Το μοναδικό μυστήριο που δεν έλυσε η Αγκάθα Κρίστι




Η εξαφάνιση της Αγκάθα Κρίστι που μέχρι και σήμερα ύστερα από 93 χρόνια αποτελεί ένα μυστήριο, το οποίο δεν μπόρεσε να λύσει ούτε η ίδια η συγγραφέας.


Τον Δεκέμβριο του 1926, η Αγκάθα Κρίστι για δύο σχεδόν εβδομάδες έζησε σαν ένας από τους πρωταγωνιστές των ιστοριών της. Το βράδυ της 3ης Δεκεμβρίου κουβαλώντας μαζί της μόνο μια μικρή βαλίτσα, φίλησε την μικρή της κόρη και εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα χωρίς κανείς να ξέρει πού πάει. Επί δύο σχεδόν εβδομάδες η αστυνομία και ένα ολόκληρο έθνος αναζητούσε την αγαπημένη του συγγραφέα που έμοιαζε να έχει ανοίξει η γη και να την κατάπιε.

Η αρθρογράφος της εφημερίδας The New York Times, Τίνα Τζόρνταν, 93 χρόνια μετά την εξαφάνισή της Αγκάθα Κρίστι μας παρουσιάζει όλη την ιστορία σε ένα αναλυτικό χρονικό της εξαφάνισης που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα βιβλία της Κρίστι βασισμένο στα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής!

Αξίζει να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή, η Κρίστι ήταν παντρεμένη με τον Συνταγματάρχη Άρτσιμπαλντ Κρίστι, ο οποίος είχε παράνομο δεσμό με μια νεότερη κοπέλα. Ο κόσμος δεν ήξερε αυτήν την λεπτομέρεια, αλλά η Αγκάθα Κρίστι προφανώς γνώριζε τα πάντα.

5 Δεκεμβρίου 1926

Η Αγκάθα Κρίστι ήταν 36 ετών και ήδη είχε δημοσιεύσει αρκετά πετυχημένα αστυνομικά μυθιστορήματα, όπως  το «Μια σκιά στην ομίχλη» (The Secret Adversary) και το «Έγκλημα στο γκολφ» (The Murder on the Links), το τελευταίο με τον αγαπημένο ντετέκτιβ Ηρακλή Πουαρό. Η είδηση της εξαφάνισής της σκάει σαν βόμβα και κάνει  τον γύρο του κόσμου, ενώ στις 6 Δεκεμβρίου γίνεται πρωτοσέλιδο στους Times.


«Το αυτοκίνητο της συγγραφέως βρέθηκε εγκαταλελειμμένο κοντά στο Γκίλντφορντ στην άκρη ενός γκρεμού με τις μπροστινές ρόδες του αυτοκινήτου να βρίσκονται ουσιαστικά στο κενό. Όπως φαίνεται το αυτοκίνητο ξέφυγε της πορείας του και μόνο ένας πυκνός θάμνος το σταμάτησε από το να πέσει στο κενό», έγραφε τότε η εφημερίδα.

8 Δεκεμβρίου 1926

Ύστερα από τρεις μέρες αναζήτησης, η αστυνομία σταματά τις έρευνες. Όπως είπαν, ο γαμπρός της έλαβε ένα γράμμα από την Αγκάθα Κρίστι στο οποίο έλεγε ότι πάει σε ένα σπα στο Γιορκσάιρ για ξεκούραση και θεραπεία. Ωστόσο, η υπόθεση απείχε πολύ από το να κλείσει.

10 Δεκεμβρίου 2926

Η αστυνομία δεν πείστηκε στην πραγματικότητα από το γράμμα και λίγο αργότερα ξεκινά και πάλι τις έρευνες. Μάλιστα, πήγαν ακόμα και τα κατοικίδια της Κρίστι στο σημείο όπου βρέθηκε το αυτοκίνητο μήπως καταφέρουν να βρουν την μυρωδιά της. Η αναφορά της αστυνομίας λέει απλώς ότι ο σκύλος της «κλαψούριζε οικτρά». 


Οι αστυνομικοί αρχίζουν να διαμορφώνουν την άποψη ότι «βρίσκονται μπροστά σε μια υπόθεση αυτοκτονίας», αναφέρουν οι Times. Μάλιστα, το αυτοκίνητό της βρέθηκε κοντά σε μια λίμνη με την ονομασία «Τhe Silent Pool», η οποία σύμφωνα με τον τοπικό μύθο δεν είχε πάτο και ήταν πιθανό η Κρίστι να είχε χαθεί εκεί για πάντα.

Παράλληλα, φίλοι της Κρίστι ανέφεραν στην εφημερίδα ότι η ίδια τους είχε εκμυστηρευτεί πως φοβόταν να μένει στο ίδιο της το σπίτι καθώς πίστευε ότι ήταν στοιχειωμένο.

«Το σπίτι βρίσκεται σε έναν ερημικό δρόμο χωρίς φωτισμό το βράδυ, που έχει τη φήμη του στοιχειωμένου. Στο δρόμο αυτό είχε σημειωθεί η δολοφονία μιας γυναίκας και η αυτοκτονία ενός άντρα. ‘Αν δεν φύγω σύντομα από το Σανινγκντέιλ, το Σανινγκντέιλ θα είναι το τέλος για μένα’, είχε πει κάποτε σε έναν φίλο της», αναφέρει η εφημερίδα.

11 Δεκεμβρίου 1926

Μια εβδομάδα μετά την εξαφάνιση της Κρίστι, η αστυνομία βρίσκεται σε σύγχυση. «Κανένας αξιόπιστος μάρτυρας δεν την είδε από την στιγμή που έφυγε από το σπίτι της στο Σανινγκντέιλ πριν από μια εβδομάδα», έγραφαν οι The Times.

Την ίδια στιγμή ωστόσο υπάρχει και μια σημαντική εξέλιξη. Η Κρίστι είχε αφήσει πίσω της τρία γράμματα: ένα στην γραμματέα της, ένα στον γαμπρό της και ένα στον σύζυγό της.

Αυτό προς την γραμματέα είχε καταστραφεί, αλλά η αστυνομία μπόρεσε να το ανακτήσει με μια φράση του να γίνεται γνωστή: «Πρέπει να φύγω. Δεν μπορώ να μείνω στο Σανινγκντέιλ άλλο πια». Το γράμμα προς τον γαμπρό της είχε επίσης καταστραφεί, όπως και αυτό προς τον σύζυγό της με τον Κρίστι να αρνείται να αποκαλύψει στην αστυνομία τι του έχει γράψει. Τα δύο τελευταία γράμματα είχαν καεί.

12 Δεκεμβρίου 1926

Η αστυνομία στρέφεται για βοήθεια προς τους οδηγούς που μπορεί να περνούσαν από το σημείο που βρέθηκε το αυτοκίνητο της Κρίστι αλλά και σε ιδιωτικούς ερευνητές, ενώ ακόμα πιστεύει ότι η απάντηση για την εξαφάνισή της βρίσκεται κοντά στο σημείο όπου βρέθηκε το αυτοκίνητό της.
Την ίδια στιγμή, η γραμματέας της Κρίστι διαψεύδει εξοργισμένη στους Times την φήμη που είχε κυκλοφορήσει ότι όλη η υπόθεση της εξαφάνισης αποτελούσε ένα διαφημιστικό κόλπο. «Είναι γελοίο. Η κ. Κρίστι είναι πολύ κυρία για να κάνει κάτι τέτοιο», αναφέρει παρέχοντας μάλιστα πρόσβαση και στις σημειώσεις που είχε αφήσει γι’ αυτήν η Κρίστι, οι οποίες περιείχαν μόνο οργανωτικές λεπτομέρειες. Όπως λέει, η Κρίστι της έδινε οδηγίες να ακυρώσει κάποια ραντεβού της επειδή δεν αισθανόταν καλά και ήθελε να φύγει ωστόσο αυτό ήταν κάτι που έκανε συχνά. Η γραμματέας λέει ότι δεν είχε θεωρήσει σημαντικό το γράμμα και γι’ αυτό δεν το έδειξε εξ αρχής στην αστυνομία.

Η αστυνομία βάζει στο μικροσκόπιο ακόμα και τα χειρόγραφα της Κρίστι, τα οποία είχαν βρεθεί σε μια μικρή βαλίτσα μέσα στο εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο και ουσιαστικά αποτελούν το προσχέδιο του επόμενου μυθιστορήματός της «Το μυστήριο του γαλάζιου τρένου» (The Blue Train).

12 Δεκεμβρίου 1926

Όλη η Βρετανία βρίσκεται στο πόδι. Περίπου 10.000 με 15.000 άνθρωποι συμμετέχουν στις έρευνες για τον εντοπισμό της Κρίστι, οι οποίοι έχουν την βοήθεια δεκάδων λαγωνικών της αστυνομίας. Οι ερευνητές προσπαθούν να βρουν στοιχεία της. Επιστρατεύονται ακόμα και πνευματιστές, οι οποίοι πηγαίνουν στο σημείο που βρέθηκε το αυτοκίνητο της Κρίστι για να… επικοινωνήσουν με το πνεύμα της! Οι τελευταίοι υποστηρίζουν η Κρίστι έπεσε θύμα εγκληματικής ενέργειας.

Την ίδια μέρα, η αστυνομία σκέφτεται την πιθανότητα η Κρίστι να βρίσκεται στο Λονδίνο «μεταμφιεσμένη πιθανότατα ακόμα και σε άντρα», αναφέρει η εφημερίδα. Ταυτόχρονα, κυκλοφορούν φήμες ότι η Αγκάθα Κρίστι άφησε πίσω της έναν σφραγισμένο φάκελο με εντολή να ανοιχτεί μόνο σε περίπτωση που εντοπιστεί το πτώμα της. Όπως μεταδίδεται, το σημείωμα γράφτηκε για την γραμματέα της Κρίστι μια ώρα πριν φύγει η συγγραφέας από το σπίτι της και φανερώνει ένα άτομο σε νευρική κρίση. «Το περιεχόμενό του είναι γνωστό μόνο στη γραμματέα και τον σύζυγο της Κρίστι», αναφέρουν οι Times.

13 Δεκεμβρίου 1926

Οι εφημερίδες την ημέρα αυτή γράφουν ότι η αστυνομία βρήκε σημαντικά στοιχεία κοντά στο αυτοκίνητο, όπως «ένα μπουκάλι με ετικέτα δηλητήριου μολύβδου και όπιο, κομμάτια από μια σκισμένη καρτ ποστάλ, ένα γυναικείο γούνινο παλτό, μια πούδρα προσώπου, τη γωνία από μια φρατζόλα ψωμί, ένα χάρτινο κουτί και δύο παιδικά βιβλία», αναφέρουν οι Times.

Οι ντετέκτιβ της αστυνομίας διαμορφώνουν μια νέα θεωρία: «Η αστυνομία έχει πληροφορίες, τις οποίες αρνούνται να αποκαλύψουν, και οι οποίες τους οδηγούν να πιστέψουν ότι η κ. Κρίστι δεν είχε καμία πρόθεση να επιστρέψει όταν έφυγε από το σπίτι της».

14 Δεκεμβρίου 1926

Η Αγκάθα Κρίστι βρέθηκε.

Είναι ζωντανή και καλά στην υγεία της όμως δεν θυμάται τίποτα.


Η Αγκάθα Κρίστι ήταν τελικά όντως σε ένα ξενοδοχείο στο Γιορκσάιρ και ο σύζυγός της υποστήριξε ότι «δεν θυμάται ποια είναι. Υποφέρει από πλήρη απώλεια μνήμης».

16 Δεκεμβρίου 1926

Τις εφημερίδες αυτής της ημέρας μονοπωλεί η είδηση της επανεμφάνισης της Αγκάθα Κρίστι. Οι Times αναφέρουν ότι η Αγκάθα Κρίστι είχε πάει στο σπα-ξενοδοχείο Χαρογκέιτ στο Γιορκσάιρ, το οποίο ήταν πολύ διάσημη εκείνη την εποχή στον κόσμο της "καλής κοινωνίας". Η Κρίστι επί έντεκα μέρες βρισκόταν εκεί και έπαιρνε μέρος στους χορούς και όλες τις εκδηλωσεις του ξενοδοχείου μέχρι που την αναγνώρισε ένας υπάλληλος και ενημέρωσε την αστυνομία. 

Ένα από τα στοιχεία που επιτείνουν το μυστήριο είναι ότι η Κρίστι είχε δηλώσει στο ξενοδοχείο το όνομα «Τρέσα Νιλ» και όχι το πραγματικό της. Η Τρέσα Νιλ ήταν η κόρη μιας οικογένειας φίλων των Κρίστι και ο σύζυγος της συγγραφέας ανέφερε ότι δεν είχε ιδέα για ποιο λόγο η Αγκάθα Κρίστι δήλωσε αυτό το όνομα και τόνισε μάλιστα ότι ούτε η συγγραφέας μπορούσε να το εξηγήσει λόγω της απώλειας μνήμης.

Ο πατέρας της Τρέσα Νιλ δήλωσε επίσης άγνοια τονίζοντας ότι η κόρη του και όλη η οικογένεια είναι ταραγμένη που συνδέθηκαν με αυτόν τον τρόπο με την εξαφάνιση της Κρίστι.
Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των εφημερίδων, όταν ο Συνταγματάρχης εμφανίστηκε στο σπα για να πάρει την γυναίκα του, αυτή τον κοίταξε με ένα παγωμένο βλέμμα. Στη συνέχεια εκατοντάδες άνθρωποι βρέθηκαν στον σταθμό του τρένου στο Λονδίνο απ’ όπου θα περνούσε το ζευγάρι για να επιστρέψουν στο σπίτι τους.

Σύμφωνα με τον βιογράφο της Άντριου Νόρμαν, η Κρίστι βρισκόταν σε μια κατάσταση ψυχογενούς αμνησίας, η οποία προκαλείται από έντονο τραύμα ή κατάθλιψη. Εξαιτίας αυτού είχε υιοθετήσει μια διαφορετική προσωπικότητα και γι’ αυτό δεν μπορούσε να αναγνωρίσει ούτε τις φωτογραφίες της στις εφημερίδες. Ωστόσο, λίγο καιρό μετά την ανεύρεση της, η μνήμη της επανήλθε κανονικά.

Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια ώστε να αποκαλυφθεί ότι η Τρέσα Νιλ ήταν στην πραγματικότητα η γυναίκα με την οποία ο Συνταγματάρχης απατούσε την Αγκάθα Κρίστι. Η συγγραφέας δεν σχολίασε ποτέ αυτό το γεγονός. Τελικά τον Μάρτιο του 1928, δεκαπέντε μήνες μετά την μυστηριώδη εξαφάνιση, η Αγκάθα Κρίστι υπέβαλε αίτηση διαζυγίου από τον Άρτισμπαλντ Κρίστι και δύο χρόνια μετά, τον Σεπτέμβριο του 1930 παντρεύτηκε ξανά με τον αρχαιολόγο Μαξ Μάλοβαν. Ωστόσο, και ο Άρτσιμπαλντ Κρίστι έφτιαξε ξανά τη ζωή του. Η νέα του σύζυγος ήταν η Τρέσα Νιλ.

Το παντοτινό μυστήριο

Η Αγκάθα Κρίστι στα 80 περίπου μυθιστορήματά της «έλυσε» ισάριθμα μυστήρια, ωστόσο το μοναδικό που δεν μπόρεσε να λύσει ποτέ ήταν αυτό της δικής της εξαφάνισης. Πάνω από 90 χρόνια μετά κανείς δεν ξέρει και ποτέ κανείς δεν θα μάθει τι ακριβώς συνέβη εκείνες τις έντεκα μέρες του Δεκεμβρίου. Οι βιογράφοι της και οι ιστορικοί ακόμα προσπαθούν να ανακαλύψουν αν η εξαφάνισή της ήταν μια ιστορία εκδίκησης, κατάθλιψης, αμνησίας ή ακόμα και ένα καλοστημένο διαφημιστικό κόλπο.

Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι μετά την επανεμφάνισή της η φήμη της εκτοξεύτηκε. Δύο τουλάχιστον εφημερίδες ξεκίνησαν να δημοσιεύουν μυθιστορήματά της σε συνέχειες, ενώ οι εκδοτικοί οίκοι επανέκδιδαν παλιά της έργα των οποίων η ζήτηση εκτοξεύτηκε.

Η ίδια η Κρίστι αρνιόταν να συζητήσει το συγκεκριμένο θέμα. Ήταν πλέον γι’ αυτήν κάτι σαν θέμα ταμπού. Η μόνη φορά που είχε αναφερθεί η ίδια σε αυτό ήταν σε μια συνέντευξή της το 1928 στην εφημερίδα The Daily Mail.

«Το βράδυ της 3ης Δεκεμβρίου οδηγούσα κοντά σε ένα λατομείο και μου ήρθε η σκέψη να οδηγήσω κατά πάνω σε αυτό (έτσι θα έπεφτε στον γκρεμό). Ωστόσο, η κόρη μου ήταν μαζί μου στο αυτοκίνητο και απέρριψα αμέσως την ιδέα. Εκείνο το βράδυ ένιωθα πολύ δυστυχισμένη. Ένιωθα ότι δεν μπορούσα να προχωρήσω άλλο. Έφυγα από το σπίτι σε μια κατάσταση νευρικής κατάρρευσης με την πρόθεση να κάνω κάτι απεγνωσμένο. Όταν έφτασα στο σημείο που νόμιζα ότι ήταν κοντά στο λατομείο, βγήκα από το δρόμο και πήγα κατευθείαν προς το λόφο. Άφησα το τιμόνι και το αυτοκίνητο ξεκίνησε να πηγαίνει μόνο του. Όμως το αυτοκίνητο βρήκε κάπου και τραντάχτηκε ξαφνικά. Έπεσα πάνω στο τιμόνι και χτύπησα κάπου το κεφάλι μου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ήμουν η κ.Κρίστι», είχε δηλώσει τότε.

Ωστόσο, δεν αναφέρθηκε ποτέ σε ό, τι ακολούθησε του ατυχήματος και ακόμα και στην αυτοβιογραφία της  αρκέστηκε μόνο να πει για το τέλος του γάμου της: «Δεν υπάρχει λόγος να το υπεραναλύσουμε».