Το «κυνήγι» για ένα από τα πιο διάσημα φιλιά του κόσμου

 

Ένα κυνήγι δεκαετιών για την ανακάλυψη των ταυτοτήτων των δυο πρωταγωνιστών της φωτογραφίας και η νέα συζήτηση γύρω από αυτή για την... σεξουαλική επίθεση που υποτίθεται ότι απεικονίζεται σε αυτή!

Ο πόλεμος είχε πλέον τελειώσει. Στις 14 Αυγούστου 1945 όλη η Αμερική ζούσε σε μια ατελείωτη γιορτή. Οι Ιάπωνες είχαν παραδοθεί στους συμμάχους και μια μέρα μετά θα ανακοινωνόταν κι επίσημα. Ωστόσο όλοι ήξεραν ότι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος  είχε τελειώσει οριστικά. Οι δρόμοι της Νέας Υόρκης είχαν πλημμυρίσει με κόσμο που γιόρταζαν το τέλος του εφιάλτη. Ανάμεσά τους βρισκόταν και ο φωτογράφος Άλφρεντ Άιζενσταντ, ο οποίος προσπαθούσε να απαθανατίσει την ιστορική ημέρα.

Στις 5.51 μμ βρισκόταν στην κεντρική πλατεία της Νέας Υόρκης Times Square, όπου πρόσεξε έναν άντρα ντυμένο με την στολή του ναύτη να πέφτει πάνω σε μια γυναίκα νοσοκόμα. Ο άντρας την αγκάλιασε και της έδωσε ένα θεατρικό φιλί στο στόμα, ενώ οι γύρω τους κοιτούσαν χαμογελώντας. Ο Άιζενσταντ κατάλαβε ότι αυτή ήταν η στιγμή που έψαχνε. Σήκωσε την μηχανή του και τράβηξε τέσσερις λήψεις, όσες πρόλαβε μέσα στα λίγα δευτερόλεπτα πριν το ζευγάρι χωρίσει. Ανάμεσα στην πολυκοσμία που επικρατούσε ο Άιζενσταντ δεν πρόλαβε να τους μιλήσει και να μάθει ποιοι ήταν.

Ο φωτογράφος πιθανότατα είχε καταλάβει αμέσως ότι τράβηξε μια σημαντική φωτογραφία, ωστόσο σίγουρα δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η λήψη του θα γινόταν μια από τις πιο εμβληματικές ολόκληρης της ιστορίας και η πιο χαρακτηριστική για το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η φωτογραφία «VJ Day in Times Square» (Victory over Japan Day, η ημέρα νίκης κατά των Ιαπώνων), όπως ονομάστηκε, δημοσιεύτηκε στο τεύχος της 27ης Αυγούστου καταλαμβάνοντας μια ολόκληρη σελίδα στο εσωτερικό του περιοδικού με τον υπότιτλο: «Στο κέντρο της  Times Square της Νέας Υόρκης, ένα κορίτσι ντυμένο στα λευκά πιάνει την τσάντα και την φούστα της καθώς ένας ασυγκράτητος ναύτης τοποθετεί τα χείλια του στα δικά της».


Η φωτογραφία πολύ σύντομα έγινε το σύμβολο της νίκης και της ασυγκράτητης αισιοδοξίας που επικράτησε στις ΗΠΑ μετά τον νικηφόρο πόλεμο. Την ίδια στιγμή ωστόσο σηματοδότησε και την έναρξη ενός… κυνηγιού ώστε να εντοπιστούν οι πρωταγωνιστές της. Ούτε ο Άιζενσταντ αλλά και κανείς άλλος δεν γνώριζε ποιος ήταν ο ναύτης και η νοσοκόμα που αντάλλαξαν για λίγα δευτερόλεπτα ένα παθιασμένο φιλί.

Ο ίδιος ο Άιζενσταντ έλεγε για εκείνη την φωτογραφία του: «Στην Times Square είδα εκείνη την ημέρα έναν ναύτη να τρέχει στον δρόμο αρπάζοντας όποια γυναίκα συναντούσε. Είτε ήταν γιαγιά, στρουμπουλή, αδύνατη, ηλικιωμένη δεν έκανε διαφορά. Έτρεχα μπροστά του με την Leica μου κοιτάζοντας συνεχώς πίσω μου αλλά καμία από τις φωτογραφίες που θα μπορούσα να βγάλω δε με ικανοποιούσε. Τότε ξαφνικά σε μια στιγμή είδα να αρπάζει κάτι λευκό. Γύρισα και τράβηξα φωτογραφία τη στιγμή που ο ναύτης φίλησε την νοσοκόμα. Αν η γυναίκα φορούσε ένα σκούρο φόρεμα δεν θα είχα βγάλει ποτέ αυτή τη φωτογραφία. Το ίδιο κι αν ο ναύτης φορούσε λευκή στολή. Τράβηξα τέσσερις φωτογραφίες. Έγινε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Μόνο μια είναι σωστή από άποψη ισορροπίας. Στις υπόλοιπες η εστίαση είναι λάθος. Ο ναύτης στην αριστερή πλευρά φαίνεται είτε πολύ μικρός ή πολύ ψηλός. Οι άνθρωποι μου λένε ότι όταν πάω στον ουρανό θα θυμούνται αυτή τη φωτογραφία».

Και δεν είχε άδικο. Η φωτογραφία έγινε εμβληματική παρόλο που σχεδόν επί έξι δεκαετίες δεν μπορούσε κανείς να είναι σίγουρος για την ταυτότητα των δύο ανθρώπων. Δεκάδες επαγγελματίες και ερασιτέχνες ιστορικοί είχαν προσπαθήσει να επιβεβαιώσουν ποιοι είναι κάτι που τελικά συνέβη μόλις πριν οχτώ χρόνια, με περισσότερη σιγουριά. Το φως στην υπόθεση έριξε τελικά ο Λόρενς Βέρια, ένας καθηγητής ιστορίας που έπαθε εμμονή με την φωτογραφία και την ανακάλυψη των πρωταγωνιστών της. Τελικά, το 2012 στο βιβλίο του «The Kissing Sailor: The Mystery Behind the Photo That Ended World War II» παρουσίασε μια σειρά μελετών και ερευνών, οι οποίες επιβεβαίωναν τόσο την ταυτότητα του ναύτη όσο και της γυναίκας αποκλείοντας όλους τους υπόλοιπους πιθανούς «υποψήφιους».


Ο Ναύτης

Αρκετά χρόνια μετά τη λήψη της φωτογραφίας, το 1980, το περιοδικό Life είχε δημοσιεύσει μια έκκληση ώστε να εντοπίσει τον μυστηριώδη ναύτη. Αυτό άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου με δεκάδες άντρες να στέλνουν επιστολή στο περιοδικό υποστηρίζοντας ότι αυτοί απεικονίζονται στην φωτογραφία. Απ’ όσους επικοινώνησαν, το περιοδικό χαρακτήρισε μόλις 11 ως αξιόπιστους. Ωστόσο, δεν ακολούθησε κάποια περαιτέρω έρευνα.

Τελικά, το 2010 ο Βέρια πραγματοποίησε την πρώτη ενδελεχή έρευνα σε συνεργασία με ορισμένους κορυφαίους ειδικούς στις ΗΠΑ, όπως ο δρ Νόρμαν Σάουερ, ένας ανθρωπολόγος από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, ο οποίος ανέλαβε να καταγράψει λεπτομερώς στοιχεία για τον σωματότυπο του ναύτη, τη γραμμή των μαλλιών του, τα τατουάζ του και τα μάγουλά του.

Με τα στοιχεία αυτά πλέον και συναντώντας από κοντά τους «υποψήφιους», ο Βέρια κατέληξε σε έναν συγκεκριμένο άντρα: τον Τζορτζ Μεντόζα από το Ρόουντ Άιλαντ, ο οποίος είχε καταταχθεί στο ναυτικό λίγους μήνες μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, ενώ το 1945 το αντιτορπιλικό του που έπλεε στον Ειρηνικό βυθίστηκε από επίθεση καμικάζι. Τότε, είχε βοηθήσει πάνω από 100 ναύτες εκείνη την ημέρα ώστε να βγουν στην στεριά, όπου τους περίμεναν οι νοσοκόμες για να τους βοηθήσουν. Τον Αύγουστο του 1945 βρισκόταν σε άδεια.

«Νομίζω ότι από εκείνη την ημέρα είχα μια ιδιαίτερη ευαισθησία για τις νοσοκόμες», είχε πει ο Μεντόζα σε μια συνέντευξή του το 2005 εξηγώντας την αυθόρμητη απόφασή του να φιλήσει την άγνωστη γυναίκα στα λευκά.

Ο Μεντόζα στις 14 Αυγούστου βρισκόταν σε άδεια από το ναυτικό και έβλεπε μια ταινία με την μελλοντική του γυναίκα, Ρίτα Πέτρι, στον κινηματογράφο Radio City Music Hall. Κάποια στιγμή οι πόρτες άνοιξαν και ο κόσμος άρχισε να φωνάζει ότι ο πόλεμος τελείωσε. Το ζευγάρι βγήκε στους δρόμους μαζί με όλον τον υπόλοιπο κόσμο που γιόρταζε την είδηση. Κάποια στιγμή, ο Μεντόζα είδε μια γυναίκα ντυμένη στα λευκά, την άρπαξε στην αγκαλιά του και την φίλησε. «Είχα πιει αρκετά εκείνη την ημέρα και νόμισα ότι ήταν μια από το στράτευμα, ήταν νοσοκόμα». Σε μια από τις φωτογραφίες που τράβηξε ο Άιζενσταντ, ο Μεντόζα υποστηρίζει ότι η σύζυγός του Ρίτα φαίνεται πίσω από το ζευγάρι που φιλιέται.

«Δεν μπορώ να φανταστώ ότι κάποιος που θα δει τα στοιχεία μπορεί να καταλήξει σε κάποιο άλλο συμπέρασμα», ανέφερε ο Βέρια. «Μπορεί κανείς να δει ένα εξόγκωμα στο αριστερό του χέρι, το οποίο έχει ο Μεντόζα. Επίσης βλέπεις αμυδρά ένα G και M στο χέρι του».

Ο Μεντόζα μάλιστα το 1987 είχε μηνύσει το περιοδικό Life επειδή παρουσίαζε την φωτογραφία του χωρίς να αναφέρει το όνομά του και χωρίς την άδεια του. Ωστόσο, το 1988 απέσυρε την μήνυση επικαλούμενος τα νομικά έξοδα.

Η νοσοκόμα

Η αναζήτηση για την ταυτότητα της νοσοκόμας αποδείχθηκε πολύ πιο δύσκολη υπόθεση καθώς φαίνονται πολύ λίγα χαρακτηριστικά της στην φωτογραφία. Για πάρα πολλά χρόνια θεωρούνταν ότι επρόκειτο για την Έντιθ Σέιν από την Καλιφόρνια. Η Σέιν είχε γράψει το 1979 στον Άιζεσταντ υποστηρίζοντας ότι είχε αναγνωρίσει τον εαυτό της στην φωτογραφία από την δεκαετία του ’40, αλλά δεν το είχε πει σε κανέναν επειδή θεωρούσε ότι δεν φαινόταν «καθώς πρέπει». Ο Άιζεσταντ κοιτάζοντας συγκρίνοντας τα πόδια των δυο γυναικών αποδέχθηκε τον ισχυρισμό της και το περιοδικό Life αναζητώντας μια αποκλειστικότητα ανακοίνωσε ότι είχαν βρει την νοσοκόμα!

Η Σέιν γύρισε όλη τη χώρα δίνοντας ομιλίες μέχρι και τον θάνατό της το 2010 και μάλιστα το 2007 αναγνωρίστηκε από τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους, ως σύμβολο παγκόσμιας ειρήνης. Ωστόσο, ο Βέρια δεν μπορούσε να πειστεί.

«Βιάστηκαν πολύ να κρίνουν για την ταυτότητα της νοσοκόμας. Όσο περισσότερο κοιτούσα τα στοιχεία, γινόταν πιο ξεκάθαρο ότι δεν ήταν αυτή η γυναίκα στην φωτογραφία. Η αναλογία ύψους της Σέιν με αυτήν του Μεντόζα δεν ταίριαζε, ενώ ήταν πιο γεμάτη από την γυναίκα στην φωτογραφία που ήταν πολύ αδύνατη. Και η Σέιν δεν μπορούσε να βρει ούτε μια φωτογραφία της στην οποία να έχει πιασμένα ψηλά τα μαλλιά της με τον τρόπο που τα έχει πιάσει η γυναίκα», αναφέρει ο Βέρια.

Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι η Σέιν έλεγε ψέματα ή ότι προσπαθούσε απλά να τραβήξει τα φώτα της δημοσιότητας, υποστηρίζει ο Βέρια. Τα στοιχεία δείχνουν ότι εκείνη την ημέρα υπήρξαν πολλά «αυθόρμητα φιλιά» κατά τη διάρκεια των πανηγυρισμών. Πιθανότατα η Σέιν είχε δεχθεί ένα τέτοιο φιλί και θεώρησε ότι ήταν αυτή στη φωτογραφία. Το ίδιο ισχύει και για όλους τους υπόλοιπους ναύτες και νοσοκόμες που υποστήριξαν ότι απαθανατίστηκαν στην εμβληματική φωτογραφία.

Ωστόσο, ο Βέρια υποστηρίζει ότι όλα  τα στοιχεία δείχνουν ξεκάθαρα προς μια συγκεκριμένη υποψήφια: την Γκρέτα Φρίντμαν, η οποία είχε στείλει επιστολή στο Life υποστηρίζοντας ότι είναι η νοσοκόμα αρκετά χρόνια μετά την Σέιν. Στην πραγματικότητα η Φρίντμαν δεν ήταν καν νοσοκόμα πολέμου, όπως πίστευαν όλοι. Έχοντας φτάσει από την Αυστρία το 1939 ως Εβραία πρόσφυγας εργαζόταν ως βοηθός οδοντιάτρου λίγα τετράγωνα μακριά από την πλατεία. Οι βοηθοί οδοντιάτρου έπρεπε να φορούν λευκές στολές, όπως αυτές των νοσοκόμων. Η ίδια ανέφερε ότι εκείνη την ημέρα βγήκε στο δρόμο να δει τι ήταν αυτή η φασαρία και θυμάται ότι την φίλησε ένας ναύτης. Το ύψος της και η δομή του σώματός της ταιριάζουν «απόλυτα», σύμφωνα με τον Βέρια, με αυτό της γυναίκας στη φωτογραφία, ενώ φωτογραφίες της Φρίντμαν από εκείνη την εποχή δείχνουν ότι είχε το ίδιο χτένισμα.

«Παραδέχομαι ότι τα στοιχεία που υποστηρίζουν ότι η Φρίντμαν είναι η νοσοκόμα δεν είναι τόσο ακέραια όσο αυτά του ναύτη. Αλλά όλα όσα έχουμε δείχνουν κατευθείαν σε αυτή. Δεν έχουμε καμία άλλη υποψήφια που να ταιριάζει τόσο καλά όσο αυτή».

Η Φρίντμαν πέθανε το 2016 από πνευμονία σε ηλικία 92 ετών, ενώ ο Μεντόζα πέθανε το 2019 σε ηλικία 95 ετών. Οι δυο τους μετά την αποκάλυψη του Βέρια είχαν συναντηθεί ξανά στο σημείο όπου δόθηκε το φιλί τους τον Αύγουστο του 2012.


Η σκοτεινή πλευρά

Παρόλο που η φωτογραφία θεωρείται εμβληματική και χαρακτηριστική των πανηγυρισμών που έφερε η χαρά του τέλους του πολέμου, μια άλλη πλευρά της αναδείχθηκε τα τελευταία χρόνια ύστερα από τις δηλώσεις της Φρίντμαν, η οποία ανέφερε ότι δεν θέλησε ποτέ αυτό το φιλί και στην πραγματικότητα δεν το ευχαριστήθηκε.

«Δεν ήταν επιλογή μου να φιληθώ», ανέφερε το 2005 σε μια συνέντευξή της, ενώ το 2012 ανέφερε: «Δεν τον είδα να πλησιάζει και πριν το καταλάβω με έπιασε σφιχτά».

«Ένιωσα ότι ήταν πολύ δυνατός. Με κρατούσε πολύ σφιχτά. Δεν είμαι σίγουρη για το φιλί… ήταν απλώς κάποιος που πανηγύριζε. Δεν ήταν ένα ρομαντικό γεγονός, ήταν απλώς κάτι σαν ‘δόξα σοι ο Θεός που τελείωσε ο πόλεμος’», ανέφερε η Φρίντμαν.

Ύστερα από αυτές τις δηλώσεις  πολλοί κοιτάζοντας την φωτογραφία πιο προσεχτικά χαρακτήρισαν το γεγονός σε μια συνηθισμένη σεξουαλική επίθεση, ένα «κειμήλιο» από μια εποχή όταν οι άντρες ήταν ελεύθεροι να πιάνουν και να φιλούν όποια γυναίκα ήθελαν χωρίς επιπτώσεις. Την ίδια στιγμή κανένας στον περίγυρο δεν μοιάζει να ενοχλείται από το γεγονός, αποδεχόμενοι όλοι αυτού του είδους την αντιμετώπιση των γυναικών.

Με το κίνημα MeToo να γιγαντώνεται σε όλον τον κόσμο αυτή η «ανάγνωση» της φωτογραφίας έγινε ακόμα πιο έντονη. Μάλιστα, λίγο μετά τον θάνατο του Μεντόζα ένα άγαλμα του φιλιού στην Φλόριντα βανδαλίστηκε με κόκκινο γκράφιτι «Me Too».

Ωστόσο, η ίδια η Φρίντμαν είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν έβλεπε το περιστατικό ως επίθεση. Άλλωστε, είχε συναντηθεί ξανά με τον Μεντόζα και είχαν γίνει φίλοι.

«Ήταν ακόμα ζωντανή όταν ξεκίνησε όλη αυτή η συζήτηση για το φιλί ως σεξουαλική επίθεση. Κατανοούσε την φεμινιστική οπτική του γεγονότος, αλλά δεν πίστευε ότι αυτή ήταν ολόκληρη η ιστορία. Αυτή ήταν 21, αυτός ήταν 22 και πανηγύριζαν. Είχε χάσει πάρα πολλούς ανθρώπους της οικογένειάς της στην αρχή του πολέμου. Ήταν απλώς μια πολύ σπάνια ιστορική στιγμή, δεν μπορείς να την κοιτάς με τα σημερινά δεδομένα. Γι’ αυτήν το πιο σημαντικό πράγμα ήταν ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει», αναφέρει ο 60χρονος γιος της Φρίντμαν, Τζόσουα.

Φυσικά κανείς δεν μπορεί να είναι απόλυτα σίγουρος για την ταυτότητα των δυο πρωταγωνιστών. Άλλωστε η δύναμη της εικόνας δεν έγκειται στα ονόματά τους αλλά στο γεγονός που συμβολίζει για μια από τις πιο σημαντικές σελίδες της σύγχρονης ιστορίας. Όπως και να ‘χει το πιο σημαντικό πράγμα ήταν ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει.