Έγκλημα ο έρωτας στην Ινδία των καστών



Στην Ινδία οι γονείς σκοτώνουν τα παιδιά τους επειδή ερωτεύονται ανθρώπους από διαφορετικές κάστες.


Δυο ερωτευμένοι νιόπαντροι φεύγουν από τον γιατρό έχοντας δει για πρώτη φορά τον υπέρηχο του μωρού που περιμένουν. Περπατούν στο δρόμο κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου, όταν ένας άγνωστος έρχεται από πίσω τους και μαχαιρώνει τον άντρα δύο φορές. Ο δράστης φεύγει και ο άντρας πέφτει νεκρός με την κοπέλα να μένει πίσω και να φωνάζει πάνω από το άψυχο σώμα του.
Το ζευγάρι μόλις «τιμωρήθηκε» επειδή τόλμησε να ερωτευτεί παρόλο που οι δυο τους προέρχονταν από διαφορετικές κάστες.

Οι κάστες της Ινδίας

Παρά το γεγονός ότι η Ινδία τα τελευταία χρόνια είναι μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες χώρες με αυξημένα ποσοστά εκπαίδευσης και με όλο και περισσότερους κατοίκους της να μην ζουν πια στα όρια της φτώχειας, ένα στοιχείο από το παρελθόν συνεχίζει να την κρατά πίσω: οι κάστες. Ο όρος «κάστα» προέρχεται από τη λατινική λέξη «castus», η οποία σημαίνει καθαρός, αμόλυντος, χωρίς αναμείξεις. Στο σύστημα αυτό βασίζεται ολόκληρη η ινδική κοινωνία ακολουθώντας τις ινδουιστικές γραφές. Κάθε Ινδός από την στιγμή της γέννησής του ανήκει στην κάστα των προγόνων του και δεν μπορεί ποτέ να φύγει από αυτή, ενώ οι δυνατότητες και οι ευκαιρίες του ορίζονται από αυτήν. Ακόμα και αν αποκτήσει περισσότερα χρήματα ή μόρφωση απ’ όσο «ορίζει» η καταγωγή του, το στίγμα της κάστας του δεν θα αλλάξει ποτέ.

Ο γάμος μεταξύ ανθρώπων από διαφορετικές κάστες είναι σχεδόν ανεπίτρεπτος και όταν κάτι τέτοιο συμβεί δεν είναι σπάνια τα εγκλήματα τιμής από τους ίδιους του γονείς των νέων, για να ξεπλύνουν την ντροπή. Σύμφωνα με μια μελέτη του 2017, μόλις το 5,8% των γάμων στην Ινδία ήταν μεταξύ ανθρώπων από διαφορετικές κάστες, ένα ποσοστό που έχει αυξηθεί ελάχιστα εδώ και δεκαετίες. Παρόλο που οι σημερινοί ερευνητές περίμεναν το ποσοστό αυτό να έχει αλλάξει δυστυχώς αυτό δεν συμβαίνει.

Σύμφωνα με μια μελέτη του ΟΗΕ από το 2005, περίπου 31.440 υποθέσεις βίας σχετικά με τις κάστες σημειώθηκαν στην Ινδία. Μέχρι το τέλος του φετινού Ιουνίου είχαν καταγγελθεί δεκάδες υποθέσεις δολοφονιών ζευγαριών από διαφορετικές κάστες σε διάφορες επαρχίες της Ινδίας.

«Τέτοιες πράξεις βίας “δικαιολογούνται” στο όνομα της παράδοσης και της τιμής. Αλλά τα κίνητρα είναι πολύ βαθύτερα. Αν μια γυναίκα μπορεί να επιλέξει ποιον θα παντρευτεί – ακόμα και έναν άντρα από κατώτερη κάστα- θα αποδιοργανωθεί ολόκληρο το κοινωνικό σύστημα», αναφέρει η ιστορικός και ειδική στις κάστες, Ούμα Χακραβάρτι.

Η κατώτερη κάστα είναι αυτή των Dalit, δηλαδή των «Ανέγγιχτων», οι οποίοι αποτελούν τους παρίες ολόκληρης της ινδικής κοινωνίας και μέχρι και σήμερα αναλαμβάνουν συνήθως τις πιο κακοπληρωμένες και επικίνδυνες δουλειές. Οι Dalit αποτελούν το 17% των Ινδών. Αν και επίσημα έχει κατοχυρωθεί συνταγματικά η ισότητα των Ινδών πολιτών ανεξαρτήτως της κάστας τους και πολλοί από τους Dalit έχουν ανέλθει πολιτικά και οικονομικά, αυτό εντός της κοινωνίας δεν τους εξισώνει με τους υπόλοιπους πολίτες. Και φυσικά, ο γάμος μεταξύ ενός Dalit και μιας γυναίκας από ανώτερη κάστα μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στον θάνατο.

Η ιστορία της Αμρούθα και του Πρανάι

Το έγκλημα τιμής που αναφέρθηκε παραπάνω, ένα από τα πολλά που σημειώνονται στην Ινδία, είχε ως θύματα την Αμρούθα και τον Πρανάι με τον δεύτερο να χάνει τη ζωή του ύστερα από εντολή του πατέρα της αγαπημένης του. Οι δυο τους άνηκαν σε δυο διαφορετικές κάστες με τον Πρανάι να προέρχεται από τους Dalit. Η Αμρούθα ανήκει στην κάστα των Κομάτι, μια πλούσια κάστα γεμάτη εμπόρους και τραπεζίτες. Όταν ο πατέρας της Αμρούθα έμαθε για την φιλία των δυο που ξεκίνησε από το σχολείο την έδειρε άσχημα, της πήρε το κινητό και τον υπολογιστή της και της άλλαξε σχολείο. Για τα επόμενα έξι χρόνια οι δυο νέοι βλέπονταν ελάχιστα.

Παρόλο ο πατέρας του Πρανάι είχε καταφέρει με σκληρή δουλειά να έχει ένα αξιοπρεπές εισόδημα που του έδινε τη δυνατότητα να μεγαλώσει την οικογένειά του και να στείλει τον γιο του στο πανεπιστήμιο, η κάστα στην οποία άνηκε δεν μπορούσε να αλλάξει.

«Προτιμώ να σε παντρέψω ακόμα και με ζητιάνο αρκεί να ανήκει σε ανώτερη κάστα. Αλλά δεν θα παντρευτείς ποτέ κάποιον από χαμηλότερη κάστα, όποιος και αν είναι», της ξεκαθάριζε ο πατέρας της Αμρούθα, Ράο.



Όταν οι δυο τους ήταν στο Πανεπιστήμιο με τον Πρανάι να σπουδάζει μηχανικός και την Αμρουθα σχεδιάστρια μόδας, ο πατέρας της κοπέλας ετοιμαζόταν να την παντρέψει με κάποιον άλλο. Οι δυο τους έδρασαν γρήγορα και κατάφεραν να κλεφτούν. Παντρεύτηκαν λίγο μετά και την επόμενη μέρα του γάμου τους έμαθαν ότι ο Αμρούθα ήταν έγκυος. Τον Σεπτέμβριο του 2018, έναν μήνα μετά τον γάμο τους, ο πατέρας της κοπέλας έδωσε 150.000 δολάρια σε έναν εκτελεστή και την φωτογραφία του ζευγαριού, για να σκοτώσει τον άντρα και να «ξεπλύνει» την τιμή του.

Ο Ράο συνελήφθη λίγο μετά την επίθεση ωστόσο αυτή τη στιγμή είναι εκτός φυλακής με εγγύηση αναμένοντας την δίκη του να ξεκινήσει τον Σεπτέμβριο. Αν και πολλοί υποστηρίζουν το ζευγάρι, δεν είναι λίγοι αυτοί που τίθενται με την πλευρά του πατέρα.

«Ο φόνος έγινε γιατί ο έρωτάς τους ξεκίνησε από το σχολείο και αυτός δολοφονήθηκε επειδή η σχέση τους δεν εγκρίθηκε», εξηγεί απλά ο επίτιμος πρόεδρος της κάστας της Αμρούθα, Μπουπάθι Ραζού, ο οποίος οργάνωσε ομάδες υποστηρικτών για να επισκέπτονται τον Ράο στη φυλακή.
«Αυτό είναι ένα περιστατικό στο οποίο ένας άντρας από κατώτερη κάστα εκφόβισε την κοπέλα και την παντρεύτηκε. Υπάρχει πιθανότητα κι άλλες κόρες σημαντικών αντρών να παγιδευτούν στο όνομα της αγάπης από παλιανθρώπους», λέει ο δικηγόρος Σιαμ Τσιλουκούρι.

Το θύμα που έγινε μαχητής

Λίγα χρόνια πριν μια παρόμοια ιστορία είχε κάνει ξανά τον γύρο του κόσμου κάνοντας ίσως για πρώτη φορά γνωστό σε παγκόσμιο επίπεδο τον παραλογισμό των καστών που συνεχίζει έως σήμερα.
Το 2016, η Κοσάλια τόλμησε παρά τις απειλές των γονιών της να παντρευτεί τον αγαπημένο της Σανκάρ, ο οποίος προερχόταν από την κατώτερη κάστα των Dalit. Ο Σανκάρ ήταν γιος ενός εργάτη της γης και ζούσε με την οικογένειά του σε μια καλύβα με ένα δωμάτιο. Η Κοσάλια άνηκε στην πλούσια κάστα των Θεβάρ με τον πατέρα της να έχει εταιρεία ταξί και να είναι δανειστής χρημάτων. Ο Σανκάρ και η Κοσάλια γνωρίστηκαν στο πανεπιστήμιο και όταν οι γονείς της κοπέλας ανακάλυψαν τη σχέση τους σταμάτησαν την κόρη τους από τις σπουδές της και την έκλεισαν στο σπίτι. Οι δυο τους κατάφεραν να κλεφτούν και να παντρευτούν.

Οχτώ μήνες μετά τον γάμο τους οι δυο τους είχαν πάει στην αγορά και περπατούσαν ανάμεσα στον κόσμο, όταν σταμάτησαν πίσω τους δυο μηχανές από τις οποίες κατέβηκαν πέντε άντρες με μαχαίρια. Οι πέντε έπεσαν πάνω στο ζευγάρι και άρχισαν να το μαχαιρώνουν με μανία.
«Γιατί τον αγαπάς, γιατί;», φώναζε ένας από τους δράστες στην Κοσάλια.

Ο Σανκάρ πέθανε μέσα στο ασθενοφόρο που τον μετέφερε στο νοσοκομείο έχοντας 34 μαχαιριές στο σώμα του. Η Κοσάλια με 36 ράμματα στο κεφάλι της και σπασμένα κόκαλα κατάφερε να επιζήσει. Αφού θεράπευσε τις πληγές του σώματός της, ξεκίνησε έναν γενναίο δικαστικό αγώνα για να τιμωρηθούν αυτοί που σκότωσαν τον άντρα της: οι γονείς της.

Πριν την επίθεση στο ζευγάρι, οι γονείς της Κοσάλια είχαν προσπαθήσει πολλές φορές να τους χωρίσουν. Αρχικά, έκαναν μήνυση στον Σανκάρ κατηγορώντας τον ότι έχει απαγάγει την κόρη τους. Μια εβδομάδα μετά τον γάμο τους, συγγενείς την απήγαγαν και την πήγαν σε σαμάνους και ιερείς που έριξαν στάχτη στο πρόσωπό της και της έδωσαν «μαγικά» φίλτρα για να αφήσει τον άντρα της. Οι γονείς της πρόσφεραν στον Σανκάρ ένα εκατομμύριο ρουπίες για να την αφήσει, αλλά αυτός αρνήθηκε. Μια εβδομάδα πριν από τη δολοφονία, οι γονείς της Κοσάλια πήγαν να την δουν και την διέταξαν να έρθει μαζί τους. Αυτή αρνήθηκε. Φεύγοντας, ο πατέρας της τής είπε: «Αν σου συμβεί κάτι από αύριο, δεν φτάνει εμείς».


Ο πατέρας της Κοσάλια προσέλαβε πέντε άντρες και τους έδωσε 50.000 ρουπίες για να σκοτώσουν  την κόρη του και τον άντρα της με εντολή να το κάνουν σε δημόσιο χώρο με κόσμο ώστε να «στείλουν έναν μήνυμα» για το τι συμβαίνει όταν μια γυναίκα παντρεύεται έναν άντρα από κατώτερη κάστα. Εκατόν είκοσι άτομα είδαν εκείνη την μέρα το φόνο.

Οι μέρες μετά τον φόνο του Σανκάρ ήταν ανυπόφορες για την Κοσάλια. Όπως λέει η ίδια σκέφτηκε πολλές φορές να αυτοκτονήσει, ενώ συνεχώς βυθιζόταν στην κατάθλιψη. Ώσπου μια μέρα, αποφάσισε να αλλάξει τη ζωή της. Έκοψε τα μαλλιά της κοντά, έμαθε καράτε και ξεκίνησε να διαβάζει βιβλία σχετικά με τις κάστες. Άρχισε να συναντιέται με ομάδες ανθρώπων που εναντιώνονται στις κάστες και να μιλά δημόσια για τα εγκλήματα εξαιτίας του συστήματος αυτού.



Την ίδια στιγμή βρισκόταν σε εξέλιξη η δίκη των γονιών της. Παρόλο που δεχόταν απειλές για τη ζωή της από παντού και κυρίως από τους ίδιους της συγγενείς της, είχε το θάρρος να εμφανιστεί 58 φορές στο δικαστήριο για να εμποδίσει την αποφυλάκιση των γονιών της με εγγύηση.

«Η μητέρα μου μού έχει πει πολλές φορές ότι θα με σκοτώσει. Μου είπε ότι είναι καλύτερα να είμαι νεκρή παρά παντρεμένη με αυτόν τον άντρα», δήλωνε επανειλημμένα η Κοσάλια στον δικαστή, ο οποίος δεν επέτρεψε ποτέ στους γονείς να αποφυλακιστούν ως την εκδίκαση της δίκης.

Τελικά, ο πατέρας της Κοσάλια και έξι ακόμα άντρες καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ η μητέρα της και δύο ακόμα άντρες αθωώθηκαν. Η Κοσάλια πιστεύει ωστόσο ότι και η μητέρα της ήταν εξίσου ένοχη.

Από τότε μέχρι και σήμερα η Κοσάλια δεν έχει σταματήσει να μάχεται ως ακτιβίστρια πλέον κατά του συστήματος των καστών και έχει μιλήσει ακόμα και σε διεθνή συνέδρια για την αδικία που υπάρχει στην κοινωνία της Ινδίας.

Με τα χρήματα που πήρε ως αποζημίωση για τον θάνατο του συζύγου της έχτισε ένα σπίτι με τέσσερα δωμάτια για την οικογένεια του Σανκάρ και δημιούργησε ένα κέντρο διδασκαλίας για τους φτωχούς μαθητές του χωριού, όπου έμεναν στο Ταμίλ Νάντου. Δουλεύει ως υπάλληλος σε μια δημόσια υπηρεσία και κάθε Σαββατοκύριακο ταξιδεύει σε όλη την επαρχεία του Ταμίλ Νάντου μιλώντας κατά των εγκλημάτων τιμής και προβάλλοντας τη σημασία της αγάπης.

Δυο χρόνια μετά την δολοφονία του Σανκάρ παντρεύτηκε έναν άλλο άντρα επίσης από την κάστα των Dalit. Στα social media συνεχίζει να δέχεται απειλές κατά της ζωής της.