούζος Κώστας

Ντακοβάνος Θωμάς

Ντιντάκης

Ξέκαλος Τάσος

Ουραηλίδης ?

Oliva Pasquale

Parolini

Petrino

Progopio Mario

Παναγιωτακόπουλος Π.

Πανούτσηκος ?

Παπαδάκης

Παπαδόπουλος Ι.

Παπαδόπουλος Νίκος

Παπαδόπουλος Σπ.

Παπαπέτρος Μιχαήλ

Παπαποστόλου

Παρασκευόπουλος Νικόλαος

Παρούσης Χ.

Πασχαλίδης Γεώργιος

Περδικλώνης Γεώργιος

Περρής Ι.

Πέτσικας Αριστείδης

Πιρπύρης Γεώργιος

Πόγκας Κ.

Πολυχρονιάδης Καλλίνικος

Πουλατζακίδης Δημήτριος

Πουλίδης Πέτρος

Πρελορέντζος Γεώργιος

Προκοπίου Μίμης

Προκοπίου Μιχαήλ Κ.

Πρωτονοτάριου Ειρήνη

Πρωτονοτάριου Μαίρη

Πυλαρινός Δ.

Roma Alberto

Ράιδος Μάνθος

Ράπτης Σωτ.

Ρίζος Χ.

Ροβάτσος Γεώργιος

Ρούσσος Γεώργιος

Saldarelli Peppino

Stockmann Rudi

Σακκελαρόπουλος

Σάρης Βασίλειος

Σαρρής Δ.

Σισμάνης Γ.

Σκορδίλης Σωτήρης

Σμυρναίος Σπύρος

Σπανόπουλος

Σπηλιόπουλος Χρήστος

Σπυρίδης Γεράσιμος

Σταθόπουλος Ιωάννης

Σταμούλης Μιχα’ηλ

Σταυρίδης Ν.Χ.

Στεφανάκης Λευτέρης

Στραβός Κώστας

Στραβός Μιχάλης

Tiombino

Τερζάκης Ευάγγελος

Τερζάκης Πέτρος

Τζανάτος Γ.

Τζανετάτος Αθανάσιος

Τζίτζας Λάμπρος

Τόμπρος Γεώργιος

Τριπόδης Κώστας

Τσάνης Ν. Β.

Τσιμέκης Βασίλειος

Τσιτιρίδης Ανέστης

Τσολιας Παράσχος

Fiore

Fiorini Sergio

Franzella

Φουρτούνης Δημήτρης

Φυτανόγλου Β.

Φωτόπουλος Δημήτριος Κ.

Χάλαρη Αφοί (Κώστας)

Χανζάρας Δήμος

Χαντέλης Ι.

Χαντζηπαναγιώτου Αθανάσιος

Χρηστίδης Ευθύμιος

Ψαρρίδης Θεμιστοκλής

Ψιμόπουλος Κωστ.

Ψούνης Ελευθέριος

 

*ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ το ντοκιμαντέρ του Γιάννη Οικονομίδη «Μόνο μυρίζοντας γιασεμί».

** Ο χώρος Ιστορικής Μνήμης Κοραή 4 είναι ανοιχτός στο κοινό από Τρίτη έως Σάββατο και ώρες 09:00 με 14:00.