Αυτός ήταν ο «αντεροβγάλτης του Γιόρσκσαϊρ»


Πίτερ Σάτκλιφ, η ιστορία ενός από τους πλέον διαβόητους κατά συρροή δολοφόνους στην ιστορία της Μεγάλης Βρετανίας

Ο αγγλικός Τύπος τον αποκαλούσε «Yorkshire Ripper» (Αντεροβγάλτη του Γιόρσκσαϊρ). Μέσα σε διάστημα πέντε ετών επιτέθηκε σε 22 γυναίκες και σκότωσε τις 13. Παρότι δεν ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός οι αρχές δεν είχαν καταφέρει να τον εντοπίσουν και η σύλληψη του ήρθε τυχαία. Ο αντεροβγάλτης είχε πλέον όνομα, ήταν ο οδηγός φορτηγού Πίτερ Σάτκλιφ. Η υπόθεση αποτελεί μια από τις πλέον διαβόητες στο Νησί και έκλεισε οριστικά με το θάνατο του κατά συρροή δολοφόνου σε ηλικία 74 ετών. Στις 13 Νοεμβρίου 2020 ο Σάτκλιφ άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν το τελευταίο διάστημα με κοροναϊό.

Τάφοι, φορτηγά και ιερόδουλες

Ο Πίτερ Σάτκλιφ γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου 1946 στη μικρή πόλη Μπίνγκλεϊ που ουσιαστικά αποτελεί προάστιο του Μπράντφορντ. Δεν τελείωσε το σχολείο και από 15 ετών άρχισε να κάνει διάφορες δουλειές. Μια από αυτές ήταν και το άνοιγμα τάφων. Από το 1975 άρχισε να εργάζεται μόνιμα ως οδηγός φορτηγού.

Από την εφηβεία του απέκτησε πάθος για τις ιερόδουλες και την ηδονοβλεψία. Του άρεσε να κυκλοφορεί στις «πιάτσες» της περιοχής και να τις παρακολουθεί. Συνέχισε το... χόμπι του και μετά τον γάμο του τον Φεβρουάριο του 1967 με τη Σόνια Ζούρμα. Όσοι τον γνώριζαν μιλούν για έναν άνθρωπο μοναχικό με μακάβριο χιούμορ που του άρεσε να κυκλοφορεί τη νύχτα.

Δολοφονίες και επιθέσεις

Ο Σατκλιφ έκανε την πρώτη του επίθεση το 1969. Υποστήριζε ότι μια πόρνη με τον προαγωγό της τον είχαν εξαπατήσει και του πήραν τα λεφτά. Βρισκόταν στο αυτοκίνητο με έναν φίλο του όταν την εντόπισε. Βγήκε και την ακολούθησε. Σε ένα γκαράζ τη χτύπησε με κάλτσα που είχε μέσα μια πέτρα. Το θύμα είχε κρατήσει όμως την πινακίδα του αυτοκινήτου και ο Σάτκλιφ συνελήφθη. Παραδέχθηκε ότι τη χτύπησε αλλά γλίτωσε. Η γυναίκα ζήτησε να κλείσει το θέμα χωρίς να καταθέσει μήνυση. Η δεύτερη επίθεση και ουσιαστικά η αρχή της περιόδου τρόμου έγινε τον Ιούλιο του 1975. Ο Σάτκλιφ επιτέθηκε με σφυρί στην Άννα Ρογκουλσκβί. Την άφησε αναίσθητη και στη συνέχεια τη μαχαίρωσε στο στομάχι. Ένας γείτονας είδε την επίθεση και φώναξε. Ο Σάτκλιφ έφυγε τρέχοντας και η γυναίκα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Επέζησε.

Ένα μήνα μετά με ακριβώς το ίδιο τρόπο επιτέθηκε στην Όλιβ Σμελτ. Σφυρί και μαχαίρι. Υπήρξε πάλι μάρτυρας και ο Σάτκλιφ έφυγε αφήνοντας το θύμα βαριά τραυματισμένο αλλά ζωντανό. Λίγες μέρα μετά επιτέθηκε με σφυρί στη 14χρονη Τρέσι Μπράουν. Τα φώτα ενός αυτοκινήτου τρόμαξαν τον Σάτκλιφ και έτσι επέζησε και αυτό το θύμα.

Στις 30 Οκτωβρίου 1975 επιτέθηκε στην 28χρονη Βίλμα ΜακΚάν. Τη χτύπησε δύο φορές με σφυρί και τη μαχαίρωσε 15 φορές. Η ΜακΚάν, μητέρα τεσσάρων παιδιών, πέθανε επί τόπου. Ήταν η πρώτη δολοφονία του Σάτκλιφ. Το 2007 μια από τις κόρες της ΜακΚάν αυτοκτόνησε μετά από χρόνια κατάθλιψη που της είχε προκαλέσει ο θάνατος της μητέρας της.

Τον Ιανουάριο του 1976 η 42χρονη ιερόδουλη Έμιλι Τζάκσον βρέθηκε μαχαιρωμένη 52 φορές. Αυτή τη φορά ο Σάτκλιφ είχε χρησιμοποιήσει κατσαβίδι και είχε αφήσει το αποτύπωμα του παπουτσιού του. Τον Μάιο η Μαρσέλα Κλάξτον έκανε ωτοστόπ. Ο Σάτικλιφ την πήρε με το αυτοκίνητο του. Της επιτέθηκε με σφυρί, επέζησε όμως απέβαλλε καθώς ήταν τεσσάρων μηνών έγκυος.

Η επόμενη επίθεση έγινε τον Φεβρουάριο του 1977 όταν ο Σατκλιφ επιτέθηκε με σφυρί στην 28χρονη ιερόδουλη Ιρέν Ρίτσαρντον. Αφού τη σκότωσε με χτυπήματα στο κεφάλι ακρωτηρίασε με μαχαίρι κομμάτι του σώματος. Μετά από αυτό το έγκλημα η αστυνομία βρήκε ίχνη από τα λάστιχα του αυτοκινήτου του δολοφόνου. Δύο μήνες μετά, τον Απρίλιο, σκότωσε την 32χρονη Πατρίσια Άτκισον, επίσης ιερόδουλη. Τη βρήκαν νεκρή στο διαμέρισμα και εντόπισαν και πάλι αποτύπωμα παπουτσιού. Τον Ιούνιο δολοφόνησε τη 16χρονη Τζέιν ΜακΝτόναλντ. Το θύμα δεν ήταν ιερόδουλη.

Τον επόμενη μήνα ο Σάτκλιφ επιτέθηκε στην Μορίν Λονγκ. Την άφησε θεωρώντας τη νεκρή αλλά επέζησε. Ένας μάρτυρας έδωσε περιγραφή του αυτοκινήτου του δράστη αλλά όπως αποδείχθηκε είχε κάνει λάθος.


Τον Οκτώβριο του 1977 δολοφόνησε την ιερόδουλη 21χρονη Τζιν Τζόρνταν και άφησε το πτώμα της σε μια χωματερή. Πήγε σπίτι του όπου γινόταν οικογενειακό πάρτι. Κατά τη διάρκεια της νύχτας σκέφτηκε ότι είχε δώσει στην Τζόρνταν ένα χαρτονόμισμα πέντε λιρών από το οποίο θα μπορούσαν να τον εντοπίσουν. Επέστρεψε στο τόπο που είχε αφήσει το πτώμα αλλά δεν βρήκε το χαρτονόμισμα. Από την οργή του διαμέλισε το πτώμα και το μετέφερε σε άλλη περιοχή. Όταν εντοπίστηκε από έναν αγρότη η αστυνομία βρήκε το χαρτονόμισμα σε μια μικρή τσέπη στην τσάντα της Τζόρνταν. Από την ανάλυση που έγινε πρόεκυψε ένας κύκλος υπόπτων κοντά στους 8.000. Οι αρχές ανέκριναν τους 5.000, μεταξύ των οποίων και ο Σάτκλιφ. Τους είπε ότι βρισκόταν όλη τη νύχτα στο οικογενειακό πάρτι και αφέθηκε ελεύθερος.

Στις 14 Δεκεμβρίου 1977 επιτέθηκε στην ιερόδουλη Μέριλιν Μουρ. Επέζησε και έδωσε περιγραφή του δράση. Βρέθηκαν επίσης ίχνη από λάστιχα αυτοκινήτου που ταίριαζαν με αυτά των προηγούμενων επιθέσεων.

Τον Ιανουάριο του 1978 σκότωσε με σφυρί την 21χρονη  ιερόδουλη Ιβόν Πίρσον. Γέμισε το στόμα της με τρίχες αλόγου που είχε βρει σε έναν παρατημένο καναπέ και πήδηξε πάνω στο στήθος σπάζοντας τον θώρακα της. Μόλις δέκα μέρες μετά σκότωσε την 18χρονη ιερόδουλη Έλεν Ρίτκα. Τη χτύπησε με σφυρί και τη μαχαίρωσε επανειλημμένα. Στις 16 Μαΐου δολοφόνησε σε ένα πάρκινγκ τη 40χρονη Βέρα Μίλγουορντ.

Το επόμενό του έγκλημα έγινε τον Απρίλιο όταν σκότωσε τη 19χρονη υπάλληλο Ζοζεφίν Γουίτακε. Την 1η Σεπτεμβρίου 1979 σκότωσε την 20χρονη φοιτήτρια Μπάρμπαρα Λιτς. Μέσα στο 1979 ο Σατκλιφ ανακρίθηκε δύο ακόμα φορές αλλά αφέθηκε ελεύθερος.  

Το 1980 σκότωσε δύο γυναίκες. Την 47χρονη Μαργκερίτ Γουόλς στις 20 Αυγούστου και την 20χρονη Ζακλίν Χιλ στις 17 Νοεμβρίου. Καμία από τις δύο δεν ήταν ιερόδουλη. Έκανε επίσης τρεις επιθέσεις με τα θύματα να επιζούν. Στην Ουφάντια Μπαντάρα τον Σεπτέμβριο, στη Μορίν Λία τον Οκτώβριο και την 16χρονη Τερέζα Σάικ τον Νοέμβριο.

«Είμαι ο Τζακ»

Με τον «Αντεροβγάλτη του Γιορκσάιρ» να έχει τρομοκρατήσει όλη τη χώρα η αστυνομία έκανε τεράστια έρευνα για τον εντοπισμό του. Παρότι άφησε πίσω του στοιχεία και παρότι ανακρίθηκε συνολικά εννέα φορές ο Σάτκλιφ δεν συνελήφθη. Την έρευνα αποπροσανατόλισε παντελώς ένας φαρσέρ. Μετά τη δολοφονία της Τζόζεφιν Γουίτακερ τον Απρίλιο του 1979 ο Τζορτζ Όλνφιλντ, ο οποίος ηγούταν της έρευνας, έλαβε μια κασέτα με ηχογραφημένο μήνυμα. Μια ανδρική φωνή έλεγε: «Είμαι ο Τζακ. Βλέπω ότι δεν έχετε τύχη να με συλλάβετε. Έχω τον μεγαλύτερο σεβασμό για εσένα Τζορτζ αλλά θεέ μου δεν είσαι πιο κοντά στο να πιάσεις τώρα απ' ό,τι ήσουν πριν τέσσερα χρόνια όταν άρχισα».

Η κασέτα θεωρήθηκε αξιόπιστο στοιχείο και η αστυνομία έστρεψε την προσοχή της σε άντρες με προφορά από το Γουέρσαϊντ, όπως η ηχογραφημένη φωνή. Ο ίδιος άνθρωπος είχε στείλει και δύο επιστολές στην εφημερίδα Daily Mirror υπογράφοντας ως «Τζακ ο Αντεροβγάλτης». Αυτή η υπόθεση αποπροσανατόλισε τελείως την αστυνομία και έδωσε χρόνο στον Σάτκλιφ. Το 2005 οι αρχές εντόπισαν το DNA από τις επιστολές στη βάση δεδομένων της χώρας. Ο άνεργος αλκοολικός Τζον Σάμουελ Χάμπλ ήταν πίσω από την απάτη. Καταδικάστηκε σε οκτώ χρόνια φυλάκιση και τελικά πέθανε το 2019.


Στις 25 Νοεμβρίου 1980 ο συνάδελφος του Σάτκλιφ, Τρέβορ Μπέρντσολ έστειλε ανώνυμη επιστολή στην αστυνομία στην οποία ανέφερε: «Προτεραιότητα νο 1. Έχω καλό λόγο να ξέρω ποιος είναι ο άντρας που ψάχνετε στη υπόθεση του Ripper. Αυτός ο άντρας έχει επαφές με ιερόδουλες και πάντα είχε πάθος μαζί τους. Το όνομα του είναι η Πίτερ Σάτκλιφ». Ο Μπέρντσολ έγραφε και τη διεύθυνση του Σάτκλιφ.

Η αστυνομικός που παρέλαβε την επιστολή την πρωτοκόλλησε και την άφησε σε δίσκο στο δωμάτιο με τα στοιχεία της υπόθεσης. Δεν ασχολήθηκε κανείς με αυτή μέχρι τη σύλληψη του δολοφόνου.

Σύλληψη και ομολογία

Στις 2 Ιανουαρίου 1981 ο Σάτκλιφ βρισκόταν στο αυτοκίνητο του με την 24χρονη ιερόδουλη Ολίβια Ρέιβερς όταν τους σταμάτησε ένας αστυνομικός. Τον οδήγησε στο τμήμα γιατί το αυτοκίνητο είχε πλαστές πινακίδες. Ο Σατκλιφ ταίριαζε με πολλά από τα φυσικά χαρακτηριστικά που είχαν δοθεί στις περιγραφές του Ripper και οι αστυνομικοί τον ρώτησαν για την υπόθεση. Την επόμενη μέρα πήγαν στο σημείο που είχε συλληφθεί και ανακάλυψαν πως είχε πετάξει ένα μαχαίρι, ένα σφυρί και σχοινί. Έβγαλαν ένταλμα έρευνας για το σπίτι του και μίλησαν με την σύζυγο του.

Όταν του ζήτησαν να βγάλει τα ρούχα είδαν με έκπληξη ότι κάτω από το παντελόνι του φορούσε ανάποδα ένα πουλόβερ, για να προστατεύει τα γόνατα του όπως τους είπε.

Αρχικά ο Σάτκλιφ αρνούνταν τα πάντα αλλά ξαφνικά στις 4 Ιανουαρίου 1981 ανακοίνωσε στους αστυνομικούς πως είναι ο «Αντεροβγάλτης του Γιόρκσαϊρ». Επί 24 ώρες μιλούσε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για όλα τα εγκλήματα του. Έδειξε ταραγμένος μόνο όταν αναφέρθηκε στο νεαρότερο θύμα του, τη 16χρονη Τζέιν ΜακΝτόναλντ.

Η δίκη

Λίγες μέρες μετά την ομολογία του ο Σάτκλιφ άρχισε να παίζει το «χαρτί» της παραφροσύνης. Υποστήριξε ότι ο Θεός του έδωσε εντολή να σκοτώνει ιερόδουλες ενώ κατά την πρώτη του παρουσία στο δικαστήριο δήλωσε αθώος με το σκεπτικό της μειωμένης ευθύνης. Τέσσερις ψυχίατροι στήριξαν την υπερασπιστική του γραμμή τονίζοντας ότι πάσχει από σχιζοφρένεια. Η κατάθεση όμως ενός δεσμοφύλακα ήταν καταλυτική. Αποκάλυψε πως σε συζήτηση με τη σύζυγο του ο Σάτκλιφ της είπε: «Αν πείσω τον κόσμο ότι είμαι τρελός μπορεί να φάω μόνο δέκα χρόνια σε ένα τρελάδικο». Καταδικάστηκε σε 30 χρόνια φυλάκιση με δικαίωμα αναστολής το 2011. Το Ανώτατο Δικαστήριο όμως αποφάνθηκε το 2010 ότι ο Σατκλιφ θα παραμείνει στη φυλακή για το υπόλοιπο της ζωής του.

Η φυλακή και το τέλος

Στη φυλακή ο Σάτκλιφ χρησιμοποίησε το όνομα της μητέρας του. Συστηνόταν ως Κούναν. Το 1983 δέχθηκε επίθεση από συγκρατούμενο του. Του έκοψε το πρόσωπο με μια σπασμένη κούπα και χρειάστηκαν 30 ράμματα. Το 1996, ενώ νοσηλευόταν, δέχθηκε νέα επίθεση. Ένας συγκρατούμενος του επιχείρησε να τον στραγγαλίσει με καλώδιο. Το 1997 έχασε την όραση από το αριστερό του μάτι και υπέστη μεγάλη ζημιά στο δεξί όταν του επιτέθηκαν με μολύβι. Το 2004 πέθανε ο πατέρας του και το 2005 ο Σάτκλιφ πήρε άδεια να επισκεφτεί με συνοδεία το μέρος όπου βρίσκονταν οι στάχτες του. Το 2007 δέχθηκε νέα επίθεση. Αυτή τη φορά συγκρατούμενος του τον μαχαίρωσε στο μάγουλο επιχειρώντας να του βγάλει το δεξί μάτι.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Σάτκλιφ έπασχε από διαβήτη, ήταν υπέρβαρος και είχε καρδιακά προβλήματα. Στα τέλη του Οκτωβρίου 2020 νοσηλεύθηκε μετά από καρδιακή προσβολή. Πριν από λίγες μέρες διαγνώστηκε με κοροναϊό. Αρνήθηκε να λάβει αγωγή και τελικά μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο σε πολύ σοβαρή κατάσταση όπου και πέθανε στις 13 Νοεμβρίου 2020.