Τι απέγιναν οι δράστες και οι ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας Λαμπράκη



Αποδόθηκε τελικά δικαιοσύνη για τη δολοφονία του βουλευτή; Ποιοι καταδικάστηκαν και ποιοι έμειναν στη φυλακή;



22 Μαΐου 1963: Ο συνεργαζόμενος με την ΕΔΑ βουλευτής, Γρηγόρης Λαμπράκης έχει μόλις ολοκληρώσει την ομιλία ρου στα γραφεία του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος, στη Θεσσαλονίκη. Πιάνει το μικρόφωνο και φωνάζει: "Προσοχή, προσοχή. Εδώ βουλευτής Λαμπράκης. Σαν εκπρόσωπος του Έθνους και του Λαού, καταγγέλλω ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονίας μου και καλώ τον υπουργό Β. Ελλάδος, τον νομάρχη, τον εισαγγελέα, τον στρατηγό Χωροφυλακής Μήτσου, τον διευθυντή της Αστυνομίας και τον διοικητή Ασφαλείας να προστατέψουν τη συγκέντρωση και τη ζωή μου". Ο μοίραρχος Παπατριανταφύλλου, τον διαβεβαιώνει πως η περιοχή είναι ασφαλής και μπορεί να βγει. Καθώς διασχίζει το δρόμο μια τρίκυκλη μοτοσυκλέτα τον πλησιάζει με μεγάλη ταχύτητα. Στην καρότσα της βρίσκεται ένας άντρας. Πριν προλάβει να αντιδράσει κανείς, χτυπά τον Λαμπράκη, με έναν λοστό, στο κεφάλι. Έτσι γράφτηκε το τέλος του βουλευτή που πάλευε για τα εργατικά δικαιώματα και την ειρήνη και έπεσε θύμα του παρακράτους που "βασίλευε" εκείνη την εποχή.

Οδηγός του τρίκυκλου ήταν ο Σπύρος Γκοτζαμάνης και στην καρότσα του βρισκόταν ο Μανώλης Εμμανουηλίδης. Θα κατάφερναν τελικά να ξεφύγουν αν ο ηρωικός Μανώλης Χατζηαποστόλου δεν πηδούσε στην καρότσα του τρίκυκλου. Ο Γκοτζαμάνης βλέποντας τον Χατζηαποστόλου να έχει εξουδετερώσει τον Εμμανουηλίδη, πανικοβλήθηκε και σταμάτησε στη γωνία των οδών Τσιμισκή και Καρόλου Ντηλ. Κατέβηκε και τον χτύπησε με ένα αστυνομικό κλομπ. Κόσμος περικύκλωσε το τρίκυκλο και δεν επέτρεψε στους δράστες να διαφύγουν.

Τυχαία εμφανίστηκε ο τροχονόμος Χαράλαμπος Ασπιώτης. Χωρίς να γνωρίζει τι έχει προηγηθεί συνέλαβε τους Γκοτζαμάνη και Εμμανουηλίδη. Του είπαν ότι κάνει μεγάλο λάθος και θα έχει προβλήματα με τους ανωτέρους του αλλά δεν τους άφησε να φύγουν. Στη συνέχεια έγινε τεράστια προσπάθεια συγκάλυψης αλλά δημοσιογράφοι και ο δικαστικός Χρήστος Σαρτζετάκης (μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας) την απέτρεψαν.

Τι συνέβη όμως με τους δύο δράστες της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη αλλά και τους ανθρώπους που θεωρούνται ηθικοί αυτουργοί. Τιμωρήθηκαν όπως τους άξιζε;

Ο Σπύρος Κοτζαμάνης

Ο οδηγός του τρίκυκλου, Σπύρος Κοτζαμάνης ήταν γνωστός στον υπόκοσμο της Θεσσαλονίκης με αρκετές καταδίκες για μικροαδικήματα. Μέλος του «Συνδέσμου Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος» του Ξενοφώντα Γιοσμά, είχε αποκτήσει σχέση με τις αρχές της Θεσσαλονίκης και είχε προνομιακή μεταχείριση. Ουσιαστικά έχει συστήσει ένα τάγμα εφόδου με άλλα μέλη του Συνδέσμου το οποίο χτυπούσε και τραμπούκιζε κατά παραγγελία. Ο ίδιος έχει δηλώσει πως ανήκε στην οργάνωση ΕΟΝ του δικτάτορα Μεταξά, στην οργάνωση «Βασιλική Εθνική Νεολαία» (ΒΕΝ) επί Κατοχής, καθώς και στην παρακρατική οργάνωση «Εθνική Αντίστασις», που χρηματοδοτούνταν από τα κρατικά μυστικά κονδύλια.Όσοι τον γνώριζαν μιλούν για έναν άνθρωπο βίαιο που χτυπούσε συνέχεια τη σύζυγο του και στέκονται στο πάθος του για το ούζο.

Το πρωί, πριν την επίθεση στον Λαμπράκη, στην πιάτσα των τρικύκλων τον Κοτζαμάνη επισκέπτεται αρχικά ο διοικητής του τοπικού αστυνομικού τμήματος Εμμανουήλ Καπελώνης και στη συνέχεια ο πρόεδρος του Συνδέσμου, Ξενοφώντας Γιοσμάς. Ο Κοτζαμάνης εξομολογείται σε συναδέλφους ότι "μου ανέθεσαν μια δουλειά που δεν θέλω να κάνω". Στη δίκη, τον Οκτώβριο του 1966, υποστηρίζει ότι δεν γνωρίζει τίποτα και πως επρόκειτο για τροχαίο δυστύχημα. Τελικά καταδικάζεται σε έντεκα χρόνια φυλάκισης. Θα εκτίσει ελάχιστα καθώς μετά την επιβολή της Χούντας θα αμνηστευθεί και θα αφεθεί ελεύθερος. Θα πεθάνει στις 3 Απριλίου 1993 από ανακοπή καρδιάς.



Ο Εμμανουήλ Εμμανουηλίδης

Ο Εμμανουήλ Εμμανουηλίδης (αριστερά στη ΦΩΤΟ) ήταν κουμπάρος του Κοτζαμάνη (δεξιά στη ΦΩΤΟ) και μέλος του τάγματος εφόδου. Συμμετείχε σε πολλές επιχειρήσεις ξυλοδαρμών ή καταστροφής γραφείων. Ο ίδιος δήλωνε βασιλόφρονας.

Με πολιτική παρέμβαση από την ΕΡΕ Θεσσαλονίκης είχε διοριστεί σε παιδική κατασκήνωση. Εκεί κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε για τον βιασμό ενός παιδιού. Μετά την αποφυλάκιση του θα δραστηριοποιηθεί έντονα σε ακροδεξιές οργανώσεις και θα αποκτήσει τη φήμη του αδίστακτου οργάνου, του ανθρώπου των ειδικών αποστολών. Στη δίκη υποστήριξε ότι δεν ήταν αυτός που χτύπησε τον Λαμπράκη με τον λοστό αλλά ήταν το όχημα που τον χτύπησε. Πολλά χρόνια μετά θα αποκαλύψει: "Εκείνο το απόγευμα με ειδοποιούν να πάμε στο 5ο αστυνομικό τμήμα της Θεσσαλονίκης. Η αίθουσα ήταν γεμάτη. Μας μίλησε ο υπομοίραρχος Δημήτρης Κατσούλης. Μας λέει, ο στόχος μας είναι ο Λαμπράκης". Ο Εμμανουηλίδης καταδικάστηκε τελικά σε μόλις 8,5 χρόνια φυλάκισης. Αμνηστεύτηκε και αυτός από την Χούντα και αφέθηκε ελεύθερος. Πέθανε την Πρωτομαγιά του 2001 μόνος στη Β΄ καρδιολογική κλινική του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης όπου νοσηλεύονταν.


Ο Ξενοφώντας "Φον" Γιοσμάς

Ο Ξενοφώντας Γιοσμάς θεωρείται ο άνθρωπος πίσω από το σχέδιο δολοφονίας του Λαμπράκη. Ο γνωστός ως Φον Γιοσμάς, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, συνεργάστηκε με της γερμανικές δυνάμεις. Το 1943 σε συνεργασία με την γερμανική Μυστική Αστυνομία Στρατού (Geheime Feldpolizei, GFP), οργάνωσε τις «Αντικομμουνιστικές Ομάδες Ασφαλείας» και στη συνέχεια εντάχθηκε ως Καπετάν Παρμενίων στην «Εθνική Αντικομμουνιστική Οργάνωση Κατερίνης, Πιερίων και Ολύμπου» (ΕΑΟ). Φορώντας τη στολή του γερμανικού στρατού οργάνωνε επιχειρήσεις εξόντωσης στελεχών του ΕΛΑΣ. Το 1944, ως ανθυπολοχαγός, ανέλαβε την διοίκηση του Λόχου Προπαγάνδας στο Εθελοντικό Τάγμα του Γεωργίου Πούλου, το οποίο δρούσε υπό τις διαταγές της Βέρμαχτ. Με την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς, διέφυγε στην Γερμανία και κατόπιν στην Βιέννη. Συμμετείχε, ως υπουργός Προπαγάνδας, στην τελευταία κατοχική κυβέρνηση του Έκτορα Τσιρονίκου η οποία συστάθηκε στην αυστριακή πόλη.
Τον Νοέμβριο του 1945 ο Γιοσμάς καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο, από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων ως συνεργάτης των Γερμανών. Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1947 με σκοπό να εκμεταλλευτεί το εμφυλιακό κλίμα. Συλλαμβάνεται αλλά με διάταγμα της 7ης Απριλίου 1950 ο βασιλιάς Παύλος του απονέμει χάρη μετατρέποντας τη θανατική ποινή σε πρόσκαιρα δεσμά 20 ετών. Στα μέσα Νοεμβρίου 1950 το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων αποφάσισε τη συγχώνευση των έως τότε ποινών που του είχαν επιβληθεί και τελικά αφέθηκε ελεύθερος από τις φυλακές Επταπυργίου Θεσσαλονίκης στις 8 Ιουνίου 1952, έχοντας μείνει στη φυλακή για συνολικά πέντε χρόνια.
Πλέον ο Γιοσμάς εμφανίζεται ως εθνικόφρονας και το 1953 διορίζεται από την κυβέρνηση Παπάγου στη θέση του προέδρου της σχολικής εφορίας του 24ου Δημοτικού Σχολείου Τούμπας όπου υπηρέτησε για 8 χρόνια, μέχρι το 1961.

Από τον Ιούνιο του 1958 ως τον Δεκέμβριο του 1962 εκδίδει τη μηνιαία εφημερίδα «Εξόρμησις των Ελλήνων», χρηματοδοτούμενη από κονδύλια της ΚΥΠ και του υπουργείου Βορείου Ελλάδος.
Το 1960 μαζί με άλλους πρώην συνεργάτες των Γερμανών ιδρύει τον «Σύνδεσμο Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος» και διεκδικεί την αναγνώριση και οικονομική ενίσχυση όσων συμμετείχαν στον «αντικομμουνιστικό αγώνα» κατά την περίοδο της ναζιστικής Κατοχής. Μεταξύ των μελών του ήταν πρώην δωσίλογοι του τάγματος Πούλου. Έμβλημα του συνδέσμου ήταν ο γερμανικός Σιδηρούν Σταυρός. Το ίδιο έμβλημα έφερε και η εφημερίδα που εξέδιδε.

Η δοσιλογική-δολοφονική του δράση έχει πια "ξεπλυθεί" και πλέον αποτελεί προνομιακό συνομιλητή των αρχών ασφαλείας της Θεσσαλονίκης και των τοπικών βουλευτών της ΕΡΕ. Έχει στενή φιλία με τον στρατηγό της χωροφυλακής Κωνσταντίνο Μήτσου και τα μέλη του Συνδέσμου αποκτούν προνομιακή μεταχείριση ενώ σε πολλές περιπτώσεις συνεργάζονται με τις αρχές. Επιπλέον εξασφαλίζουν κονδύλια μέσω της ΚΥΠ αλλά και άλλων κυβερνητικών "καναλιών".

Τόσο οι Κοτζαμάνης, Εμμανουηλίδης, όσο και αυτοί που, την ίδια μέρα, τραυμάτισαν σοβαρά τον βουλευτή Γιώργο Τσαρουχά ήταν μέλη του Συνδέσμου. Το πρωί πριν τις επιθέσεις ο Γιοσμάς είχε επισκεφθεί τον Κοτζαμάνη και είχε συνομιλήσει μαζί του για αρκετή ώρα.Κατηγορήθηκε για ηθική αυτουργία εκ προθέσεως στη δολοφονία του Λαμπράκη και επικίνδυνη σωματική βλάβη εις βάρος του Τσαρουχά. Προφυλακίστηκε στις 16 Ιουλίου 1963 με εντολή του ανακριτή Χρήστου Σαρτζετάκη. Τελικά καταδικάστηκε μόνο για διατάραξη της κοινής ειρήνης με ποινή ενός έτους που είχε ήδη καλυφθεί από το διάστημα της προφυλάκισής του. Παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του ενεργός σε ακροδεξιούς κύκλους.

Πέθανε από εγκεφαλικό στις 14 Ιανουαρίου 1975, σε ηλικία 69 ετών. Ο γιος του, Αλέξανδρος Γιοσμάς, ήταν υποψήφιος βουλευτής Ροδόπης με το ψηφοδέλτιο του ΛΑΟΣ το 2007 και πλέον δηλώνει μέλος της Χρυσής Αυγής. Ο Αλέξανδρος Γιοσμάς μιλώντας για τον πατέρα του θα πει: "Ο πατέρας μου είχε τάγματα θανάτου. Ήταν οπλαρχηγός. Είχε ελληνικά τάγματα θανάτου τα οποία δρούσαν παράλληλα με τα τάγματα ασφαλείας. Ήταν καθαρά εσωτερικός αντικομμουνιστικός αγώνας. Μετά την απελευθέρωση, χαζός ήταν να κάτσει να τον μαγκώσουν; Φόρεσε στολή Γερμανού και έφυγε μαζί με την αποχώρηση του γερμανικού στρατού. Πήγε στην Αυστρία και έγινε υπουργός της τελευταίας κατοχικής κυβέρνησης. Μετά γύρισε στην Ελλάδα και είχε τον Σύνδεσμο, όπως έχουμε σήμερα τον Λαϊκό Σύνδεσμό Χρυσή Αυγή και καλώς τον έχουμε. Στην... υποδοχή του Λαμπράκη ήταν παρών με την ιδιότητα του παρατηρητή-δημοσιογράφου".


Ο Δημήτριος Κατσούλης

Σκοτεινός και ανεξιχνίαστος παραμένει είναι ο ρόλος που είχε στην υπόθεση ο υπομοίραρχος Δημήτριος Κατσούλης, προϊστάμενος της "υπηρεσίας δίωξης κομμουνισμού" της Εθνικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης και σύνδεσμος της ασφάλειας με την ΚΥΠ. Παρότι υπήρξαν μαρτυρίες για άμεση εμπλοκή του στην κατάστρωση του σχεδίου, δεν διώχθηκε ποτέ. Πέραν από τις αποκαλύψεις του Εμμανουηλίδη πως ο Κατσούλης ήταν αυτός που έδινε τις εντολές στο 5ο τμήμα, υπάρχουν αναφορές πως συντόνιζε την αντισυγκέντρωση που είχε οργανωθεί κατά του Λαμπράκη ενώ ήταν ο πρώτος που επισκέφθηκε τον Κοτζαμάνη στο τμήμα, μετά τη σύλληψη του. Σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες ο Κατσούλης ήταν αυτός που κρατούσε την επαφή των αρχών με τις παρακρατικές ομάδες στη Θεσσαλονίκη. Τελικά πήρε προαγωγή και μετατέθηκε στην Αθήνα, όπου τον βρίσκουμε επικεφαλής της δύναμης χωροφυλακής στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ. Είχε επίσης ενεργό ανάμιξη υπέρ της δικτατορίας και ανέπτυξε ιδιαίτερη δράση στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, σύμφωνα και με την μαρτυρία του πράκτορα της ΚΥΠ, Δημήτριο Πίμπα. Αποστρατεύθηκε με το βαθμό του ταγματάρχη αμέσως μετά την Μεταπολίτευση.


Ο Εμμανουήλ Καπελώνης

Ο Εμμανουήλ Καπελώνης ήταν αξιωματικός των Σωμάτων Ασφαλείας, ο οποίος με το βαθμό του υπομοίραρχου υπηρετούσε ως διοικητής του Ε' Αστυνομικού Τμήματος Τούμπας ή Τριανδρίας κατά το χρονικό σημείο της δολοφονίας του Λαμπράκη. Συνελήφθη και παραπέμφθηκε σε δίκη με την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας. Παραδέχθηκε ότι γνώριζε τον Κοτζαμάνη αλλά υποστήριζε ότι είχε πέσει θύμα πλεκτάνης και δεν είχε σχέση με τη δολοφονία. Με υπόμνημα του μέσα από τη φυλακή τον Ιούνιο του 1966 επιβεβαίωσε το σχέδιο οργάνωσης αντισυγκεντρώσεων κατά του Λαμπράκη. Τόνισε επίσης ότι ήταν σε διατεταγμένη υπηρεσία από την Εθνική ασφάλεια στο τόπο της συγκέντρωσης και όχι με προσωπική πρωτοβουλία.

Κατά την έβδομη ημέρα της δίκης, τον Οκτωβρίου του 1966, ο Καπελώνης αποκάλυψε ότι ο προϊστάμενός του στην Εθνική Ασφάλεια, ταγματάρχης Δόλκας τον έπεισε να δώσει ψευδή κατάθεση για να μην εμπλακεί η Εθνική Ασφάλεια. Μέσα αυτής της αποκάλυψης έγινε γνωστό επίσης ότι δεν είχε συνταχθεί έκθεση σύλληψης των δραστών αλλά αυθόρμητης παρουσίασης και μάλιστα στις 6 π.μ. της Πέμπτης 23 Μαϊου 1963. Επίσης γνωστοποιήθηκε ότι το κλομπ του Κοτζαμάνη είχε μυστηριωδώς «χαθεί» και δεν υπήρχε ανάμεσα στα πειστήρια της δικογραφίας. Ο Καπελώνης τελικά δεν καταδικάστηκε και μέχρι το τέλος της ζωής του μιλούσε για παγίδα που στήθηκε πάνω στο γεγονός ότι γνώριζε τον Κοτζαμάνη. Σε συνέντευξη που έδωσε το 1988 θα πει: «Δεν έχω να πω τίποτα για την υπόθεση αυτή. Αρκετά ταλαιπωρήθηκα εγώ και η οικογένειά μου. Φτάνει. Μ' έμπλεξαν. Εγώ δεν είχα σχέση με την υπόθεση. Τι θέλετε, να καταφερθώ εναντίον συναδέλφου μου; Δεν το θέλω. Αρκετά τράβηξα, θέλω να ξεχάσω...».

Ο Ευθύμιος Καμουτσής

Αστυνομικός διευθυντής Θεσσαλονίκης την περίοδο της δολοφονίας Λαμπράκη, ο Καμουτσής ήταν ένα άτομο με πολύ σκοτεινό παρελθόν. Κατά την περίοδο της Κατοχής συμμετείχε στη δοσιλογική οργάνωση ΠΑΟ (Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωσις) η οποία οπλίστηκε από τους Γερμανούς, και έκανε επιθέσεις στον ΕΛΑΣ. Το 1948, ενώ υπηρετούσε ως διοικητής Χωροφυλακής της περιοχής Καλαμαριάς - Νέας Κρήνης, αναμείχθηκε στην, ανεξιχνίαστη μέχρι σήμερα, υπόθεση της δολοφονίας του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ. Θεωρείται ότι έπαιξε ρόλο στον αποπροσανατολισμό και τελικά την σκευωρία κατά του Γρηγόρη Στακτόπουλου που καταδικάστηκε άδικα. Το 1955 διετέλε Φρούραρχος της Βουλής επί πρωθυπουργίας Παπάγου. Τον Ιούλιο του 1961 προήχθη σε συνταγματάρχη και ανέλαβε αστυνομικός διευθυντής Θεσσαλονίκης, παίρνοντας την θέση του φίλου του Κωνσταντίνου Μήτσου, ο οποίος προήχθη σε υποστράτηγο και έγινε γενικός επιθεωρητής Βορείου Ελλάδος. Είχε στενούς δεσμούς με παρακρατικές οργανώσεις και οργάνωνε αντισυγκεντρώσεις. Ο Χρήστος Σαρτζετάκης διέταξε την προφυλάκισή του, με την σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα Στυλιανού Μπούτη. Τελικά ο Καμουτσής αθωώθηκε, παρά την αντίθετη πρόταση του εισαγγελέα Παύλου Δελλαπόρτα, ο οποίος ζήτησε την ενοχή του. Αξίζει να σημειώσουμε ότι δικηγόρος του Καμουτσή στην απολογία του ενώπιον του Σαρτζετάκη ήταν ο βουλευτής Θεσσαλονίκης της ΕΡΕ Ιπποκράτης Ιορδάνογλου. Ο Καμουτσής πέθανε στην Θεσσαλονίκη στις 24 Ιουνίου 1997, σε ηλικία 89 ετών, από ανακοπή καρδιάς.


Ο Κωνσταντίνος Μήτσου

Αντιστράτηγος (αριστερά στη ΦΩΤΟ και δεξιά ο Καμουτσής) και γενικός επιθεωρητής Χωροφυλακής Βορείου Ελλάδος τον καιρό της δολοφονίας του Λαμπράκη. Συμμετείχε και αυτός στη δοσιλογική ΠΑΟ και είχε απευθείας επαφή με τους Γερμανούς. Την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου όμως εμφανίστηκε ως βασιλόφρονας και μάλιστα έγινε επικεφαλής της ασφάλειας του διαδόχου και στη συνέχεια Βασιλέα Παύλου. Ανελίχθηκε γρήγορα στη χωροφυλακή
και 23 Ιουλίου 1961, προήχθη στο βαθμό του υποστράτηγου και ως το 1963 διετέλεσε γενικός επιθεωρητής Βορείου Ελλάδος. Είχε επίσης επαφές με παρακρατικές οργανώσεις τις οποίες προστάτευε με τις αποφάσεις του. Προφυλακίστηκε με εντολή του ανακριτή Χρήστου Σαρτζετάκη γεγονός που προκάλεσε τεράστια αίσθηση καθώς  συνδεόταν φιλικά με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Όταν ο ανακριτής Σαρτζετάκης του ανακοίνωσε την προφυλάκισή του, δήλωσε ότι θα αυτοκτονήσει και έβαλε τα κλάματα. Τελικά απαλλάχθηκε αλλά στις 6 Ιουλίου 1964 αποστρατεύθηκε από την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, ενώ ήδη από τον Δεκέμβριο του 1963 του είχε επιβληθεί ποινή εξάμηνης αργίας. Επί Χουντας όμως, στις 12 Νοεμβρίου 1969, ακυρώθηκε η αποστρατεία του Κωνσταντίνου Μήτσου και με βασιλικό διάταγμα που εκδόθηκε από τον δικτατορικό υπουργό Δημοσίας Τάξεως Παναγιώτη Τζεβελέκο του απονεμήθηκε ο βαθμός του αντιστράτηγου. Ο Μήτσου σκοτώθηκε τον Ιούνιο του 1985, σε ηλικία 76 ετών, σε τροχαίο δυστύχημα.

Επίλογος

Τα στοιχεία, οι μαρτυρίες και η δημοσιογραφική έρευνα έχουν αποδείξει ότι ο Γρηγόρης Λαμπράκης έπεσε θύμα ενός παρακρατικού συστήματος του οποίου τα πλοκάμια άγγιξαν τα ανώτατα επίπεδα της εξουσίας. Κοτζαμάνης και Εμμανουηλίδης ήταν απλά τα όργανα και πίσω τους υπήρχε μια ολόκληρη οργάνωση η οποία ανταμείφθηκε κατά την περίοδο της Δικτατορίας. Η υπόθεση έφερε στο φως τη θλιβερή κατάσταση που επικράτησε στη χώρα μετά την Απελευθέρωση, λόγω του Εμφυλίου. Συνεργάτες των Γερμανών, που εξόντωναν αντιστασιακούς, φόρεσαν τον μανδύα του εθνικόφρονα και ξεπλύθηκαν για τα εγκλήματα τους. Απέκτησαν πρόσβαση στην εξουσία και ανταμείφθηκαν για τις υπηρεσίες τους.
Μάλιστα παρότι η δολοφονία του Λαμπράκη αποκάλυψε όλο αυτό τον παρακρατικό μηχανισμό σε καμία περίπτωση δεν τον διέλυσε. Με τη στήριξη του οι συνταγματάρχες κατέλυσαν, λίγα χρόνια μετά, τη Δημοκρατία και για αυτό άλλωστε προστάτευσαν δράστες και ηθικούς αυτουργούς του εγκλήματος που ουσιαστικά έμεινε ατιμώρητο.