Όταν ακούω "Κατερίνα" τρομάζω...


Η ηθοποιός, η ποιήτρια, η γυναίκα, η αγωνίστρια. Διάλεξε μόνη της να φύγει αθόρυβα, αλλά άφησε πίσω της τα ποιήματά της να φωνάζουν



Η Κατερίνα Γώγου είχε ταυτιστεί στη συνείδηση πολλών ως το αφελές κοριτσάκι της διπλανής πόρτας από τις ταινίες στις οποίες συμμετείχε τα «χρυσά» χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου.

Μεγαλώνοντας όμως, αυτό το κοριτσάκι έμελλε να απεκδυθεί το ρόλο του αφελούς – αν υπήρξε ποτέ- και να μετατραπεί σε μια από τις πιο δυνατές φωνές της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, με λόγο γεμάτο ένταση, δύναμη και διαυγή ματιά απέναντι σε αυτά που όλοι σκεφτόμασταν αλλά δεν μπορούσαμε να βρούμε τα λόγια να πούμε.

Ίσως ήταν αυτή διαύγεια της σκέψης απέναντι στη σήψη της καθημερινότητας που τελικά στις 3 Οκτωβρίου του 1993 πήρε όσα χάπια μπορούσε, ήπιε μια γερή δόση αλκοόλ και αυτοκτόνησε.
Η Κατερίνα Γώγου έπαιξε από μικρή ηλικία σε παιδικούς θεατρικούς θιάσους, ενώ σε ηλικία μόλις 12 ετών εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο, στο έργο του Αλέκου Σακελλάριου, «Ο Άλλος». Το 1958 έπαιξε στην ταινία «Το Ξύλο Βγήκε από τον Παράδεισο» και από τότε είχε δεύτερους - αλλά χαρακτηριστικούς - ρόλους σε 14 ελληνικές ταινίες του εμπορικού κινηματογράφου (οχτώ εκ των οποίων της Φίνος Φιλμ), με τελευταία την ταινία «Τι έκανες στον Πόλεμο Θανάση» του Ντίνου Κατσουρίδη.

Το 1977, η Κατερίνα κέρδισε το βραβείο ερμηνείας Α΄ Γυναικείου Ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για το ρόλο της στην ταινία «Βαρύ Πεπόνι» του σκηνοθέτη και συζύγου της, Παύλου Τάσιου. Θα ακολουθήσει η πολυβραβευμένη «Παραγγελιά» το 1980, κατά την οποία ο Κυριάκος Σφέτσας μελοποίησε στίχους της που ερμήνευε η ίδια. Τέσσερα χρόνια αργότερα, η Γώγου πρωταγωνίστησε στην ταινία «Όστρια» σε σενάριο δικό της και του σκηνοθέτη της ταινίας Α. Θωμόπουλου, για το οποίο και μοιράστηκαν το βραβείο Καλύτερου Σεναρίου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Από εκείνο το σημείο και μετά γεννιέται η ποιήτρια Κατερίνα Γώγου.

Το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Τρία κλικ αριστερά» πούλησε πάνω από 40.000 αντίτυπα, αριθμός σπάνιος για ποιητικές συλλογές που μόνο ο Ελύτης και ο Ρίτσος τον έφταναν. Το βιβλίο μάλιστα μεταφράστηκε και στα αγγλικά και κυκλοφόρησε το 1983 στην Αμερική.

«Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι μη γίνω "ποιητής" Μην κλειστώ στο δωμάτιο ν' αγναντεύω τη θάλασσα κι απολησμονήσω. Μην κλείσουν τα ράμματα στις φλέβες μου κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις. Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλιωσε για να με χρησιμοποιήσει. Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα για να κοιμίζω τους δικούς μου. Μη μάθω μέτρο και τεχνική και κλειστώ μέσα σε αυτά για να με τραγουδήσουν» έγραφε.

Όμως τα ποιήματά της είναι γεμάτα οργή και ματαιότητα και πολύ συχνά ένα προτεταμένο στήθος απέναντι στο κατεστημένο και την βία της εξουσίας. Άλλωστε, ποτέ δεν έκρυψε την αναρχική ιδεολογία της και δεν δίστασε επώνυμα να σταθεί στο πλάι αντιεξουσιαστών καταλήγοντας και η ίδια συχνά στο κρατητήριο.

Μάλιστα, όταν τον Ιανουάριο του 1980, η «17 Νοέμβρη» σκότωσε στο Παγκράτι δύο αστυνομικούς, η Γώγου αμέσως δέχθηκε στο σπίτι της την επίσκεψη των αστυνομικών, οι οποιοι έσπασαν την πόρτα της και την συνέλαβαν καθώς ένας μάρτυρας υποστήριξε ότι είδε μια γυναίκα να απομακρύνεται τρέχοντας από το σημείο της δολοφονίας. Αποδείξεις δεν βρέθηκαν ποτέ και η Κατερίνα αφέθηκε ελεύθερη. Έξι χρόνια μετά ήρθε και πάλι αντιμέτωπη με τις αστυνομικές αρχές καταθέτοντας μήνυση στον τότε Υπουργό Δημόσιας Τάξης, γιατί κατά τη διάρκεια μιας πορείας είχε δεχτεί επίθεση από αστυνομικούς.

Η ίδια γράφει όπως λέει «για τον εαυτό μου, από αγανάκτηση για το κακό και από αγάπη για τον άνθρωπο και τη ζωή» και ο λόγος της είναι καταγγελτικός, σκληρός γιατί ξεσκεπάζει αυτό ακριβώς που όλοι θέλουμε να κρύβουμε κάτω από το χαλί κρατώντας όμως μια ελπίδα για τον άνθρωπο.

«Αισθανόμουνα μια μουγκαμάρα. Επικοινωνία από πουθενά, από τίποτα. Είχαν πονέσει οι μασέλες μου από το να μη μιλάω. Κι όταν άρχισα να γράφω, νόμισα ότι θα σπάσει το στιλό. Τόσο πάθος είχα γι' αυτά που ήθελα να πω. Δεν ξέρω πώς γράφουν οι άλλοι. Εγώ ζούσα και έγραφα», ελεγε η ίδια σε συνέντευξή της.

«Η Κατερίνα ένιωθε σαν αγρίμι παγιδευμένο, ήταν διαρκώς σε διωγμό. Τελικά δεν άντεξε και έφυγε... άφησε όμως πίσω τα ποιήματά της που μιλούν ακόμη για εκείνη, με φοβερή δύναμη και άσβεστο πάθος...», υποστηρίζει ο φίλος της και σκηνοθέτης Ν. Κούνδουρος.

Ο θάνατος της όσο σοκαριστικός κι αν υπήρξε για τους πολλούς έμοιαζε αναμενόμενος από όσους την ήξεραν καλά:

«Είχε κλείσει ο κύκλος της. Είχε ολοκληρωθεί, δεν είχε κάτι άλλο να δώσει. Μου το έλεγε. Γύρισε στο σπίτι που μεγάλωσε, στο Μεταξουργείο. Εμένα μου φαίνεται ότι είχαν στηθεί όλα από την ίδια», είπε λίγο μετά η κόρη της.

Αλλά και ο φίλος της και ποιητής Γιώργος Χρονάς αποκάλυψε ότι λίγες μέρες πριν αυτοκτονήσει τον είχε επισκεφτεί στις 7.15 το πρωί και του είχε ζητήσει να την κεράσει ουίσκι. Καθώς έφευγε τον χαιρέτισε λέγοντάς του: «Φεύγω για αλλού»…

Εικοσιπέντε χρόνια μετά ο καιρός για να αλλάξουν τα πράγματα που τόσο ήλπιζε να έρθει δεν είναι ακόμα εδώ και ίσως σήμερα  η φωνή της λείπει όσο λίγες...

Θα 'ρθει καιρός

Θα 'ρθει καιρός
που θ' αλλάξουν τα πράγματα
να το θυμάσαι Μαρία
θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα
εκείνο το παιχνίδι που τρέχαμε
κρατώντας τη σκυτάλη
Μη βλέπεις εμένα μην κλαις
εσύ είσαι η ελπίδα
Άκου, θα 'ρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
δεν θα υπάρχουν πόρτες κλειστές
με γερμένους απ' έξω
και τη δουλειά θα τη διαλέγουμε
δε θα 'μαστε άλογα
να μας κοιτάνε στα δόντια
Οι άνθρωποι, σκέψου,
θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες
να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές :
απροσάρμοστοι, καταπίεση,
μοναξιά, τιμή, κέρδος, εξευτελισμός
για το μάθημα της Ιστορίας
Είναι Μαρία, δε θέλω να λέω ψέματα,
δύσκολοι καιροί και θα' ρθουνε κι άλλοι
δε ξέρω, μην περιμένεις κι από μένα πολλά
τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω
κι απ' όσα διάβασα ένα κράτησα καλά
Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος
Θα την αλλάξουμε τη ζωή
...παρ' όλα αυτά Μαρία


Τα σύνορα της πατρίδας μου

Τα σύνορα της πατρίδας μου αρχίζουνε
απ τα ψητοπωλεία του Μινιόν
περνάνε από τα καμένα ξύλα του Περοκέ και πέρα ...
Η ζωή από κει παίζει βρώμικο ξύλο με τη ζωή
στριμώγνει τα καλύτερα παιδιά της σε φαγωμένες σκάλες
τους στρώνει στο " Θανάση " σημαδεμένη τράπουλα από χέρι
τους περνάει μπρασελέ και ματωμένους σουγιάδες
και μπότες γυαλιστερές πορτοκαλιές με 10 πόντους τακούνι
Ζόρικο αντριλίκι τα γεννητικά τους όργανα
τα Άγια των Αγίων κι αλλιώτικο φιλότιμο
ώσπου μια μέρα - Παρασκευή μπορεί -
τους ρίχνει από κοντά επιδέξιους κώλους
καρφώνουνε τον αντρισμό τους
τους φέρνει καπάκι
κι ύστερα ευνουχισμένοι με τη γλώσσα κολλημένη στον ουρανίσκο
με το μαντήλι που σκουπίστηκαν
ένα με την καφέ του ρίγα περιθώριο γύρω γύρω
πνίγουν με ισόβια
φωταγωγημένα καράβια εφοπλιστικά κεφάλαια ξωτικές
θάλασσες Παναμαικές σημαίες χρεωμένες τραγουδίστριες
και τα δικά τους ταξίδια στη θάλασσα με καρπουζόφλουδες
το ξεχειλωμένο μαγιώ απ το περίπτερο
και την τσατσάρα - πουτάνα ζωή - μαγκιά τους στο πλάι
- κανείς δεν ξέρει
- κανείς δεν είδε
19 20 21 χρονώ και τέλος .

Σ' όσους σπάσανε, σ’ όσους κρατάνε

Κουρελιασμένοι απ' τ' αγριεμένα κύματα
πεταμένα υπολείμματα για πάντα από δω και μπρός
στο σκοτεινό θάλαμο της γης
με ισκιωμένο το μυαλό
απ' το ξέφρενο κυνηγητό
της ασάλευτης πορείας των άστρων
οι τελευταίοι
απόθεσαν το κουρασμένο κεφάλι τους
θυσία
στην τελετουργία των ανεμοστρόβιλων καιρών .
Κι άνθρωποι δεν υπήρχανε.
Κι ένα άσπρο χιόνι σιωπής
σκέπασε οριστικά τις βυθισμένες πόλεις.

Θέλω να κουβεντιάσω

Θέλω να κουβεντιάσω σ' ένα καφενείο
που νάχει πόρτα ανοιχτή
και να μην έχει θάλασσα
μονάχα άντρες άνεργους
σκόνη με ήλιο και σιωπή
να μπαίνει ο ήλιος στο κονιάκ
κ' η σκόνη μαζί με τα τσιγάρα στα πλεμόνια μας
κι ας μην πάρουμε και σήμερα βρε αδερφέ
προφύλαξη για την υγεία μας
κι ούτε να δίνεις συμβουλές
το πως το κατεβάζω έτσι
και πως σκορπιέμαι έτσι
και να αφήσεις ήσυχα στα μούτρα
τις μπογιές τις μύξες και τα κλάματα
να τρέξουνε.
Μονάχα να κοιτάζεις ήρεμα
τα νύχια τα μαλλιά μου και τα χρόνια
πούναι βρώμικα
και γώ
να μη δίνω φράγκο για όλα αυτά
Μόνο το κόμμα, το χριστουλάκο τους
γιατί δε φτιάχτηκε το κόμμα τόσα χρόνια
και σύ νάσαι φίλος. Φίλος-φίλος
έτσι όπως το λέει ο Καζαντζίδης
καί το κονιάκ νάναι σκατά
και εργολάβος πουθενά δε φάνηκε
έχει δωμάτιο για παράνομους
πάνω απ' το καφενείο
θα σου τα ρίξω σε μια δόση
το συνηθίζω άμα μεθάω - έτσι για να σε λιανίσω-
να σε δω χωρίς βρακί να δούμε τι θα κάνεις
εσύ όμως λέει δεν θάσαι απ' αυτούς
θα σηκωθείς και θα χορέψεις παραγγελιά
..βεργούλες και με δείρανε..
και θα κρατάς στις χούφτες σου
μ' αγάπη και με προσοχή το μυαλό μου
είναι έτοιμο να διαλυθεί στα χίλια. Με πονάει.
Κι όταν
έρθουνε να σου πουν
εδώ δεν είναι
τόπος
και χρόνος
για τέτοια πράγματα
τράβηξε τη φαλτσέτα και θέρισε

25 Μαΐου

 Ένα πρωί θ' ανοίξω την πόρτα
 και θα βγω στους δρόμους
 όπως και χτες.
 Και δεν θα συλλογιέμαι παρά
 ένα κομμάτι από τον πατέρα
 κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα
 -αυτά που μ' άφησαν-
 και την πόλη. Την πόλη που τη σάπισαν.
 Και τους φίλους μας που χάθηκαν.
 Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα
 ίσα ολόισα στη φωτιά
 και θα μπω όπως και χτες
 φωνάζοντας "φασίστες!!"
 στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες
 μ' ένα κόκκινο λάβαρο
 ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
 Θ' ανοίξω την πόρτα
 και είναι -όχι πως φοβάμαι-
 μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα
 και πως εσύ πρέπει να μάθεις
 να μην κατεβαίνεις στο δρόμο
 χωρίς όπλα όπως εγώ
 - γιατί εγώ δεν πρόλαβα-
 γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ
 "έτσι"  "αόριστα"
 σπασμένη σε κομματάκια
 από θάλασσα, χρόνια παιδικά
 και κόκκινα λάβαρα.
 Ένα πρωί θ' ανοίξω την πόρτα
 και θα χαθώ
 με τ΄όνειρο της επανάστασης
 μες την απέραντη μοναξιά
 των δρόμων που θα καίγονται,
 μες την απέραντη μοναξιά
 των χάρτινων οδοφραγμάτων
 με το χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις


Η ζωή μας είναι σουγιάδες

Η ζωή μας είναι σουγιάδες
Σε βρώμικά αδιέξοδα
Σάπια δόντια, ξεθωριασμένα συνθήματα…
Πάνω – κάτω. Πάνω – κάτω, η Πατησίων.
Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε
την ίδια διαδρομή
Ξευτίλα - μοναξιά - απελπισία
Κι ανάποδα
Εντάξει δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε
Μονάχα όταν βρέχει
βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας
Και καπνίζουμε….
Η ζωή μας είναι άσκοπα λαχανητά…


Εργογραφία

Τρία κλικ αριστερά, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1978
Ιδιώνυμο, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1980
Το ξύλινο παλτό, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1982
Απόντες, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1986
Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1988

Μεταθανάτιες κυκλοφορίες

Με λένε Οδύσσεια, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 2002
Νόστος, Εκδόσεις Καστανιώτη,1η έκδοση 2004