Τρεις γυναίκες που επέζησαν από τις πυρηνικές επιθέσεις μιλούν για όσα βίωσαν και ζητούν από τον κόσμο να μην ξεχάσει και να μην επαναλάβει τα ίδια λάθη
Το πρωί της 6ης Αυγούστου 1945 το Enola Gay πετούσε πάνω από τη
Χιροσίμα. Στις 08:15 απελευθέρωσε το
Little Boy. Η κάθοδος της
Στην Ιαπωνία ονομάζουν "χιμπάκουσα" όσους επέζησαν από τις πυρηνικές βόμβες στις δύο πόλεις. 75 χρόνια μετά τρεις γυναίκες-μάρτυρες του ολέθρου μιλούν για τα όσα βίωσαν. Για τους ανθρώπους που έχασαν και τα ψυχολογικά τραύματα που δεν επουλώνονται ποτέ.
«Η Κόλαση μοιάζει με τα όσα περάσαμε»
Η Τερούκο Ουέμο ήταν 15 χρονών όταν η βόμβα έσκασε πάνω από τη Χιροσίμα. Ήταν δευτεροετής φοιτήτρια στη νοσηλευτική σχολή της πόλης. Οι κοιτώνες, όπου κοιμόταν, έπιασαν φωτιά. Η Τερούκο πρόλαβε να βγει αλλά πολλές συμφοιτήτριες της δεν τα κατάφεραν. Το επόμενο διάστημα φρόντιζε νυχθημερόν θύματα της βόμβας. Χωρίς φαγητό, με ελάχιστο νερό και ύπνο. Αυτό που θυμάται πιο έντονα ήταν η διαδικασία της αφαίρεσης του καμένου δέρματος από εκατοντάδες άτομα.
"Δεν έχω βρεθεί στην Κόλαση και δεν γνωρίζω πώς είναι όμως πιθανότατα μοιάζει με αυτό που περάσαμε. Δεν πρέπει να επιτραπεί να γίνει ποτέ ξανά. Πρέπει οι ηγέτες να ακούσουν τις φωνές μας και να λάβουν δράση. Όσο η μνήμη της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι φθίνει από τα μυαλά των ανθρώπων βρισκόμαστε σε ένα σταυροδρόμι. Το μέλλον είναι στα χέρια μας. Η ειρήνη είναι εφικτή μόνο αν σκεφτόμαστε τους άλλους ανθρώπους, αν αναλάβουμε δράση και συνεχίσουμε ακούραστα τις προσπάθειες μας να τη χτίσουμε " τονίζει.
Η Τερούκο θυμάται την κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη και όσα τους έλεγαν για το μέλλον. "Ήταν όλα καμένα. Άνθρωποι, πουλιά, ζώα, δέντρα, το χορτάρι, τα πάντα! Ακόμα και οι άνθρωποι που έρχονταν να βοηθήσουν ή να βρουν τις οικογένειες τους πέθαιναν ή αρρώσταιναν σοβαρά. Μας έλεγαν όταν δεν θα φυτρώσει τίποτα για τα επόμενα 75 χρόνια όμως η Χιροσίμα αναστήθηκε και έγινε μια πανέμορφη πόλη».
«Μισώ τα ηλιοβασιλέματα»
Η Εμίκο Οκάντα ήταν οκτώ ετών όταν η βόμβα διέλυσε τη Χιροσίμα. Η μεγαλύτερη αδελφή της και τέσσερις ακόμα συγγενείς της σκοτώθηκαν. "Εκείνο το πρωί η αδελφή μου έφυγε από το σπίτι λέγοντας: Θα σας δω μετά. Ήταν μόλις 12 ετών και γεμάτη ζωή. Δεν επέστρεψε ποτέ. Κανείς δεν ξέρει τι απέγινε. Οι γονείς μου την έψαξαν με κάθε τρόπο. Ποτέ δεν βρήκαμε το σώμα της έτσι ήλπιζαν πως κάπου βρίσκεται ζωντανή. Συνέχιζαν να το λένε ως το τέλος. Η μητέρα μου ήταν έγκυος εκείνη την εποχή και απέβαλλε. Δεν είχαμε τίποτα να φάμε και δεν ξέραμε τίποτα για τη ραδιενέργεια. Τρώγαμε ό,τι μπορούσαμε να βρούμε χωρίς να σκεφτούμε αν είναι μολυσμένο ή όχι. Ο κόσμος ήταν απελπισμένος και έκλεβε. Το φαγητό το μεγαλύτερο πρόβλημα. Ακόμα και το νερό ήταν πολυτέλεια. Έτσι αναγκάστηκε να ζήσει ο κόσμος τότε αλλά πλέον έχει ξεχαστεί" τονίζει.
Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα από την επίθεση η Εμίκο άρχισε να βιώνει τα αποτελέσματα της ραδιενέργειας: "Τα μαλλιά μου άρχισαν να πέφτουν και τα ούλα μου να ματώνουν. Ένιωθα μόνιμα κουρασμένη, ήθελα να είμαι συνέχεια ξαπλωμένη. Κανείς δεν γνώριζε τότε τι ήταν αυτό. Μετά από 12 χρόνια διαγνώστηκα με απλαστική αναιμία. Κάθε χρόνια, κάποιες μέρες, ο ουρανός γίνεται κόκκινος την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Είναι τόσο κόκκινος που ακόμα και τα πρόσωπα του κόσμου μοιάζουν κόκκινα. Εκείνες τις στιγμές θυμάμαι τη μέρα που έπεσε η βόμβα. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες η πόλη καιγόταν. Μισώ τα ηλιοβασιλέματα, ακόμα και σήμερα μου θυμίζουν τη φλεγόμενη πόλη».
Η Εμίκο τονίζει πως νιώθει ότι έχει χρέος να μιλήσει: "Πολλοί χιμπάκουσα πέθαναν χωρίς να μπορέσουν να μιλήσουν για όσα βίωσαν. Δεν κατάφεραν να μιλήσουν κι έτσι μιλάω εγώ. Πολλοί λένε για παγκόσμια ειρήνη αλλά ο κόσμος πρέπει να δράσει. Το κάθε άτομο πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί. Πρέπει να κάνουμε κάτι ώστε τα παιδιά και τα εγγόνια μας, το μέλλον μας, να ζήσουν σε έναν κόσμο όπου θα χαμογελούν κάθε μέρα".
«Έπιναν μια γουλιά νερό και πέθαιναν»
Η Ρέικα Χάντα ήταν εννέα ετών. Ζούσε στο Ναγκασάκι όταν έπεσε η δεύτερη βόμβα. Νωρίς το πρωί χτύπησε ο συναγερμός για αεροπορική επίθεση και έτσι έμεινε σπίτι. Όταν ο συναγερμός έληξε πήγε στον κοντινό ναό όπου λειτουργούσε ως σχολείο της περιοχής. Μετά από περίπου 40 λεπτά μαθήματος οι δάσκαλοι είπαν στα παιδιά να πάνε στα σπίτια τους. "Έφτασα στην είσοδο του σπιτιού και νομίζω έκανα ένα βήμα προς τα μέσα. Τότε συνέβη ξαφνικά. Ένα εκτυφλωτικό φως στα μάτια μου. Τα χρώματα ήταν κίτρινα, καφέ και πορτοκαλί ανακατεμένα. Δεν είχα καν χρόνο να αναρωτηθώ τι ήταν αυτό. Αμέσως τα πάντα έγιναν λευκά. Ένιωθα σαν να ήμουν απολύτως μόνη μου ξαφνικά. Τη επόμενη στιγμή ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος και κατέρρευσα. Όταν σηκώθηκα έψαξα τη μητέρα μου μέσα στο σπίτι και πήγαμε μαζί στο καταφύγιο της γειτονιάς. Δεν είχα ούτε μια γρατζουνιά. Μας είχε σώσει το βουνό Κονπίρα. Όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά για όσους ζούσαν από την άλλη πλευρά του βουνού. Έζησαν φρικτές καταστάσεις. Πολλοί έρχονταν από το βουνό στη γειτονιά μας. Άνθρωποι με βγαλμένα μάτια, καμένα μαλλιά, σχεδόν γυμνοί. Ήταν πολύ άσχημα καμένοι και το δέρμα τους κρεμόταν. Η μητέρα μου και άλλες γυναίκες πήραν πετσέτες και σεντόνια και τους τα έδιναν. Τους οδήγησαν στην αίθουσα ενός πανεπιστημίου και τους έβαλαν να ξαπλώσουν. Ζητούσαν νερό. Πήρα ένα μπολ και το γέμισα στο ποτάμι για να τους δώσω να πιουν.
Έπιναν μια γουλιά νερό και πέθαιναν. Ο ένας πέθαινε μετά τον άλλο. Ήταν καλοκαίρι και τα πτώματα μύριζαν και γέμιζαν γρήγορα και σκουλήκια. Έπρεπε να τα κάψουμε αμέσως. Τα συγκέντρωσαν στην άδεια πισίνα του Πανεπιστημίου, τους έριξαν ξύλα και έβαλαν φωτιά. Δεν μάθαμε ποτέ ποιοι ήταν. Δεν πέθαναν ως ανθρώπινα όντα. Ελπίζω οι μελλοντικές γενιές να μην ζήσουν ποτέ παρόμοιες εμπειρίες. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να χρησιμοποιηθούν ξανά αυτά τα όπλα. Είναι ο άνθρωπος που δημιουργεί και διατηρεί την ειρήνη. Ακόμα και αν ζούμε σε διαφορετικές χώρες και μιλάμε άλλες γλώσσες η ευχή μας για ειρήνη είναι κοινή".