«Είτε θα καούμε είτε θα πνιγούμε. Σώσε μας!»


Έναν χρόνο μετά τη φονική πυρκαγιά που ξέσπασε στο Μάτι και με πολλά ερωτήματα ακόμα αναπάντητα, ο Guardian συνάντησε επτά ανθρώπους που έζησαν την φωτιά και μίλησαν για όλα όσα έγινε τότε, αλλά και τι (δεν) έχει γίνει έως σήμερα.


Εθελοντές που βοήθησαν τους ανθρώπους που καίγονταν, άνθρωποι που έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους, αλλά και τις περιουσίες τους. Και στο φόντο οι 102 άνθρωποι που έφυγαν εκείνη την ημέρα ή λίγο αργότερα από τη ζωή.

Δημήτρης Ματρακίδης, 39 ετών, προγραμματιστής. Πέρασε ώρες στη θάλασσα πριν διασωθεί από ψαράδες


Είναι πολύ περίεργο συναίσθημα να τρέχεις μες στη θάλασσα με τα ρούχα σου. Ήμουν στην θάλασσα επτά ώρες και δεν έβγαλα στιγμή τα παπούτσια μου ή το σορτς μου. Κομμάτια ξύλου και μετάλλου πετούσαν στον αέρα, αυτοκίνητα καίγονταν και οι φιάλες υγραερίου από καφετέριες στην θάλασσα εκρήγνυνταν. Όλοι ήταν τρομαγμένοι.

Όταν η φωτιά έφτασε στην παραλία, πολλοί από εμάς γυρίσαμε την πλάτη μας στην στεριά. Απλώς στεκόμασταν εκεί. Ο θόρυβος ήταν απίστευτος. Πρέπει να έτρεχαν περίπου 400 άνθρωποι προς την θάλασσα. Κάποιοι κάθονταν στα αυτοκίνητά τους εξαιτίας του μποτιλιαρίσματος, ελπίζοντας να βγουν.

Έφτασα στην παραλία περίπου στις 18.40. Έψαχνα για μια μάσκα και κάποια χρήματα που είχα κρύψει στην στέγη του σπιτιού μου, που μετά έγινε στάχτη. Αλλά όταν δεν τα βρήκα και είδα τον καπνό, έτρεξα. Η γυναίκα μου Ελένη είχε ήδη φύγει με το αυτοκίνητο και τον γιο μας, Μιχαήλ Άγγελο.

Η μητέρα μου, η Φωτεινή, ήταν στην παραλία με τη γειτόνισσά μας τη Μαργαρίτα και το έξι μηνών βρέφος της, το οποίο έκλαιγε ανεξέλεγκτα. Η Μαργαρίτα βρισκόταν σε πανικό, τα μάτια της ήταν θολά και θυμάμαι ότι τη βοήθησα να ανεβάσει τη μπλούζα της για να τo θηλάσει. Αλλά σύντομα το βρέφος έχασε τις αισθήσεις του και έπρεπε να του κάνω τεχνητή αναπνοή.

Μέχρι αυτή τη μέρα δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο στρατός δεν έστειλε βάρκες να μας σώσει, ενώ οι ψαράδες αψηφώντας τον καπνό έκαναν αυτό ακριβώς. Πολλοί άνθρωποι και ειδικά παιδιά πάλευαν να μείνουν εκτός του νερού. Όλοι μας μόλις βλέπαμε ένα φως στον ορίζοντα φωνάζαμε «Βοήθεια».

Κάλεσα το 112, τον αριθμό έκτακτης ανάγκης. Είπαν ότι θα έρχονταν να μας σώσουν, αλλά ποτέ δεν ήρθαν. Ακόμη δεν έχω συγχωρήσει τον εαυτό μου που δεν έβαλα τη Μαργαρίτα και το μωρό πάνω από τους ώμους μου και δεν έκανα περισσότερα για να φτάσω στο νοσοκομείο. Όταν εν τέλει τους βάλαμε στο ασθενοφόρο ήταν πολύ αργά. Το μωρό πέθανε αργότερα εκείνη τη νύχτα και η Μαργαρίτα μια εβδομάδα αργότερα.

Ακόμα έχω εφιάλτες. Είμαι πάντα στη θάλασσα, τα πόδια μου παγώνουν από το κρύο, το σώμα μου καίγεται από τη ζέστη.

Αλέξης Ανδρονόπουλος, 50 ετών, μηχανικός. Έσωσε 18 ανθρώπους


Ανέβηκα στη μηχανή μου από την Αθήνα και κατευθύνθηκα στο Μάτι στις 18.30. Υπήρξα εθελοντής πυροσβέστης για χρόνια, αλλά αυτήν τη φορά ήταν διαφορετικά. Το εξοχικό των γονιών μου είναι εκεί. Μεγάλωσα με ανθρώπους που έχουν διαμερίσματα στο ίδιο τετράγωνο.

Πλέον είναι όλοι ηλικιωμένοι. Ήθελα να τους σώσω. Μου πήρε 20 λεπτά να φτάσω εκεί. Με σταμάτησαν στο δρόμο και έστηναν οδοφράγματα έξω από την πόλη. Δε θα ξεχάσω ποτέ τον τροχονόμο. Ήταν κάθετος ότι δε θα πήγαινα πουθενά. Ήταν η πρώτη γεύση που πήρα από τις κρατικές υπηρεσίες. Όταν τελικά τα κατάφερα, γύρω στις 21.00 ήταν σαν πεδίο μάχης, με αυτοκίνητα και σπίτια στις φλόγες, και πανικόβλητους ανθρώπους να τρέχουν πάνω κάτω. Γύρω από το οικοδομικό μας τετράγωνο αυτοκίνητα και σπίτια ήταν όλα καμένα.

Πού και πού κάτι θα εκρήγνυτο. Φοβόμουν και ήταν η στιγμή που σκεφτόμουν: «Να φύγω ή να μείνω». Βρέθηκα να περπατώ πάνω από νεκρά σώματα και πλησίασα την πολυκατοικία. Μέσα στα αυτοκίνητα υπήρχαν αρκετά πτώματα. Άνθρωποι που είχαν μείνει στα σπίτια τους, ευτυχώς σώθηκαν. Αυτοί που είχαν φύγει κάηκαν.

Είναι δύσκολο να δεις με τον καπνό. Η πρώτη γυναίκα που έσωσα ήταν 80 και μόλις είχε κάνει εγχείριση στο πόδι της. Με λίγη προσπάθεια την ανέβασα στη μηχανή λέγοντάς της «Κλείσε τα μάτια, κράτα με σφιχτά και μη σκέφτεσαι τίποτα». Την πήγα στο οδόφραγμα όπου ένας άλλος φίλος είπε ότι η έξι χρονών κόρη του ήταν παγιδευμένη στην παραλία. Πήγα πίσω και τη βρήκα. Είχα δει ένα πτώμα στον δρόμο που οδηγούσε στην ακτή, οπότε την πήγα μέσω ενός κήπου στην επιστροφή. Ήταν η μοναδική φορά που έδωσα σε κάποιον το κράνος μου. Για άλλη μια φορά της είπα να μην κοιτάξει.

Έκανα 18 διαδρομές, κάθε φορά παίρνοντας ένα άτομο και κάθε φορά διαφωνώντας με τους αστυνομικούς στο μπλόκο. Επέμενα ότι ήταν ασφαλές να πάω, αλλά αυτοί συνέχισαν να λένε ότι είχαν αυστηρές εντολές. Ακόμη κι ένα ασθενοφόρο αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει τον ασύρματο για να ζητήσει βοήθεια. Στην Ελλάδα, τίποτα δε δουλεύει και κανένας δε νοιάζεται. Οι ειδικές δυνάμεις με τις αντιπυρικές στολές θα μπορούσαν να έχουν πάει νωρίτερα. Οι απώλειες ζωών ήταν περισσότερες λόγω της καθυστερημένης αντίδρασης.

Τον τελευταίο χρόνο αγωνιζόμαστε να βοηθήσουμε τα θύματα της φωτιάς. Η πολιτεία δεν σκέφτηκε ποτέ να τους παρέχει νοσοκόμες ακόμα και αν τις χρειάζονται 24 ώρες το 24ωρο. Πήρε κανείς κάποιο μάθημα; Δεν νομίζω. Οι αρχές δεν έκαναν καν την βασική ερώτηση: Πώς γίνεται 103 άνθρωποι να πέθαναν, 100 να τραυματίστηκαν και να μην υπάρχει ούτε ένας πυροσβέστης ανάμεσά τους;

Κάλλι Αναγνώστου, 37. Αυτή και ο εξάχρονος γιος της Κωνσταντίνος κάηκαν σοβαρά στη φωτιά.


Μοιάζει σαν ο χρόνος να σταμάτησε στις 18.30 στις 23 Ιουλίου. Ακόμα και τώρα, υπάρχουν μέρες που αισθάνομαι ότι είμαι εκεί πίσω. Ήταν τόσο βίαιο με εκρήξεις, πτώματα, αυτοκίνητα, σπίτια και δέντρα να καίγονται και παντού μαύρος, τοξικός καπνός.

Ήμασταν για διακοπές στο εξοχικό των πεθερικών μου. Εκείνη την εποχή ζούσαμε στο Ντουμπάι. Τώρα, αστειεύομαι λέγοντας ότι φύγαμε για να γλιτώσουμε τον καύσωνα και καταλήξαμε σε μια πυρκαγιά. Εκείνη την ημέρα ήμασταν χαλαροί. Πρώτα άκουσα τους ανέμους, ενώ μόλις είχα σηκωθεί από έναν μεσημεριανό ύπνο. Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Υπήρχε παντού καπνός. Λίγα λεπτά αργότερα, άρπαξα τον γιο μου Κωνσταντίνο και έλεγα στον πεθερό μου ότι έπρεπε να φύγουμε.

Την ώρα που βγήκαμε από το σπίτι υπήρχαν γιγάντιες φλόγες δύο μέτρα ψηλές, σχεδόν δύο μέτρα μακριά. Θυμάμαι να κοιτάζω πίσω και να βλέπω μαυρίλα. Δεν ένιωσα τις φλόγες. Ήταν η θερμότητα που μας έκαιγε - ένα θερμικό κύμα που προηγούνταν της φωτιάς. Καθώς τρέχαμε στον δρόμο, ένας γείτονας βγήκε από το σπίτι του με ένα μικροσκοπικό αυτοκίνητο και του φωνάξαμε να σταματήσει και να μας πάρει. Αυτό μας έσωσε. Οι σαγιονάρες του Κωνσταντίνου είχαν λιώσει. Έκλαιγε και έλεγε «Μαμά, καιγόμαστε, μαμά, καιγόμαστε». Όταν φτάσαμε στο λιμάνι, ένας τουρίστας εμφανίστηκε με ένα κιτ πρώτων βοηθειών και έβαλε επιδέσμους στα πόδια του.

Υπήρξε μια στιγμή που σκέφτηκα «Αυτό ήταν, έτσι τελειώνουν όλα». Η αδρεναλίνη σε κάνει να συνεχίζεις. Με κάποιον τρόπο, επικράτησε το ένστικτο επιβίωσης.

Φορούσα κολάν από λίκρα και βαμβακερή μπλούζα και υπέστην εγκαύματα τέταρτου και πέμπτου βαθμού στο 40% του σώματός μου, καταστρέφοντας αρκετά επίπεδα από το δέρμα, τους μύες και τα νεύρα μου. Μετά τα μοσχεύματα, το 80% του σώματός μου είχε επηρεαστεί. Ο Κωνσταντίνος είχε επίσης καεί σοβαρά. Ήμουν σε κώμα για τρεις εβδομάδες, ενώ οι γιατροί έκαναν πλαστικές επεμβάσεις. Ο Κωνσταντίνος ήταν σε μονάδα θεραπείας για 35 μέρες.  Θα χρειαστώ ακόμη περισσότερα χειρουργεία τα επόμενα χρόνια.

Πριν τη φωτιά, ήμουν προπονήτρια. Πλέον προπονούμαι για να γίνω lifecoach, ειδικευμένη στη διαχείριση τραύματος. Ό,τι συνέβη ήταν ένα έγκλημα και έχω μηνύσει την κυβέρνηση για αμέλεια. Όλα τα λάθη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, οι αδυναμίες τους φάνηκαν από αυτό που έγινε στο Μάτι. Δεν είναι οικονομικό το θέμα. Το βλέπω πιο πολύ ως ηθικό. Κάτι που χρωστάω στον γιο μου.

Τάσος Γουναρίδης, 47 ετών, ιδιοκτήτης ζαχαροπλαστείου. Ζει ακόμα σε καταυλισμό με την οικογένειά του, αφότου καταστράφηκε το σπίτι τους


Χάσαμε οτιδήποτε είχαμε στην ιδιοκτησία μας. Μέσα σε λίγα λεπτά το σπίτι μας χάθηκε, το παρελθόν μας έσβησε. Κάθε έγγραφο, κάθε φωτογραφία που είχαμε χάθηκε στις φλόγες. Και πάλι, θεωρούμε τους εαυτούς μας τυχερούς. Ο Δαμιανός, ο μεγαλύτερος γιος μου είχε σπάσει το χέρι του οπότε ήμασταν στο νοσοκομείο στην Εύβοια όταν ξέσπασε η πυρκαγιά.

Με το σπίτι μας κατεστραμμένο και χωρίς να έχουμε πουθενά να πάμε, η κυβέρνηση μας έβαλε σε μια κατασκήνωση που ανήκει στην αεροπορία, λίγο έξω από το Μάτι. Θα ήταν μια προσωρινή λύση, αλλά 11 μήνες αργότερα είμαστε ακόμα εκεί. Είχε δοθεί αρχικά μια επιδότηση ενοικίου, αλλά εκείνοι που την έλαβαν είπαν ότι σταμάτησε μετά από δύο μήνες. Δεν ήθελα να κινδυνεύσω να μείνουμε στους δρόμους.

Ζώντας σε ένα σπίτι δύο δωματίων δεν είναι εύκολο, αλλά αυτό που μας έμαθε η φωτιά είναι ότι ακόμα και τα λίγα είναι πολλά. Τα παιδιά έχουν το δικό τους υπνοδωμάτιο κι εμείς χρησιμοποιούμε το δικό μας σαν υπνοδωμάτιο, κουζίνα, σαλόνι και γραφείο. Τον χειμώνα δεν υπήρχε θέρμανση και όλα ήταν γεμάτα υγρασία.

Τον τελευταίο χρόνο προσπαθώ να μαζέψω έγγραφα, να πάω σε δικηγόρους, συμβολαιογράφους και δημόσιες υπηρεσίες για να αποδείξω ότι ένα σπίτι που πλέον είναι ένα κουφάρι ανήκει σε μένα. Κάθε έγγραφο έχει κόστος. Πρέπει να έχω σπαταλήσει 700 ευρώ μέχρι τώρα. Το σπίτι μας δεν ήταν ασφαλισμένο για φωτιά.

Κανένας από τις αρχές δεν μας επισκέφτηκε από τη μέρα της τραγωδίας. Ο Τσίπρας εμφανίστηκε μετά από πολλές εβδομάδες και το έκανε μια μέρα που τα ΜΜΕ απεργούσαν. Κάποια άλλη στιγμή ήρθε στις 6.30 το πρωί για να μην τον δει κανείς. Άκουσα ότι 90 εκατ. ευρώ συγκεντρώθηκαν από ιδιωτικές δωρεές για το Μάτι, αλλά δεν έχουμε δει καμία από αυτές. Το μόνο πράγμα που φαίνεται να έχει γίνει είναι ο καθαρισμός των καμένων δέντρων.

Ενοχλούμαι που όλες μας οι αναμνήσεις έχουν σβηστεί. Μερικές φορές νιώθω ότι με έχουν κλέψει. Αλλά καταστάσεις όπως αυτή σε κάνουν πιο δυνατό. Δεν κάνω πλέον μεγαλόπνοα σχέδια και δεν αγχώνομαι όπως παλιά, κι έχουμε έρθει πιο κοντά ως οικογένεια.

Υπάρχουν φορές που το παρελθόν σε χτυπάει. Τις προάλλες, βρήκα μια φωτογραφία στο κινητό μου, της γειτόνισσάς μου της Έμυ, που πνίγηκε εκείνη τη νύχτα. Δεν μπορώ να σβήσω τον αριθμό της.

Εβδομάδες μετά την φωτιά, καθώς 18 εθελοντές μας βοηθούσαν να αφαιρέσουμε συντρίμμια από το σπίτι, βρήκαμε την βέρα μου κάτω από το τσιμέντο και τα σπασμένα κεραμίδια. Την έψαχνα πάνω από έναν χρόνο. Είχε την ημερομηνία του γάμου μας χαραγμένη μέσα. Ήταν ένα σημάδι για μια νέα αρχή.

Βαρβάρα Κασελούρη, 51 ετών, δασκάλα. Ένας από τους τελευταίους ανθρώπους που κατάφεραν να διαφύγουν με αυτοκίνητο. Έχει βοηθήσει να συσταθεί επιτροπή κατοίκων του Ματιού


Αυτό που συνέβη εδώ ξεσκέπασε τη σάπια φύση της ελληνικής πολιτείας. Άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί και οι υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης δεν προσπάθησαν καν να τους προστατέψουν.

Ως ανήσυχοι κάτοικοι, φτιάξαμε μια επιτροπή για να διερευνήσει την καταστροφή. Κάναμε έναν χάρτη εντοπίζοντας το πού πέθαναν οι άνθρωποι. Οι περισσότεροι ήταν έξω από τα σπίτια τους. Αν αυτά είχαν εκκενωθεί ή αν οι κάτοικοι είχαν ειδοποιηθεί από καμπάνες ή σειρήνες, θα μπορούσαν να είχαν σωθεί.

Όσοι σώθηκαν, ήταν από καθαρή τύχη. Το ξέρω ότι εγώ έτσι σώθηκα. Στις 18.40 ήμουν ένας από τους τελευταίους ανθρώπους που έφυγαν, οδηγώντας ανάποδα στη Μαραθώνος. Η γειτόνισσά μου, η κόρη της και οι δύο εγγονές της πέθαναν. Οι τελευταίες της λέξεις ήταν «Η φωτιά έρχεται, δεν ξέρουμε τι να κάνουμε».

Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη ευρωπαϊκή χώρα όπου η αστυνομία, η πυροσβεστική και οι υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης είναι τόσο ανοργάνωτες. Υπάρχει πυροσβεστική μάνικα ακριβώς έξω από το σπίτι μου και δεν έχει δουλέψει ποτέ. Εκείνη τη νύχτα, δεν φάνηκε κανένα πυροσβεστικό όχημα και κανένα πυροσβεστικό αεροπλάνο.

Ακούω  ότι οι αστυνομικοί και οι πυροσβέστες λένε «Γιατί να ρισκάρω τη ζωή μου, όταν παίρνω μόνο 700 ευρώ;». Η κατάσταση ήταν ίδια και πριν την κρίση. Αν ήθελες το δασαρχείο να κόψει ένα επικίνδυνο δέντρα – και υπήρχαν πολλά τέτοια εδώ- έπρεπε να λαδώσεις.

Οι αρχές λένε ότι εμείς φταίμε γιατί είχαμε εμποδίσει την πρόσβαση στους δρόμους και χτίσαμε εκεί που δεν έπρεπε χωρίς σωστό σχεδιασμό. Αυτό έγινε η γραμμή άμυνάς τους, για να καλύψουν τη δική τους ανικανότητα. Με τα χρόνια, σπίτια όπως το δικό μου που τώρα λένε ότι βρίσκονται σε δασική γη, έχουν νομιμοποιηθεί με νόμους που ψήφισε ένα κράτος που ήθελε απλώς να βγάλει χρήματα. Εάν δεν είναι έτσι, γιατί η κυβέρνηση μου επέτρεψε να αγοράσω το σπίτι; Γιατί δέχτηκε 13.000 ευρώ σε φόρους;

Θα χρειαζόταν κότσια για μια κυβέρνηση να κατεδαφίσει όλα όσα έχουν «κατασκευαστεί παράνομα» στη χώρα αυτή. Έτσι δημιουργήθηκε το Μάτι. Γι’ αυτό τώρα έχουμε ένα εκατομμύριο «παράνομα» σπίτια σε ολόκληρη την Ελλάδα.

Χριστιάνα Φράγκου, 58 ετών. Ιδιοκτήτρια του οικοπέδου στο οποίο βρέθηκαν 26 απανθρακωμένοι άνθρωποι την επόμενη ημέρα


Μας ονόμασαν ιδιοκτήτες του «Σπιτιού του Θανάτου», το ζευγάρι που έχτισε παράνομα και έκοψε την πρόσβαση στη θάλασσα.

Η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί, γιατί η τροχαία κατηύθυνε λάθος τους οδηγούς στον παραλιακό δρόμο. Δεν μπορούσαν να φτάσουν στη θάλασσα, επειδή ένα δέντρο που είχε πάρει φωτιά εμπόδιζε την πρόσβαση στο πιο κοντινό δρομάκι. Στον πανικό τους κατέληξαν έξω από το σπίτι μας και τότε ανοίξαμε τις πόρτες και τους αφήσαμε να περάσουν. Το οικόπεδό μας όμως καταλήγει σε γκρεμό, δεν υπάρχει παραλία από κάτω. Υπάρχουν όμως βράχια, από τα οποία μπορεί να φτάσει κανείς στην παραλία από μερικά απότομα σκαλιά που είχε σκαλίσει ο παππούς μου στον βράχο. Είχαμε το οικόπεδο αυτό από τη δεκαετία του ‘30. Η πρώτη ομάδα, οι άνθρωποι που είδαμε, τα κατάφεραν. Οι άλλοι πίσω τους, όχι.

Όταν οι άνεμοι ξεκίνησαν εκείνη την ημέρα, ένιωθα ότι κάτι δεν πάει καλά. Μπορούσαμε να δούμε τον καπνό στο βάθος. Περίπου στις 17.30 είπα στην οικογένεια ότι έπρεπε να φύγουμε. Ήξερα ότι με τους ανέμους η φωτιά θα κατευθυνόταν κατευθείαν προς εμάς στο Κόκκινο Λιμανάκι. Αρχικά, κανείς δεν με άκουγε, αλλά άρχισα να μαζεύω τα ζώα ούτως ή άλλως, βάζοντας τις γάτες στα κλουβιά τους και παίρνοντάς τες μαζί με τον σκύλο μας, τον Μαξ, στο φορτηγάκι μας. Ο γιος μου και η μητέρα μου ήταν στα αυτοκίνητά τους και όλοι πήγαμε μέχρι τον χωματόδρομο. Εκεί είδαμε τον γείτονά μας, ο οποίος μας είπε ότι δεν υπήρχε πουθενά να πάμε. Ο δρόμος είχε μπλοκάρει από τα αυτοκίνητα. Την ίδια στιγμή, ένα τεράστιο πεύκο εξερράγη λίγα μέτρα μακριά. Συνειδητοποιήσαμε ότι ο χρόνος τελείωσε.
Τότε εμφανίστηκαν οι άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων των γειτόνων που ούρλιαζαν και φώναζαν και τότε ο Βασίλης, ο σύζυγός μου, φώναξε: «Από αυτόν τον δρόμο». Ξαφνικά, όλοι μας τρέξαμε προς τη θάλασσα και το μικρό άνοιγμα στο φράχτη στο κάτω μέρος της ιδιοκτησίας μας που οδηγεί στο βράχο. Αργότερα, έμαθα ότι υπήρξαν 43 από εμάς που γλίτωσαν τις φλόγες. Κρατούσα ακόμα τα κλουβιά με τις γάτες καθώς έτρεχα στα βράχια. Θυμάμαι ότι όλοι ήταν πανικόβλητοι, σκόνταφταν και έπεφταν, αλλά με κάποιο τρόπο καταφέραμε να φτάσουμε στα βράχια. Ξαφνικά, ο ουρανός άλλαξε και άρχισε να «βρέχει» κόκκινη καυτή τέφρα, καίγοντας τις άκρες των μαλλιών μου και μέρη του σώματός μου. Συνέχισα να μπαίνω κάτω από το νερό. Μια βάρκα μας διέσωσε ώρες αργότερα.

Υπάρχουν σκηνές που με στοιχειώνουν κάθε μέρα. Δεν είχα καταφέρει να μιλήσω δημόσια γι’ αυτό μέχρι τώρα. Το να ξέρω ότι τόσοι άνθρωποι εγκλωβίστηκαν στο οικόπεδο και πέθαναν με αυτόν τον τρόπο με καταρράκωσε.

Η γη είναι ακόμα μαύρη, αλλά έχουν ξεκινήσει να βγαίνουν πράσινα βλαστάρια. Μια μέρα, θέλω να χτίσω ένα νέο σπίτι στο ίδιο σημείο, γιατί λατρεύω αυτήν την περιοχή. Η ψυχή μου δε θα ηρεμήσει μέχρι να γίνει.

Mohammed El-Hamisi, 47 ετών, Αιγύπτιος ψαράς. Έσωσε 48 άτομα με το πλοίο του, την Ελπίδα


Οι θάλασσες εδώ είναι απρόβλεπτες. Οι άνεμοι εκείνη την νύχτα ήταν πάνω από 10 μποφόρ, οπότε υπήρχε πολύ κύμα. Και υπήρχε καπνός παντού, η ορατότητα ήταν πολύ χαμηλή. Ήταν 7 το απόγευμα όταν έλαβα μια κλήση από μια κυρία που αγοράζει ψάρια από εμένα, που έλεγε: «Μοχάμεντ, είμαστε στην παραλία στο Κόκκινο Λιμανάκι και είτε θα καούμε είτε θα πνιγούμε. Σώσε μας!». Τα παιδιά μου μού είπαν «Μπαμπά, αν υπάρχουν παιδιά, πρέπει να πας». Αποφάσισα να φύγω κατευθείαν.

Ήμασταν τέσσερις αυτοί που βγήκαμε να βοηθήσουμε, αλλά δεν μπορούσα να δω ούτε την βάρκα μπροστά μου. Η μεγαλύτερη ανησυχία μου ήταν μην χτυπήσω κανέναν που βρισκόταν στο νερό ή σε κάποιο βράχο ή σε άλλο σκάφος. Από την Νέα Μάκρη, όπου βρίσκεται το σκάφος μου «Ελπίδα», συνήθως κάνω 30 λεπτά να φτάσω σε αυτό το σημείο, αλλά με τις συνθήκες που επικρατούσαν έκανα τον τριπλάσιο χρόνο.

Οι άλλοι κατευθύνθηκαν στο λιμάνι στο Μάτι. Εγώ πήγα στο Κόκκινο Λιμανάκι. Καθώς έφτανα είδα όλον αυτόν τον κόσμο να είναι αγκαλιασμένος και να κρατά ο ένας τον άλλο. Μισή ώρα αν αργούσα νομίζω ότι θα είχαν πεθάνει από τη ζέστη. Πολλοί δεν μπορούσαν να κολυμπήσουν. Τα παιδιά και οι γονείς ήταν οι πρώτοι που επιβιβάστηκαν, περίπου 20 από αυτούς κάθονταν όπου μπορούσαν, στην καμπίνα, στα πλάγια, όλοι σοκαρισμένοι. Φύγαμε για το λιμάνι της Ραφήνας στην απόλυτη σιωπή. Μόλις φτάσαμε εκεί κάποιοι έκλαψαν.

Επέστρεψα με έναν αξιωματούχο του Λιμενικού. Εκείνη τη φορά φέραμε πίσω 28 άτομα. Η τελευταία που ανεβάσαμε ήταν μια γυναίκα, μια ηλικιωμένη, πολύ ογκώδης κυρία, που καθόταν σε έναν βράχο. Δεν ήθελε να ανέβει. Η πλάτη και τα πόδια της είχαν καεί. Έλεγε και ξαναέλεγε «Το αγοράκι μου, έχασα τα πάντα, αφήστε με να πεθάνω εδώ». Της έλεγα συνέχεια «Δεν πρόκειται, θα έρθεις μαζί μας». Χτύπησα το πόδι μου προσπαθώντας να την βάλω στην «Ελπίδα». Ακόμα δεν ξέρω αν τα κατάφερε, αλλά δεν μπορώ να την ξεχάσω.

Λίγες μέρες αργότερα, η μηχανή μου χάλασε. Δεν μπορούσα να δουλέψω για έναν μήνα. Μου κόστισε 5.000 ευρώ για να την αντικαταστήσω. Έπρεπε να δανειστώ τα λεφτά κι ακόμα αποπληρώνω. Πολλοί άνθρωποι με ρωτάνε τι μπορούν να μου δώσουν, γιατί έσωσα τις οικογένειές τους. Αλλά πώς να δεχτώ οτιδήποτε από ανθρώπους που έχουν χάσει τα πάντα;

Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κάλεσε εμένα και την οικογένειά μου στο γραφείο του. Ήταν ωραία. Μου δόθηκε ελληνική υπηκοότητα, όταν η κόρη μου η Ελπίδα το ζήτησε από τον Τσίπρα. Έχω ζήσει στην Ελλάδα από την ηλικία των 17, όταν έφυγα από την Αίγυπτο. Ακόμη δεν έχω λάβει καμία αποζημίωση για τη μηχανή και το έχω συζητήσει με πολλούς υπουργούς. Αν κάποιος μου ζητούσε βοήθεια ξανά, θα πήγαινα. Αλλά αν ζητούσε το κράτος, δεν είμαι τόσο βέβαιος.


Φωτογραφίες: Ειρήνη Βουρλούμη / The Guardian