«Μετά τον πρώτο φόνο... γλυκαίνεσαι»


Η ιστορία του Δημήτρη Βακρινού. Ένας από τους πλέον διαβόητους κατά συρροήν δολοφόνους που έδρασε στη χώρα μας. Σκότωνε για ασήμαντες αφορμές και έδρασε για μια δεκαετία


«Με θεωρούσαν άνθρωπο της καρπαζιάς, έτσι με αντιμετώπιζαν. Με το όπλο αισθανόμουν θεός, την ώρα της δολοφονίας… ψήλωνα» θα πει ο Δημήτρης Βακρινός κατά την ομολογία του. Είχε σκοτώσει, για ασήμαντες αφορμές, πέντε άτομα και είχε αποπειραθεί να σκοτώσει άλλα επτά. Ήρεμος άνθρωπος, λιγομίλητος θα πουν όσοι τον γνώριζαν. Μέσα του όμως έθρεφε ένα τέρας που όταν βγήκε στην επιφάνεια τον μετέτρεψε σε έναν από τους πλέον διαβόητους κατά συρροήν δολοφόνους στην Ελλάδα.

Το... βρουβάκι

Ο Βαρκινός γεννήθηκε στο χωριό Πύρρη της Γορτυνίας και έζησε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια. Ο πατέρας του ήταν αλκοολικός και είχε το παρατσούκλι "Βρούβας". Στο χωριό φώναζαν τον μικρό Δημήτρη το "Βρουβάκι".

Η μητέρα του λεγόταν Γεωργία και είχε τρεις αδελφές τη Σταυρούλα, τη Μαρίνα και τη Βασιλική. Όπως αναφέρουν συγχωριανοί τους η οικογένεια ήταν πολύ φτωχή και προσπαθούσε να βγάλει πέρα με τα λίγα στρέμματα γης που είχαν και ένα μικρό κοπάδι πρόβατα.

Ο Δημήτρης Βακρινός μεγάλωσε βλέποντας τον πατέρα του να είναι ο περίγελος του χωριού και να γυρίζει στο σπίτι μεθυσμένος. Πολλές αναφορές τονίζουν ότι συχνά τον χτυπούσε. Τελείωσε μετά βίας το δημοτικό και δεν πήγε στο γυμνάσιο. Κλειστό παιδί, χωρίς παρέες, περνούσε την ώρα του κυρίως βόσκοντας τα πρόβατα.

Η ζωή στην Αθήνα

Το 1975 ένας συγγενής της μητέρας του, ο Δημήτρης Πόντος ζήτησε από τον πατέρα του Βακρινού να αφήσει το Δημήτρη να μετακομίσει στην Αθήνα. Είχε ανοίξει ταβέρνα στους Αγίους Αναργύρους και ήθελε τον 13χρονο (τότε) για γκαρσόνι. Έτσι ο Βακρινός μετακόμισε στην πρωτεύουσα.
Έπιασε δουλειά στην ταβέρνα «Τα τρία αδέλφια» και ουσιαστικά έγινε μέλος της οικογένειας Πόντου. "Ηταν ήσυχος, φιλότιμος και εργατικός. Αγαπούσε υπερβολικά τη μητέρα του και τις αδελφές του. Δεν είχε καλές σχέσεις με τον πατέρα του…» θα πει, μετά τη σύλληψη του, η κυρία Πόντου.

Μέσα στα επόμενα χρόνια ο Βακρινός έφυγε από την ταβέρνα και πήγε σε τεχνική σχολή στον Σκαραμαγκά. Στα ναυπηγεία βρίσκει δουλειά οξυγονοκολλητή, στην οποία παρέμεινε έως το 1992.
Το 1990, μέσω ενώ φίλου του, γνωρίζει την Ευαγγελία Γερασίμου. Παντρεύονται αλλά χωρίζουν μετά από μόλις 14 μήνες.

 «Ήρεμος άνθρωπος ο Δημήτρης. Δεν μπορώ να πιστέψω τι έκανε. Δεν είχε νεύρα. Μια φορά μόνο σήκωσε χέρι σε μένα και στη μητέρα μου. Θυμάμαι πως ήταν ασήμαντη η αφορμή. Ένα βιβλιάριο υγείας που μου ζήταγε και δεν του το έδινα. Ήταν κλειστός και λιγομίλητος. Ποτέ δεν μου μίλησε για την παιδική του ηλικία, για τους γονείς τους. Του τα έβγαζα με το τσιγκέλι. Το απέφευγε. Ήξερα μόνο ότι δεν τα πήγαινε καλά με τον πατέρα του και ότι έτρεφε αδυναμία στην αδελφή του, τη Βάσω. Παιδιά δεν ήθελε. Προτού τον παντρευτώ, δούλευα σε ένα συνεργείο. Μετά, όμως, σταμάτησα, γιατί ήθελα να κάνω οικογένεια. Όταν κλείσαμε ένα χρόνο παντρεμένοι, του ζήτησα να κάνουμε ένα παιδί. Μου είπε ότι τα παιδιά φέρνουν προβλήματα», θα πει η πρώην σύζυγος του.

Όταν το 1992 σταμάτησε να εργάζεται στα ναυπηγεία άρχισε να παρουσιάζει περίεργη συμπεριφορά.  «Πρέπει να πήρε πάνω από ένα εκατομμύριο δραχμές αποζημίωση. Εγώ δεν είδα δραχμή από αυτά τα λεφτά. Αντίθετα, μου είπε ότι ήταν σειρά μου να δουλέψω και αυτός να ξεκουραστεί, δηλαδή να τον ταΐζω. Έτσι άρχισαν οι καβγάδες, που δεν ήταν ποτέ βίαιοι» θα πει η Ευαγγελία Γερασίμου. Λίγους μήνες αφότου έμεινε άνεργος η σύζυγος του τού ζήτησε διαζύγιο και τον έδιωξε από το σπίτι. Για την εκδικηθεί πηγαίνει στο εξοχικό σπίτι που είχε ο πεθερός του στη Σαλαμίνα και του βάζει φωτιά.

Ο Βακρινός αλλάζει πολλές δουλειές και έχει επαφές με άτομα το υποκόσμου. Τελικά καταλήγει οδηγός ταξί. Επισκέπτεται σπάνια το χωριό του και όταν το κάνει είναι μόνο για να δει τη μητέρα του. Τον Αύγουστο του 1996 παντρεύεται την Κυριακή Χατζηδογιαννάκη. Μένουν σε ένα διαμέρισμα στο Μοσχάτο και όλοι μιλούν για έναν φιλήσυχο άνθρωπο. "Είχε κάποιους λεκτικούς καβγάδες με τη σύζυγο του αλλά τίποτα το τρομερό", θα πουν γείτονες.



Τα εγκλήματα

Η έρευνα έδειξε ότι η εγκληματική δράση του Δημήτρη Βακρινού ξεκίνησε το 1987, όταν ήταν 25 ετών. Ακολούθησε μια ήρεμη εξαετία και την τριετία 1993-96 είχε χάσει κάθε έλεγχο.

Στις 6 Αυγούστου 1987 ο Βακρινός έκανε την πρώτη του δολοφονία. Σκότωσε τον 43χρονο Παναγιώτη Γαγλία, γνωστό και ως «Πεταλούδα» στον υπόκοσμο της Αθήνας. Είχαν φιλική σχέση και προσφέρθηκε να τον φιλοξενήσει στο σπίτι του στην Πετρούπολη και τον δολοφόνησε με σιδερολοστό ενώ κοιμόταν. Στη συνέχεια μετέφερε και πέταξε το πτώμα του στο 19ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Άργους - Τρίπολης, όπου και εντοπίστηκε οκτώ μέρες αργότερα.

Στην αστυνομία θα πει πως έκανε το έγκλημα γιατί ο Γαγλίας τον είχε απειλήσει με μια παλιότερη υπόθεση με ένα κυνηγητικό όπλο. Ο Βακρινός είπε πως η δολοφονία του Γαγλία ήταν η μόνη που του δημιούργησε τύψεις: "Μόνο στον πρώτο φόνο είχα εφιάλτες. Για ενάμιση χρόνο. Έπειτα εντάξει, κοιμόμουνα ήσυχος. Την ώρα που σκότωνα θαμπώνανε τα μάτια μου. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Άμα κάνεις την αρχή μετά είναι δύσκολο να κάνεις πίσω. Γλυκαίνεσαι”. Θα ακολουθήσει ένα ήρεμο διάστημα μέχρι και τον εμπρησμό του σπιτιού του πεθερού του τον Φλεβάρη του 1992.

Στις 14 Μαρτίου 1993 θα αποπειραθεί να σκοτώσει τους Ανδρέα Σβύρο, 18 ετών και τον Θεόδωρο Μπίτουλα, 16 ετών. Οι δύο φίλοι περπατούν με την παρέα τους στο Βοτανικό. Ο Βακρινός τους ακούει να κάνουν πλάκα σε φιλικό τους ζευγάρι και θεωρεί ότι πρέπει να τιμωρηθούν για τη συμπεριφορά τους. Βγάζει περίστροφο και τους πυροβολεί. Τα δύο νεαρά παιδιά τραυματίστηκαν σοβαρά αλλά επέζησαν. Ο Σβυρος έχασε το ένα του μάτι.

Στις 19 Νοεμβρίου 1993 δουλεύει με το ταξί και παίρνει κούρσα την 25χρονη, Αναστασία Σιμιτζή, Φλερτάρουν και της προτείνει να πάνε σε κάποιο μπαρ για ποτό. Δέχεται και αφού έχουν περάσει από διάφορα μπαρ συμφωνούν να πάνε στο ξενοδοχείο "Γλάρος" στο Σκαραμαγκά για να κάνουν σεξ. Καθ' οδόν όμως η Σιμιτζή μετανιώνει και του ζητά να την πάει σπίτι της. Εξοργισμένος την οδηγεί σε ερημική τοποθεσία λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Μάνδρα Αττικής, την περιλούζει με βενζίνη και την καίει ζωντανή. Το απανθρακωμένο πτώμα της θα βρεθεί την επόμενη μέρα. Ο Βακρινός θα πει ότι την σκότωσε γιατί τον προσέβαλε και ότι έφταιγαν οι ορμόνες: «Εκείνη η κοπέλα που έκαψα ζωντανή, ήταν κακιά ώρα. Με θολώσανε οι ορμόνες. Καταλαβαίνεις. Μπήκε πελάτισσα και καταλήξαμε να πίνουμε παρέα. Ύστερα δεν ήθελε. Φταίνε οι ορμόνες».

Στις 5 Δεκεμβρίου 1993 θα αποπειραθεί να ληστέψει, φορώντας κράνος μηχανής, ένα βενζινάδικο στη Λεωφόρο Θηβών. Όπως αποκάλυψε ο ίδιος η απόπειρα ληστείας έγινε με σκοπό την εκδίκηση, γιατί κάποτε διαπληκτίστηκε με έναν υπάλληλο για ασήμαντη αφορμή. Δεν κατάφερε να κλέψει, γιατί δεν άνοιγε η ταμειακή μηχανή, παρ' ότι την πυροβόλησε αρκετές φορές με το πιστόλι του.

Στις 9 Ιανουαρίου 1994 ο Βακρινός κάνει μια ακόμα δολοφονία. Θύμα ο 35χρονος οδηγός ταξί, Θεόδωρος Ανδρεάδης. Σύμφωνα με τον Βακρινό είχαν τσακωθεί λίγους μήνες νωρίτερα για μια θέση στην πιάτσα των ταξί στην Ελευσίνα. «Τον σκότωσα γιατί δημιούργησε κάποιο πρόβλημα στην Ελευσίνα. Στην πιάτσα. Ήμουν πρώτος, περίμενα 20 λεπτά. Ήρθε μετά αυτός και πήρε με τσαμπουκά την κούρσα. Δεν ήταν αυτό το πρόβλημα ακριβώς. Εγώ τότε έκανα την κίνηση και του πήρα τον αριθμό. Αυτός τότε βγήκε έξω με θυμό και με έβρισε και έκανε μία κίνηση για να με χτυπήσει. Τον εμπόδισε ένας συνάδελφος. Αυτό που έκανε με ενόχλησε πολύ. Καλύτερα να με σκότωνε, παρά η κίνηση που έκανε. Δεν ήταν οι 100 ή 500 δραχμές. Ήταν η κίνηση που έκανε», θα πει στην αστυνομία.

Για να τον εκδικηθεί προσποιήθηκε τον πελάτη, μπήκε στο ταξί του υποψήφιου θύματος ο οποίος δεν τον αναγνώρισε. Του ζήτησε να τον μεταφέρει στην Κόρινθο. Στο 1ο χιλιόμετρο Ισθμού - Λουτρακίου με πρόφαση πως θέλει να ουρήσει του ζήτησε να σταματήσει. Τον πυροβόλησε πέντε φορές εξ επαφής με 45άρι πιστόλι και του έκλεψε το ρολόι. Στη συνέχεια μετέφερε ο ίδιος το ταξί στην Ελευσίνα, το πυρπόλησε και το έκαψε. Το πτώμα βρέθηκε λίγες ώρες αργότερα σε περιοχή κοντά στο Λουτράκι. Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχές ο Βακρινός έδωσε το "παρών" στην κηδεία του Ανδρεάδη.



Τον Δεκέμβριο του 1995 είναι ιδιαίτερα "ενεργός" Στις 4 Δεκεμβρίου ληστεύει σούπερ μάρκετ στη Νίκαια και έξι μέρες μετά, στα Σεπόλια, κάνει απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά δύο νεαρών. Για να εκδικηθεί έναν γνωστό του "επειδή μου χάλασε ένα προξενιό" σπάζει το τζάμι του αυτοκινήτου του και επιχειρεί να κλέψει ό,τι έχει μέσα (δεν γνωρίζει ότι ο γνωστός του έχει πουλήσει το αυτοκίνητο σε μια γυναίκα). Ο 23χρονος Γιώργος Καύκας και ο επίσης 23 ετών Βασίλης Δίπλας τον βλέπουν και επιχειρούν να τον σταματήσουν. Βγάζει το πιστόλι και τους πυροβολεί. Ο Δίπλας τραυματίστηκε ελαφρά και ο Καυκάς σοβαρά, με αποτέλεσμα να παραμείνει για το υπόλοιπο της ζωής του ανάπηρος.

Στις 15 Δεκεμβρίου ληστεύει σούπερ μάρκετ στο Αιγάλεω. Την επόμενη μέρα ενώ οδηγά το ταξί, διαπληκτίζεται με μοτοσικλετιστή. Κρατά τον αριθμό της πινακίδας και σχεδιάζει να τον σκοτώσει για να τον εκδικηθεί. Στόχος του να πέσει πάνω του με αυτοκίνητο.

Για να υλοποιήσει το σχέδιο του επιχειρεί στις 21 Δεκεμβρίου 1995 να κλέψει ένα όχημα. Πρόκειται για ένα παλιό αυτοκίνητο του Βακρινού το οποίο πούλησε στον 21χρονο Κώστα Σπυρόπουλο. Είχε κρατήσει το ένα κλειδί και επιχειρεί να το κλέψει έξω από το σπίτι του Σπυρόπουλου στο Μενίδι. Γίνεται αντιληπτός και ο Κώστας Σπυρόπουλος μαζί με τον αδελφό του Αντώνη (20 ετών) τον καταδιώκουν με το όχημα του δεύτερου.

Ο Βακρινός δεν έχει αντιληφθεί ότι τον ακολουθούν και σταματά σε ένα βενζινάδικο. Εκεί τα αδέλφια τον πλησίασαν και του ζήτησαν να τους δώσει το αυτοκίνητο. Ο Βακρινός άνοιξε πυρ. Αφού άδειασε το όπλο του πάνω τους, επέστρεψε στο αυτοκίνητό του. Πήρε ένα δεύτερο όπλο, έδωσε και στους δύο τη «χαριστική βολή» και τράπηκε σε φυγή. Στην αστυνομία θα πει ότι τα αδέλφια τον είχαν κοροϊδέψει γιατί η αρχική συμφωνία για το αυτοκίνητο ήταν για 700.000 δρχ., αλλά τελικά του έδωσαν 600.000. «Αν με έπιαναν, δεν θα μπορούσα να αντιδράσω, θα με ξυλοκοπούσαν άγρια. Είμαι και αδύναμος. Θα σε γ@μήσω, μου λέει και ίσα ίσα που με ακουμπά. Δεν πρόλαβε να με πιάσει. Εκείνη την ώρα τα έχασα. Έτρεμα. Για να τον αποφύγω, τράβηξα το όπλο και του έριξα» θα πει. Σε ερώτηση του εισαγγελέα για τη χαριστική βολή ο Βακρινός λέει: «Το έκανα για να μη με προδώσουν. Αν δεν τους είχα ήδη τραυματίσει, θα έφευγα. Για να μη με προδώσουν μπήκα στο πρατήριο και τους σκότωσα».




Στις 20 Μαρτίου 1996 κάνει απόπειρα ληστείας σε σούπερ μάρκετ, στο Αιγάλεω. Στις 31 του ίδιου μήνα αποπειράθηκε να σκοτώσει τον Σεραφείμ Αγιαννίδη και τους αστυνομικούς Γρηγόρη Μάμμο, 31 ετών και Χρήστο Γεωργαντόπουλο, 24 ετών. Ο Βακρινός είχε προσωπικές διαφορές με τον Αγιαννίδη και πήγε στο σπίτι του στο Περιστέρι, για τον σκοτώσει. Φόρεσε κουκούλα και χτύπησε το κουδούνι. Στο σπίτι ήταν η μητέρα του Αγιαννίδη και είδε από το "ματάκι" τον κουκουλοφόρο. Δεν άνοιξε και ειδοποίησε την αστυνομία και τον σύζυγο της.  

Ο Βακρινός κρύφτηκε στην αποθήκη του ισογείου και περίμενε. Όταν εμφανίστηκε ο πατέρας του Αγιαννίδη με τους αστυνομικούς Μάμμο και Γεωργαντόπουλο, ανοίγει πυρ. Τραυμάτισε σοβαρά τον πατέρα του Αγιαννίδη, Νίκο και τον αστυνομικό Χρήστο Γεωργαντόπουλο. Ο Μάμμος προλαβαίνει να καλυφθεί και δεν τραυματίζεται. Κατά τη διαφυγή του ο Βακρινός έχασε το όπλο του.

«Ο Αγιαννίδης έβαλε λόγια σε μια κοπέλα και έπρεπε να πεθάνει. Σειρά είχε μια γυναίκα. Μια Λίτσα που μένει στο Χαϊδάρι. Πρώτα θα τη βίαζα και μετά θα την έδερνα μέχρι θανάτου. Κάτι τέτοιες μπαρόβιες αυτά θέλουν. Όχι όλες. Αυτές που παιδεύουν τους άντρες» θα πει στην αστυνομία.
Τελευταία του γνωστή εγκληματική πράξη ήταν αυτή τον Ιούνιο του 1996 όταν λήστεψε σούπερ μάρκετ στη Νίκαια.

Η σύλληψη και  η ομολογία

Με την αστυνομία να έχει εξαπολύσει ανθρωποκυνηγητό και τη βαλλιστική να έχει συνδέσει κάποια από τα εγκλήματα ο Βακρινός δεν επιχείρησε κάτι το επόμενο διάστημα. Στην επίθεση στο σπίτι του Αγιαννίδη μια γειτόνισσα είχε καταθέσει ότι ο δράστης έφυγε με ταξί. Η αστυνομία στράφηκε προς αυτή την κατεύθυνση και έφτασε στην αναγνώριση του όταν η έρευνα αποκάλυψε ότι ήταν ο άνθρωπος που είχε πουλήσει το αυτοκίνητο στον Κώστα Σπυρόπουλο.

Στις 9 Απριλίου 1997, καθώς τρώει μαζί με τον κουμπάρο του στην ταβέρνα που δούλευε η δεύτερη γυναίκα του στη Νίκαια, οι αστυνομικοί θα τον συλλάβουν. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι ο Βακρινός ομολόγησε τα πάντα χωρίς ιδιαίτερη πίεση. Όπως τονίζουν οι αστυνομικοί κατά την ομολογία του ήταν ψυχρός και κυνικός ενώ τους εντυπωσίασε η ικανότητα του να θυμάται πινακίδες, διευθύνσεις και τηλέφωνα.

«Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που συναντώ έναν τέτοιο εγκληματία «Δεν χρειάστηκε πολύς κόπος για να ομολογήσει τα πάντα. Λες και ένιωθε… ήρωας. Ψύχραιμος, χωρίς ίχνος μεταμέλειας, με ευστοχία περιέγραψε τα εγκλήματά του. Όλα είχαν έναν κοινό παρονομαστή: ήταν καλά οργανωμένα, διεπράχθησαν δι’ ασήμαντον αφορμήν και χωρίς εμφανή κίνητρα», θα εξομολογηθεί ο διευθυντής της Ασφάλειας Αττικής Ι. Παπαδάκης.

Βγαίνοντας από την Εισαγγελία ο Βακρινός θα μιλήσει στους δημοσιογράφους. «Τι να πω; Είμαι ένα κτήνος. Πρέπει να πληρώσω» θα πει και σε ερώτηση αν έχει ψυχολογικά προβλήματα θα απαντήσει: «Για να φτάσει κανείς ως εδώ, κάτι έχει. Μου αξίζει η εκτέλεση».


Το τέλος

Ο Βακρινός δεν δικάστηκε ποτέ. Στις 12 Μαΐου, έναν μήνα σχεδόν μετά τη σύλληψή του, θα βρεθεί κρεμασμένος στο κελί του. Προφασιζόμενος ότι θέλει να κάνει μπάνιο έμεινε μόνος του. Θα σχηματίσει έναν βρόχο με δύο κορδόνια το οποία δεν έχει αποσαφηνιστεί πώς βρήκε. Θα βάλει τη θηλιά στο λαιμό του και θα δέσει την άλλη άκρη σε έναν σωλήνα στην οροφή. Ανέβηκε στο νιπτήρα και έπεσε βάζοντας τέλος στη ζωή του. Πίσω του δεν θα αφήσει κανένα σημείωμα. Τελευταίο άτομο που τον επισκέφθηκε ήταν η αδελφή του Βασιλική η οποία θα δηλώσει: «Ήταν χλωμός και τα είχε πάντα με τον πατέρα μας. Αυτός έλεγε έφταιγε για όλα. Δεν άντεχε τη φυλακή και μας έλεγε ότι σε δυο χρόνια θα το σκάσει. Για αυτοκτονία δεν μας είχε πει τίποτα. Όταν τον ρωτούσαμε πώς περνάει, μας έλεγε καλά. Όταν τον επισκέφτηκα αργότερα πάλι μαζί με τη γυναίκα του, την Κυριακούλα, δεν ήθελε να μας δει. Μας είπε να φύγουμε, αλλά επιμείναμε και τελικά βγήκε. Πριν φύγουμε, μάς είπε να μην ξανάρθουμε. Στη γυναίκα του είπε 'θα σου υπογράψω το διαζύγιο και δεν θέλω να με επισκεφτείς πάλι. Έτσι κι αλλιώς εγώ είμαι χαμένος πια. Εσύ κοίταξε να φτιάξεις τη ζωή σου'». Κηδεύτηκε στο νεκροταφείο της Ανάστασης στον Πειραιά μετά από παρέμβαση της τοπικής Μητρόπολης. Αρχικά οι ιερείς δεν δέχονταν να τελέσουν την εξόδιο ακολουθία γιατί αυτοκτόνησε. Στην τελευταία του κατοικία τον συνόδεψαν μόνο ο πατέρας του, οι τρεις αδερφές του, η γυναίκα του Κυριακή και λίγοι ακόμη στενοί συγγενείς που ήρθαν από το χωριό του.

Το προφίλ

Οι ψυχολόγοι που εξέτασαν τον Βακρινό τόνισαν ότι η εγκληματική του δράση είχε
σαφές ψυχοπαθολογικό υπόβαθρο, το οποίο ανάγεται κύρια στην παιδική του ηλικία και σχετίζεται με σεξουαλική καταπίεση, μειωμένη αυτοεκτίμηση και γενικότερη συμπλεγματική συμπεριφορά.
Η εκδικητική του μανία, την οποία εκδήλωνε με το παραμικρό, φαίνεται ότι ήταν απόρροια της υπερβολικής του ευθιξίας, του αισθήματος αδικίας, αλλά και του κόμπλεξ κατωτερότητας που είχε λόγω της σωματικής του διάπλασης, καθώς επρόκειτο για έναν κοντό (1,65), αδύνατο άνθρωπο. Ο Βακρινός είχε μεγαλοποιήσει κάθε είδους προσβολή ή πρόκληση και θεωρούσε ότι ο μόνος τρόπος να αντιδράσει ήταν μέσω των όπλων.

Στην τελευταία του συνέντευξη μέσα απ’ το κελί, στις 14 Απριλίου θα πει στην «Ελευθεροτυπία»: «Οι φοβίες. Για όλα φταίνε οι φοβίες και το άδικο. Εγώ γεννήθηκα ήμερο ζώο, αλλά έγινα άγριο ζώο. Οι καταστάσεις φταίνε. Όλο κάποιος με προσέβαλλε άδικα. Μια ζωή θυμάμαι να αγκαλιάζω το κεφάλι μου να φυλαχτώ. Μικρός ήμουν και με κυνηγούσε ο πατέρας μου να με σφάξει. Δυο φορές με το μαχαίρι. Μια φορά με έπιασε από τον λαιμό πάνω στον ύπνο. Μετά με έδερναν παντού στην Ελευσίνα, στο ίδρυμα. Και πάντα είχα δίκιο. Ακόμη μια ζωή δούλευα για τους άλλους. Εγώ δεν είχα να φάω και έπρεπε να ταΐσω αδερφή, ανίψια, γονείς και έναν χαραμοφάη γαμπρό. Μια ζωή δουλεύω σκληρά για τους άλλους. Ήθελα να τον σκοτώσω αυτόν. Του άξιζε. Προσπάθησα αλλά ήταν δύσκολο γιατί έφυγε στο χωριό του. Ήταν δύσκολο.

Από όσα έκανα, άλλα ήταν της κακιάς ώρας, άλλα καλώς έγιναν και άλλα καλώς έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν. Είναι εύκολο να πω πως μετανιώνω αλλά δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα. Πάνω από όλα ήθελα να εκδικηθώ, όποιον με έθιγε αναίτια και με προσέβαλλε. Θα πυροβολούσα και μυρμήγκι, αν με αδικούσε».