«Είμαι ζωντανή, αλλά δεν ζω πια»

Οι βιασμοί στο Μπαγκλαντές έχουν αυξηθεί κατακόρυφα δημιουργώντας μια διαφορετική επιδημία. 


Η Σαρμίν εδώ και τρεις μήνες δεν μπορεί να φάει στερεή τροφή. Συνήθως καταφέρνει να φάει μερικές κουταλιές από το panta bhaat, ένας είδος χυλού με ρύζι, πριν νιώσει ότι τίποτα άλλο δεν πάει κάτω. Πριν τρεις μήνες ένας άντρας από ένα γειτονικό της χωριό στο Μπαγκλαντές την βίασε και όσο αυτό διαρκούσε την κρατούσε σφιχτά από το λαιμό και την κοιλιά της.

Η 28χρονη Σαρμίν δεν είναι το μόνο θύμα βιασμού στο Μπαγκλαντές. Είναι μια από τις χιλιάδες γυναίκες που προσπαθούν να επιβιώσουν από μια πρωτοφανή επιδημία που έχει «χτυπήσει» το Μπαγκλαντές το τελευταίο διάστημα. Η επιδημία αυτή δεν χτυπά όλον τον πληθυσμό, όπως συμβαίνει με τον κοροναϊό, αλλά στοχεύει σχεδόν αποκλειστικά τις γυναίκες. Τα θύματα συνήθως επιζούν από αυτή αλλά τα σημάδια που τους αφήνει είναι τόσο βαθιά που δυσκολεύονται να ζήσουν στην πραγματικότητα.

Μια επιδημία εν τη γενέσει της

Το 2018 σε ολόκληρη την χώρα είχαν αναφερθεί 732 υποθέσεις βιασμού, σύμφωνα με την Οργάνωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Μπαγκλαντές, Ain o Salish Kendra. Το 2019 οι καταγγελίες διπλασιάστηκαν και έφτασαν τις 1.413 μέσα σε έναν μόνο χρόνο. Τώρα, χωρίς η χρονιά να έχει ακόμα τελειώσει έχουν καταγγελθεί πάνω από 1.000 υποθέσεις. Μόνο από τον Ιανουάριο ως τον Σεπτέμβριο του 2020 είχαν καταγγελθεί 975 βιασμοί, συμπεριλαμβανομένων 208 ομαδικών βιασμών. Οι 630 από αυτούς σημειώθηκαν μεταξύ Απριλίου και Αυγούστου. Αυτό σημαίνει ότι κάθε μέρα στη χώρα βιάζονται κατά μέσο όρο τέσσερις γυναίκες.

Και φυσικά όπως συμβαίνει πάντα στις υποθέσεις βιασμών οι αριθμοί αυτοί είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου καθώς οι περισσότερες γυναίκες είναι πολύ φοβισμένες για να καταγγείλουν τον βιασμό τους ή απλώς πιστεύουν ότι δεν πρόκειται ποτέ να αποδοθεί δικαιοσύνη.

Η Διεθνής Αμνηστία θεωρεί πως οι γυναίκες δυστυχώς έχουν δίκιο όταν θεωρούν ότι δεν πρόκειται να δικαιωθούν. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της χώρας, τα τελευταία 19 χρόνια μόλις το 3,5% των υποθέσεων βιασμού που καταγγέλθηκαν έφτασε στο δικαστήριο παρά την ύπαρξη του νόμου Αποτροπής Βίας κατά Γυναικών και Παιδιών του 2000. Συνολικά μόλις το 0,37% των υποθέσεων κατέληξε σε καταδικαστική απόφαση κατά των βιαστών.

«Δεν μπορώ να αναπνεύσω»

«Το να πρέπει να ζήσω με αυτό είναι πιο δύσκολο από την αδυναμία μου να φάω», λέει η Σαρμίν στο Al Jazeera. «Όταν κάνω τις καθημερινές δουλειές χωρίς να το περιμένω μου έρχονται ξαφνικά σκηνές από τον βιασμό μου. Το σώμα μου αρχίζει να τρέμει ανεξέλεγκτα και δυσκολεύομαι να αναπνεύσω», αναφέρει.

Εξηγεί πώς προσπαθεί να αλλάξει αυτό που σκέφτεται, αλλά μερικές φορές το μυαλό της κολλάει σε αυτές τις σκηνές του βιασμού και η ίδια δεν μπορεί να κουνηθεί μέχρι που ολόκληρος ο βιασμός της «παιχτεί» ξανά στο μυαλό της από την αρχή ως το τέλος. Όπως λέει δεν πάει στον γιατρό γι’ αυτό που της συμβαίνει καθώς είναι σίγουρη ότι θα της πει απλώς πως την έχει καταλάβει κάποιο πνεύμα που της προκαλεί αυτές τις σκέψεις. Επίσης φοβάται ότι ο κόσμος θα το μάθει και θα αρχίσει να την σχολιάζει.

«Αλλά θα προτιμούσα ο κόσμος να πιστεύει ότι με έχει καταλάβει κάποιο πνεύμα, παρά να ξέρει ότι με βίασαν. Αυτό με γλιτώνει από την ντροπή», αναφέρει.

Προσπάθεια για αλλαγή

Ύστερα από αυτήν την επιδημία βιασμών που σαρώνει το Μπαγκλαντές, αρκετές διαδηλώσεις έχουν ξεσπάσει σε διάφορες πόλεις της χώρας. Οι διαδηλώσεις πυροδοτήθηκαν κατά κύριο λόγο φέτος τον Σεπτέμβριο όταν έγινε γνωστό ότι μια γυναίκα στην βορειοανατολική επαρχία του Σιλέτ βιάστηκε ομαδικά από επτά άντρες, οι οποίοι προηγουμένως είχαν ξυλοκοπήσει και δέσει τον άντρα της.

Νέες διαδηλώσεις ξέσπασαν όταν κυκλοφόρησε ένα βίντεο στο οποίο πέντε άντρες γδύνουν, ξυλοκοπούν και κακοποιούν σεξουαλικά μια γυναίκα στην νοτιοανατολική επαρχία του Νοακάλι. Το βίντεο το οποίο είχαν τραβήξει οι ίδιοι οι δράστες και το είχαν ανεβάσει στο ίντερνετ ως πρόσθετη τιμωρία της γυναίκας κυκλοφορούσε στο διαδίκτυο για εβδομάδες πριν τελικά δοθεί εντολή να «κατέβει» αυτόν τον μήνα.

Το κράτος υποστηρίζει ότι υπαίτια για την άνοδο των βιασμών είναι η… πορνογραφία, ωστόσο οι διαδηλωτές και οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων τονίζουν ότι η φυλετική βία και η «φιλοσοφία» των βιασμών είναι βαθιά ριζωμένα προβλήματα στη χώρα εξαιτίας των ισχυρών συντηρητικών πατριαρχικών αρχών και η πορνογραφία έχει πολύ μικρή σχέση με αυτή την πρωτοφανή επιδημία.

Η 25χρονη ακτιβίστρια Ουμάμα Ζιλούρ από την οργάνωση «Feminists Across Generations» αναφέρει: «Αυτές οι πατριαρχικές αρχές υπάρχουν στη βάση της κοινωνίας δημιουργώντας θεσμικό σεξισμό και κοινωνικές ιεραρχίες που αποτυγχάνουν να θέσουν σε προτεραιότητα τα δικαιώματα των γυναικών. Ως αποτέλεσμα, οι πολιτισμικές και κοινωνικές πρακτικές που διαιωνίζουν την βία κατά των γυναικών παραμένουν διαδεδομένες».

«Ο άντρας δεν κοιμάται πια μαζί μου»

Ο βιασμός προκαλεί ισχυρά φυσικά και ψυχικά τραύματα σε κάθε θύμα. Ωστόσο, τα θύματα στο Μπαγκλαντές δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο αυτό το ήδη βαρύ φορτίο. Το στίγμα που συνδέεται με τον βιασμό είναι τεράστιο και πολλές φορές ο φόβος για την κοινωνική διαπόμπευσή τους τις εμποδίζει να αναζητήσουν ιατρική φροντίδα ή να καταγγείλουν τον βιασμό τους.

Η 32χρονη Νάιλα Χουσεΐν, μια κοινωνική ακτιβίστρια που βοηθά θύματα σεξουαλικών επιθέσεων στο Μπαγκλαντές εξηγεί ότι οι γυναίκες αυτές δεν αποκαλύπτουν εύκολα τι τους έχει συμβεί καθώς φοβούνται ότι θα κατηγορήσουν τις ίδιες γι’ αυτό που τους συνέβη και ότι θα τις εξοστρακίσουν από τις κοινότητές τους.

«Αν μια ανύπαντρη γυναίκα βιαστεί, μπορεί να αποκοπεί πλήρως από την κοινότητα και να την χαρακτηρίσουν ανάξια να παντρευτεί. Μερικές φορές μπορεί να αναγκαστεί να παντρευτεί τον βιαστή της, για να σώσει την ‘τιμή’ της οικογένειας. Οι γυναίκες που πέφτουν θύματα βιασμού συχνά αναγκάζονται να φύγουν από το σπίτι τους για να αποφύγουν αυτήν την απόρριψη, ενώ ορισμένες φορές οδηγούνται ακόμα και στην αυτοκτονία», αναφέρει η Χουσεΐν.

Η κοινωνία στιγματίζει και στοχοποιεί τα θύματα του βιασμού εντείνοντας ακόμα περισσότερο το φυσικό και ψυχολογικό τους τραύμα.

«Το κοινωνικό στίγμα από τον βιασμό προκαλεί έντονη ντροπή στα θύματα», αναφέρει η Χουσεΐν. «Μεταθέτοντας την ευθύνη στα θύματα, συνδέουν την τιμή της γυναίκας με τα σώματά τους. Ουσιαστικά όλη η τιμή τους χάνεται όταν βιάζονται και αυτό το στίγμα μεταφράζεται σε κοινωνική εχθρότητα και απόρριψη».

Μάλιστα, όταν ένα θύμα κακοποιείται από μέλος της οικογένειάς του τότε τα πράγματα μπορεί να είναι ακόμα χειρότερα καθώς μπορεί να την απορρίψει και να την διώξει ακόμα και η ίδια η οικογένειά της. Αυτό ακριβώς συνέβη στην Ραχένα, μια 26χρονη καθαρίστρια από την πόλη Μιμενσίνγκ, βόρεια της πρωτεύουσας Ντάκα. Όπως λέει στο Al Jazeera, βιάστηκε από έναν συγγενή του άντρα της πριν από δυο μήνες.

«Ο άντρας  δεν κοιμάται πια στο ίδιο κρεβάτι με μένα, τα πεθερικά μου δεν τρώνε μαζί μου και οι γονείς μου δεν θέλουν να με συναντούν, ενώ κανείς στην κοινότητά μας δεν με χαιρετά. Αλλά όλοι ξέρουν την αλήθεια. Πώς μπορούν να παριστάνουν ότι δεν ξέρουν; Είναι αυτή μια ζωή που αξίζει να ζεις; Αυτό που μου έκανε είναι χειρότερο από το να με σκότωνε γιατί τώρα είμαι ζωντανή, αλλά πλέον δεν ζω».

«Δεν υπάρχει ποτέ δικαιοσύνη»

Η Χουσεΐν λέει επίσης ότι οι γυναίκες δεν καταφεύγουν εύκολα στη δικαιοσύνη επειδή η αστυνομία δεν προσπαθεί ποτέ να συλλάβει και να τιμωρήσει τους δράστες. Η χαλαρή αντιμετώπιση τέτοιων υποθέσεων που φτάνει ως και την παντελή αμέλεια και η έλλειψη προσπάθειας για την επίλυση τους σε συνδυασμό με το κοινωνικό στίγμα υποβαθμίζουν τη σοβαρότητα των σεξουαλικών επιθέσεων με αποτέλεσμα τα θύματα να σιωπούν.

Η 19χρονη Ρανι, η οποία έχει πέσει θύμα βιασμού, λέει πως δεν έχει κανένα νόημα να καταγγείλει τον βιασμό της. Όπως αναφέρει στο Al Jazzera, η αστυνομία πάντα πιστεύει τον άντρα, ο οποίος θα αρνηθεί τα πάντα, κι έτσι θα απορρίψει την υπόθεση.

«Αρνούμαι να δώσω μια μάχη που έχει ήδη χαθεί. Ξέρω ήδη το αποτέλεσμα. Δεν υπάρχει ποτέ δικαιοσύνη για ανθρώπους όπως εμείς και γιατί να υπάρχει; Τι αξίζουμε;», αναφέρει σχεδόν μοιρολατρικά.

Όπως λέει το να καταγγείλει αυτό που της έχει συμβεί θα την βάλει πιθανώς σε μεγαλύτερο κίνδυνο καθώς ο άντρας που την βίασε μπορεί να της επιτεθεί ξανά για να την εκδικηθεί. «Είναι αδύνατο να τον καταγγείλω. Δεν θα συμβεί τίποτα γιατί είναι πολύ ισχυρός. Αλλά τι θα συμβεί με εμένα; Θα πρέπει να ζω συνεχώς υπό τον μόνιμο φόβο ότι μπορεί να βιαστώ ξανά».

«Η καραντίνα του κοροναϊού έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα επειδή ήξερε ότι θα είμαι πάντα σπίτι. Μπορούσε να έρθει ανά πάσα στιγμή, αλλά δόξα τω Θεώ δεν ήρθε», συμπληρώνει.

Από την άλλη, η ακτιβίστρια Ουμάμα Ζιλούρ λέει ότι εξοργίζεται με την πολιτεία και την κοινωνία που ουσιαστικά συμβάλει στην συνεχόμενη βία κατά των γυναικών. «Ουσιαστικα όλο αυτό μου δείχνει ότι δεν με αντιμετωπίζουν ως άνθρωπο», τονίζει.

«Τα κορίτσια σε αυτή τη χώρα ζουν μόνιμα σε φόβο», αναφέρει από την άλλη μια 21χρονη φοιτήτρια που ζει στην Ντάκα, η Φαρίχα Ραχμάν. «Το γεγονός ότι στα βραδινά μαθήματα του πανεπιστημίου έρχονται κυρίως άντρες και ότι οι γυναίκες παρακολουθούν μόνο τα πρωινά δείχνει αυτόν ακριβώς τον φόβο τους. Μια φορά ήρθα σε ένα βραδινό μάθημα. Επιστρέφοντας σπίτι μου η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά και σχεδόν έπαθα κρίση πανικού επειδή ήταν σκοτεινά και σκεφτόμουν ότι κάποιος μπορεί να μου επιτεθεί. Απλώς πρέπει να συνεχίσουμε να ζούμε με άγχος και φόβο;», αναρωτιέται η ίδια.

Θανατική ποινή για τους βιαστές

Στις 12 Οκτωβρίου η κυβέρνηση του Μπαγκλαντές προώθησε ένα νομοσχέδιο βάσει του οποίου αυξάνεται η ποινή για όσους κατηγορούνται για βιασμό και από ισόβια μετατρέπεται σε θάνατο. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης της χώρας, Ανισούλ Χουκ, λέει πως πιστεύει ότι αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την μείωση των βιασμών.

Ωστόσο, οι ακτιβιστές δεν ελπίζουν σε καμία βελτίωση εξαιτίας του νέου νόμου. Όπως λένε η προώθηση της θανατικής ποινής για τους βιαστές είναι μια βραχυπρόθεσμη λύση που έχει σκοπό μόνο να κάμψει τις αντιδράσεις και τις φωνές των διαδηλωτών κατά όσων συμβαίνουν.

«Αν οι αρχές δεν διορθώσουν το ελαττωματικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, δεν καλύψουν τα κενά στους νόμους και τις διαδικασίες και δεν βελτιώσουν την κατάσταση του κράτους δικαίου, είναι απίθανο η επιβολή αυστηρότερης τιμωρίας να έχει κάποιο αποτέλεσμα», αναφέρει στο ABC ο ερευνητής της Διεθνούς Αμνηστίας για την Νότια Ασία, Σουλτάν Μοχάμεντ Ζακαρία.

Ο Ζακαρία αναφέρει ότι υπάρχουν πολύ σοβαρά κενά στον νόμο και πολλοί δράστες θεωρούν ότι μπορούν απλώς να ξεφύγουν. «Οι εγκληματίες λαμβάνουν προστασία από τους ισχυρούς άντρες των πολιτικών κομμάτων», τονίζει.

Ακόμα και ο νομικός ορισμός του βιασμού είναι προβληματικός. Σύμφωνα με τον Νόμο Αποτροπής Βίας κατά Γυναικών και Παιδιών του 2000 βιασμό συνιστά μόνο «η διείσδυση με το γεννητικό όργανο του άντρα στις γυναίκες χωρίς συναίνεση. Ο νόμος δεν καλύπτει τον βιασμό σε άντρες, τρανσέξουαλ, τον βιασμό εντός γάμου και την διείσδυση με τα χέρια ή άλλα αντικείμενα», τονίζει ο Ζακαρία.

Όπως τονίζουν οι ακτιβιστές οι αλλαγές θα πρέπει να ξεκινήσουν από την βάση της κοινωνίας εστιάζοντας στην καταπολέμηση της κουλτούρας του βιασμού και στην αλλαγή του τρόπου αντιμετώπισης των γυναικών.

«Αντί να αποζητούν εκδίκηση ορίζοντας θανατική ποινή, οι αρχές θα έπρεπε να εστιάσουν στην απόδοση δικαιοσύνης για τα θύματα ώστε να σταματήσουν αυτήν την επιδημία της βίας και αποτρέψουν να επανεμφανιστεί», τονίζει ο Ζακαρία.

Εξάλλου, όπως αναφέρει και η Ράνι, ένα θύμα βιασμού, ξέρει ότι η θανατική ποινή δεν πρόκειται να λειτουργήσει αποτρεπτικά.

«Οι άντρες ποτέ δεν θα καταδικαστούν εξαιτίας του προνομίου τους να είναι άντρες και επειδή έχουν πολύ καλές διασυνδέσεις στην κοινωνία. Δεν νομίζω ότι θα καταδικαστεί κανείς σε θάνατο», αναφέρει.

«Η μοίρα μου αποφασίστηκε ήδη από τη στιγμή που βιάστηκα. Τίποτα δεν θα αλλάξει ποτέ για ανθρώπους όπως εγώ», καταλήγει.

 

*Τα ονόματα των θυμάτων δεν είναι τα πραγματικά. Με στοιχεία από το Al Jazeera και το ABC.