Η θλιβερή ιστορία της Χεντβίγκα Γκόλικ. Κανείς δεν παρατήρησε την απώλεια της για 42 ολόκληρα χρόνια
Την άνοιξη του 2008 οι ιδιοκτήτες ενός παλιού τετραώροφου κτιρίου στην οδό Ουλίτσε Βιεκοσλάβα στο Ζάγκρεμπ αποφάσισαν πως είχε φτάσει η ώρα να γίνει ανακαίνιση. Εκκρεμούσε όμως η απάντηση από την ένοικο της σοφίτας. Χτύπησαν πολλές φορές την πόρτα της αλλά δεν πήραν απάντηση. Τελικά, στις 12 Μαΐου 2008, αποφάσισαν να παραβιάσουν την κλειδαριά για να διαπιστώσουν τι συμβαίνει.
Μόλις η πόρτα άνοιξε μια οσμή αποσύνθεσης ξεχύθηκε και όλοι
κατάλαβαν τι είχε συμβεί. Το μικρό διαμέρισμα των 18τ.μ. ήταν σαν να έχει
παγώσει στον χρόνο. Σκόνη, ιστοί αράχνες και τα παράθυρα ήταν ανοιχτά. Απέναντι
από την τηλεόραση ένα κρεβάτι και πάνω του ένα μουμιοποιημένο πλέον σώμα
σκεπασμένο μέχρι το στήθος με κουβέρτες. Δίπλα στο κρεβάτι ένα τραπεζάκι με ένα
φλιτζάνι που κάποτε περιείχε τσάι.
Η νεκρή ένοικος ήταν η Χεντβίγκα Γκόλικ. Είχε ξαπλώσει στο
κρεβάτι της για να δει τηλεόραση και να πιεί τσάι και είχε πεθάνει εκεί από
φυσικά αίτια. Θα ήταν μια ακόμα κλασική ιστορία πόλης. Ο μοναχικός θάνατος ενός
ακόμα ανθρώπου. Μόνο που, όπως αποδείχθηκε, η Χεντβίγκα είχε πεθάνει το 1966
και για 32 χρόνια δεν το είχε καταλάβει κανείς.
Η ζωή της Χεντίβκα
Γκόλικ
Γεννήθηκε το 1924 στη Ριέκα και από το
1961 ζούσε στη μικρή σοφίτα στο Ζάγκρεμπ. Το συγκεκριμένο διαμέρισμα της το
είχε παραχωρήσει ο συντηρητής του κτιρίου με τον οποίο, για ένα διάστημα, υπήρξαν
ζευγάρι.
Δούλευε ως νοσοκόμα και η τελευταία της
εργασία ήταν σε ένα κέντρο υγείας στην περιοχή Τρεσνιέβκα στο Ζάγκρεμπ. Η Γκόλικ,
η οποία ήταν μάρτυρας του Ιεχωβά, σταδιακά αποκόπηκε από τους πάντες. Συνέβαλε
το γεγονός ότι η σοφίτα ήταν αποκομμένη από τα υπόλοιπα διαμερίσματα.
Δεν πλήρωνε ενοίκιο καθώς η σοφίτα
ανήκε στον πρώην σύντροφο της, ενώ ο λογαριασμός του ρεύματος πληρωνόταν από
έναν αρχιτέκτονα που ζούσε στο Ζάγκρεμπ. Δεν είναι ξεκάθαρο γιατί συνέβαινε
αυτό καθώς ο άντρας πέθανε τρεις μήνες πριν ανακαλυφθεί το πτώμα. Η Γκόλικ είχε
μια αδελφή η οποία δούλευε ως δασκάλα στην κροατική πρωτεύουσα. Είχαν όμως διακόψει
κάθε σχέση.
Η Κατίτσα Τσάριτς κατοικούσε για
δεκαετίες στο κτίριο και γνώριζε την Γκόλικ. «Ζούσε από πάνω μου. Μου άφηνε μια σακούλα με λεφτά κι ένα σημείωμα με το τι χρειαζόταν από τα μαγαζιά. Ήταν
ανυπόφορη. Όταν κάποιους τη βοηθούσε, αντί να τον ευχαριστήσει, του φώναζε.
Ήταν επίσης μυστηριώδης και δεν ήθελε επαφές με τους γείτονες. Από την άλλη την
έβλεπες πολλές φορές να τρέχει δρόμο ή να φωνάζει σε κόσμο. Την τελευταία φορά που την
είδα έξω από το διαμέρισμα ήταν μαζί με 2-3 νεαρούς άντρες».
Οι μαρτυρίες των ατόμων που τη
γνώριζαν έκαναν τους ειδικούς να πειστούν πως η Γκόλικ αντιμετώπιζε σοβαρά
ψυχολογικά προβλήματα. Είναι πιθανό να έπασχε από σχιζοφρένεια.
Γιατί δεν το
κατάλαβε κανείς;
Το ερώτημα που φυσικά προκύπτει είναι
πώς είναι δυνατό επί 42 χρόνια κανείς να μην την αναζήτησε και κανείς να μην
κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά.
Από τη μια η 42χρονη είχε αποκοπεί
κοινωνικά και δεν είχε σχέσεις με κανένα. Από την άλλη είχε πει σε κάποιους ότι
σκοπεύει να φύγει από το Ζάγκρεμπ. Όταν πια οι κάτοικοι του κτιρίου δεν την
έβλεπαν πίστεψαν ότι υλοποίησε το σχέδιο της. Μάλιστα υπήρχε η φήμη ότι είχε
μετακομίσει στα Σκόπια για να μπει σε σέχτα.
Κανείς λοιπόν δεν αναρωτιόταν τι είχε
συμβεί, κανείς δεν χτύπησε την πόρτα της για δεκαετίες. Για δεκαετίες η εξαφάνιση
της δεν αναφέρθηκε στις αρχές οπότε δεν έγινε έρευνα.
Πώς γίνεται βέβαια η οσμή της αποσύνθεσης
να μην ανησύχησε τους ενοίκους; Ιατροδικαστής που εξέτασε το πτώμα και τις συνθήκες
στο σπίτι θα πει: «Αν το άτομο πέθανε χειμώνα, με δεδομένο ότι ήταν βαριά
ντυμένη και τυλιγμένη με κουβέρτες, τότε η μυρωδιά δεν θα ήταν τόσο έντονη
εντός του κτιρίου. Τα ανοιχτά παράθυρα έπαιξαν κι αυτά ρόλο. Ακόμα όμως κι έτσι
δεν μπορώ να καταλάβω πώς οι γείτονες της δεν προβληματίστηκαν από την οσμή της
αποσύνθεσης. Μπορεί να μην ήταν έντονη αλλά θα κράτησε κάποιους μήνες».
Το 2010, η καλλιτέχνιδα Ιβάνα Πόποβιτς δημιούργησε ένα έργο εγκατάστασης στο Ζάγκρεμπ με τίτλο "Soba Hedvige" (Το δωμάτιο της Hedviga), αναπαριστώντας το εσωτερικό του διαμερίσματός της με αληθινά αντικείμενα της δεκαετίας του ’60. Το έργο προκάλεσε συζητήσεις γύρω από τη φράση που συνόδευε την έκθεση: «Μπορείς να εξαφανιστείς, χωρίς ποτέ να φύγεις».
