Το ελληνικό εισιτήριο θανάτου για το Άουσβιτς



Οι Έλληνες Εβραίοι της Θεσσαλονίκης αναγκάζονταν να πληρώσουν εισιτήριο για να μπουν στο τρένο που τους μετέφερε στην εξόντωση τους. Η εξαπάτηση, το ταξίδι και η... διαλογή


Η επίσκεψη στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο Άουσβιτς είναι μια εξωπραγματική αλλά και επιβεβλημένη εμπειρία. Επί ώρες περιφέρεσαι σαν φάντασμα στα κτίρια και τους δρόμους, ακούγοντας τη φωνή του ξεναγού. Δεν θέλεις να μιλήσεις, δεν θέλεις να φωτογραφήσεις. Είναι τόσο μεγάλο το μέγεθος του εγκλήματος, τόσο σατανικά άρτια η οργάνωση του εργοστασίου του θανάτου που ο εγκέφαλος σου αντιστέκεται. Του είναι δύσκολο να αποδεχθεί ότι πίσω από αυτή τη μηχανή εξόντωσης ήταν άνθρωποι και όχι κάποια μυθικά τέρατα. Άνθρωποι σχεδίασαν και εκτέλεσαν την ιδέα της "τελικής λύσης", νεαροί  από την πολιτισμένη Γερμανία έσπρωχναν τα παιδιά στους θαλάμους αερίων και διακεκριμένοι επιστήμονες έκαναν φρικτά πειράματα πάνω τους.

Από την πρώτη στιγμή έως την τελευταία που βρίσκεσαι στα στρατόπεδα βιώνεις ένα μόνιμο σοκ. Οι εικόνες και οι πληροφορίες σε βομβαρδίζουν και όταν πλέον έχεις ολοκληρώσει την επίσκεψη νιώθεις ότι είσαι ένα διαφορετικό άτομο.

Για τους Έλληνες επισκέπτες δύο είναι οι μεγάλες εκπλήξεις. Η πρώτη σε περιμένει στο τέλος του στρατοπέδου Μπιρκενάου, ανάμεσα στους δύο γκρεμισμένους από τους Γερμανούς θαλάμους αερίων. Μια από τις επιγραφές τονίζει στα ελληνικά: "Ας είναι για αιώνες κραυγή απελπισίας και προειδοποίηση για την ανθρωπότητα αυτός ο τόπος, όπου οι ναζί φόνευσαν περίπου ενάμιση εκατομμύριο άντρες, γυναίκες και παιδία κυρίως Εβραίους, από διάφορες χώρες της Ευρώπης. Άουσβιτς- Μπιρκενάου 1940- 1945".

Περίπου 55.000 Έλληνες Εβραίοι μεταφέρθηκαν με τρένο από την χώρα μας στην Πολωνία και εξοντώθηκαν στους θαλάμους αερίων. Πρόκειται για την πέμπτη πολυπληθέστερη εθνική ομάδα μετά τους Εβραίους από την Ουγγαρία (430.000), την Πολωνία (300.000), τη Γαλλία (69.000) και την Ολλανδία (60.000).

Ελληνικά ο επισκέπτης θα... συναντήσει και νωρίτερα σε ένα από τα κτίρια του πρώτου στρατοπέδου το οποίο έχει διαμορφωθεί ως έκθεση. Θα τα δει γραμμένα πάνω σε μικρά χαρτάκια. "Πρόκειται για εισιτήρια. Οι Έλληνες Εβραίοι ήταν οι μόνοι που πλήρωσαν εισιτήρια για να ταξιδέψουν με το τρένο στο Άουσβιτς. Τους έλεγαν ότι πάνε να δουλέψουν και θα επιστρέψουν. Τους έβαζαν να πληρώσουν για το ταξίδι προς την εξόντωση τους" σε ενημερώνει ο ξεναγός και τα μάτια σου βουρκώνουν.

Τα τρένα της εξόντωσης

Όλα ξεκίνησαν στις 10 Μαρτίου 1943  όταν ο Άιχμαν έδωσε εντολή στον Αλόις Μπρίνερ να ξεκινήσει τις αποστολές Εβραίων από την Θεσσαλονίκη. Το πρώτο τρένο του θανάτου ξεκινά από την Θεσσαλονίκη την Δευτέρα 15 Μαρτίου 1943 με 2.400 Θεσσαλονικείς Εβραίους θα φτάσει στο Άουσβιτς έξι ημέρες αργότερα δηλαδή στις 20 Μαρτίου. Η δεύτερη αποστολή θα ξεκινήσει δυο μόλις ημέρες αργότερα, μεταφέροντας 2.500 άτομα, η τρίτη στις 19 Μαρτίου.

Μέσα σε έξι μήνες, 19 συνολικά αμαξοστοιχίες (η τελευταία έφτασε στον προορισμό της στις 18 Αυγούστου) μετέφεραν στην Πολωνία ολόκληρο τον εβραϊκό πληθυσμό της Θεσσαλονίκης. Στις αποστολές του Απριλίου και του Μαΐου, συμπεριλαμβάνονται και οι περίπου 2.000 Εβραίοι από τις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης που βρίσκονταν υπό Γερμανική κατοχή: Διδυμότειχο, Ορεστιάδα, Σουφλί, Φλώρινα και Βέροια. Στις 2 Αυγούστου 1943, μια αμαξοστοιχία μετέφερε 64 Έλληνες Εβραίους καθώς και 367 Εβραίους με ισπανική υπηκοότητα στο στρατόπεδο Μπέργκεν- Μπέλζεν, κοντά στο Ανόβερο σε ένα ταξίδι που κράτησε 12 ημέρες. Από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο του 1944 ακολούθησαν τρείς ακόμη αμαξοστοιχίες μεταφέροντας συνολικά άλλους 6.000 Εβραίους από την Αθήνα, τα Ιωάννινα, την Κέρκυρα, τη Λάρισα, τον Βόλο, την Χαλκίδα την Ρόδο και την Κω, ενας μικρός αριθμός από τους οποίους κατέληξε επίσης στο Μπέργκεν-Μπέλζεν.

Στα πολωνικά αρχεία βλέπουμε πως η μικρότερη αποστολή ( που έφτασε, πιθανότατα, στις 8 Ιουνίου 1943) αποτελούταν από 880 άτομα ενώ η πολυπληθέστερη, με ημερομηνία άφιξης στο Άουσβιτς 11 Απριλίου 1944, αριθμούσε 5.026 Εβραίους από την Αθήνα, τα Ιωάννινα, την Λάρισα, την Χαλκίδα και τον Βόλο. Αποτελούμενη από 80 φορτάμαξες, είναι η μεγαλύτερη αμαξοστοιχία με ανθρώπινο φορτίο που αναχώρησε ποτέ από την κατεχόμενη Ελλάδα. Κατά μέσο όρο κάθε αμαξοστοιχία μετέφερε 2.400 - 2.500 Εβραίους.

Το σχέδιο εξαπάτησης

Για τη μεταφορά των Ελλήνων Εβραίων από τη Θεσσαλονίκη στο Άουσβιτς στήθηκε ένα ολόκληρο σχέδιο εξαπάτησης. Με τη συμβολή του αμφιλεγόμενου αρχιραβίνου Τσβι Κόρετς οι Έλληνες Εβραίοι πείστηκαν ότι θα μεταφέρονταν στην Πολωνία για να ζήσουν και να εργαστούν και κάποια στιγμή, όταν θα τελείωνε ο πόλεμος, θα επέστρεφαν στα σπίτια τους. Για αυτό το λόγο πλήρωναν εισιτήρια.

Τα εισιτήρια φυλάσσονται στο Μουσείο του Άουσβιτς. Είναι δίγλωσσα (ελληνικά και γερμανικά) και φέρουν ανάγλυφη ημερομηνία αναχώρησης, αριθμό (με μολύβι) που χαρακτηρίζει το εισιτήριο ως «ομαδικό». Oλα ήταν 3ης θέσης για να μειωθεί ακόμη περισσότερο το κόστος μεταφοράς. Tα εισιτήρια που συναντά ο επισκέπτης στην έκθεση του Άουσβιτς εκδόθηκαν για την 3η αποστολή που αναχώρησε από την Θεσσαλονίκη στις 19 Μαρτίου 1943.

Όπως αποκάλυψε γερμανικό έγγραφο με ημερομηνία 1 Οκτωβρίου 1944 τα συνολικά έξοδα της σιδηροδρομικής μεταφοράς των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, τα οποία ανήλθαν τελικά σε 1.940.000 περίπου Μάρκα, καλύφθηκαν στο μεγαλύτερο βαθμό από τις εκποιημένες περιουσίες των ίδιων των εκτοπισμένων. Με λίγα λόγια οι ίδιοι οι Έλληνες Εβραίοι κάλυψαν τα έξοδα της επιχείρησης εξόντωσης τους.

Οι συνθήκες στο ταξίδι ήταν φρικτές με σκοπό να μην φτάσουν όλοι ζωντανοί στο Άουσβιτς. «Κάθε οικογένεια μπορούσε να μεταφέρει μαζί της μόνο τα απολύτως απαραίτητα, μέχρι 20 κιλά, για να μην παραγεμίσουν τα βαγόνια. Κάθε βαγόνι που μόλις θα αρκούσε για 40 ανθρώπους, δέχεται ως 80 εξόριστους μαζί με τις αποσκευές τους. Οι θύρες ερμητικά κλειστές, αλυσοδένονται και σφραγίζονται. Οι φεγγίτες, απ’ όπου θα μπορούσε να μπει, έστω και μια ελάχιστη πνοή αέρος, φράσσονται. Ευτυχώς υπάρχουν χαραμάδες στα πλάγια και έτσι αποφεύγεται η ασφυξία. Μέσα εκεί πάνε να σκάσουν. Στη δεύτερη αποστολή ο Αρχιραββίνος Κόρετς επεμβαίνει και επιτυγχάνει οι θύρες κλειδωμένες με μιαν αλυσίδα που τις ενώνει στην μέση να είναι ελαφρά μισάνοιχτες και να επιτρέπουν κάποιον υποτυπώδη αερισμό. Οι πλέον αισιόδοξοι αρχίζουν να κλονίζονται όταν διαπιστώνουν την αγριότητα των σούπω (σ.σ. Schupo= σύντμηση του Schutzpolizei= γερμανική Αστυνομία). Τους ακούν να ουρλιάζουν «ράους» τους σπρώχνουν βίαια στα φορτηγά βαγόνια και τους χτυπούν με τον υποκόπανο, το μαστίγιο ή το ρόπαλο, να αρπάζουν τα παιδιά από τους γονείς τους, να στοιβάζουν εβδομήντα πέντε και ογδόντα ακόμη σε ενα χώρο που μόλις θα αρκούσε για σαράντα άτομα, να αντιλαμβάνονται ότι είναι αιχμάλωτοι και ότι η ειρκτή όπου έχουν εγκλεισθή δεν έχει σχεδόν καθόλου νερό και δεν διαθέτει παρά ένα μικρό δοχείο για τις στοιχειώδεις ανάγκες ολόκληρης της ημέρας, να νοιώθουν την ατμόσφαιρα που μόλις μπορούσε να ανανεωθεί από ένα συρματόπλεχτο παραθυράκι (συχνά φραγμένο από ένα αδιαφανή εξώφυλλο), να γίνεται βρωμερή και η ζέστη καταθλιπτική, να εμφανίζονται οι ψείρες, το μαρτύριο της δίψας, να παραλύουν τα μέλη και το ραχοκόκαλο από το σκύψιμο, να υπακούουν στις διαταγές των κέρβερων που συνόδευαν την αποστολή, πως πρέπει να κρατούνε στο πλάι των τα πτώματα των συντρόφων στην δυστυχία που υπέκυπταν και να περνούν έξι και επτά φριχτές μέρες πριν ανοίξουν τις γερές πόρτες που φράσσουν την κυλιόμενη φυλακή τους...» αναφέρει μαρτυρία της εποχής.




"Οι Εβραίοι είχαν αρχίσει κιόλας να πεθαίνουν"

Ο Θεσσαλονικιός μηχανοδηγός Στέφανος Μαλλιάδης που το 1943 εργαζόταν ως θερμαστής, αναφέρει για τα τρένα του θανάτου: «Τότε κουβαλούσαμε Εβραίους.  Η Κομμαντατούρ ήταν στον Παλιό Σταθμό. Εκεί μάζευαν τους Εβραίους, τους φόρτωναν στα βαγόνια τα δικά μας –Άντρες 50, Ίπποι 8-γράφανε απ΄εξω. Εκεί μέσα φώναζαν οι φουκαράδες, ήταν και γυναίκες και παιδιά όλοι ανακατεμένοι. Όσο μπορούσαμε και εμείς τους δίναμε κανά κομμάτι ψωμί, τι να τους δώσεις όμως το παράθυρο ήταν ψηλά, αλλά μας κυνηγούσανε και οι Γερμανοί. Έγιναν πολλές αποστολές.....Δεν ξέρω αν οι Εβραίοι μπορούσαν να γλιτώσουν, από το τρένο πάντως δεν μπορούσαν να πηδήσουν,  αποκλείεται...».

Ένας άλλος μηχανοδηγός ο Γιάννης Σορολόπης -μετέπειτα Ιωάννου - πατέρας του Θεσσαλονικιού πεζογράφου Γιώργου Ιωάννου είχε μια χειρότερη εμπειρία, την οποία μεταφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας.«..Ήρθε μουτζουρωμένος και κατάκοπος, αλλά προπάντων στενοχωρημένος. Είχε οδηγήσει ξαφνικά ένα τραίνο με Εβραίους μέχρι πάνω στην Σερβία. Οι Εβραίοι είχαν αρχίσει κιόλας να πεθαίνουν. Οι Γερμανοί σταμάτησαν το τραίνο σε μια ερημιά, είχαν το σχέδιο τους. Από μέσα οι Εβραίοι φώναζαν και κλωτσούσαν τα ξύλινα τοιχώματα. Πατικωμένοι καθώς ήταν δεν μπορούσαν να πάρουν αέρα, εξ άλλου δεν είχαν νερό. Οι Γερμανοί με το πιστόλι στο χέρι άρχισαν να ανοίγουν τα βαγόνια, όχι όμως για το καλό των Εβραίων, αλλά για να τους ξαφρίσουν από τα κρυμμένα κοσμήματα, ρολόγια και λίρες. Τσιρίδες ακούγονταν. Από ένα βαγόνι έβγαλαν ένα μικρό αγόρι πεθαμένο και το απόθεσαν, χωρίς βέβαια να το θάψουν, στο αυλάκι δίπλα στις ράγες».

Από τα έγγραφα διαπιστώνεται ότι το ταξίδι από τη Θεσσαλονίκη μέχρι το Άουσβιτς διαρκούσε κατά μέσο όρο 7 ημέρες. Σύμφωνα μάλιστα με τον Σ. Μαλλιαδη οι οδηγοί άλλαζαν. «Εμείς τους πηγαίναμε μέχρι την Ειδομένη. Στα σύνορα άλλαζαν οι μηχανοδηγοί,  καμιά φορά είχαμε και Γερμανούς μηχανοδηγούς μαζί μας».



Άφιξη, επιλογή, εξόντωση

Αρχικά τα τρένα σταματούσαν έξω από τα στρατόπεδα αλλά μετά την άνοιξη του 1944 κατασκευάστηκε ενωτική διακλάδωση που τα οδηγούσε πλέον μέσα στο Μπιρκενάου και σε απόσταση αναπνοής από τους θαλάμους αερίων και τους φούρνους.

Αμέσως μετά την άφιξη στην λεγόμενη «ράμπα του θανάτου», οι δυνάμεις των SS ξεκλείδωναν τις πόρτες και ειδική ομάδα κρατουμένων άδειαζε τις φορτάμαξες από τις αποσκευές και τυχόν νεκρούς. Αφού χώριζαν τους νεοφερμένους σε δυο ομάδες (άνδρες-γυναικόπαιδα), ο γιατρός του στρατοπέδου-ανώτερος αξιωματικός των SS- προχωρούσε στην διαβόητη «επιλογή».

Με ένα νεύμα του δαχτύλου του προς τα δεξιά ή τα αριστερά, οδηγούσε τους μεν νεότερους, γερούς και υγιείς στο στρατόπεδο για καταναγκαστική εργασία, τους δε ανήμπορους, ηλικιωμένους, γυναίκες με παιδιά κ.α. (που ήταν και η συντριπτική πλειονότητα), κατ’ ευθείαν στους θαλάμους αερίων και τα κρεματόρια.

Από τους σχεδόν 55.000 Έλληνες Εβραίους που έφτασαν συνολικά στο Άουσβιτς το 76%) εξοντώθηκε στους θαλάμους αερίων αμέσως μετά την άφιξη τους. Μέχρι τη λήξη του πολέμου είχε εξοντωθεί το 96,5% των Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης.


Τα ελληνικά εισιτήρια στο μουσείο του Άουσβιτς είναι ίσως η πιο τραγική πινελιά σε αυτό το απόλυτο σκηνικό φρίκης. Με την ελπίδα ότι θα μεταφερθούν σε μια περιοχή όπου θα εργαστούν και θα είναι ασφαλείς οι Έλληνες Εβραίοι πλήρωσαν για να ταξιδέψουν τελικά στην εξόντωση τους.